Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΟΤΟΕ 2012


Με αφορμή τον καθιερωμένο πλέον λογοτεχνικό διαγωνισμό που διοργάνωσε η ΟΤΟΕ για το έτος 2012, η Βασιλική Μελέτη απέσπασε μεταξύ των συνυποψήφιών της τιμητική διάκριση (έπαινο) στην κατηγορία του πεζογραφήματος με το διήγημα «Πορφυρός Κήρυκας». Την Επιτροπή Λογοτεχνών και Κριτικών για την κρίση των έργων του πεζού λόγου, αποτέλεσαν οι κύριοι Ζήρας Αλέξης, Κριτικός Λογοτεχνίας, Πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων, Κώστας Κρεμμύδας, πρ. Τραπεζικός, Λογοτέχνης, Εκδότης του Περιοδικού «Μανδραγόρας» και Θανάσης Νάκας, Καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού και η βράβευση των λογοτεχνικών κειμένων πραγματοποιήθηκαν σε ειδική τελετή την Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012, όπου παρευρέθηκαν άνθρωποι του χώρου.

Αξιόλογη κρίθηκε λοιπόν η πρώτη συγγραφική προσπάθεια της Βασιλικής Μελέτη. Η νέα συγγραφέας γεννήθηκε στην Αθήνα. Με σπουδές στη Δημόσια Διοίκηση και ειδίκευση στη Διοίκηση Ανθρώπινων Πόρων, προσφέρει επί σειρά ετών τις υπηρεσίες της στον τραπεζικό κλάδο. Επίσης, ως επαγγελματίας μεταφράστρια και φιλόλογος ασχολείται με τη λογοτεχνία, ενώ παράλληλα ποικίλα άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.

Στις σελίδες του διηγήματος «Πορφυρός Κήρυκας», αποτυπώνονται ενδόμυχες σκέψεις και συναισθήματα βιωμένων εμπειριών της συγγραφέως, που ακροβατούν ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό: ο έρωτας ενός λέκτορα με τη νεαρή φοιτήτριά του αναδύεται μέσα από δεμένες σκηνές υπαρξιακής περισυλλογής, ενώ παραμένει σε πρώτο επίπεδο θέασης η βουτιά του διανοούμενου καθηγητή πανεπιστημίου στο κενό των ψευδαισθήσεών του. Έρωτας, απόγνωση, αλλά και θέληση για ζωή είναι τα στοιχεία εκείνα που αποτελούν την ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών του διηγήματος. Η λύση της ιστορίας, καθόλου ανατρεπτική, μολονότι ψυχογραφική, υπενθυμίζει πως οι ανθρώπινες σχέσεις είναι τόσο ρευστές όσο ασταθή είναι και τα όρια του πρωτόλειου έρωτα. Η γραφή του διηγήματος λεπτομερής και περιγραφική, ενώ επικρατεί κατά βάση η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που διακόπτεται από διαλόγους των δύο ηρώων. Η ιστορία, με σαφείς επιρροές από την Ελεγεία ενός Έρωτα, καθηλώνει με τη συναισθηματική της ένταση και το πάθος που τελικά απογειώνουν τις αισθήσεις του αναγνώστη.
------------------------------------------------------

Απόσπασμα
Πορφυρός Κήρυκας



«…Εν ταις λαμπρότησι των αγίων σου πώς εισελεύσομαι ο ανάξιος; Εάν γαρ τολμήσω συνεισελθείν εις τον νυμφώνα, ο χιτών με ελέγχει, ότι ουκ έστι του γάμου και δέσμιος εκβαλούμαι υπό των αγγέλων…».



Ο ταξιδιώτης, περιπλανώμενος χωρίς εμφανή σκοπό και μοναχικά στο δρόμο, εμβληματικό τόπο μετάβασης της ψυχής, προκαλεί καχυποψία, περιέργεια, ανησυχία και κάποτε αγωνία. Ώσπου να φθάσει στο άλλο άκρο του μακρινού του προορισμού, λήπτης και δότης συγχρόνως, ο ταξιδιώτης φέρει, με το χρίσμα του αγγελιαφόρου, συμβολικά μηνύματα, ευεργετικά νεύματα, ευλογίες και ευχές. Ξεκινά λοιπόν το ταξίδι, προσωποποιώντας την είσοδο του έξω μέσα ως κομιστής μαντάτων, ενώ η σχέση μεταξύ δρόμου και αγγελιαφόρου συνυφαίνει το ταξίδι με τη μοίρα. Στα πρώιμα στάδια του ταξιδιού αυτού, ο δρόμος σηματοδοτεί διαχωρισμό και ταραχή, όμως στα επόμενα στάδια, συνεπάγεται τάξη και συντροφικότητα.

Έτσι θυμάμαι να διαγράφεται και η πορεία του ταξιδιού εκείνου του ανθρώπου: του πορφυρού κήρυκα. Τα μονοπάτια μας αντάμωσαν σαν να έσμιγαν παρακλάδια του ίδιου δρόμου. Και τα συναισθήματα που μου προξένησε στο διάβα του, αντιφατικά. Σαν απομάκρυνση και απεξοικείωση, πέρασμα σε ξένη γη, που σηματοδοτούσε για μένα μια νέα αρχή, μια άγνωστη γνωστική δομή, όπου συνενώνονταν ζωή και θάνατος μαζί. Κάθε μετασχηματισμό από το θάνατο στη ζωή και αντίστροφα, τον βίωσα και τον διάβασα στα σημεία του σώματος του κήρυκά μου: ήξερε να οδηγεί τους περιπλανώμενους οδοιπόρους από το σταθμό της ζωής στην ποθητή νηνεμία, γαλήνη, ευδαιμονία. ΄Ετσι, παρά την όποια απόσταση μας χώριζε, οι ιστορίες μας διασταυρώθηκαν, αναμείχθηκαν και χωνεύθηκαν στο ίδιο καλούπι. Από τότε αφέθηκα στη γοητεία των μυστικών αναλογιών, των κρυφών επαφών του παρόντος με το παρελθόν, αναζητώντας μέσα από τα μάτια του κήρυκα, τις συνηχήσεις που θα με έκαναν να αισθανθώ την απόκλιση ανάμεσα σε αυτό που υπήρξα και σε αυτό που είμαι, τη χρονική διάσταση της ζωής μου. Το ταξίδι προσιδίαζε σε μαντεία που επένδυε τη σάρκα με μια αυτονομία ξέχωρη από τη βούληση του εαυτού και εκφραζόταν στην αντιπαράθεση στιγμών. Στη συγκρότηση εαυτού και σώματος, ο εαυτός μου, με μόνη εξαίρεση την ονειρική κατάσταση, ήταν δεμένος με το παρόν, ενώ το σώμα και η σάρκα δένονταν με τις αόρατες σφαίρες του παρελθόντος και του μέλλοντος. Μια δυναμική που δημιουργούσε ασυμφωνία ανάμεσα στον εαυτό και το σώμα, με μορφή ξενιτεμού. Ο ξενιτεμός γεννά αρχή. Αρχή οδυνηρή, έστω και αν κυοφορεί μέσα της δυνάμεις αναγέννησης. Γιατί η ελπίδα ότι κάθε νέα αρχή αποτελεί έναυσμα συνένωσης του παρόντος και του παρελθόντος, λειτουργεί παρήγορα, σχεδόν λυτρωτικά, όπως κάθε ισχυρό φάρμακο στην ειλικρινή άγνοια για το αύριο, σαν γέφυρα επικοινωνίας με το απροσπέλαστο βασίλειο των εσώτερων ουρανών.

Ανέκαθεν είχα την πεποίθηση ότι η αυτοεξορία, αν και επιβεβλημένη εκ των έξω, είναι σκέτη δυστυχία, ενώ η συμπόρευση με συντρόφους αποτελεί ιδανική, αν όχι μοναδική, διέξοδο στο ταξίδι της αιωνιότητας. Και η επίγεια ζωή, απέραντη και απρόβλεπτη καθώς είναι, θρέφεται με τα χαμόγελα και τις πίκρες των ανθρώπων, όπως το έμβρυο, δεμένο με το λώρο της μάνας, απορροφά άλλοτε τους σαρωτικούς κραδασμούς της ψυχής της και άλλοτε τις υπόκωφες φωνές της, που δεν λένε στιγμή να σωπάσουν. Στα πρώτα βήματα, η επαγρύπνηση και η αντίσταση είναι θεμέλιοι λίθοι κάθε τέτοιου νέου εγχειρήματος, γιατί είναι αναρίθμητοι οι φίλοι και εχθροί, οι γενναιόδωροι Σαμαρείτες και οι άπληστοι Ιούδες, που καθοδηγούν στο τραχύ μονοπάτι του προσωπικού εγώ: φανερωμένοι φίλοι-εξομολογητές ενδύονται τη μορφή προσφιλών αγγέλων που κλείνουν δειλά στα προστατευτικά τους φτερά, εμποδίζοντας όμως την ψυχική ορατότητα στον έξω κόσμο, ενώ, στον αντίποδα, κρυμμένα βδεληρά φίδια, που απλόχερα προσφέρουν τον καρπό της γνώσης ανοίγουν τα μάτια σου, μην αφήνοντας όμως όρθια την παραμικρή αυταπάτη. Παράδοξη αλήθεια, αλλά πέρα για πέρα αληθινή. Οι πρώτοι κρύβουν στις παλάμες τους τον σπόρο της αγάπης, ενώ, στους δεύτερους, πάντα βρίσκει κανείς, αν ψάξει στις τσέπες τους, τριάντα αργύρια. Και τότε ο άνθρωπος μένει εγκλωβισμένος σε μια αέναη προσευχή, σε μια αδυσώπητη μάχη, περιπλανώμενος σε αδιέξοδους λαβύρινθους, με μόνη πυξίδα την ελπίδα να σιγοκαίει στην καρδιά, πριν κατακάψει και το τελευταίο προπύργιο της γυμνής αλήθειας.

Όλα έρχονταν αντίθετα από όσο τα είχα πραγματικά θελήσει. Διαισθανόμουν, ωστόσο, πως η αιωνιότητα αυτή, που τόσο διακαώς με ένοιαζε, αντί να καταλύσει οριστικά το μέλλον, στην πραγματικότητα έμελλε να του ανοίξει δρόμο διαφυγής…



Ξημέρωνε στη Σίφνο. Οι καλοκαιρινές μου διακοπές μετρούσαν ήδη σχεδόν μήνα. Είχε πιάσει να χαράζει για τα καλά και αφέθηκα να γυρίζω, παρά την πρωινή ψύχρα, στις φιλόξενες γειτονιές της με λαχτάρα. Κατάλευκα σοφά αραδιασμένα κυκλαδίτικα σπίτια, στενά παραδοσιακά σοκάκια, γραφικά μοναστήρια, καταπράσινα τοπία και άγριοι ορεινοί όγκοι, χρυσές αμμουδιές και προστατευμένοι όρμοι που έπαιζαν με τα κύματα. Εικόνες αναγνωρίσιμες σε κάθε αιγαιοπελαγίτικο νησί. Το λιμάνι της, οι Καμάρες, έμοιαζε με πολύβουο μελίσσι, ενώ στην πανέμορφη Απολλωνία έβλεπα να αντικατοπτρίζονται η αυθεντικότητα και η γοητεία του νησιού. Από τη Χώρα του νησιού ένας δρόμος οδηγεί στο περίφημο Κάστρο, οικισμό με μεσαιωνική ατμόσφαιρα, όπου δεσπόζει το περίφημο ξωκλήσι των Εφτά Μαρτύρων. Τον ακολούθησα.

Στη διαδρομή για το Κάστρο είχα την αίσθηση πως εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό ταξίδευα σαν αδέσποτο πνεύμα σε γειτονιές αλλούτερων ξωτικών, που δίσταζα να ανταμώσω για να μην ταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα της καλά τακτοποποιημένης μου συνείδησης, αλλά στο βάθος επεδίωκα να τα γνωρίσω για να με ταξιδέψουν στα δυσθεώρητα ύψη του απρόσμενου θαύματος. Σε ένα θαύμα πιστεύουν άγιοι και κολασμένοι, στο ίδιο θαύμα ήλπιζα και εγώ. Δίχως να το καταλάβω, βρέθηκα στο απόκοσμο ύψωμα των Εφτά Μαρτύρων. Στην ανατολική πλευρά του νησιού, παραδομένο σε μια ολόχρονα θαλασσοφίλιτη ακρογυαλιά, σχεδόν λαξευμένο στην κορφή αιώνιων βράχων, έστεκε επιβλητικά το εκκλησάκι με τον περήφανο θαλασσί τρούλο, καλωσορίζοντας με σε κλίμα χαλαρής θερινής ραστώνης. Μια μυστηριώδης ορμή με ωθούσε να κατέβω λαχανιασμένα το στενό ασβεστωμένο λιθόστρωτο καλντερίμι με τα πλατιά σκαλοπάτια που οδήγουσε στον περίβολο του ναού. Το εσωτερικό του, δίχως περίτεχνους διάκοσμους και μαρμάρινες επενδύσεις, απέπνεε λιτή μεγαλοπρέπεια με τους ξασπρισμένους τοίχους και τις λιγοστές εικόνες αγίων να φυλάνε προσεχτικά τα δικά τους ανεξάντλητα μυστικά. Ο χώρος με γοήτευε μαγνητιστικά και υπερτόνιζε τις βαθύτερες ανάγκες μου. Ξέρω καλά πως είμαι φύσει και θέσει ανήσυχο πλάσμα, με δυσανάλογες αδυναμίες, αλλά δίχως άλλο ένα από τα μετρημένα μου προτερήματα είναι η επιμονή. Και αυτό που επιζητούσα το καλοκαίρι εκείνο, ήταν να ανοίξω δρόμο και να πετύχω κάτι σημαντικό, αναζητώντας στόχο στο ανοιχτό πλέγμα του ορίζοντά μου.

Θυμάμαι πως μια αινιγματική διάθεση με συνόδευε από νωρίς εκείνο το πρωί. Περιπλανώμενη στη γειτονιά του Κάστρου και χαζεύοντας τα αναπαλαιωμένα κυκλαδίτικα κτίσματα, είχα χαθεί σε δαιδαλώδεις σκέψεις. «Τι είναι αυτό που εμείς οι άνθρωποι αγνοούμε;», αναρωτιόμουν. Ζαλισμένη από μια ανεξήγητη ψυχική ένταση, έκανα να γείρω ελαφρά σε μια πέτρινη μάντρα, θέλοντας να αράξω. Ξαφνικά τον είδα... Ο πορφυρός κήρυκας στεκόταν ξανά σαν ολόγραμμα μπροστά μου. Παραμένοντας ακίνητος, με κοίταζε επίμονα, με σκληρό, καθάριο βλέμμα. Ένα κράμα συστολής και πρωτογονισμού με καθήλωσε, κάνοντάς με να αναρριγήσω: αρρενωπή ομορφιά, διαπεραστικά γαλάζια μάτια, κατάλευκο δέρμα, αυστηρή και συνάμα ευγενική έκφραση, που θαρρώ, δεν οφειλόταν μόνο στη μόρφωση. Ο άνθρωπος αυτός με φανερά επιβλητικό παρουσιαστικό, ερχόταν καθημερινά στην παραλία του Πλατύ Γυαλού, την ίδια ώρα και στην ίδια πάντα θέση. Το πρόσωπο του δεν αντιφέγγιζε έκφραση συνοφρύωσης, ήταν απόλυτα γαλήνιος. Ένιωθα οικειότητα μαζί και έλξη. Εκείνος, παρά τις σιωπηλές και μακρόσυρτες ματιές του, ήταν σταθερά απόμακρος. Αν και, ομολογώ, είχα κάθε φορά στην πλάτη μου την αίσθηση ότι με παρατηρούσε. Προσπάθησα ένα μεσημέρι να τον πλησιάσω, όμως τα λόγια δυστυχώς δεν έβγαιναν. Τότε, αντιλαμβανόμενος την πρόθεσή μου, με πλησίασε. Τον γνώριζα, μα δεν είχα μάθει ποτέ έως τότε το όνομά του. Είχε, όμως, έρθει το πλήρωμα του χρόνου να τον προσεγγίσω ρεαλιστικά.

«Έχουμε ξανασυναντηθεί, έτσι δεν είναι;», πλησίασε και ρώτησε.

«Ναι, σας γνωρίζω, διδάσκετε στο Πανεπιστήμιο. Έχω παρακολουθήσει κάποια από τα μαθήματά σας», απάντησα με τεράστια ικανοποίηση για το θάρρος που κατάφερα να αντλήσω, παρά τη νευρικότητά μου.

«Χάρηκα. Δεν έχω συγκεκριμένη κατεύθυνση, έτσι, αν μου το επιτρέπετε, θα ήθελα να σας συνοδεύσω στη βόλτα σας», μου είπε.

Ήμουν έτοιμη να πω ότι βιαζόμουν, όταν κατάλαβα, ότι η δικαιολογία μου θα ήταν τόσο αφελής όσο και ψεύτικη. Δεν μπορούσα με κανένα τρόπο να μιλάω για βιασύνη. Μην ξέροντας πώς να ισορροπήσω, κατάφερα μόνο να απαντήσω «ευχαρίστως». Μέσα μου σαν να βίωνα μια ακατανίκητη ανάγκη να γυρέψω δύναμη σε έναν άνθρωπο που γνώριζε να δένει περίτεχνα την κόκκινη κλωστή στο στυμώνα του πεπρωμένου. Και ο κήρυκας μου κουβαλούσε μέσα του κλεισμένο ένα ψυχικό κύμα άφθαρτο και αιώνιο, που με συγκινούσε. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν αντιμέτωπη με ένα άνθρωπο τόσο διψασμένο για πύρινους λόγους αλήθειας. Μιλήσαμε για ώρες, με πάθος: στις υπαρξιακές ανησυχίες της ηλικίας μου, φαινόταν ικανός να στέκεται άγρυπνος φρουρός, επαναλαμβάνοντάς μου κάθε τόσο ότι οι ικανότητες και αρετές μου έκρυβαν βέβαιη υπόσχεση αφύπνισης. Αντιλαμβανόμουν στα λόγια του πως ήταν διαφορετικός από όλους όσους είχα γνωρίσει έως τότε. Ήταν όλος μυαλό. Ένα μείγμα οξυδέρκειας, κρίσης και εγκράτειας συνετού ανθρώπου που διορθώνει με πυγμή όλες τις δυσοίωνες προγνώσεις. Είχε ελαφρώς γερμένο το κεφάλι και ο ήλιος φώτιζε μέσα από τα φυλλώματα ένα μακάριο μειδίαμα στο πρόσωπό του. Και τότε ο λόγος του κήρυκα ήχησε.

«Να επαγρυπνάς», μου είπε προστατευτικά, κοιτώντας με βαθιά στα μάτια και χαμογελώντας διάπλατα. «Σκέψου, εμβάθυνε, ερεύνησε, μα πάνω από όλα πίστεψε την αλήθεια μέσα σου. Τότε θα λιώσει η λεγεώνα των δαιμόνων που διασαλεύουν την ηρεμία της ψυχής σου».

«Η αλήθεια είναι κάπου γραμμένη στην ψυχή μου, εξευγενισμένη, πολιτισμένη, καλλωπισμένη, καλλιεργημένη, τέλεια από κάθε άποψη. Αλλά χάνοντας κάθε πίστη στο παρόν και στο μέλλον, αγνοώ την όποια ύπαρξή της», είπα κοφτά.

«Μάθε να ακολουθείς την πίστη με ζήλο. Τότε η φλόγα του ζήλου μπορεί να γίνει φως και κάρβουνο αναμμένο, για να εισέλθεις στην Ιερουσαλήμ της καρδιάς σου, ανύποπτα, μια Κυριακή των Βαΐων», βιάσθηκε να αποκριθεί. Και συμπλήρωσε:

«Κάθε πρόβλημα βρίσκει αργά ή γρήγορα τη λύση του, κάθε ερώτημα την απάντησή του και κάθε αμαρτία τη συγχώρεσή της, αρκεί η μια και μοναδική προϋπόθεση της πίστης: όλοι είμαστε πλάσματα θνητά, καμωμένα από την ίδια κοινή λάσπη, αλλά στις φλέβες μας ρέει θεληματικά το αίμα της αγάπης, που κεντά θηλιά-θηλιά το υφαντό της ζωής».

Όλα είναι ζήτημα πίστης. Πίστη στο όραμα, στον αγώνα, στην εκπλήρωση του κρυφού πόθου, πίστη με διάρκεια. Πίστευα ειλικρινά το χθες πιο πολύ από κάθε αύριο, το δεύτερο με φόβιζε, ενώ το πρώτο κατεύναζε τα άγχη της ψυχής μου. Δεν πίστευα. Ούτε σε επίγειες ούτε σε ανώτερες δυνάμεις. Κάποτε διάβασα ότι κάθε βαθιά επιθυμία είναι μια προσευχή και ουδέποτε μένει χωρίς απόκριση. Ο άνθρωπος στο τέλος παίρνει, ό,τι ακριβώς ζητά. Μα προσμονούσα βοήθεια, μην κατανοώντας ότι η παράκληση δε γεννά μορφή εξυπηρέτησης, και ότι μόνο όταν ο άνθρωπος παλεύει ρεαλιστικά με τον εαυτό του, μπορεί να ελπίζει ίσως να εισακουσθεί η απόκρυφη ευχή του. Κατέβηκα ένα-ένα τα σκαλοπάτια του γυρισμού, αφήνοντας τους Εφτά Μάρτυρες, και στρέφοντας σε μια στιγμή το βλέμμα πίσω, μήπως καταφέρω να δω κάποιο σημάδι, συνειδητοποίησα πως όσο ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον Θεό τόσο χάνει την αρχή και το τέλος της ουσίας του. Ο χρόνος δεν είναι ούτε αόρατος ούτε ουδέτερος. Τρέχει και διεκδικεί χωρίς διακρίσεις. Και κάθε αύριο είναι ένα χαμένο χθες που αργεί να έρθει και κάθε χθες ένα πολλά υποσχόμενο αύριο, που όμως δεν ήρθε ακόμη. Και όμως, πόσος χρόνος μεσολαβεί έως την ευλογημένη ώρα που φθάνει τελικά ό,τι μένει να έρθει;

Κάποια στιγμή δεν άργησα να διηγηθώ στον κήρυκά μου εκείνο το μυστηριώδες όνειρο που με είχε στιγματίσει ενεργειακά όσο κανένα άλλο. Με κοίταξε επίμονα. Μετά από μια μεγάλη παύση, που σηματοδοτούσε ουσιαστικά διδακτική διαφωνία, διόρθωσε τα λόγια μου. Είχα βιώσει ένα όραμα. Αργότερα το όνειρο επρόκειτο να αποδειχθεί. Το ονείρεμα, μου είπε, είχε γίνει για μένα ένα είδος προσωπικής εκπαίδευσης στη μοίρα. Ο χρόνος του προσωπικού ονειρέματος και τα μερίδια του χρόνου που αποκαλύπτονται στα όνειρα και τον ονειρικό λόγο, προσφέρουν ανοίγματα στο αύριο: κατανοούσα λοιπόν, από τα λεγόμενά του, ότι υπήρχε μια αδιαμεσολάβητη ενέργεια μεταξύ της ονειρικής εμπειρίας, του ονειρικού λόγου και της εισόδου μου στο μέλλον. Όμως, μέσα στη συμβολική εμπειρία του προμηνύματος, μου εξηγούσε, πως το πεπρωμένο δεν βρίσκεται στο μέλλοντα χρόνο, αφού σημείο και γεγονός καταρρέουν, ενώ το πεπρωμένο βρίσκεται τη δεδομένη στιγμή εκεί. Η μοίρα, πράγματι, δεν είναι ένα ιδιαίτερο, ξέχωρο γεγονός, αλλά ένα συμπεριλαμβάνον χρονικό συνεχές, ενώ ή προσωπική μου μύηση και ανάπτυξη στο ονείρεμα ακολουθούσε πορεία παράλληλη με το βιωματικό ταξίδι μου σε μια ομοιόμορφη αλυσίδα σημειακών σχέσεων.

Μακριά πια από τους Εφτά Μάρτυρες, τα λόγια του πορφυρού κήρυκα ηχούσαν ακόμη εκκωφαντικά στα αυτιά μου και με λάβωναν, λες και χιλιάδες γλυκές μαχαιριές έσφαζαν το απροστάτευτο σαρκίο μου. Γενικά, απέφευγα τη συντροφιά φίλων ή γνωστών, που κινούνται αργά και μιλούν με περιστροφές. Μόνο ο πορφυρός κήρυκας μού μίλησε με γοητευτική ειλικρίνεια και τροφοδότησε μέσα μου οράματα, κρυμμένα από χρόνια και εχθρούς. Έστω και αν κάθε νέο ξύπνημα εγκυμονούσε νέες δυνάμεις, εγκαινιάζοντας ίσως μια επικίνδυνα επώδυνη περίοδο, ήταν παραπάνω από βέβαιο πως ο χρόνος πλέον προχωρούσε και καταβρόχθιζε λαίμαργα το μέλλον. Τα νήματα κινούσαν άυλες δυνάμεις: ο χρόνος με το αδράχτι του, η λήθη με το φτυάρι της και η εκδίκηση με γροθιές. Η δυστοκία μου αυτή, σε κάθε περίπτωση, έμοιαζε να είναι λιγότερο ισχυρή από την κατάπληξή μου να ανακαλύπτω δοκιμάζοντας το χρόνο. Αλήθεια, αγωνιούσα και υπέφερα. Υπέφερα, μα ήταν θέμα προσωπικής θέλησης. Η ίδια η πορεία της ζωής με οδηγούσε καιρό τώρα σε τυφλά μονοπάτια άγνοιας και δεν έλεγα να συνέλθω από το βασανιστικό μου λήθαργο. Όλα συνέβαιναν υπερβολικά συμπτωματικά και είχα την πεποίθηση ότι τα θαύματα, για να είναι ρεαλιστικά, πρέπει να γίνονται ακαριαία… 

--------------------
Συγχαρητήρια Βασιλική και σου ευχόμαστε καλή επιτυχία στην πορεία του συγγραφικού σου έργου, vivliolatreia.blogspot
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση