Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Μια συναρπαστική ιστορία

Η βασίλισσα των ζαχαρωτών
Άλλεν Σάρα Άντισον

εκδ Ωκεανίδα

Μοναδική παρηγοριά της μοναχικής κοπέλας είναι τα γλυκά που κρύβει στο ντουλάπι της. Στο ίδιο ντουλάπι θα βρει μια μέρα την έκπληξη που θ' αλλάξει τη ζωή της.

Η Τζόσι είναι βέβαιη για τρία πράγματα: ότι ο χειμώνας είναι η αγαπημένη της εποχή, ότι είναι ασχημούλα κι ότι τα γλυκά τρώγονται καλύτερα μες στην απομόνωση της κρυψώνας της. Για πολύ καιρό η Τζόσι αρκείται σε μια ζωή χωρίς τίποτα ιδιαίτερο, στο σπίτι της μητέρας της. Η μόνη της παρηγοριά είναι τα γλυκά και τα αισθηματικά μυθιστορήματα που της γεμίζουν τα βράδια…
Μέχρι που ανακαλύπτει ότι στην κρυψώνα της έχει εγκατασταθεί η Ντέλα Λι, μια γκαρσόνα της περιοχής που γίνεται κατά το ένα τρίτο η Νέμεσή της και κατά τα δύο τρίτα η καλή της νεράιδα.
Η Βασίλισσα των ζαχαρωτών, πλημμυρισμένη ζεστασιά και πνεύμα, και καρυκευμένη με μαγεία, είναι μια συναρπαστική ιστορία για τη φιλία, τον έρωτα και τις υπέροχες δυνατότητες που φέρνει κάθε καινούργια μέρα.

Έργο βαθύτατα ηθικό

Mωρίς
Ε.Μ. Φόρστερ
εκδ Καστανιώτη

O Mωρίς, ένα συνηθισμένο και απλό παιδί, έχει τις εμπειρίες που έχουν και χιλιάδες άλλα παιδιά - εκτός από τη βαθύτερη εκείνη συναίσθηση της έλξης από το ίδιο του το φύλο. Kαι μόνο πολύ αργότερα, όταν στο Πανεπιστήμιο θα γνωρίσει έναν έξυπνο και καλλιεργημένο αριστοκράτη φοιτητή, αφυπνίζεται και υποχρεώνεται να οδηγηθεί προς μία πρώτη συνειδητοποίηση του εσώτερου εαυτού του: είναι ερωτευμένος με τον Kλάιβ. H ιδιότυπη και ιδεαλιστική σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ τους διαρκεί τρία χρόνια, μέχρι που ο Kλάιβ τον εγκαταλείπει στρεφόμενος προς τις γυναίκες. Aπομένοντας μόνος, ο Mωρίς ή θα καταστραφεί ή θα αναλάβει να ακολουθήσει την άγουσα «διά της στενής πύλης» προς την πλήρη συνείδηση, προς τη ζωή.
Eάν το βιβλίο είναι η δύσκολη, αργή, επώδυνη συνειδητοποίηση ενός κοινού ανθρώπου ότι είναι ομοφυλόφιλος και, συνεπώς, απορρίπτεται από το κοινωνικό σύνολο, είναι επίσης η ιστορία της προσωπικής μας απελευθέρωσης από τη σωρεύουσα σκόνη των κοινωνικών συμβάσεων. Έργο βαθύτατα ηθικό, είναι η αντιπαράθεση συμβατικότητας και αλήθειας, σύγχυσης και συνείδησης, αυταπάτης και ειλικρίνειας. Γραμμένο με τρόπο μαγευτικό, το 1914, παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι το θάνατο του συγγραφέα, το 1970, αφού ο ίδιος ο Φόρστερ δε θέλησε ποτέ να το δημοσιεύσει.

Μια σκοτεινή ιστορική περίοδο τριάντα πέντε χρόνων.i

Στην απέναντι όχθη
Τηλέμαχος Κώτσιας

εκδ Ψυχογιός


Ο Πέτρος Χαρίσης θα θυμάται για πάντα εκείνο το πρωινό του 1924, όταν επέστρεφε από την Αμερική. Tα ξερά φύλλα που είχαν σκεπάσει το μονοπάτι του δάσους έτριζαν κάτω από τα πόδια του, και το κυπρί του μουλαριού χτυπούσε ρυθμικά σε κάθε του βήμα. Αναρωτιόταν αν η επιστροφή αυτή θα ήταν η στερνή έπειτα από τόσες περιπέτειες ή, αντίθετα, θα αποτελούσε μια νέα σελίδα στη ζωή του. Κάπως έτσι, κοντά στα βουνά της Μουργκάνας, στα σύνορα Αλβανίας και Ελλάδας, ο Πέτρος Χαρίσης κάνει το καινούργιο του ξεκίνημα. Εκεί, στην όχθη του Ξεριά, αποφασίζει να χτίσει μια παράγκα γύρω από την οποία στη συνέχεια θα αναπτυχθεί το κέντρο του νέου χωριού. Η φαμίλια του αβγαταίνει, το ίδιο και η περιουσία του, ώσπου τα σύνορα που είχαν χωρίσει το χωριό στα δύο έκλεισαν. Ο Πέτρος Χαρίσης θα θεωρείται πλέον Αλβανός πολίτης. Και η ζωή του, όπως την ονειρευόταν, δε θα είναι ποτέ πια η ίδια. Πολιτικές συγκρούσεις, εθνικοί κατατρεγμοί, διαψεύσεις προσδοκιών, υποθέσεις κατασκοπείας που διαπλέκονται με προσωπικές ιστορίες, ζωές και όνειρα κομμένα στη μέση, οικογενειακά δράματα, όλα ρίχνουν φως σε μια σκοτεινή ιστορική περίοδο τριάντα πέντε χρόνων.

Η διαδικασία που απαιτείται για να κατακτηθεί η ευτυχία

Ροή
Η ψυχολογία της ευτυχίας

Μιχάι Τσικζεντμιχάι

εκδ Καστανιώτη


Η «ροή» εξετάζει τη διαδικασία που απαιτείται για να κατακτηθεί η ευτυχία μέσα από τον έλεγχο της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου.

Όμως τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να χαίρονται τη ζωή; Ποιες είναι οι εσωτερικές εμπειρίες που την καθιστούν αξιόλογη; Με το βιβλίο αυτό ο ψυχολόγος Μιχάι Τσικζεντμιχάι δίνει σαφείς απαντήσεις, έχοντας μελετήσει τις καταστάσεις της «βέλτιστης εμπειρίας»: δηλαδή τις καταστάσεις όπου νιώθουμε συγκεντρωμένοι και βαθιά χαρούμενοι.

Οι έρευνες κατέδειξαν ότι μια εμπειρία γίνεται πραγματικά ικανοποιητική όταν ο συνειδητός νους βρίσκεται σε ροή: σε μια κατάσταση προσήλωσης τόσο έντονης, που ισοδυναμεί με απόλυτη αφοσίωση σε μια δραστηριότητα. Όλοι μας βιώνουμε εμπειρίες ροής και είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε τα χαρακτηριστικά τους: νιώθουμε δυνατοί, έχουμε τον έλεγχο των καταστάσεων και οι ικανότητές μας λειτουργούν στο έπακρο. Ο χρόνος και διάφορα προβλήματα συναισθηματικής φύσεως εξαφανίζονται, ενώ μας πλημμυρίζει μια υπέροχη αίσθηση υπέρβασης.

Στο βιβλίο του ο Τσικζεντμιχάι εξηγεί με ποιο τρόπο μπορούμε να ελέγξουμε αυτή την ευχάριστη κατάσταση, θέτοντας προκλήσεις στον εαυτό μας: αποστολές ή εργασίες που, για το επίπεδο των δυνατοτήτων μας, δεν είναι ούτε πολύ δύσκολες αλλά ούτε και εύκολες. Με τέτοιους στόχους, μαθαίνουμε να ελέγχουμε τις πληροφορίες που εντυπώνονται στο συνειδητό μας νου και έτσι βελτιώνουμε την ποιότητα της ζωής μας, ανακαλύπτοντας τον πραγματικό πλούτο της καθημερινότητας.

Πές τα Πασχαλία μου

... Και, συνεχίζοντας το ταξίδι μας στον χρόνο, μήπως δεν συναντάμε διάσημα μυθιστορήματα που δεν θα είχαν γίνει διάσημα αν δεν είχαν αγαπηθεί προπαντός από τις γυναίκες: την Πριγκίπισσα της Κλεβ, την Πάμελα , τη Μαντάμ Μποβαρύ, την ΄Αννα Καρένινα , τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, για να μη μιλήσουμε για την Τζέιν ΄Ωστιν, τη Σάρλοτ και την ΄Εμιλυ Μπροντέ ή τη Βιρτζίνια Γουλφ; Αμφιβάλλω, βέβαια, αν άλλα διάσημα μυθιστορήματα, όπως ο Δον Κιχώτης, ο Μόμπυ Ντικ, το Μαγικό βουνό, ο ΄Ανθρωπος χωρίς ιδιότητες, η Δίκη, ο Οδυσσέας , υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλή στο γυναικείο κοινό. Αλλά θα αφήσω στην άκρη τέτοιες αμφιβολίες, ύποπτες για σεξισμό μέσα στο politically correct κλίμα της εποχής μας, και θα τονίσω για ξεκάρφωμα ότι, αν δεν διάβαζαν τόσο πολύ οι γυναίκες, η λογοτεχνία θα ήταν σήμερα πιθανότατα ένα περιθωριακό φαινόμενο. Στην Ελλάδα μάλιστα πολύ περιθωριακό. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για την Ελλάδα. Το γυναικείο αναγνωστικό κοινό λογοτεχνίας στην Ελλάδα έχει δύο στατιστικές ιδιαιτερότητες, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρώτον, είναι αναλογικά μεγαλύτερο (για πολύ πάνω από 70% κάνουν λόγο οι στατιστικές και οι εκτιμήσεις των βιβλιοπωλών). Και δεύτερον, διαβάζει κυρίως γυναίκες συγγραφείς: στους καταλόγους των ευπώλητων κυριαρχούν σαφώς τα γυναικεία ονόματα, ενώ οι άνδρες συγγραφείς μόνον υπό ειδικές προϋποθέσεις φτάνουν τα γυναικεία νούμερα. Αυτό αντανακλάται άλλωστε και στην αναλογία γυναικών και ανδρών συγγραφέων, που με ραγδαίους ρυθμούς γίνεται ολοένα ευνοϊκότερη για τις γυναίκες. Μπορεί να κατέχουμε μια από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη σε ό, τι αφορά το ποσοστό γυναικών βουλευτών, γυναικών υπουργών, γυναικών πανεπιστημιακών, γυναικών διευθυντικών στελεχών, αλλά το ποσοστό γυναικών συγγραφέων μας - γύρω στο 50% σήμερα- αποτελεί πιθανότατα ευρωπαϊκό, ίσως και παγκόσμιο ρεκόρ. Ούτε Σκανδιναβία να ήμασταν! ...

Η συνέχεια στο blog της Πασχαλίας:

http://pasxaliatravlou.psichogios.gr/2009_06_01_archive.html

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ


http://www.greece2001.gr/writers/DimosthenisKourtovik.html

Η Λένα Μαντά απαντά

Νομίζω ότι πλέον ηρέμησα αρκετά ώστε να μπορώ ν’ απαντήσω στον κύριο Κούρτοβικ με τρόπο που να δηλώνει ότι είμαι γυναίκα και όχι γυναικούλα, ότι είμαι κυρία και όχι υβρεολόγος, γιατί όλα έχουν και ένα όριο και ο κύριος αυτός το ξεπέρασε προ πολλού. Δεν θ’ αναφερθώ στην Πασχαλία ούτε στην Χρυσηίδα, είναι μεγάλα κορίτσια και οι δύο για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, Η Πασχαλία το έκανε ήδη με τον καλύτερο τρόπο στο blog της. Ούτε θα απολογηθώ για ότι γράφω, πολύ δε περισσότερο για την ανταπόκριση του κοινού στα βιβλία μου. Θα σταθώ στο άρθρο του κυρίου Κούρτοβικ το οποίο δεν σας κρύβω διάβασα και ξαναδιάβασα για να βεβαιωθώ ότι δεν είχα παρανοήσει κάτι….
Πολύς κόσμος θέλησε από μένα να μιλήσω και κάποιοι ίσως απογοητεύτηκαν που δεν το έκανα, αλλά ας μου επιτραπεί η έκφραση: «Είμαι παλιά καραβάνα» στις προσβολές και ξέρω τι κρύβεται πίσω από αυτές, αλλά και πόσο λίγο ρόλο θα παίξει οποιαδήποτε απάντηση. Για να μην πω ότι απαντώντας σε κάτι που δεν αξίζει ν’ απαντηθεί, ανοίγεις έναν φαύλο κύκλο με όλους αυτούς που κρίνουν, αλλά δεν δέχονται την κριτική, που θεωρούν εαυτούς υπεράνω όλων….
Ο κύριος Κούρτοβικ, μίλησε για μικροαστική τάξη για «πρόσωπα ρημαγμένα», για «ξασμένα μαλλιά» ή «οξυζεναρισμένα» για «αλαφιασμένο βλέμμα» και για μας. Που είχαμε βγει από το κομμωτήριο για να φωτογραφηθούμε. Που κοιτούσαμε με πώς το είπε; Α, ναι: «με συγκρατημένα περήφανο και καθησυχαστικό βλέμμα» το αναγνωστικό κοινό που αποτελείται κατά την γνώμη του μόνο από γυναίκες και τόσα άλλα.
Σε ποιο απ’ όλα θέλετε ν’ απαντήσω και πώς να το κάνω χωρίς να πέσω στο επίπεδό του που καλώς ή κακώς πίστευα ότι ήταν κάπως καλύτερο, αφού φιγουράρει ως δημοσιογράφος, λογοτέχνης, βιβλιοκριτικός και ούτε και εγώ ξέρω πόσα επίθετα προσθέτει από μόνος του στο όνομά του για να πάρει λίγη από την αξία που εμπεριέχουν. Ή μήπως του τα αποδίδουν ομότεχνοι φοβούμενοι την πένα του αλλά και το βήμα που κατέχει.
Είπα κάποτε σε μια συνέντευξη ότι δεν θίγω κανέναν και δεν θίγομαι. Ο κύριος Κούρτοβικ θα με κάνει να παραβώ την αρχή μου, γιατί μέσα στο μένος του με ακύρωσε σαν άνθρωπο. Εκτός από… «ροζ μπεστελλερίστα» είμαι και επαγγελματίας και σύζυγος αλλά κυρίως μητέρα και δεν ανέχομαι τέτοιο διασυρμό. Ας έγραφε ότι ήθελε για το «ροζ» βιβλίο μου. Ας το κομμάτιαζε με την προϋπόθεση ότι είχε καθίσει και πιεστεί να το διαβάσει. Αυτό αφορούσε την δουλειά μου και εφόσον εκτίθεμαι, είμαι έτοιμη για την κριτική του καθενός Κούρτοβικ.
Ποιος του είπε από ποια κοινωνική τάξη κατάγομαι; Πότε με γνώρισε; Ξέρει τους γονείς μου, την καταγωγή μου, τον άντρα μου, την θέση μου; Δεν με ξέρει, δεν τον ξέρω και ούτε θέλω να τον μάθω. Αλλά δεν τον ενόχλησα ποτέ. Κανένα κριτικό βιβλίου δεν έχω ενοχλήσει ποτέ και αν υπάρχει έστω και ένας που έχει δεχτεί δική μου ενόχληση, τον προκαλώ να βγει και να το πει. Εγώ μόνο σχέση με το αναγνωστικό κοινό έχω. Σε αυτό εμπιστεύομαι όσα γράφω και από αυτό περιμένω την ετυμηγορία. Όταν έγραψα το ποτάμι, με ήξεραν λίγοι, οι εφημερίδες δεν ήξεραν ούτε το όνομά μου και τίποτα και κανείς δεν το εμπόδισε να πουλήσει στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του 110.000 αντίτυπα!
Αν έχει έστω και λίγη εντιμότητα μέσα του, θα βγει και θα επανορθώσει, θα ζητήσει συγνώμη και από εμένα και από τις άλλες δύο κυρίες, αλλά κυρίως από το αναγνωστικό κοινό που έθιξε κατάφωρα και άδικα. Δεν θα του στείλω τα χιλιάδες mail που λαμβάνω από νέες, νέους, κορίτσια και αγόρια που μακράν απέχουν από κυρίες με …μαραμένο πρόσωπο! Δεν είναι δικαστής, δεν είμαι κατηγορούμενη, παρά μονάχα για ένα! Σέβομαι το αναγνωστικό κοινό, το αγαπάω και με αγαπάει. Του δίνω ταξίδια ψυχής και ποτέ δεν προσποιούμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι!
Όσο για το αν ανήκω στην λογοτεχνία, στην παραλογοτεχνία και σε όποιο άλλο είδος επινοήσουν στενόμυαλοι άνθρωποι, αυτό ας το αφήσουμε να το κρίνει ο χρόνος και κυρίως το αναγνωστικό κοινό. Ας μην το υποτιμούμε πια και τόσο πολύ! Εκτός αν ο κύριος Κούρτοβικ είναι της λογικής : «Όλοι τους τρελοί, εκτός από μένα»!
Δεν θα ξανασχοληθώ με το θέμα και αυτό ούτε με καμιά άλλη «κριτική», αλλά δεν είμαι και σίγουρη ότι αυτή η ιστορία θα σταματήσει εδώ. Αν ο κύριος αυτός επιμένει, θα κινηθώ νομικά και για πρώτη φορά στη ζωή μου θα κάνω μήνυση σε άνθρωπο.
Απ’ ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω, ο εκδότης μου ετοιμάζει την δική του απάντηση. Εγώ θα κλείσω με μια απαίτηση:
Ζητώ να με αφήσουν ήσυχη και να μην ασχολούνται μαζί μου. Δεν θέλω ούτε την εύνοια τους, ούτε ύμνους, ούτε διασυρμούς. Θέλω μόνο και χρειάζομαι το αναγνωστικό κοινό. Τον τελευταίο και απόλυτο κριτή της δουλειάς μου….

(πηγή:http://mantapsichogios.blogspot.com/2009/06/blog-post_10.html)

Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη άποψη για το θέμα που έχει δημιουργηθεί

(ακριβός όπως αναρτήθηκε στο site)

Γλάστρες ονείρων ή τεφροδόχοι ονείρων

Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ


Τελευταίο βράδυ της έκθεσης βιβλίου στον Κεραμεικό, τον Μάιο, έκανα μια βόλτα από εκεί. Βρήκα, για να ξεκινήσω με αυτό, ότι η διοργάνωση είναι πιο συμπαθητική στον καινούργιο χώρο της, συνομιλεί καλύτερα με το περιβάλλον, ενώ στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και, παλιότερα, στο Πεδίο του ΄Αρεως μού θύμιζε καταυλισμό σεισμοπλήκτων μέσα σε πάρκο. Αλλά θέλω σήμερα να μιλήσω για κάτι άλλο.

Στα περισσότερα περίπτερα η κίνηση ήταν σχετικά αραιή και οι στάσεις που έκαναν οι επισκέπτες συνήθως σύντομες. Πρόσεξα όμως ένα, μπροστά στο οποίο γινόταν πραγματικός συνωστισμός.

΄Ηταν το περίπτερο ενός γνωστού εκδοτικού οίκου, από αυτούς που συναγωνίζονται για τον πιο πλούσιο σε εμπορικούς συγγραφείς κατάλογο. Το κοινό που στριμωχνόταν μπροστά στον πάγκο του περίπτερου αποτελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες (μία μόνον είχε μαζί της τον άνδρα της, που χάζευε εμφανώς αμήχανος). Πολλές είχαν ανοίξει από ένα βιβλίο και διάβαζαν με βουλιμία.

Στάθηκα λίγο πιο πέρα και προσπάθησα να παρατηρήσω τη σκηνή όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένα και απροκατάληπτα, κοινωνιολογικά ας πούμε. Σχεδόν όλες οι γυναίκες είχαν ηλικία ανάμεσα στα 35 και τα 50. Σχεδόν όλες ανήκαν ολοφάνερα στην κατώτερη μεσαία τάξη, αυτή που συνήθως αποκαλούμε μικροαστική. Εξίσου φανερό ήταν ότι η ζωή δεν είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη σ΄ αυτές τις γυναίκες. Ο Όργουελ έλεγε ότι στα πενήντα του έχει κανείς το πρόσωπο που του ταιριάζει, αυτό δηλαδή που σκαλίζει πάνω του σιγά σιγά η ζωή που κάνει. Τα πρόσωπα που έβλεπα ήταν στερημένα, σχεδόν ρημαγμένα, και σε μερικά βλέμματα πρόσεξα κάτι το αλαφιασμένο. Ξαφνικά αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση βλέποντας αυτές τις γυναίκες απορροφημένες σε κάποιο βιβλίο. Δεν με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή αν το βιβλίο ήταν καλό ή κακό. Μου φαινόταν συγκλονιστικό ότι έψαχναν εναγώνια εκεί μέσα να βρουν κάτι που τους είχε αρνηθεί η ζωή.

Στο βάθος του περίπτερου, πάνω από τα κεφάλια των γυναικών με τα ξασμένα, τα οξυζεναρισμένα ή τα σκληρά σαν πράσα μαλλιά, κρέμονταν δύο φωτογραφικά πορτρέτα. Απεικόνιζαν τις δύο πολυνίκες συγγραφείς του εκδοτικού οίκου στις κούρσες για το πλειστοπώλητο ελληνικό βιβλίο της χρονιάς. Οι δύο πρωταθλήτριες, με προσεγμένο μακιγιάζ και σαν να είχαν μόλις βγει από το κομμωτήριο, κοίταζαν από εκεί ψηλά το κοινό τους με συγκρατημένα περήφανο και καθησυχαστικό βλέμμα. Καταλάβαινες ότι είχαν το ίδιο κοινωνικό προφίλ με τις αναγνώστριές τους. ΄Ενιωθαν όμως σαν εκλεγμένες αντιπρόσωποί τους- και όχι αδικαιολόγητα, αφού είχαν αναδειχτεί πράγματι από αυτές, με δημοκρατικότατες διαδικασίες. Είχαν συναίσθηση του ρόλου που τους είχε απονεμηθεί και τον έπαιρναν πολύ στα σοβαρά. ΄Εμοιαζαν κάπως με μαμάδες που παίζουν με τα παιδιά τους με τον τρόπο των μαμάδων, ήρεμα και κάπως συγκαταβατικά, απολαμβάνοντας όχι τόσο το παιχνίδι όσο τον ρόλο της μητέρας. Στην αρχή με εκνεύρισε το αυτάρεσκο ύφος των δύο συγγραφέων, έτσι όπως αιωρούνταν πάνω από τα μαραμένα πρόσωπα των θαυμαστριών τους. Λίγο αργότερα όμως, όταν ξανάφερα στο μυαλό μου τη σκηνή, τα συναισθήματά μου άλλαξαν. Ένιωσα κάποια λύπη και γι΄ αυτές. ΄Εχουν πάρει τον ρόλο τους τόσο πολύ στα σοβαρά ώστε κοντεύουν να ξεχάσουν ότι τον υποδύονται. Θα νομίσουν πως είναι ό, τι ακριβώς πιστεύει γι΄ αυτές το φανατικό κοινό τους: σπουδαίες συγγραφείς. Και από εκεί θα αρχίσει η δυστυχία τους. Θυμάμαι κάποτε στη Γερμανία έναν νεαρό και πολύ ωραίο ΄Ελληνα, λαϊκό παιδί με ευθείς τρόπους και μια φυσική, ήρεμη ανδροπρέπεια. ΄Ηταν αγαπητός σε όλους, ΄Ελληνες και Γερμανούς, άνδρες και γυναίκες (στις γυναίκες ακόμα περισσότερο). ΄Ωσπου κάποια στιγμή το παιδί αυτό, επειδή έπαιξε δυο-τρεις φορές σε ερασιτεχνικούς θιάσους (πράγμα που του ζητήθηκε κυρίως λόγω του παραστήματός του), πίστεψε πως είχε γίνει καλλιτέχνης. ΄Αρχισε να φέρεται με την επιτήδευση που νόμιζε πως ταίριαζε στην καινούργια ιδιότητά του, να σνομπάρει τους ανθρώπους της τάξης του και πολύ σύντομα έγινε αντιπαθής έως αξιολύπητος σε όλους (στις γυναίκες ακόμα περισσότερο). Φυσικά, δεν βρήκε ποτέ την αναγνώριση από εκείνους από τους οποίους την περίμενε και στο τέλος έπεσε σε κατάθλιψη.

Παρακολούθησα στο διαδίκτυο μια συνέντευξη που έδωσε μια συγγραφέας αυτού του είδους, μαστόρισσα δηλαδή του ροζ μπεστ σέλερ, για το τελευταίο της βιβλίο. Είπε, μεταξύ άλλων, ότι κάθε εποχή έχει τα προβλήματά της και το πρόβλημα της δικής μας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Μου έκανε εντύπωση η σιγουριά με την οποία εντόπισε αμέσως το πρόβλημα της εποχής μας (εγώ θα αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα σε κάμποσα προβλήματα). Ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση μού προξένησε όμως κάτι που είπε λίγο παρακάτω: ότι το μυθιστόρημά της είναι διδακτικό· βοηθάει, δηλαδή, τις γυναίκες να καταλάβουν καλύτερα τον εαυτό τους, αλλά και τον άνδρα τους, όπως επίσης βοηθάει τους άνδρες να καταλάβουν καλύτερα τη γυναίκα τους (το πλαίσιο αναφοράς της συγγραφέως ήταν η οικογένεια, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στα μυθιστορήματα αυτού του τύπου).

Νά η λέξη-κλειδί: διδακτικό. Καταραμένη και εκδιωγμένη από την καθαυτό λογοτεχνία, βρήκε καταφύγιο σ΄ αυτό που μερικοί τολμούν ακόμα να αποκαλούν παραλογοτεχνία. Οι αναγνώστριες τέτοιων βιβλίων παραδέχονται πρόθυμα ότι είναι ανώριμες, ότι δεν τα βρίσκουν με τον εαυτό τους και δεν τα βγάζουν πέρα με τις απαιτήσεις της ζωής τους, γι΄ αυτό χρειάζονται καθοδήγηση από κάποιον που ξέρει καλύτερα. Η ροζ παραλογοτεχνία και το κοινό της βάζουν τον συγγραφέα σε πολύ ψηλότερο σκαλοπάτι από ό, τι η σύγχρονη σοβαρή λογοτεχνία. Αξίζουν άραγε οι συγκεκριμένοι συγγραφείς αυτή τη θέση; Αν κρίνουμε από τη διαρκή ανταπόκριση των αναγνωστριών τους, την αξίζουν με το παραπάνω.

Αλλά το αν κάποιος αξίζει και πόσο είναι θέμα ορισμού της αξίας. Το μυστικό αυτών των μυθιστορημάτων, όπως αντιλαμβάνεται εύκολα όποιος έχει διαβάσει δυο-τρία από αυτά, είναι ότι παρουσιάζουν τα πράγματα πολύ πιο απλά από όσο τα βλέπουν εκείνοι που επιμένουν να αμφιβάλλουν και να λεπτολογούν, και ότι υποδεικνύουν λύσεις. Το πλεονέκτημά τους, δηλαδή, είναι προφανές και τεράστιο. Το αν όμως η απλουστευμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας (των ανθρώπινων σχέσεων, εν προκειμένω) θα επιβεβαιωθεί τελικά από την πραγματικότητα που βιώνουν οι αναγνώστριες, το αν οι άμεσες λύσεις που προτείνονται θα αποδώσουν είναι ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα, στο οποίο θα απαντήσει κάποτε, θέλοντας και μη, η κάθε αναγνώστρια χωριστά.

Δεν νομίζω πως θα αμφισβητήσει κανείς ότι ένα φευγαλέο, κρυφό ερωτευμένο βλέμμα λέει πολύ περισσότερα και είναι πολύ πιο αξιόπιστο από μια καλλιεπή ερωτική εξομολόγηση. Η αγωνία του αληθινού συγγραφέα είναι πώς θα μεταφράσει αυτό το βλέμμα στον σκληρό, δύσκαμπτο, συχνά παραπλανητικό κώδικα που λέγεται γλώσσα. Ξαναφέρνοντας όμως στον νου μου τα πρόσωπα των αναγνωστριών που έψαχναν σκυμμένες στα βιβλία, σ΄ εκείνο το εκθεσιακό περίπτερο, σκέφτομαι πως, όταν δεν συναντάμε στη ζωή μας τέτοια βλέμματα ή ίσως όταν δεν έχουμε αρκετή ευαισθησία για να τα προσέξουμε και να τα ερμηνεύσουμε, ακόμα και μια φλύαρη, ψεύτικη ερωτική εξομολόγηση μπορεί να γίνει βάλσαμο για την ψυχή μας.

(πηγή: http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4520649)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση