Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Οδοιπορικό για το γιάτρεμα των πληγών


ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ
Γεώργιος Χαριτωνίδης

Εκδ ΒΕΡΓΙΝΑ




Οδοιπορικό για το γιάτρεμα των πληγών

Πόσο καθοριστικά μπορεί να είναι κάποια γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου; Στην περίπτωση του Γιώργου Χαριτωνίδη, η αιχμαλωσία του από τους Τούρκους στην Κύπρο το 1974, φαίνεται πως ήταν καθοριστική, τουλάχιστον για τη λογοτεχνική του πορεία. Έγραψε ένα βιβλίο για την αιχμαλωσία του, «Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια» (2003), που κέρδισε το βραβείο μυθιστορήματος από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Εκτός από αιχμάλωτος, ο Χαριτωνίδης είναι και πρόσφυγας, αφού η γενέτειρά του, η Λάπηθος, είναι σήμερα κατεχόμενη. Στο επόμενο βιβλίο του, «Με διαβατήριο και βίζα μιας μέρας» (2006), καταγράφει τα βήματά του στην Λάπηθο, την οποία επισκέφθηκε μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Τώρα «επιστρέφει» με ένα καινούριο ολιγοσέλιδο βιβλίο που είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας συνδυασμός των δύο: μια περιήγηση την οποία συνοδεύουν σε κάθε βήμα σχεδόν οι αναμνήσεις.

Στην προμετωπίδα του βιβλίου ο συγγραφέας γράφει: «Πρώτη φορά βρέθηκα στην Τουρκία ως αιχμάλωτος πολέμου στις φυλακές των Αδάνων και της Αμάσειας. Με το εξπρές του μεσονυκτίου στην καρδιά δε θα ήθελα να ξαναβρεθώ σε ‘κείνο τον τόπο». Αλλά από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο ίδιος μας ξαφνιάζει: «36 χρόνια μετά… το συναρπαστικότερο ταξίδι της ζωής μου» (σελ. 12). «Αιχμάλωτος» φίλων, λοιπόν, ο Χαριτωνίδης κάνει ένα οδοιπορικό στην Τουρκία, στη στεριά απέναντι από τις βόρειες ακτές της Κύπρου. Μάκρη, Ικόνιο, Αττάλεια, Καππαδοκία, Σμύρνη. Και άλλες, πολλές πόλεις με τα αρχαία τους ονόματα. Κάθε στάση είναι και μια ανάμνηση, όχι απαραίτητα της αιχμαλωσίας, αλλά οπωσδήποτε της Κύπρου και της παιδικής ηλικίας, η οποία συνδέεται με το γενέθλιο τόπο. Μια σκηνή μπορεί να φέρει στο μυαλό μια άλλη. Όπως το καφενείο στη Σίδη, που του θυμίζει τη Σαλαμίνα, το όνομα Octen στην πινακίδα ενός μαγαζιού, που του θυμίζει έναν Τούρκο στρατιώτη με τον οποίο έπιασε κουβέντα, ο «Άγιος Γεώργιος ο Σπηλιώτης» στην Καππαδοκία, που του θυμίζει μια ιστορία με τη γιαγιά του, το κοριτσάκι στη Σμύρνη που του θυμίζει μια Τουρκάλα παιδική του φίλη. Εδώ δεν υπάρχει πίκρα, αλλά μια γλύκα που αφήνει το καταλάγιασμα της εμπειρίας και, ίσως, η συγχώρεση ή, τουλάχιστον, το γιάτρεμα των πληγών. Ούτε υπάρχει παρελθόν και παρόν. Ο χρόνος είναι αδιάσπαστος.

Σύντομα κείμενα, λιτές περιγραφές, όσο χρειάζεται για να υποδηλώσουν το συναίσθημα. Ποιητική γραφή που θέλγει και συγκινεί. Το τέλος κάθε σύντομου «κεφαλαίου» κοσμεί μια μικρή φωτογραφία. Παρατίθενται επίσης υποσημειώσεις, όπου επεξηγούνται λέξεις της κυπριακής διαλέκτου ή οι παραπομπές σε άλλα κείμενα, καθώς και βιβλιογραφία.

Βασιλική Χρίστη 

Το Diavasame διαβάζει


ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Κανή Καραβά

Εκδ ΚΕΔΡΟΣ




Από το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ και μετά, με την επικράτηση των ψυχαναλυτικών θεωριών και πρακτικών στην καθημερινότητα του πολίτη των δυτικών, «ανεπτυγμένων» (σε εισαγωγικά ή χωρίς) χωρών, πληθαίνουν οι επιχειρούμενες συγγραφικές ανατομίες του παρελθόντος (πραγματικού ή μυθοπλαστικού ή ανάμεικτου). Πολλοί καλοί πεζογράφοι επιδίδονται διεθνώς σε αυτή την ιδιότυπη ψυχανάλυση των ηρώων τους, προσθέτοντας ή όχι αυτοβιογραφικά στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή, η ίδια η συγγραφέας δήλωσε (στην παρουσίαση του μυθιστορήματός της στον «Ιανό» στις 9 Φεβρουαρίου του κρίσιμου έτους 2012) ότι πρόκειται για καθαρή μυθοπλασία, χωρίς να υπεισέρχονται –ούτε στο ελάχιστο–, αυτοβιογραφικά στοιχεία ή «δάνεια» από τις προσωπικές ιστορίες του κοινωνικού της κύκλου.

Ένα δεύτερο στοιχείο των μυθιστορημάτων ευρείας κυκλοφορίας που γράφονται την τελευταία δεκαετία είναι η επιστημονική τεκμηρίωση και οι σχολαστικές παραπομπές, είτε πρόκειται για διακειμενικές επιρροές είτε πρόκειται για ιστορικές πηγές των εποχών που αγγίζει η αφήγηση.

Και τα δύο στοιχεία διαμορφώνουν ένα νέο είδος μυθιστορήματος, που θα το ονόμαζα “novela erudita” (κατά το “commedia erudita”). Αντίθετα όμως από τον ερασιτεχνικό σχολαστικισμό των λόγιων κωμωδιών που αντιπαραβάλλονταν με τις περισσότερο λαϊκές και αυτοσχέδιες διαλογικές φόρμες οι οποίες εντάσσονταν στο πασίγνωστο και δημοφιλές είδος της commedia dell’arte, οι σύγχρονοι «λόγιοι» μυθιστοριογράφοι απευθύνονται σε ένα όλο και μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό. Σε αυτό συνετέλεσε η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου των μέσων και κατώτερων λαϊκών στρωμάτων, η πληθώρα προσφερόμενων κι εκπονούμενων μεταπτυχιακών εργασιών, η πρόσβαση σε όλο και μεγαλύτερη βιβλιογραφία (του διαδικτύου βοηθούντος). Έτσι, δίπλα στην “Trivial Literature” (στη «λογοτεχνία βραχείας κι αμέσου καταναλώσεως») που θριαμβεύει εισπρακτικά σε όλες τις εποχές, από ανακαλύψεως της τυπογραφίας, έρχεται να προστεθεί ένα καινούργιο λογοτεχνικό υβρίδιο, στο οποίο αφθονούν οι παραπομπές και παρατίθεται στοιχειώδης βιβλιογραφία, ακόμα και χάρτες, όπου αυτό είναι εφικτό ή απαραίτητο (σύμφωνα με την κρίση του μυθιστοριογράφου). Πολλές φορές αυτά τα υβρίδια επικροτούνται από κριτικούς κι από κοινό κι αποσπούν υψηλές διακρίσεις, οι δε τυχεροί πονητές τους κατακτούν πολυπόθητα λογοτεχνικά βραβεία.

Το γεγονός ότι συνήθως μπορούμε εμείς οι επαγγελματικώς ασχολούμενοι με την κριτική της λογοτεχνίας να τα εντάξουμε στο λεγόμενο «μετά-μοντέρνο» ή στη μετά το μεταμοντέρνο παραγωγή, που δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί σε κάποιο αναγνωρίσιμο ρεύμα ή σχολή, ουδόλως επηρεάζει το γεγονός ότι ακαδημαϊκοί πολίτες κι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι συναγωνίζονται στη μυθοπλαστική αρένα τούς ελάχιστους πλέον αυτοσχέδιους «μάστορες» δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.

Η μακρά αυτή εισαγωγή, προκειμένου να ομιλήσω για το βιβλίο της Κανής Καραβά, με τίτλο «Το πείραμα του χαμένου χρόνου», από τις εκδόσεις Κέδρος, δικαιολογείται σε κάθε προσεκτικό αναγνώστη του επιμελημένου αυτού κι ενδιαφέροντος βιβλίου, για τον απλούστατο λόγο ότι η συγγραφέας του, που έχει σπουδάσει δημοσιογραφία και δημοσιολογία κι εργάζεται στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιεί με αποτελεσματικό τρόπο το διαδίκτυο προκειμένου να εντάξει στον λόγο των ηρώων της σύγχρονες θεωρίες Φυσικής και Μαθηματικών. Διαλέγει επίσης να παραπέμψει σε γνωστούς λογοτέχνες και ιστορικούς μιλώντας για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και για τη χαμένη σήμερα τέχνη της σηροτροφίας, για τον «δρόμο του μεταξιού» και παραθέτει μάλιστα στο τέλος του πονήματός της επεξηγηματικό πίνακα. Είναι αρκετά τίμια στις προθέσεις της όταν βάζει εντός εισαγωγικών (και δηλώνει στην αντίστοιχη υποσημείωση) την προέλευση επιτυχημένων φράσεων ή λέξεων που παραπέμπουν σε μακρινές εποχές.

Κι αν το ταξίδι της στο παρελθόν της μυθιστορηματικής ηρωίδας φαντάζει ως αυτοσκοπός και ως πηγή αισθητικής αφηγηματικής ηδονής, το μέλλον την απασχολεί σχεδόν καθόλου, ενώ το παρόν ελάχιστα, παρά μόνο στη σύνδεσή του με το παρελθόν και ως απόρροιά του. Αυτή η ενδοσκοπική νοσταλγική ματιά σε ένα τραυματικό «πριν» που ακυρώνεται από το ευτυχές (παρά τις δυσκολίες του) και τυχερότερο «τώρα», παραλληλίζεται ευστόχως με μια «μηχανή χρόνου» που μας καθιστά θεατές του παρελθόντος, αλλά όχι και ακυρωτές ή συνδημιουργούς του. Αντιθέτως, πολλοί προσπαθούν να προφυλάξουν τις αδύναμες ψυχές από μια τέτοια ενατένιση του αληθινού, μήπως και μαρμαρώσουν σαν τη γυναίκα του Λωτ ή σαν τη γυναίκα του Ορφέα, που γύρισε πίσω και κοίταξε τον Άδη, χωρίς να μπορέσει έκτοτε να τον αποχωριστεί. Και το ερώτημα παραμένει: γνωρίζοντας τα πραγματικά συμβάντα ενός τραυματικού παρελθόντος, αποκτώντας την πολυπόθητη εκείνη αυτογνωσία, λυτρωνόμαστε από τον άδηλο πόνο, από το περίφημο «αντιπεπονθός» που μας τρώει τα σωθικά; Οι ψυχαναλυτές απαντούν «ναι», οι ψυχαναλυόμενοι δικαιολογούν τα χρήματα που επένδυσαν σε αυτή τη θεραπεία και οι συγγραφείς αυτοψυχαναλύονται ιδίοις (ή άλλοις – στην καλύτερη των περιπτώσεων) αναλώμασιν.

Βεβαίως και υπάρχει ο αντίποδας: η «φανταστική» λεγόμενη λογοτεχνία, τα πολυποίκιλα συνωμοσιολογικά σενάρια, οι ζοφερές ή ευοίωνες λογοτεχνικές ενατενίσεις του μέλλοντος, ή αναζωπύρωση αρχαίων μύθων, η επίκληση ιδεατών εξωγήινων που κανείς δεν έχει ακόμα αντικρύσει. Κι αυτή νομίζω ότι είναι μια απάντηση στην εδώ κι έναν αιώνα επιχειρούμενη παρελθοντολογία ή ανατομία τού παρελθόντος στο ζεστό ακόμα πτώμα του παρόντος, που βεβαίως έχει προκαθορισμένο ανύπαρκτο μέλλον.

Μέσα σε αυτά τα ιστορικά και λογοτεχνικά πλαίσια, η Κανή Καραβά, εκπονεί ένα λεπτουργημένο αφηγηματικό κέντημα, χρησιμοποιώντας βεβαίως τεχνικές του παρελθόντος και «δρόμους» που έχουν ανοίξει οι μεγάλοι του μυθιστορηματικού είδους, αναμειγνύει με αξιοσημείωτη ευελιξία το λαϊκό με το λόγιο, το αναμενόμενο με το απρόβλεπτο, τον μελοδραματισμό με την αποδραματοποίηση, την «ερωτική» λογοτεχνία που απευθύνεται εύστοχα στο θυμικό των αναγνωστών με την υψηλών προδιαγραφών και αξιώσεων λογοτεχνία. Στο τέλος φαίνεται σα να «κλείνει το μάτι» στον αναγνώστη της, γνωρίζοντας ότι έχει καλύψει ένα μεγάλο φάσμα βιβλιοφιλικών απαιτήσεων. Δεν επιθυμεί να αποδείξει τίποτα και δεν επιδιώκει να θαυμάσουμε τις πεζογραφικές ακροβασίες της. Είναι προφανές και έκδηλο από τον τρόπο που αφηγείται ότι βιώνει πρώτα η ίδια την αισθητική ηδονή του παραμυθά και τη μεταδίδει ακολούθως στον αναγνώστη της, εφ’ όσον βέβαια αυτός προσέρχεται αθώος, χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς στεγανά στην αντίληψή του. Αυτή η συγγραφέας δεν υποδύεται τον λογοτέχνη. Είναι. Με την πατροπαράδοτη έννοια του όρου. Και για να θυμηθούμε τον Καβαφικό στίχο «οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν», «Το πείραμα του χαμένου χρόνου» κινείται στα όρια μεταξύ του παραδοσιακού μεγάλου μυθιστορήματος και του μοντέρνου, μεταμοντέρνου, παρα-μοντέρνου, μετά-μεταμοντέρνου. Κι αυτό το καθιστά επιτυχημένο ως προς τον σκοπό του, χωρίς να είναι πάντα ευδιάβατο (ας μου συχωρεθεί ο νεολογισμός).

Κωνσταντίνος Μπούρας 
http://www.diavasame.gr/book.cfm?itemID=1041



μια ασύλληπτη σάτιρα

Πίσω από το μεγάλο ρωσικό τείχος 
Βλαντίμιρ Σορόκιν
εκδ Μεταίχμιο

Το μυθιστόρημα του πολυβραβευμένου Σορόκιν, ενός από τους σημαντικότερους ρώσους συγγραφείς, είναι ένα πραγματικά απολαυστικό ανάγνωσμα, σκοτεινό και δυστοπικό, αλλά ταυτόχρονα καθηλωτικό και βαθιά χιουμοριστικό. Ο Σορόκιν, στον δρόμο που χάραξε το Φαρενάιτ 451 και άλλα κλασικά μυθιστορήματα, τιμά την παράδοση του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι και άλλων μεγάλων ρώσων συγγραφέων (μολονότι οι ήρωες του μυθιστορήματός του καίνε τα βιβλία τους), και υπογράφει ένα ανατριχιαστικό και οργιωδώς φανταστικό μυθιστόρημα, μια ανελέητη κριτική της ροπής της σύγχρονης Ρωσίας προς τον απολυταρχισμό. Το βιβλίο, μια ασύλληπτη σάτιρα που διαπνέεται από πικρό παρανοϊκό χιούμορ θυμίζοντας σε κάποιες στιγμές Γουίλιαμ Μπάροουζ, έχει κυκλοφορήσει σε είκοσι χώρες. Ο Σορόκιν είναι ένας από τους μεγαλύτερους αστέρες της ρωσικής λογοτεχνίας, έχει γράψει πολλά βιβλία, μερικά από τα οποία είναι στη Ρωσία απαγορευμένα (η νεολαία του Πούτιν ζητά μάλιστα να καούν τα βιβλία του).

«Όποιος θέλει να μάθει για τη Ρωσία και τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του Πούτιν πρέπει να διαβάσει αυτό το βιβλίο».
Time

Διαβάστε ΕΔΩ μια συνέντευξη του συγγραφέα στην οποία αναφέρεται στη θύελλα αντιδράσεων που προκάλεσε η έκδοση του βιβλίου του στη Ρωσία.

η μνήμη που αγωνίζεται να δεχτεί την απώλεια

Όταν όλα καταρρέουν
Νικόλ Κράους
εκδ Μεταίχμιο

Το θαυμαστό σαγηνευτικό μυθιστόρημα της αμερικανίδας συγγραφέα Νικόλ Κράους, που ήταν στη short list για το National Book Award και το βραβείο Orange, είναι ένα βιβλίο που το στοιχειώνουν τα ερωτήματα: Τι παραδίδουμε στα παιδιά μας και πώς αφομοιώνουν τα όνειρα και τις απώλειές μας; Πώς ανταποκρινόμαστε στην εξαφάνιση, στην καταστροφή και στην αλλαγή; Η Νικόλ Κράους έχει γράψει ένα μεγαλόπνοο, δυνατό μυθιστόρημα για τη μνήμη που αγωνίζεται να αντιτάξει ένα στιβαρό νόημα στην αναπόδραστη απώλεια. Η Κράους, τα βιβλία της οποίας έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα πέντε γλώσσες, σε αυτές τις αριστοτεχνικά διαπλεγμένες ιστορίες στρέφει το βλέμμα της φαντασίας της σε μερικά από τα πλέον δυσπρόσιτα ζητήματα της εποχής μας. Λεπτοδουλεμένο δίχτυ ανθρώπινων ζωών που καλύπτει διαφορετικές ηπείρους και πολλές δεκαετίες, το μυθιστόρημα της Νικόλ Κράους αφηγείται μια συναρπαστική ιστορία για την αγάπη, την απώλεια και τη δύναμη να επιβιώνεις ακόμα κι όταν όλα καταρρέουν.

Διαβάστε ΕΔΩ ένα κείμενο της ίδιας της συγγραφέα όπου μιλάει για τις αφορμές που αποτέλεσαν την πηγή της έμπνευσής της για το συγκεκριμένο βιβλίο.

«Εξαιρετικό, αξέχαστο, υπνωτιστικό».
Daily Mail

«Αριστοτεχνικό… Ένα έξοχα ενορχηστρωμένο, υπνωτιστικό σύνολο που εξερευνά τη μνήμη, τη μοναξιά και την οδυνηρή αίσθηση της απώλειας και της επιθυμίας. Προκλητικό και συγκινητικό».
NPR

μια περίπλοκη έρευνα

Οικογενειακά μυστικά
Camilla Lackberg
εκδ Μεταίχμιο
 
Το τρίτο μπεστ σέλερ της εξαιρετικής σειράς μυστηρίων της σουηδέζας συγγραφέα μετά την Παγωμένη πριγκίπισσα και τον Ιεροκήρυκα, τα οποία έγιναν ήδη μπεστ σέλερ και στη χώρα μας. Η σουηδέζα Αγκάθα Κρίστι, με τα βιβλία της (συνολικά επτά) να έχουν πουλήσει πάνω από 7.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως και να έχουν εκδοθεί σε περισσότερες από 25 χώρες, τοποθετεί όλες τις ιστορίες της στη Φιελμπάκα, στο παραθαλάσσιο χωριό, 140 περίπου χλμ. βόρεια του Γέτεμποργ, όπου η ίδια μεγάλωσε. Πρωταγωνιστές στα βιβλία της που γίνονται παντού μπεστ σέλερ είναι ο ντετέκτιβ Πάτρικ Χέντστρεμ και η συγγραφέας Ερίκα, το alter ego της Καμίλα. 
Στο συγκεκριμένο, ένας ψαράς της Φιελμπάκα ανακαλύπτει πνιγμένο ένα κοριτσάκι. Αυτό που στην αρχή μοιάζει με ατύχημα δεν θα αργήσει να αποκαλυφθεί ότι πρόκειται για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός παιδιού. Ο Πάτρικ μπλέκεται ξανά σε μια περίπλοκη έρευνα. Πίσω από το ειδυλλιακό τοπίο της Φιελμπάκα αρχίζει να διαφαίνεται μια σκοτεινή πραγματικότητα με οικογενειακές κόντρες, γείτονες σε διαμάχη και κύκλους παιδικής πορνογραφίας.

«Μια σπαρακτική εικόνα της αδάμαστης γυναικείας ψυχής, ελκυστική και ταυτόχρονα απρόσμενη».
Independent

«Αυτό το βιβλίο είναι μια αναπάντεχη ευχαρίστηση… Αγωνιώδες και ανησυχητικό – δεν θες να το αφήσεις από τα χέρια σου».
News of the World

«Τα δύο προηγούμενα βιβλία της (η Παγωμένη πριγκίπισσα και ο Ιεροκήρυκας) ήταν συναρπαστικά και καλογραμμένα. Αλλά οφείλω να ομολογήσω πως στα Οικογενειακά μυστικά τελειοποιεί το στιλ της και αποκρυσταλλώνει τη συγγραφική της ταυτότητα».
Örnsköldsviks Allehanda (Σουηδία)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση