ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ
Γεώργιος Χαριτωνίδης
Εκδ ΒΕΡΓΙΝΑ
Οδοιπορικό για το γιάτρεμα των πληγών
Πόσο καθοριστικά μπορεί να είναι κάποια γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου; Στην περίπτωση του Γιώργου Χαριτωνίδη, η αιχμαλωσία του από τους Τούρκους στην Κύπρο το 1974, φαίνεται πως ήταν καθοριστική, τουλάχιστον για τη λογοτεχνική του πορεία. Έγραψε ένα βιβλίο για την αιχμαλωσία του, «Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια» (2003), που κέρδισε το βραβείο μυθιστορήματος από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Εκτός από αιχμάλωτος, ο Χαριτωνίδης είναι και πρόσφυγας, αφού η γενέτειρά του, η Λάπηθος, είναι σήμερα κατεχόμενη. Στο επόμενο βιβλίο του, «Με διαβατήριο και βίζα μιας μέρας» (2006), καταγράφει τα βήματά του στην Λάπηθο, την οποία επισκέφθηκε μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Τώρα «επιστρέφει» με ένα καινούριο ολιγοσέλιδο βιβλίο που είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας συνδυασμός των δύο: μια περιήγηση την οποία συνοδεύουν σε κάθε βήμα σχεδόν οι αναμνήσεις.
Στην προμετωπίδα του βιβλίου ο συγγραφέας γράφει: «Πρώτη φορά βρέθηκα στην Τουρκία ως αιχμάλωτος πολέμου στις φυλακές των Αδάνων και της Αμάσειας. Με το εξπρές του μεσονυκτίου στην καρδιά δε θα ήθελα να ξαναβρεθώ σε ‘κείνο τον τόπο». Αλλά από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο ίδιος μας ξαφνιάζει: «36 χρόνια μετά… το συναρπαστικότερο ταξίδι της ζωής μου» (σελ. 12). «Αιχμάλωτος» φίλων, λοιπόν, ο Χαριτωνίδης κάνει ένα οδοιπορικό στην Τουρκία, στη στεριά απέναντι από τις βόρειες ακτές της Κύπρου. Μάκρη, Ικόνιο, Αττάλεια, Καππαδοκία, Σμύρνη. Και άλλες, πολλές πόλεις με τα αρχαία τους ονόματα. Κάθε στάση είναι και μια ανάμνηση, όχι απαραίτητα της αιχμαλωσίας, αλλά οπωσδήποτε της Κύπρου και της παιδικής ηλικίας, η οποία συνδέεται με το γενέθλιο τόπο. Μια σκηνή μπορεί να φέρει στο μυαλό μια άλλη. Όπως το καφενείο στη Σίδη, που του θυμίζει τη Σαλαμίνα, το όνομα Octen στην πινακίδα ενός μαγαζιού, που του θυμίζει έναν Τούρκο στρατιώτη με τον οποίο έπιασε κουβέντα, ο «Άγιος Γεώργιος ο Σπηλιώτης» στην Καππαδοκία, που του θυμίζει μια ιστορία με τη γιαγιά του, το κοριτσάκι στη Σμύρνη που του θυμίζει μια Τουρκάλα παιδική του φίλη. Εδώ δεν υπάρχει πίκρα, αλλά μια γλύκα που αφήνει το καταλάγιασμα της εμπειρίας και, ίσως, η συγχώρεση ή, τουλάχιστον, το γιάτρεμα των πληγών. Ούτε υπάρχει παρελθόν και παρόν. Ο χρόνος είναι αδιάσπαστος.
Σύντομα κείμενα, λιτές περιγραφές, όσο χρειάζεται για να υποδηλώσουν το συναίσθημα. Ποιητική γραφή που θέλγει και συγκινεί. Το τέλος κάθε σύντομου «κεφαλαίου» κοσμεί μια μικρή φωτογραφία. Παρατίθενται επίσης υποσημειώσεις, όπου επεξηγούνται λέξεις της κυπριακής διαλέκτου ή οι παραπομπές σε άλλα κείμενα, καθώς και βιβλιογραφία.
Γεώργιος Χαριτωνίδης
Εκδ ΒΕΡΓΙΝΑ
Οδοιπορικό για το γιάτρεμα των πληγών
Πόσο καθοριστικά μπορεί να είναι κάποια γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου; Στην περίπτωση του Γιώργου Χαριτωνίδη, η αιχμαλωσία του από τους Τούρκους στην Κύπρο το 1974, φαίνεται πως ήταν καθοριστική, τουλάχιστον για τη λογοτεχνική του πορεία. Έγραψε ένα βιβλίο για την αιχμαλωσία του, «Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια» (2003), που κέρδισε το βραβείο μυθιστορήματος από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Εκτός από αιχμάλωτος, ο Χαριτωνίδης είναι και πρόσφυγας, αφού η γενέτειρά του, η Λάπηθος, είναι σήμερα κατεχόμενη. Στο επόμενο βιβλίο του, «Με διαβατήριο και βίζα μιας μέρας» (2006), καταγράφει τα βήματά του στην Λάπηθο, την οποία επισκέφθηκε μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Τώρα «επιστρέφει» με ένα καινούριο ολιγοσέλιδο βιβλίο που είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας συνδυασμός των δύο: μια περιήγηση την οποία συνοδεύουν σε κάθε βήμα σχεδόν οι αναμνήσεις.
Στην προμετωπίδα του βιβλίου ο συγγραφέας γράφει: «Πρώτη φορά βρέθηκα στην Τουρκία ως αιχμάλωτος πολέμου στις φυλακές των Αδάνων και της Αμάσειας. Με το εξπρές του μεσονυκτίου στην καρδιά δε θα ήθελα να ξαναβρεθώ σε ‘κείνο τον τόπο». Αλλά από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο ίδιος μας ξαφνιάζει: «36 χρόνια μετά… το συναρπαστικότερο ταξίδι της ζωής μου» (σελ. 12). «Αιχμάλωτος» φίλων, λοιπόν, ο Χαριτωνίδης κάνει ένα οδοιπορικό στην Τουρκία, στη στεριά απέναντι από τις βόρειες ακτές της Κύπρου. Μάκρη, Ικόνιο, Αττάλεια, Καππαδοκία, Σμύρνη. Και άλλες, πολλές πόλεις με τα αρχαία τους ονόματα. Κάθε στάση είναι και μια ανάμνηση, όχι απαραίτητα της αιχμαλωσίας, αλλά οπωσδήποτε της Κύπρου και της παιδικής ηλικίας, η οποία συνδέεται με το γενέθλιο τόπο. Μια σκηνή μπορεί να φέρει στο μυαλό μια άλλη. Όπως το καφενείο στη Σίδη, που του θυμίζει τη Σαλαμίνα, το όνομα Octen στην πινακίδα ενός μαγαζιού, που του θυμίζει έναν Τούρκο στρατιώτη με τον οποίο έπιασε κουβέντα, ο «Άγιος Γεώργιος ο Σπηλιώτης» στην Καππαδοκία, που του θυμίζει μια ιστορία με τη γιαγιά του, το κοριτσάκι στη Σμύρνη που του θυμίζει μια Τουρκάλα παιδική του φίλη. Εδώ δεν υπάρχει πίκρα, αλλά μια γλύκα που αφήνει το καταλάγιασμα της εμπειρίας και, ίσως, η συγχώρεση ή, τουλάχιστον, το γιάτρεμα των πληγών. Ούτε υπάρχει παρελθόν και παρόν. Ο χρόνος είναι αδιάσπαστος.
Σύντομα κείμενα, λιτές περιγραφές, όσο χρειάζεται για να υποδηλώσουν το συναίσθημα. Ποιητική γραφή που θέλγει και συγκινεί. Το τέλος κάθε σύντομου «κεφαλαίου» κοσμεί μια μικρή φωτογραφία. Παρατίθενται επίσης υποσημειώσεις, όπου επεξηγούνται λέξεις της κυπριακής διαλέκτου ή οι παραπομπές σε άλλα κείμενα, καθώς και βιβλιογραφία.