Γιατί το Βυζάντιο
Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη
εκδ Ελληνικά Γράμματα
Το «Γιατί το Βυζάντιο», το καινούργιο βιβλίο της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, γραμμένο απευθείας στα ελληνικά, αποτελεί ένα απόσταγμα σχεδόν βιωματικό, από την πολύχρονη διδασκαλία της διαπρεπούς βυζαντινολόγου στη Σορβόννη. Απευθύνεται στο ευρύ κοινό και ειδικά σε εκείνους που τους απασχολεί το ζήτημα της ελληνικής ιστορικής συνέχειας.
«Το πόνημα αυτό», αναφέρει η ίδια, «απευθύνεται σε όσους από τους Νεοέλληνες ταλανίζονται με το πρόβλημα της ελληνικής ιστορικής συνέχειας και στους ξένους (κυρίως τους Δυτικοευρωπαίους και τους Αμερικανούς βλαστούς τους) που αρκούνται στην επιλεκτική γνώση του παρελθόντος τους, άσχετα από κάθε ιστορική πραγματικότητα και με μόνο μέλημα τη δικαίωση μιας σύγχρονης πολιτικής προσέγγισης, που υπαγορεύουν συμφέροντα και ενδιαφέροντα, ξένα συχνά από την ιστορία και το αντικείμενό της».
Η συγγραφέας επιχειρεί να αποσαφηνίσει το Βυζάντιο δια του Βυζαντίου, με πολλαπλές αναφορές σε κείμενα - κλειδιά (Τριακονταετηρικός του Ευσεβίου, Κοσμογραφία του Κοσμά Ινδικοπλεύστη, Τακτικά του Λέοντος ΣΤ' τυο Σοφού, Βίος Ιακώβου του Νεοφωτίστου, Σχόλια του Τζέτζη, Επαναγωγή κ.ά.), τα οποία, κατά τη γνώμη της, εκφράζουν συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής ψυχοσύνθεσης ή σημαδεύουν παραστατικά τομές και στροφές της ιστορίας του Βυζαντίου.
Ο στόχος της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ είναι ο εξής, όπως τον διατυπώνει στον Πρόλογό της: «Να βάλω, κατά το δυνατόν, έστω εκ του πλαγίου και λάθρα σχεδόν, το Βυζάντιο στη θέση που τα επιτεύγματά του μας υπαγορεύουν: να πω συνοπτικά, εννοώ, αυτά που το αναδεικνύουν ως την πρώτη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και που εξηγούν, όχι μόνο το πολιτιστικό μεγαλείο του (και αυτό ανεπαρκώς ακόμη γνωστό), αλλά και την ασυνήθη για παγκόσμια δύναμη (όπως ήταν κάποτε το Βυζάντιο) μακροβιότητά του».
Η επιλογή των θεμάτων που αναπτύσσονται σχετίζεται κυρίως με φαινόμενα μακράς διαρκείας και μπορούν να ερμηνεύσουν το «Γιατί» της βυζαντινής πολιτικής εμβέλειας (εξ ου και ο τίτλος «Γιατί το Βυζάντιο»).
Αναλύονται οι σχέσεις της πολιτείας με την εκκλησία (αυτοκράτορα και πατριάρχη), του κέντρου με την περιφέρεια (Κωνσταντινούπολης και επαρχιών), του Βυζαντίου με τους πολυποίκιλους γείτονές του, φίλους, συμμάχους ή εχθρούς. Οι συνοριακές συρρικνώσεις, οι δογματικές διαμάχες, οι στρατιωτικοπολιτικές αντιπαλότητες και οι άνισες κοινωνικές διαβαθμίσεις που ρύθμιζαν την καθεστηκυία τάξη εξηγούν τη δυσκολία της βυζαντινής κοινωνίας αλλά και της πολιτικής να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών. Η πτώση της αυτοκρατορίας πρώτα στα χέρια των Σταυροφόρων (1204) και τελικά στους Οθωμανούς (1453) προλογίζουν την χαλεπότητα της μετέπειτα εποχής που θεμέλιό της ωστόσο μένει η πολύχρονη βυζαντινή εμπειρία: θρησκευτική, ιδεολογική και βιωματική. Απόηχός της ως τις μέρες μας μπορεί να θεωρηθεί η αμφίσημη σχέση των Νεοελλήνων με τη Δύση και με την Ανατολή, πρόβλημα της νεοελληνικής ταυτότητας.