Κυριακή 31 Μαΐου 2009

... δύο φίλων στοχαστών...


Φιλιά, χρόνος και φως
Άδωνις&Άναλις Δημήτρης Τ.
εκδ Λιβάνης

Η παράλληλη αλληλογραφία δύο φίλων στοχαστών, του ποιητή Άδωνι και του Δημήτρη Άναλι, ένα καλοκαίρι στη Μεσόγειο.

Είναι που στα δικά μου μάτια η φιλία τα ξεπλένει όλα, ακόμα και το σώμα του θανάτου. Άδωνις

Κατά βάθος βρισκόμαστε σε αναζήτηση ενός τόπου που να είναι για μας αληθινή κατοικία – οι πόλεις είναι στάσεις, διαλείμματα. Άναλις

Αντίο, κύριε Ζούκερμαν

Ο Φίλιπ Ροθ αποχαιρετά τον διασημότερο ήρωά του μετά τον Πόρτνοϊ αφήνοντάς τον μόνο του με τα γραπτά του, μακριά από ερωτικούς πειρασμούς Νέα Υόρκη, Νοέμβριος 2004, παραμονές των εκλογών για την αμερικανική προεδρία. Ο συγγραφέας Νέιθαν Ζούκερμαν -το διασημότερο alter ego του Φίλιπ Ροθ- έπειτα από έντεκα χρόνια απόλυτης δημιουργικής απομόνωσης στα βουνά της Νέας Αγγλίας, βρίσκεται και πάλι στο Μανχάταν.
Είναι 71 ετών, ανίκανος σεξουαλικά έπειτα από εγχείρηση στον προστάτη, κι ο μόνος λόγος που έχει αφήσει το ησυχαστήριό του είναι για να ξεκινήσει μια θεραπεία με τον ουρολόγο του που θα τον απαλλάξει από την τυραννία της ακράτειας και το αναπόφευκτο αίσθημα της ταπείνωσης που τον τυλίγει.
«Στην εξοχή», όπως ομολογεί ο Ζούκερμαν, «δεν υπήρχαν πειρασμοί που θα μπορούσαν να με δελεάσουν και να γεννήσουν προσδοκίες». Η Νέα Υόρκη, όμως, «μου έκανε ό,τι κάνει σε όλους τους ανθρώπους -ξύπνησε τις πιθανότητες. Η ελπίδα ξυπνάει σαν επιδημία»...
Τι του μέλλει άραγε να πάθει; Με ποια φαντάσματα από το παρελθόν θα διασταυρωθεί; Υπάρχει περίπτωση ν' ανακτήσει τη χαμένη του σφριγηλότητα, να γίνει ξανά επιθυμητός; Ή μήπως πρέπει να συμφιλιωθεί οριστικά με τα γηρατειά του και ν' αρκεστεί στην τέχνη της μυθοπλασίας, τη μόνη απόλαυση που του απομένει; Οι απαντήσεις δίνονται δεξιοτεχνικά στο «Φεύγει το φάντασμα» που μόλις κυκλοφόρησε μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά (εκδ. «Πόλις»).
Το μυθιστόρημα με το οποίο, το 2007, ο Φίλιπ Ροθ αποχαιρέτησε οριστικά αυτόν τον δεύτερο εαυτό του, θίγοντας από τη ζωογόνο δύναμη της ερωτικής επιθυμίας ώς το βάσανο της φθοράς, κι από την πολιτική κατάντια της πατρίδας του ώς τις ηδονοβλεπτικές διαθέσεις της πολιτιστικής δημοσιογραφίας.
Σύμφωνα με τα λόγια του Ροθ, το βιβλίο του μιλά στην πραγματικότητα «για τη ζωή που κυλά ερήμην του Ζούκερμαν και για την αδυναμία του να την παρακολουθήσει», εξ ου και η δική του «υποχρέωση» να καταγράψει όσα εκείνος βλέπει κι αφουγκράζεται μετά τον ηθελημένο λήθαργό του. Το πρώτο πράγμα, λοιπόν, που αφήνει κατάπληκτο τον Ζούκερμαν είναι -τι άλλο;- η μανία των κινητών. Τι είχε συμβεί, εν τη απουσία του, αναρωτιέται, ώστε «να προκύψουν ξαφνικά τόσο πολλά να ειπωθούν;».
Δεν είχε προβλέψει «ότι η τεράστια μοναξιά των ανθρώπων θα παρήγε αυτήν την απεριόριστη λαχτάρα ν' ακουστούν και την επακόλουθη αδιαφορία για το ενδεχόμενο να τους κρυφακούσουν». Κι όπως αποφαίνεται, «όχι, αυτά τα μαραφέτια διόλου δεν υπόσχονταν ότι θα λειτουργούσαν ως θείο δώρο, προάγοντας το στοχασμό σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα».
Τα χρόνια που έμενε «τρυπωμένος στο ξυλόσπιτό» του, ο Ζούκερμαν κατάφερνε να ζει στην Αμερική χωρίς όμως και ν' απορροφά όσα τη συνιστούσαν.
Εγραφε τα βιβλία του, ξαναδιαβάζοντας -όπως και ο Ροθ, τον τελευταίο καιρό- τους κλασικούς, και ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου είχε βγάλει... την πρίζα εντελώς, για να μην καταντήσει «ο τρελός του χωριού», «ο τυπικός παρανοϊκός επιστολογράφος των εφημερίδων».
Και τώρα, όμως, όντας εξοικειωμένος «με τα θεατρικά αισθήματα που εμπνέει η φρίκη της πολιτικής», δεν ταρακουνιέται από την οργή και την απογοήτευση της νεολαίας για τη νέα νίκη του Μπους.
Ανακαλεί τη μεταμόρφωση του ειρηνιστή Τζόνσον σε «πολεμοκάπηλο γεράκι του Βιετνάμ», την παραίτηση του «δόλιου και κακόβουλου» Νίξον λόγω Γουοτεργκέιτ, την «ανυπέρβλητη ρηχότητα του αυτάρεσκου κουφιοκέφαλου» που ήταν ο Ρέιγκαν, και παραμένει ένας «απλός παρατηρητής, απόλυτα αποστασιοποιημένος από το δημόσιο δράμα». Είναι, άλλωστε, πεπεισμένος ότι τα εξοργισμένα αστόπαιδα γύρω του δεν έχουν ιδέα για το «ποια είναι η μεγάλη μάζα των Αμερικανών» και ότι βαυκαλίζονται νομίζοντας ότι οι μορφωμένοι πολίτες θα καθορίζουν τη μοίρα της χώρας τους...
Ο αιρετικός εβραίος διανοούμενος Νέιθαν Ζούκερμαν έκανε ένα φευγαλέο πέρασμα στο σύμπαν του Ροθ το 1970 στο «Η ζωή μου ως άντρα» κι από το 1979 μέχρι σήμερα υπήρξε πρωταγωνιστής ή αφηγητής σ' εννέα ακόμη έργα του, κουβαλώντας κάμποσα από τα βιώματα, τις αμφιβολίες και τις νευρώσεις του δημιουργού του. Αν υπάρχει, ωστόσο, ένα ανάμεσά τους που θα έπρεπε να 'χει διαβάσει κανείς για ν' απολαύσει ακόμα περισσότερο τούτο εδώ, είναι ο «Συγγραφέας φάντασμα», το πρώτο μέρος της τριλογίας «Ζούκερμαν δεσμώτης».
Σ' εκείνο το σύντομο μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στα χρόνια του '50, ο Ζούκερμαν εμφανίζεται ως ένας πολλά υποσχόμενος συγγραφέας, φανατικός θαυμαστής ταυτόχρονα του ώριμου -και επινοημένου από τον Ροθ- διηγηματογράφου Ε. Ι. Λόνοφ. Στο πρόσωπο του τελευταίου ο Ζούκερμαν αναζητούσε έναν πνευματικό πατέρα που θα του μεταλαμπάδευε τη σοφία του, την ώρα που ο πραγματικός του πατέρας πάσχιζε να τον προστατεύσει από την μήνι των ομοθρήσκων του, οι οποίοι θεωρούσαν ότι με τα γραπτά του τους διακωμωδούσε. Κι είναι ακριβώς ο απόηχος από τη μία και μοναδική συνάντηση που είχαν οι δυό τους τότε, παρουσία της συζύγου αλλά και της της γραμματέως, μούσας κι ερωμένης του Λόνοφ, που διαποτίζει τις σελίδες του «Φεύγει το φάντασμα».
Το πρώτο γνώριμο πρόσωπο πάνω στο οποίο πέφτει ο Ζούκερμαν στη Νέα Υόρκη, δεν είναι άλλο από την ερωμένη του παλιού μέντορά του, για την οποία ο τελευταίος είχε εγκαταλείψει τελικά τον έγγαμο βίο, με τις ελπίδα ότι οι χυμοί της θα τον αναζωογονούσαν.
Η κοπέλα που είχε σαγηνεύσει και τον ίδιο τον Ζούκερμαν πριν από τριάντα χρόνια, είναι 75 χρόνων πλέον, πάσχει κι εκείνη από καρκίνο, κι όπως αποκαλύπτεται, δέχεται αφόρητη πίεση από έναν νεαρό, επίδοξο βιογράφο του Λόνοφ να μοιραστεί μαζί του όσα εκείνος είχε θελήσει να κρατήσει κρυφά για πάντα.
Μιά πίεση που θα δεχτεί στη συνέχεια και ο Ζούκερμαν, για να την αποτινάξει όμως από πάνω του με βία, σ' ένα μπρα-ντε-φερ με τον καλλιεργημένο αλλά κι αδίστακτο βιογράφο, που στον ίδιο θυμίζει παραπάνω απ' όσο μπορεί ν' αντέξει, την ορμή, τη φιλοδοξία και την επιθετικότητα που τον έκαναν να πάλλεται στα νιάτα του.
Ο αγώνας του Ζούκερμαν για την προστασία της υστεροφημίας του Λόνοφ συμπλέει στο βιβλίο και με το ξύπνημα της λαγνείας του. Εχοντας αποφασίσει να παρατείνει τη διαμονή του στη μητρόπολη, δέχεται ν' ανταλλάξει για ένα διάστημα το ερημητήριό του μ' ένα διαμέρισμα στο Μανχάταν, διευκολύνοντας έτσι το ζευγάρι που μένει σ' αυτό ν' απομακρυνθεί από μια πόλη-τρομοκρατικό στόχο.
Στη θέα, όμως, «της όμορφης, προνομιούχου, έξυπνης, αυτάρεσκης, νωχελικής τριαντάρας κι εκμαυλιστικά ευάλωτης εξαιτίας των φόβων της» σπιτονοικοκυράς του, κυριεύεται «από την πικρή απελπισία ενός γελοίου γέρου που πεθαίνει από λαχτάρα να ξαναγίνει ολόκληρος». Και καθώς η πραγματικότητα είναι αμείλικτη, δεν του μένει παρά να διοχετεύσει τον πόθο του στο λευκό χαρτί και να σκαρώσει διαλόγους με την νέα αυτή γυναίκα από το περίσσευμα της φαντασίας του, προς τέρψιν και δική του και δική μας.
Στο «Φεύγει το φάντασμα», ο Φίλιπ Ροθ μιλά από την σκοπιά κάποιου που έχει περάσει στην επικράτεια του «όχι πια» αντιμέτωπου μ' εκείνους που ανήκουν στην επικράτεια του «όχι ακόμη», κι αποχωρίζεται το alter-ego του αφήνοντάς το «να ξεχειλίζει από ματαίωση», με μια πικρή γεύση στο στόμα. Κι ενώ το περασμένο φθινόπωρο, αυτός ο μόνιμος υποψήφιος για Νόμπελ συγγραφέας, δημοσίευσε ένα ακόμη σύντομο μυθιστόρημα, την «Αγανάκτηση», δεν δίστασε, σε συνέντευξή του, να διακινδυνεύσει την πρόβλεψη ότι «στα επόμενα 10-20-30 χρόνια, η λογοτεχνία θα έχει χάσει ολότελα πια το κεντρικό βάρος που είχε κάποτε στην κοινωνία». *
(http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=49151)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση