O Νίκος Θέμελης πρωτοεμφανίσθηκε στη
λογοτεχνία στα πενήντα του χρόνια, σε μια περίοδο ηλικιακής ακμής και
ταυτόχρονα σε μια στιγμή κορύφωσης της δημόσιας σταδιοδρομίας του στην
πολιτική. Η πρώτη αυτονόητη σκέψη πως ο Νίκος Θέμελης – ναι αυτός δίπλα
στον πρωθυπουργό! - δημοσίευσε ένα μυθιστόρημα ήταν μάλλον
συγκαταβατική. Ασφαλώς θα επρόκειτο για ένα πάρεργο, για κάποιο χόμπι,
για μια ερασιτεχνική ίσως δραστηριότητα, που θα αποφόρτιζε ενδεχομένως
τον συγγραφέα από την τρομακτική ένταση που συνεπάγεται η άσκηση
εξουσίας, δεν θα είχε όμως παρά μικρή σημασία για την ελληνική
λογοτεχνική σκηνή.
Σήμερα ξέρουμε πως η πραγματικότητα ήταν άλλη. Το πρώτο μυθιστόρημα του Θέμελη «Αναζήτηση» του 1998 υπήρξε μια τεράστια εμπορική επιτυχία και ταυτόχρονα εγκωμιάσθηκε ποικιλοτρόπως από την λογοτεχνική κριτική, ενώ το δεύτερο μυθιστόρημα «Ανατροπή» του 2000, εκτός από τις πρώτες θέσεις που κατέλαβε στις λίστες των ευπώλητων, τοποθέτησε τον Θέμελη στον λογοτεχνικό κανόνα, δίπλα σε καθιερωμένους ομηλίκους του πεζογράφους όπως η Μάρω Δούκα, ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης ή ο Αλέξης Πανσέληνος. Το μάθημα υπήρξε ευπρόσδεκτο. Είναι εντέλει πολύ δύσκολο να προεξοφλήσει κανείς τη μορφοπλαστική ικανότητα, την συνθετική δυνατότητα και την αισθητική δεξιοτεχνία ενός ανθρώπου. Διότι η μυθοποιητική δημιουργικότητα αποτελεί εντέλει εσωτερική γνώση και δεν αποκτάται μαθησιακά.
Καθώς τώρα πια γνωρίζουμε το σύνολο του πεζογραφικού του έργου, μπορούμε πλέον να θέσουμε το ερώτημα: Ποια είναι η σημασία του Νίκου Θέμελη για την μεταδικτατορική πεζογραφία ή καλύτερα για την πεζογραφία που γράφτηκε στο γύρισμα ανάμεσα στον 20ό και τον 21ο αιώνα; Και με εξίσου σχετική ασφάλεια μπορούμε επίσης να απαντήσουμε. Η πεζογραφική βαρύτητα του Νίκου Θέμελη είναι, κατά τη γνώμη μου, διπλή: Πρώτον, ο συγγραφέας για τον οποίο συζητούμε στην αίθουσα αυτή υπήρξε ο βασικός εισηγητής του καινούργιου τρόπου με τον οποίο γράφεται σήμερα το ιστορικό μυθιστόρημα. Και δεύτερον, με την εικαστική φαντασία, την αισθητηριακή αναπλαστικότητα και την μυθοποιητική του δύναμη, ο Θέμελης κατόρθωσε να δημιουργήσει ολοζώντανους ανθρώπους μαζί με τις περιπέτειές του βίου τους. Με άλλα λόγια, ο Νίκος Θέμελης υπήρξε ένας γνήσιος παραμυθάς.
Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της «Αναζήτησης» (1998), της «Ανατροπής» (2000) και της «Αναλαμπής» (2003), των τριών δηλαδή μυθιστορημάτων που αποτελούν το κυρίως έργο του; Τόπος στα δύο πρώτα είναι ο χώρος των τουρκοκρατούμενων κέντρων του ελληνισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού (Μυτιλήνη, Σιάτιστα, Ζαγόρια). Κι ακόμα είναι ο χώρος του μείζονος ελληνισμού (Μικρά Ασία, χερσόνησος του Αίμου, παραευξείνιες περιοχές). Και επίσης ήρωές του είναι άνθρωποι αυτοδημιούργητοι, φιλόπονοι κι επινοητικοι, φίλοι της προόδου και εχθροί των δυνάμεων του συντηρητισμού. Στο σημείο αυτό αξίζει να κάνουμε μια σύγκριση. Μυθιστορήματα που εκτυλίσσονται στην Μικρά Ασία ή στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα (ιστορικά και μη) έγραψαν οι μεσοπολεμικοί πεζογράφοι Παντελής Πρεβελάκης, Ηλίας Βενέζης, Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Στράτης Μυριβήλης, Κοσμάς Πολίτης. Στα περισσότερα από τα έργα αυτά (όχι σε όλα, όχι στον Κοσμά Πολίτη, και όχι στο Χρονικό μιας Πολιτείας του Παντελή Πρεβελάκη) το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αφορούσε τις εχθρικές, συχνά εμπόλεμες σχέσεις ανάμεσα στο ελληνικό και στο τουρκικό στοιχείο. Δεν είναι περίεργο. Όταν γράφονταν τα έργα για τα οποία συζητάμε, το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν ακόμα νωπό, πολλοί μάλιστα από τους μεσοπολεμικούς πεζογράφους είχαν προσωπικά βιώματα απ’ την εμπόλεμη βία. Μέσα στις συγκεκριμένες επομένως συνθήκες, εκείνο που επιδίωκαν να αναδείξουν ήταν η ελληνική εθνική και η ορθόδοξη θρησκευτική ταυτότητα στη σύγκρουση τη προς τις άλλες εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες, ήταν η ελληνικότητα στην αντιπαλότητά της προς την τουρκικότητα και τις άλλες εθνικές ιδιαιτερότητες.
Όταν ο Νίκος Θέμελης γράφει τα μυθιστορήματά του, η εθνική συνθήκη στη Δύση έχει μεταβληθεί ριζικά. Έχουν περάσει τουλάχιστον εβδομήντα χρόνια από την εποχή των ελληνοτουρκικών πολέμων, ενώ στα τέλη του 20ού αιώνα, το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας βρίσκεται μεν σε έξαρση, όχι πια όμως με γνώμονα την εχθρότητα και τη σύγκρουση, αλλά με πλοηγό τη συγκατοίκηση και τη συμπόρευση. Η άνευ προηγουμένου κινητικότητα και η πυκνότατη επικοινωνιακή διασύνδεση των τελευταίων δύο δεκαετιών του 20ού αιώνα, μετέτρεψαν τις κοινωνίες μας από εθνικώς και πολιτισμικώς ομοιογενείς κοινωνίες, σε πολυεθνικά και πολυπολιτισμικά ψηφιδωτά. Το ενδιαφέρον έτσι μετατοπίστηκε. Όταν στρεφόμαστε στο παρελθόν δεν επιδιώκουμε πια να διακρίνουμε τι ήταν αυτό που μας χώριζε από τους αλλοεθνείς, αλλά τι ήταν εκείνο που μας ένωνε, τι ήταν αυτό που μας επέτρεπε να ζούμε σε σχέσεις αγαθής γειτονίας. Το νέο αυτό πνεύμα εξέφρασε κατά κόρον ο Νίκος Θέμελης στην «Αναζήτηση» και την «Ανατροπή». Πως το εξέφρασε; Δημιουργώντας στη θέση των αλλοτινών εσωστρεφών, φανατικών και αδιάλλακτων εθνικών ομάδων, κοινότητες γεμάτες παλμό, κοινωνίες όχι απαλλαγμένες από τις πολιτικές και κοινωνικές ταραχές, κοινωνίες όμως με ανθρώπους φιλοπερίεργους κι ανοιχτόμυαλους, ενδεχομένως τυχοδιώκτες, ανθρώπους όμως έτοιμους να ασπαστούν καινούργιες ιδέες, να δοκιμάσουν νέες μεθόδους, να τολμήσουν αδιανόητα εγχειρήματα, με ανθρώπους που διψούσαν να καινοτομήσουν, να αντιστρέψουν, να ανατρέψουν και να πειραματιστούν. Μέσα σε τέτοιες κοινωνίες οι εθνικές και θρησκευτικές διαιρέσεις, δεν εξαφανίζονται μεν, αλλά και δεν συνιστούν όπως άλλοτε τον απόλυτα κυρίαρχο ρυθμιστή.
Στο τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας «Αναλαμπή» οι γεωγραφικές συντεταγμένες της πλοκής μετατοπίζονται στον ελλαδικό χώρο στα πρώτα σαράντα χρόνια του 20ού αιώνα, όταν η Ελλάδα προσπαθεί να σφυρηλατήσει μια ταυτότητα που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των νέων καιρών. Ριζοσπαστική διάθεση, δημιουργική φλόγα, αναρίθμητες καινούργιες υποσχέσεις αλλά και πλησμονή ψευδεπίγραφων οραμάτων, συρροή ανερμάτιστων στόχων, κοινωνική αστάθεια και πολιτικός διχασμός συνθέτουν την κοίτη μέσα στην οποία ρέει το τρίτο μυθιστόρημα-ποταμός του Νίκου Θέμελη.
Έχουμε δηλαδή το αστικό στοιχείο στην περίοδο της ανοδικής σφριγηλής του πορείας, στα δύο πρώτα μυθιστορήματα. Και το αστικό στοιχείο στην περίοδο της ματαίωσης των εκσυγχρονιστικών του οραμάτων, στο τρίτο μυθιστόρημα, για να επαναλάβω κι εγώ εδώ τη σχηματική περιγραφή που μας έδωσε για τα έργα του Θέμελη η ελληνική λογοτεχνική κριτική. Μια ερμηνεία με άλλα λόγια των περιπετειών του νεότερου ελληνισμού, ερμηνεία όμως με τα μέσα της μυθοπλασίας. Στο σημείο αυτό στέκομαι προκειμένου για να υπογραμμίσω τη φράση «ερμηνεία με τα μέσα της μυθοπλασίας», έτσι ώστε να έρθω στη δεύτερη λογοτεχνική συμβολή του Νίκου Θέμελη. Διότι ο συνδυασμός μυθοπλαστικά μέσα και κοινωνιολογική ερμηνεία προϋποθέτει μια εξαιρετικά ευαίσθητη ισορροπία στην αναλογία δύο συστατικών δεδομένου οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις και οι ιδεολογικές ανατομίες τις περισσότερες φορές καταστρέφουν κι απονεκρώνουν τον αισθητικό ιστό. Εκτός κι αν τις κοινωνιολογικές αυτές ερμηνείες προσδιορίζει, κατευθύνει και ρυθμίζει μια ισχυρή δημιουργική φλέβα, όπως ήταν η φλέβα του συγγραφέα που τιμούμε σήμερα.
Ποιες είναι οι συντεταγμένες του Νίκου Θέμελη στη μεταδικτατορική λογοτεχνία; Μίλησα για τη θέση του στον λογοτεχνικό κανόνα. Μίλησα για την συμβολή του στη διαμόρφωση του σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος. Θα συνεχίσω τώρα με έναν αρνητικό προσδιορισμό. Στο επίπεδο της πεζογραφικής τεχνικής (στο επίπεδο της σύνθεσης και της έκφρασης δηλαδή), ο πεζογράφος μας δεν υπήρξε καινοτόμος. Τα μυθιστορήματα του δεν περιέχουν καινούργιες προτάσεις ούτε ανανεώνουν την λογοτεχνική παράδοση. Με την σεμνότητα που τον διέκρινε και την αυτογνωσία που τον χαρακτήριζε, ο Θέμελης ουδέποτε διεκδίκησε ούτε στις δημόσιες εμφανίσεις του ούτε στις ιδιωτικές του συζητήσεις το ρόλο του ανανεωτή της μυθιστορηματικής τεχνικής.
Σε τι συνίσταται επομένως η λογοτεχνικότητά του; Α, εδώ μπορούμε να μιλούμε χωρίς τελειωμό, και ν’ αναπτύσσουμε τις αναρίθμητες ευφρόσυνες απολαύσεις που προσφέρουν τα βιβλία του: Ένα ανθισμένο μπουκέτο, ένα θολό μπρούτζινο πόμολο, μια πλούσια δαντέλα με τούλι, δυο γυναίκες που λικνίζονται αγκαλιασμένες σαν να ζυγίζει η καθεμιά τον πόνο της άλλης, μια λεπταίσθητη λεπτομέρεια, μια ανεπαίσθητη κίνηση, μια υποδηλωτική σιωπή, το χαρούμενο βουητό μιας συζήτησης αλλά και η απροσδόκητα σπαραξικάρδια κραυγή δημιουργούν τον κόσμο, πλάθουν τους ανθρώπους, φιλοτεχνούν το περιβάλλον, συνθέτουν την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπνέουν οι ήρωες του Νίκου Θέμελη. Κι αυτό είναι το πεδίο της μεγάλης δεξιοτεχνικής του αρετής. Με τι μαστοριά επεξεργάστηκε τους αρμούς στον σκελετό της υπόθεσης, με τι λεπτότητα έδενε τους κόμπους στο υφάδι της αφήγησης, με τι επιτηδειότητα συνέδεε τις αόρατες κλωστές των περιγραφικών του ρυθμών’ πως ανατρέπει το σύστημα, πως κορυφώνει την ένταση, πως κατευθύνει την έκπληξη, πως επινοεί την αναλογία, πως πλάθει την αντιστοιχία, πως εφευρίσκει την αναγωγή, όλα όσα με άλλα λόγια δημιουργούν τον τρισδιάστατο κόσμο των ηρώων του. Είναι όλες οι σελίδες του αψεγάδιαστες; Όχι, υπάρχουν ατέλειες, ενίοτε υπάρχουν παραφωνίες, υπάρχουν κάποιοι πλατειασμοί. Έχει όμως τόση σημασία, όταν ο συγγραφέας αυτός μας χάρισε τόσο γενναιόδωρα και τόσο απλόχερα έναν τόσο απέραντο κόσμο γεμάτο τόση πνοή;
Σας ευχαριστώ πολύ
*Ομιλία της βιβλιοκριτικού Ελισάβετ Κοτζιά, στην εκδήλωση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας μας (ΟΠΕΚ), αφιερωμένη στη μνήμη του συγγραφέα και πολιτικού Νίκου Θέμελη.
Σήμερα ξέρουμε πως η πραγματικότητα ήταν άλλη. Το πρώτο μυθιστόρημα του Θέμελη «Αναζήτηση» του 1998 υπήρξε μια τεράστια εμπορική επιτυχία και ταυτόχρονα εγκωμιάσθηκε ποικιλοτρόπως από την λογοτεχνική κριτική, ενώ το δεύτερο μυθιστόρημα «Ανατροπή» του 2000, εκτός από τις πρώτες θέσεις που κατέλαβε στις λίστες των ευπώλητων, τοποθέτησε τον Θέμελη στον λογοτεχνικό κανόνα, δίπλα σε καθιερωμένους ομηλίκους του πεζογράφους όπως η Μάρω Δούκα, ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης ή ο Αλέξης Πανσέληνος. Το μάθημα υπήρξε ευπρόσδεκτο. Είναι εντέλει πολύ δύσκολο να προεξοφλήσει κανείς τη μορφοπλαστική ικανότητα, την συνθετική δυνατότητα και την αισθητική δεξιοτεχνία ενός ανθρώπου. Διότι η μυθοποιητική δημιουργικότητα αποτελεί εντέλει εσωτερική γνώση και δεν αποκτάται μαθησιακά.
Καθώς τώρα πια γνωρίζουμε το σύνολο του πεζογραφικού του έργου, μπορούμε πλέον να θέσουμε το ερώτημα: Ποια είναι η σημασία του Νίκου Θέμελη για την μεταδικτατορική πεζογραφία ή καλύτερα για την πεζογραφία που γράφτηκε στο γύρισμα ανάμεσα στον 20ό και τον 21ο αιώνα; Και με εξίσου σχετική ασφάλεια μπορούμε επίσης να απαντήσουμε. Η πεζογραφική βαρύτητα του Νίκου Θέμελη είναι, κατά τη γνώμη μου, διπλή: Πρώτον, ο συγγραφέας για τον οποίο συζητούμε στην αίθουσα αυτή υπήρξε ο βασικός εισηγητής του καινούργιου τρόπου με τον οποίο γράφεται σήμερα το ιστορικό μυθιστόρημα. Και δεύτερον, με την εικαστική φαντασία, την αισθητηριακή αναπλαστικότητα και την μυθοποιητική του δύναμη, ο Θέμελης κατόρθωσε να δημιουργήσει ολοζώντανους ανθρώπους μαζί με τις περιπέτειές του βίου τους. Με άλλα λόγια, ο Νίκος Θέμελης υπήρξε ένας γνήσιος παραμυθάς.
Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της «Αναζήτησης» (1998), της «Ανατροπής» (2000) και της «Αναλαμπής» (2003), των τριών δηλαδή μυθιστορημάτων που αποτελούν το κυρίως έργο του; Τόπος στα δύο πρώτα είναι ο χώρος των τουρκοκρατούμενων κέντρων του ελληνισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού (Μυτιλήνη, Σιάτιστα, Ζαγόρια). Κι ακόμα είναι ο χώρος του μείζονος ελληνισμού (Μικρά Ασία, χερσόνησος του Αίμου, παραευξείνιες περιοχές). Και επίσης ήρωές του είναι άνθρωποι αυτοδημιούργητοι, φιλόπονοι κι επινοητικοι, φίλοι της προόδου και εχθροί των δυνάμεων του συντηρητισμού. Στο σημείο αυτό αξίζει να κάνουμε μια σύγκριση. Μυθιστορήματα που εκτυλίσσονται στην Μικρά Ασία ή στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα (ιστορικά και μη) έγραψαν οι μεσοπολεμικοί πεζογράφοι Παντελής Πρεβελάκης, Ηλίας Βενέζης, Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Στράτης Μυριβήλης, Κοσμάς Πολίτης. Στα περισσότερα από τα έργα αυτά (όχι σε όλα, όχι στον Κοσμά Πολίτη, και όχι στο Χρονικό μιας Πολιτείας του Παντελή Πρεβελάκη) το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αφορούσε τις εχθρικές, συχνά εμπόλεμες σχέσεις ανάμεσα στο ελληνικό και στο τουρκικό στοιχείο. Δεν είναι περίεργο. Όταν γράφονταν τα έργα για τα οποία συζητάμε, το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν ακόμα νωπό, πολλοί μάλιστα από τους μεσοπολεμικούς πεζογράφους είχαν προσωπικά βιώματα απ’ την εμπόλεμη βία. Μέσα στις συγκεκριμένες επομένως συνθήκες, εκείνο που επιδίωκαν να αναδείξουν ήταν η ελληνική εθνική και η ορθόδοξη θρησκευτική ταυτότητα στη σύγκρουση τη προς τις άλλες εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες, ήταν η ελληνικότητα στην αντιπαλότητά της προς την τουρκικότητα και τις άλλες εθνικές ιδιαιτερότητες.
Όταν ο Νίκος Θέμελης γράφει τα μυθιστορήματά του, η εθνική συνθήκη στη Δύση έχει μεταβληθεί ριζικά. Έχουν περάσει τουλάχιστον εβδομήντα χρόνια από την εποχή των ελληνοτουρκικών πολέμων, ενώ στα τέλη του 20ού αιώνα, το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας βρίσκεται μεν σε έξαρση, όχι πια όμως με γνώμονα την εχθρότητα και τη σύγκρουση, αλλά με πλοηγό τη συγκατοίκηση και τη συμπόρευση. Η άνευ προηγουμένου κινητικότητα και η πυκνότατη επικοινωνιακή διασύνδεση των τελευταίων δύο δεκαετιών του 20ού αιώνα, μετέτρεψαν τις κοινωνίες μας από εθνικώς και πολιτισμικώς ομοιογενείς κοινωνίες, σε πολυεθνικά και πολυπολιτισμικά ψηφιδωτά. Το ενδιαφέρον έτσι μετατοπίστηκε. Όταν στρεφόμαστε στο παρελθόν δεν επιδιώκουμε πια να διακρίνουμε τι ήταν αυτό που μας χώριζε από τους αλλοεθνείς, αλλά τι ήταν εκείνο που μας ένωνε, τι ήταν αυτό που μας επέτρεπε να ζούμε σε σχέσεις αγαθής γειτονίας. Το νέο αυτό πνεύμα εξέφρασε κατά κόρον ο Νίκος Θέμελης στην «Αναζήτηση» και την «Ανατροπή». Πως το εξέφρασε; Δημιουργώντας στη θέση των αλλοτινών εσωστρεφών, φανατικών και αδιάλλακτων εθνικών ομάδων, κοινότητες γεμάτες παλμό, κοινωνίες όχι απαλλαγμένες από τις πολιτικές και κοινωνικές ταραχές, κοινωνίες όμως με ανθρώπους φιλοπερίεργους κι ανοιχτόμυαλους, ενδεχομένως τυχοδιώκτες, ανθρώπους όμως έτοιμους να ασπαστούν καινούργιες ιδέες, να δοκιμάσουν νέες μεθόδους, να τολμήσουν αδιανόητα εγχειρήματα, με ανθρώπους που διψούσαν να καινοτομήσουν, να αντιστρέψουν, να ανατρέψουν και να πειραματιστούν. Μέσα σε τέτοιες κοινωνίες οι εθνικές και θρησκευτικές διαιρέσεις, δεν εξαφανίζονται μεν, αλλά και δεν συνιστούν όπως άλλοτε τον απόλυτα κυρίαρχο ρυθμιστή.
Στο τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας «Αναλαμπή» οι γεωγραφικές συντεταγμένες της πλοκής μετατοπίζονται στον ελλαδικό χώρο στα πρώτα σαράντα χρόνια του 20ού αιώνα, όταν η Ελλάδα προσπαθεί να σφυρηλατήσει μια ταυτότητα που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των νέων καιρών. Ριζοσπαστική διάθεση, δημιουργική φλόγα, αναρίθμητες καινούργιες υποσχέσεις αλλά και πλησμονή ψευδεπίγραφων οραμάτων, συρροή ανερμάτιστων στόχων, κοινωνική αστάθεια και πολιτικός διχασμός συνθέτουν την κοίτη μέσα στην οποία ρέει το τρίτο μυθιστόρημα-ποταμός του Νίκου Θέμελη.
Έχουμε δηλαδή το αστικό στοιχείο στην περίοδο της ανοδικής σφριγηλής του πορείας, στα δύο πρώτα μυθιστορήματα. Και το αστικό στοιχείο στην περίοδο της ματαίωσης των εκσυγχρονιστικών του οραμάτων, στο τρίτο μυθιστόρημα, για να επαναλάβω κι εγώ εδώ τη σχηματική περιγραφή που μας έδωσε για τα έργα του Θέμελη η ελληνική λογοτεχνική κριτική. Μια ερμηνεία με άλλα λόγια των περιπετειών του νεότερου ελληνισμού, ερμηνεία όμως με τα μέσα της μυθοπλασίας. Στο σημείο αυτό στέκομαι προκειμένου για να υπογραμμίσω τη φράση «ερμηνεία με τα μέσα της μυθοπλασίας», έτσι ώστε να έρθω στη δεύτερη λογοτεχνική συμβολή του Νίκου Θέμελη. Διότι ο συνδυασμός μυθοπλαστικά μέσα και κοινωνιολογική ερμηνεία προϋποθέτει μια εξαιρετικά ευαίσθητη ισορροπία στην αναλογία δύο συστατικών δεδομένου οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις και οι ιδεολογικές ανατομίες τις περισσότερες φορές καταστρέφουν κι απονεκρώνουν τον αισθητικό ιστό. Εκτός κι αν τις κοινωνιολογικές αυτές ερμηνείες προσδιορίζει, κατευθύνει και ρυθμίζει μια ισχυρή δημιουργική φλέβα, όπως ήταν η φλέβα του συγγραφέα που τιμούμε σήμερα.
Ποιες είναι οι συντεταγμένες του Νίκου Θέμελη στη μεταδικτατορική λογοτεχνία; Μίλησα για τη θέση του στον λογοτεχνικό κανόνα. Μίλησα για την συμβολή του στη διαμόρφωση του σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος. Θα συνεχίσω τώρα με έναν αρνητικό προσδιορισμό. Στο επίπεδο της πεζογραφικής τεχνικής (στο επίπεδο της σύνθεσης και της έκφρασης δηλαδή), ο πεζογράφος μας δεν υπήρξε καινοτόμος. Τα μυθιστορήματα του δεν περιέχουν καινούργιες προτάσεις ούτε ανανεώνουν την λογοτεχνική παράδοση. Με την σεμνότητα που τον διέκρινε και την αυτογνωσία που τον χαρακτήριζε, ο Θέμελης ουδέποτε διεκδίκησε ούτε στις δημόσιες εμφανίσεις του ούτε στις ιδιωτικές του συζητήσεις το ρόλο του ανανεωτή της μυθιστορηματικής τεχνικής.
Σε τι συνίσταται επομένως η λογοτεχνικότητά του; Α, εδώ μπορούμε να μιλούμε χωρίς τελειωμό, και ν’ αναπτύσσουμε τις αναρίθμητες ευφρόσυνες απολαύσεις που προσφέρουν τα βιβλία του: Ένα ανθισμένο μπουκέτο, ένα θολό μπρούτζινο πόμολο, μια πλούσια δαντέλα με τούλι, δυο γυναίκες που λικνίζονται αγκαλιασμένες σαν να ζυγίζει η καθεμιά τον πόνο της άλλης, μια λεπταίσθητη λεπτομέρεια, μια ανεπαίσθητη κίνηση, μια υποδηλωτική σιωπή, το χαρούμενο βουητό μιας συζήτησης αλλά και η απροσδόκητα σπαραξικάρδια κραυγή δημιουργούν τον κόσμο, πλάθουν τους ανθρώπους, φιλοτεχνούν το περιβάλλον, συνθέτουν την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπνέουν οι ήρωες του Νίκου Θέμελη. Κι αυτό είναι το πεδίο της μεγάλης δεξιοτεχνικής του αρετής. Με τι μαστοριά επεξεργάστηκε τους αρμούς στον σκελετό της υπόθεσης, με τι λεπτότητα έδενε τους κόμπους στο υφάδι της αφήγησης, με τι επιτηδειότητα συνέδεε τις αόρατες κλωστές των περιγραφικών του ρυθμών’ πως ανατρέπει το σύστημα, πως κορυφώνει την ένταση, πως κατευθύνει την έκπληξη, πως επινοεί την αναλογία, πως πλάθει την αντιστοιχία, πως εφευρίσκει την αναγωγή, όλα όσα με άλλα λόγια δημιουργούν τον τρισδιάστατο κόσμο των ηρώων του. Είναι όλες οι σελίδες του αψεγάδιαστες; Όχι, υπάρχουν ατέλειες, ενίοτε υπάρχουν παραφωνίες, υπάρχουν κάποιοι πλατειασμοί. Έχει όμως τόση σημασία, όταν ο συγγραφέας αυτός μας χάρισε τόσο γενναιόδωρα και τόσο απλόχερα έναν τόσο απέραντο κόσμο γεμάτο τόση πνοή;
Σας ευχαριστώ πολύ
*Ομιλία της βιβλιοκριτικού Ελισάβετ Κοτζιά, στην εκδήλωση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας μας (ΟΠΕΚ), αφιερωμένη στη μνήμη του συγγραφέα και πολιτικού Νίκου Θέμελη.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών
www.protagon.gr