Διαβάστε επίσης
Συνάντησα τον Γιάννη Μακριδάκη σ’ ένα καφέ στα Εξάρχεια. Όταν έφτασα στο ραντεβού μας τον βρήκα μόνο του σε ένα άδειο μαγαζί, δέκα -είκοσι λεπτά αργότερα το μαγαζί ήταν γεμάτο και χρειαζόταν να καταβάλλουμε προσπάθεια για να ακούμε ο ένας τον άλλο. Τους κάναμε σεφτέ που λένε και οι παλιοί. Απ’ την αρχή φάνηκε ότι πρόκειται για έναν προσιτό και ζεστό άνθρωπο που ευτυχώς αγνοεί ή παραμερίζει τους κανόνες των ψεύτικων γνωριμιών, τις κλισέ φράσεις και τις δήθεν θερμές χειραψίες των ασφαλιστών ζωής. Στα πρώτα λεπτά της συζήτησης μας-στο ζέσταμα δηλαδή- μου είχε ήδη απαντήσει στις μισές μου ερωτήσεις χωρίς να έχω ανοίξει καν το σημειωματάριο μου. Είχα ακούσει να λέει σε παρουσιάσεις βιβλίων του για την αφέλεια που τον διακρίνει η οποία του έχει σώσει τη ζωή και αμέσως κατάλαβα πως προφανώς εννοούσε την άδολη ματιά, το ανεπιτήδευτο. Γελούσε με το αστείο, εξηγούσε την απορία και ευγενικά με περίμενε να κρατάω τις σημειώσεις μου μιας και η ερασιτεχνικότατη συνέντευξη δεν είχε καν το κλασικό δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι.
Τον ρώτησα γιατί οι ήρωες των βιβλίων του είναι πάντα άντρες. Μου είπε πως η γυναίκα είναι πιο εξελιγμένο πλάσμα, πιο σύνθετο σε πνεύμα και ψυχισμό και δεν τη γνωρίζει τόσο καλά ώστε να γράψει γι ’αυτήν.«Πως να γράψω για γυναίκες;» αναρωτήθηκε την ώρα που μιλούσαμε. Γοητευτική αποστασιοποίηση. Τον ρώτησα για το πως νιώθει ένας άνθρωπος που ζει στην επαρχία μακριά από τα τεκταινόμενα, τις θεατρικές παραστάσεις, τα live. Αν νιώθει δηλαδή ότι μένει πίσω. Μου μίλησε για τα προβλήματα της ελληνικής επαρχίας παρομοιάζοντας την με νεκροταφείο ελεφάντων. Για τους ανθρώπους που αργοπεθαίνουν πνευματικά εκεί. Για τις πρωτοβουλίες των ντόπιων που αργοσβήνουν μιας και δεν υπάρχει αλληλεπίδραση ή αλλιώς αιμοδοσία εφόσον τροφοδοτούνται και συντηρούνται από τα ίδια άτομα. Μιλήσαμε και για το ίδιο φαινόμενο στις πόλεις, στα αστικά δηλαδή χωριά. Όμως αυτό δεν τον κάνει να νιώθει ότι μένει πίσω γιατί βλέπει και ανακαλύπτει τόσα άλλα για τους ανθρώπους μέσα από τις αφηγήσεις τους και την παρατηρητική ματιά του. Με μια συζήτηση που θα ανοίξει σ’ένα χωριό με ηλικιωμένους μπορεί να αντλήσει από τις ζωντανές αυτές πηγές της ιστορίας τόσα πράγματα που να φύγει από εκεί ευτυχισμένος. Ονομάτισε αυτές τις συζητήσεις αυτές ως “άγραφη λογοτεχνία” εκφράζοντας ευγνωμοσύνη στους άσημους αλλά καθόλου ασήμαντους ανθρώπους.
Μου είπε πως ο λόγος που γράφει μόνο για ιστορίες που εκτυλίσσονται στη Χίο είναι ότι αυτή γνωρίζει τόσο καλά. Μιλώντας για τη σχέση του με τη Χίο είπε πως είναι έρωτας, ο μόνος μάλιστα που είχε τέτοια διάρκεια. Τον ρώτησα λοιπόν ποιά είναι η ανταπόκριση αυτού του έρωτα και με ευκολία μου απάντησε πως οι ιστορίες που μαζεύει ,οι ιδέες που γίνονται βιβλία είναι πραγματική ανταπόκριση. Διαβάζοντας τα βιβλία του καταλαβαίνει κανείς ότι είναι ένας άνθρωπος που δεν επηρεάζεται από τα υλικά αγαθά αλλά εμβαθύνει σε άλλες αξίες. Για το λόγο αυτό ήθελα να μάθω τι τον μαγεύει. Τότε πήρα την πιο ωραία απάντηση της συζήτησης μας.«Οι ψυχωμένοι άνθρωποι» μου είπε! Επέμεινα. Ρώτησα τι θα μπορούσε να τον ψαρώσει .Αυθόρμητα μου απάντησε πως θα ψάρωνε με μια ωραία κοπέλα αλλά έτρεξε να διευκρινίσει το “ωραία” μιλώντας για την καθαρή ματιά, για την πολιτική στάση στην καθημερινότητα.«Η κάθε της κίνηση να είναι δήλωση και να έχει βάθος, να αντικατοπτρίζει αυτά που έχει μέσα της». Τον ρώτησα αν θα μπορούσε να γράψει για έναν ήρωα τελείως έξω από τον ίδιο, για μια διαμετρικά αντίθετη ζωή. Το βρίσκει πολύ ενδιαφέρον αλλά δεν έχει αρκετές εικόνες για έναν τέτοιο άνθρωπο, δεν έτυχε να συναναστραφεί τόσο διαφορετικούς ανθρώπους.«Ασχολούμαι με λοξούς ανθρώπους που η λόξα τους όμως έχει συγγένεια με τη δική μου. Δεν μπορώ να συναναστραφώ αναγκαστικά κάποιον για να γράψω γι’ αυτόν.»
Μου μίλησε για την παιδική αφέλεια που κάποιοι άνθρωποι διατηρούν και στην ενήλικη ζωή τους και ενώ αυτοί φαίνονται σα να έχουν λοξοδρομήσει στην ουσία πορεύονται σε συνέχεια της ευθείας χωρίς να έχουν μπολιαστεί απ’ το τριπάκι της πονηριάς. Αυτό τον γοητεύει. Η άδολη ματιά που δημιουργεί τη σπίθα της τέχνης.«Είναι προσόν για τον καλλιτέχνη η αφελής ματιά». Στο τέλος της συζήτησης μας μάλιστα μου είπε κι ένα ανέκδοτο αρκετό για να διαπιστώσω πως απέχει από κάθε είδους σοβαροφάνεια. Μόλις χωριστήκαμε κάθισα ξανά μόνη μου σε μία καφετέρια λίγο παρακάτω για να γράψω αμέσως αυτά που συζητήσαμε, μη μου πέσει τίποτα κάτω. Φοβόμουν πως κοιτάζοντας βιτρίνες θα έχανα τη ζωντάνια της συζήτησης και έτσι έπρεπε να την καταγράψω άμεσα. Μάλλον δεν έχω συμπεριλάβει αρκετά από αυτά που είπαμε αλλά δεν είμαι επαγγελματίας. Αυτό φαίνεται. Εδώ ξέχασα να τον ευχαριστήσω για τον καφέ και το χρόνο του αλλά μαντεύω πως θα το κατάλαβε.
*Ο Γιάννης Μακριδάκης ζει και γράφει στη Χίο. Τα βιβλία του εκδίδονται από την ΕΣΤΙΑ