Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Στο θρίλερ της καθημερινότητας


Από την Λίνα Πανταλέων
Αστοχία υλικού
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
εκδόσεις Μεταίχμιο

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης (γενν. 1970) στέλνει για δουλειά τον ήρωα του τέταρτου κατά σειρά βιβλίου του σε μια καφκική εταιρεία βιοτεχνολογίας. Η εργασιακή ημέρα που εκτυλίσσεται στο μυθιστόρημα είναι οπωσδήποτε δύσκολη. Το εν λόγω αφηγηματικό πρωινό, εξαρχής δυσοίωνο, ο Θάνος Αποστόλου φτάνει στο κτήριο της εταιρείας με ρούχα διάστικτα με κόκκινες κηλίδες και λάσπες στα παπούτσια του, εμφάνιση που αντίκειται τόσο στον στοιχειώδη υπαλληλικό καθωσπρεπισμό όσο και στις υψηλές επαγγελματικές του προσδοκίες. Ωστόσο εκείνο που τον φοβίζει πολύ περισσότερο από την ενδεχόμενη επίπληξη του προϊσταμένου του, τον οποίο παρεμπιπτόντως αδημονεί να αντικαταστήσει, είναι η απροθυμία της μνήμης του να ανακαλέσει τα περιστατικά που κατέληξαν στο στραπατσάρισμα της εικόνας του. Η χρονική αλληλουχία έχει θρυμματιστεί στο μυαλό του και μόνο το στιβαρό οικοδόμημα της εταιρείας με τους οχτώ ορόφους του τον καθησυχάζει, και γι' αυτό σπεύδει να χωθεί στον τέταρτο από αυτούς.

Οπως αποδεικνύεται, βέβαια, το αίσθημα της ασφάλειας είναι ό,τι ακριβώς δεν παρέχει η συγκεκριμένη εταιρεία στους εργαζομένους της. Αντιθέτως, ο μηχανισμός επιβολής στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ανασφάλεια και την καχυποψία, που υποθάλπουν τα άρθρα ενός εσωτερικού κανονισμού δαιμονικής προνοητικότητας. Κατά μία έννοια, η αποδοτικότητα των υπαλλήλων διασφαλίζεται από ένα διαρκές αίσθημα ενοχής, που εξαπολύεται επιτήδεια από τις κορυφές της ιεραρχίας. Ο καθένας μπορεί να βρεθεί ανά πάσα στιγμή υπόλογος για την οιαδήποτε ολιγωρία, ο καθένας είναι απροστάτευτος, για όλους υπάρχουν ενοχοποιητικές ενδείξεις.

Σε αυτό τον κλειστοφοβικό μικρόκοσμο ο ήρωας απασχολείται με ένα οξύμωρο, σχεδόν αντιδεοντολογικό, μέλημα. Πασχίζει να σχηματοποιήσει εκ νέου το πρόσωπό του, αναζητώντας το στα θρύμματα της μνήμης του, ενόσω το υπαλληλικό του καθήκον επιτάσσει την ανωνυμία και την αποποίηση της ατομικότητας, εν ολίγοις τον πληθυντικό αριθμό και όχι τον ενικό, που εκείνος μανιωδώς αποζητεί. Ομως η δυσλειτουργία της συνείδησής του δεν έχει σβήσει μόνο νευραλγικά κομμάτια της ιδιωτικότητάς του, αλλά και έχει διασαλεύσει σοβαρά την πρόσληψη του εαυτού του ως μέρους ενός συνόλου. Από τη στιγμή που αδυνατεί να αντιληφθεί το «εγώ» που ανέκαθεν ήταν, είναι ανίκανος να γίνει και πάλι ένας από τους άλλους, εκείνους που κάθονται στα διπλανά γραφεία κατασκοπεύοντας την ασυνήθη αδράνειά του. Το μόνο σημείο στο χώρο εργασίας που συντονίζεται απολύτως με το κενό της μνήμης του είναι η απουσία της Ελπίδας. Η άδεια καρέκλα της μοιάζει να αποτελεί σκέλος του ίδιου γρίφου που ευθύνεται και για τη μνημονική του διαταραχή. Η ανεξήγητη απουσία της γυναίκας του από το γραφείο εντείνει την ανησυχαστική αίσθηση της διαγραφής του πρόσφατου παρελθόντος. Οι εικασίες του ήρωα γίνονται ολοένα και πιο σκοτεινές, καθώς η μορφή της γυναίκας του συγχέεται κατά την ανάκλησή της με ένα άλλο γυναικείο πρόσωπο, νεκρό από καιρό. Η εικόνα της αλλοτινής αγαπημένης, ντυμένης ένα μακάβριο νυφικό, διαπλέει τη σκοτοδίνη της μνήμης, σαρώνοντας τις άμυνές του, περιφρονώντας την άσκησή του στη λήθη. Η αγωνία του για την Ελπίδα τον φέρνει ξανά αντιμέτωπο με εκείνη τη νεκρή, που σαν να είχε μείνει άταφη, πολιορκούσε για πολλά χρόνια τη ζωή του. Η ανάμνησή της ήταν για εκείνον: «Ενα άταφο πτώμα έξω από τον ανοιγμένο λάκκο του μυαλού μου». Ενας λάκκος που πρόβαλλε και πάλι ανοιχτός, έτοιμος να υποδεχθεί το δεύτερο θύμα του.

Ωστόσο, δεδομένων των συνθηκών, η στοίβα με τα προς διόρθωση έγγραφα που υψώνεται πάνω στο γραφείο του, επείγει σαφώς περισσότερο από μια διαφυγούσα Ελπίδα. Με το κόκκινο στυλό στο χέρι του θα καταφέρει, όπως τόσες άλλες φορές, να παρηγορηθεί από την ψευδαισθητική δύναμη διόρθωσης των λαθών και αποκατάστασης του νοήματος, ακόμα και αν αυτή η δύναμη αναλώνεται στην έκταση μιας σελίδας. Οι γραμματικοί κανόνες λειτουργούν σαν αγχολυτικό, περιορισμένης επενέργειας έστω. Αν, από την άλλη, η επαναφορά της τάξης στην επικράτεια της γλώσσας δεν δρομολογήσει τελικά άλλες, πιο επιτακτικές, τακτοποιήσεις, θα έχει τουλάχιστον συνεργήσει στην απρόσκοπτη αναρρίχηση στο σωρό των υποχρεώσεων.

Ο Χατζημωυσιάδης συναιρεί εύστοχα τον ζόφο της εργασιακής μονοτονίας με τη συνειδησιακή παράλυση του ήρωα, παγιδεύοντάς τον σε ένα παρόν που αντιστρατεύεται κάθε έννοια παρελθόντος και προσωπικής ταυτότητας. Διανύοντας την απόσταση από το σπίτι μέχρι τη δουλειά του, ο ήρωας φαίνεται να έχει χάσει ολοσχερώς την υπόστασή του. Η θέση του στην εταιρεία ακυρώνει την ιδιοπροσωπία του. Ο ίδιος έχει πλήρη επίγνωση αυτού του ακρωτηριασμού: «μια αόριστη αντωνυμία ήμουν σε θέση πάντα αντικειμένου, που πάσχισε κάποτε να εξελιχθεί σε κύριο όνομα γένους αρσενικού, αλλά διατηρούνταν τώρα στην κατάσταση ενός υπό διόρθωση εκφραστικού λάθους το οποίο από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν κόκκινη μουντζούρα στο ολοκάθαρο κείμενο της εταιρείας».

Κατά το ωράριο εργασίας οφείλει να σκαρφαλώνει, υποβασταζόμενος από το κόκκινο στυλό του, στη στοίβα με τα υπηρεσιακά έγγραφα, απαλλαγμένος από βαρυτικούς παράγοντες, όπως η αυτοσυνειδησία. Διότι την επόμενη μέρα θα χρειαστεί να ξαναγίνει «καθένας» για να αποδυθεί, από τα χαμηλά πάλι, στην ανάβαση. «Μια οχτάωρη, εννιάωρη και δεκάωρη καθημερινή ανάβαση η δουλειά μου: από την πεδιάδα του ξύλινου γραφείου ώς τη χιονισμένη κορυφή της χαρτούρας, και ξανά την άλλη μέρα και ξανά την άλλη μέρα και ξανά την άλλη μέρα. Κάθε μέρα ανέβαινα και κάθε μέρα κάτω ήμουν».

Η αποπροσωποποίηση του ήρωα δεν αναιρεί την προσωπική του ευθύνη, αλλά αντιθέτως συνιστά την απόρροιά της. Είναι αναμφίβολα οξυδερκές εκ μέρους του συγγραφέα το ότι επενδύει τη νοητική σύγχυση του πρωταγωνιστή με έναν ξεκάθαρα παγιωμένο κυνισμό, ο οποίος βρίσκεται σε τέλεια συστοιχία με τη σηπτικότητα του εργασιακού περιβάλλοντος. Ο κυνισμός του υποδηλώνει την εν πολλοίς εθελούσια καταστολή της μνήμης του. Μια μνήμη την οποία είχε νικήσει στο παρελθόν, στην προσπάθειά του να σφραγίσει τον λάκκο στο μυαλό του. Από τότε που κατήγαγε αυτή την κρίσιμη νίκη, μπορούσε να αντεπεξέρχεται σε κάθε εργασιακή ημέρα χάρη στην υπεραξία που εξασφάλισε «από το αίμα που ξεράθηκε πάνω στην άσφαλτο ενός επαρχιακού δρόμου»· αίμα που φρόντισε να ξεχάσει διά παντός. Συνεπώς η επιλεκτική αμνησία του τη δεδομένη στιγμή είναι ένας δοκιμασμένος από παλιά τρόπος διόρθωσης της πραγματικότητας. Οχι μόνον η επαγγελματική του επιβίωση, αλλά και η προσδοκώμενη απόσπαση του εαυτού του από το ίζημα της υπαλληλικής μάζας, προϋποθέτουν τη νάρκωση της αυτοαντίληψης και το θάψιμο ιδιόχειρων λαθών. Φαίνεται πως προτού ανεβεί στον τέταρτο όροφο της εταιρείας εκείνο το πρωινό, ο ήρωας είχε περάσει ξανά από το «νεκροτομείο της ηθελημένης πλάνης» για να καταψύξει τη συνείδησή του. Ο συγγραφέας καγχάζοντας την ευτέλεια των απαντοχών του, τον επιβραβεύει στο κλείσιμο του μυθιστορήματος με την υλοποίησή τους. Ενας θρίαμβος που έρχεται να προσεπικυρώσει την ηθική του πανωλεθρία.

Αγγίζοντας το ύψος που ανέκαθεν εποφθαλμιούσε, ο Θάνος Αποστόλου διαθέτει πλέον το ακαταμάχητο προνόμιο να ατενίζει από ψηλά τα σκυμμένα κεφάλια των πρώην συναδέλφων του. Ο Χατζημωυσιάδης μεθοδεύει με τρόπο ευρηματικό την πτώση του ήρωα, τοποθετώντας τον σε μια θέση αρκετά υπερυψωμένη, από την οποία η εφιαλτική μετάλλαξη του εαυτού του φαντάζει σαν θαύμα της γενετικής, όμοιο με τα μεταλλαγμένα εταιρικά προϊόντα. Και επειδή η Ελπίδα συνεχίζει να λείπει, εκείνος, ως προϊστάμενός της πια αλλά και ως «εξελιγμένο είδος μιας ψυχικής, ηθικής και πνευματικής διαφοροποίησης», την απολύει, αποφασίζοντας να ξεχάσει, οριστικά αυτή τη φορά, το πληκτρολόγιο, που πριν από μερικές ημέρες είχαν βάψει με αίμα οι κομμένες φλέβες της. Μολονότι εκείνος είχε τη μεγαθυμία να παραβλέψει την «ανορθογραφία» του θανάτου της, προκειμένου να της απευθύνει ένα πολυσέλιδο απολογητικό υπόμνημα, όσο και η έκταση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, εκείνη δεν είχε να αντιτάξει στον εκ βαθέων λόγο του παρά ένα σημειωματάριο, παρατημένο στο άδειο γραφείο της, όπου η επαναλαμβανόμενη λέξη «ρεπό» πιστοποιούσε την πλημμελή εργατικότητά της και εντέλει την ορθότητα της απόφασής του να την απολύσει, να την εκδιώξει από το κείμενο της ζωής του. Αλλωστε οι λέξεις ποτέ δεν τον διέψευσαν ούτε του αντιστάθηκαν.

Οπως συνήθως συμβαίνει, στο θρίλερ της καθημερινότητας οι ελπίδες αργά ή γρήγορα εκλείπουν. *

www.enet.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση