ΘΕΑΤΡΙΝΙΣΜΟΙ! ΝΑ, ΕΔΩ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ των επιμελέστατα βαμμένων χειλιών στεκόταν η πικρή κουβέντα στα jour fixe της κυρίας Μοιράρχου. Και κείνες οι γκριμάτσες πια κατά τις χαρτοπαικτικές συναντήσεις, οι λαλίστατες, πού να κρυφτούν. Και να δεις πώς ερχόταν στη Μεταξία η κουβέντα, θαρρείς από μόνη της.
Ύστερα το γύριζαν στα καινούργια πατρόν του ραψίματος και στο πώς θα τα μερεμέταγε πάνω τους η μοδίστρα, τροποποιώντας τα επί το κολακευτικώτερον.
Άλλο θέμα που επίσης τις έκαιγε εκείνη την άνοιξη προς καλοκαίρι του ’78 και όχι μόνο, ήταν οι ηλικίες των ηθοποιών τις οποίες υπολόγιζαν με ζήλον ληξιάρχου, λύνοντας μαθηματικές εξισώσεις και στηριζόμενες σε χρονολογικά δεδομένα δημοσιευμάτων, κινηματογραφικών ταινιών και θεατρικών παραστάσεων. Πλην φευ. Η επιστράτευση μαθηματικών γνώσεων και η συλλογή στοιχείων συχνά αναιρούντων το ένα το άλλο, αδυνατούσε να επιλύσει τη δευτεροβάθμια εξίσωση με άγνωστο χι το έτος γεννήσεως συγκεκριμένης πρωταγωνίστριας ξανθιάς και χαριτωμένης, κουβέντα που κατέληγε με την επωδό και συγχρόνως ερωτηματικό αναπάντητο: Mα τί κάνει και διατηρείται σαν κοριτσάκι, βρε παιδί μου…
Σύζυγοι διευθυντών υπηρεσιών και τοπικών αρχόντων, δασκάλες, καθηγήτριες, κοράκλες οικογενειών με όνομα που απολάμβαναν των κληρονομιών, κι άλλες, θυγατέρες κρατικών αξιωματούχων, άγαμες και με τον παρθενικό υμένα αλώβητο –μα όχι όλες– που ούτως ή άλλως απολάμβαναν των συντάξεων του δημοσίου.
Παντρεμένες με δόξα και τιμή, μεγαλοκοπέλλες εϋυπόληπτες, αν και πολύ κοινωνικές, χηρευάμενες που γλύκανε με τον καιρό το πένθος και κείνες το αραίωσαν σιγά-σιγά και σύμφωνα με τους τύπους.
Θεατρινισμοί και ελαφρότητες σε βαθμό παρεξηγήσιμο.
Η κυρία Αριστέα μάλιστα, κόρη συμβολαιογράφου και πολιτευάμενου προπολεμικώς, φαρμακοποιός η ίδια, άτεκνη, μα με δυό διαζύγια στην πλάτη κι ως εκ τούτου άνετη, συνήθιζε να λέει Θεατρινισμοί του κώλου. Και ο παιδίατρος κύριος Γαριφαλλόπουλος σε κάποιο από τα apres midi του Εξωραϊστικού Συλλόγου της πόλεως, ακκιζόμενος μεταξύ των κυριών, διέγνωσε Παλιμπαιδισμόν και παράκρουσιν μεγαλείου σε προχωρημένο στάδιο, μα δεν λαμβανόταν σοβαρά υπ’ όψιν καθ’ ότι τύπος μελανζέ και φαρμακόγλωσσα, αν και οικογενειάρχης.
Η σχέση τους έγινε εκρηκτική μετά από κείνο το επεισόδιο κατά την εορτή του Δημάρχου. Ενώ ο κύριος Γαριφαλλόπουλος, ντυμένος ένα σακκάκι ψαροκόκκαλο, διάνθιζε την λογοδιάρροιά του αραδιάζοντας κινέζικες παροιμίες κατά συρροήν, η Μεταξία τον αποστόμωσε εκεί μ’ ένα Άλλη μια κινέζικη παροιμία λέει πως οι κινέζικες παροιμίες αφορούν μόνον τους κινέζους. Εκείνος ήρθε και σκύλιασε με την σουρλουλού που θέλησε να τον πικάρει• από τότε γλυκιά κουβέντα για κείνη δεν ξεστόμισε.
Μονάχα ο κύριος Γυμνασιάρχης, ισόβιος θαυμαστής του ωραίου, μίλαγε κολακευτικά πάντα για τη Μεταξία Καραματσούκα, χήρα υποστρατήγου αποβιώσαντος αιφνιδίως.
Μόλις και μετά βίας συγκρατούνταν στα jour fixe οι κυρίες της καλής κοινωνίας της πόλεως να μην ανταποδώσουν τα ίσα και της πετάξουν την περιφρόνησή τους κατάμουτρα, εξαιρουμένων των κυριών του φιλοπτώχου¨ βλέπεις ήταν στη μέση κι ο Σεβασμιώτατος.
Επίσης εξαιρούνταν κάτι δεύτερες, σύζυγοι εμπορευάμενων, καταστηματαρχών και υπαλλήλων, που συναντιόνταν στις επιδείξεις τάπερ ή στο κομμωτήριο της δεσποινίδος Ρίκης ξεφυλλίζοντας το Ντομινό να βρουν τα ζώδια της Θεοδώρας Ντάκου, και σχολίαζαν τις άλλες, τις ξιπασμένες, πλην της Μεταξίας που αντιμετώπιζε τις πρώτες συγκαταβατικά, γι’ αυτό σκύλιαζαν εκείνες και το γλεντούσαν αυτές, οι δεύτερες.
Στο κάτω-κάτω στη χήρα υποστρατήγου αναγνώριζαν πολλά ταλέντα, συν το ότι ήταν πολυδιαβασμένη, γλωσσομαθής, αν και αυτοδίδακτη, πολυταξιδεμένη κι εξαιρετικά κομψή• ενώ των αλλωνών, που επιπλέον ήσαν και χαμηλοκώλες, κανένα απολύτως.
Από τούτες τις δεύτερες, μονάχα κάτι νεόπλουτες σταφιδεμπόρισσες με το μαλλί λάχανο, τη χρυσή λίρα στο βραχιόλι, δώρο γαμήλιο, και τη φιλοδοξία να μεταπηδήσουν στην καλή κοινωνία, επειδή η Μεταξία επιδεικτικά τις αγνοούσε, αυτές ίσως να τα λέγαν πιο τσουχτερά. Ε, μα τις είχε πρήξει πια.
Ύστερα το γύριζαν στα καινούργια πατρόν του ραψίματος και στο πώς θα τα μερεμέταγε πάνω τους η μοδίστρα, τροποποιώντας τα επί το κολακευτικώτερον.
Άλλο θέμα που επίσης τις έκαιγε εκείνη την άνοιξη προς καλοκαίρι του ’78 και όχι μόνο, ήταν οι ηλικίες των ηθοποιών τις οποίες υπολόγιζαν με ζήλον ληξιάρχου, λύνοντας μαθηματικές εξισώσεις και στηριζόμενες σε χρονολογικά δεδομένα δημοσιευμάτων, κινηματογραφικών ταινιών και θεατρικών παραστάσεων. Πλην φευ. Η επιστράτευση μαθηματικών γνώσεων και η συλλογή στοιχείων συχνά αναιρούντων το ένα το άλλο, αδυνατούσε να επιλύσει τη δευτεροβάθμια εξίσωση με άγνωστο χι το έτος γεννήσεως συγκεκριμένης πρωταγωνίστριας ξανθιάς και χαριτωμένης, κουβέντα που κατέληγε με την επωδό και συγχρόνως ερωτηματικό αναπάντητο: Mα τί κάνει και διατηρείται σαν κοριτσάκι, βρε παιδί μου…
Σύζυγοι διευθυντών υπηρεσιών και τοπικών αρχόντων, δασκάλες, καθηγήτριες, κοράκλες οικογενειών με όνομα που απολάμβαναν των κληρονομιών, κι άλλες, θυγατέρες κρατικών αξιωματούχων, άγαμες και με τον παρθενικό υμένα αλώβητο –μα όχι όλες– που ούτως ή άλλως απολάμβαναν των συντάξεων του δημοσίου.
Παντρεμένες με δόξα και τιμή, μεγαλοκοπέλλες εϋυπόληπτες, αν και πολύ κοινωνικές, χηρευάμενες που γλύκανε με τον καιρό το πένθος και κείνες το αραίωσαν σιγά-σιγά και σύμφωνα με τους τύπους.
Θεατρινισμοί και ελαφρότητες σε βαθμό παρεξηγήσιμο.
Η κυρία Αριστέα μάλιστα, κόρη συμβολαιογράφου και πολιτευάμενου προπολεμικώς, φαρμακοποιός η ίδια, άτεκνη, μα με δυό διαζύγια στην πλάτη κι ως εκ τούτου άνετη, συνήθιζε να λέει Θεατρινισμοί του κώλου. Και ο παιδίατρος κύριος Γαριφαλλόπουλος σε κάποιο από τα apres midi του Εξωραϊστικού Συλλόγου της πόλεως, ακκιζόμενος μεταξύ των κυριών, διέγνωσε Παλιμπαιδισμόν και παράκρουσιν μεγαλείου σε προχωρημένο στάδιο, μα δεν λαμβανόταν σοβαρά υπ’ όψιν καθ’ ότι τύπος μελανζέ και φαρμακόγλωσσα, αν και οικογενειάρχης.
Η σχέση τους έγινε εκρηκτική μετά από κείνο το επεισόδιο κατά την εορτή του Δημάρχου. Ενώ ο κύριος Γαριφαλλόπουλος, ντυμένος ένα σακκάκι ψαροκόκκαλο, διάνθιζε την λογοδιάρροιά του αραδιάζοντας κινέζικες παροιμίες κατά συρροήν, η Μεταξία τον αποστόμωσε εκεί μ’ ένα Άλλη μια κινέζικη παροιμία λέει πως οι κινέζικες παροιμίες αφορούν μόνον τους κινέζους. Εκείνος ήρθε και σκύλιασε με την σουρλουλού που θέλησε να τον πικάρει• από τότε γλυκιά κουβέντα για κείνη δεν ξεστόμισε.
Μονάχα ο κύριος Γυμνασιάρχης, ισόβιος θαυμαστής του ωραίου, μίλαγε κολακευτικά πάντα για τη Μεταξία Καραματσούκα, χήρα υποστρατήγου αποβιώσαντος αιφνιδίως.
Μόλις και μετά βίας συγκρατούνταν στα jour fixe οι κυρίες της καλής κοινωνίας της πόλεως να μην ανταποδώσουν τα ίσα και της πετάξουν την περιφρόνησή τους κατάμουτρα, εξαιρουμένων των κυριών του φιλοπτώχου¨ βλέπεις ήταν στη μέση κι ο Σεβασμιώτατος.
Επίσης εξαιρούνταν κάτι δεύτερες, σύζυγοι εμπορευάμενων, καταστηματαρχών και υπαλλήλων, που συναντιόνταν στις επιδείξεις τάπερ ή στο κομμωτήριο της δεσποινίδος Ρίκης ξεφυλλίζοντας το Ντομινό να βρουν τα ζώδια της Θεοδώρας Ντάκου, και σχολίαζαν τις άλλες, τις ξιπασμένες, πλην της Μεταξίας που αντιμετώπιζε τις πρώτες συγκαταβατικά, γι’ αυτό σκύλιαζαν εκείνες και το γλεντούσαν αυτές, οι δεύτερες.
Στο κάτω-κάτω στη χήρα υποστρατήγου αναγνώριζαν πολλά ταλέντα, συν το ότι ήταν πολυδιαβασμένη, γλωσσομαθής, αν και αυτοδίδακτη, πολυταξιδεμένη κι εξαιρετικά κομψή• ενώ των αλλωνών, που επιπλέον ήσαν και χαμηλοκώλες, κανένα απολύτως.
Από τούτες τις δεύτερες, μονάχα κάτι νεόπλουτες σταφιδεμπόρισσες με το μαλλί λάχανο, τη χρυσή λίρα στο βραχιόλι, δώρο γαμήλιο, και τη φιλοδοξία να μεταπηδήσουν στην καλή κοινωνία, επειδή η Μεταξία επιδεικτικά τις αγνοούσε, αυτές ίσως να τα λέγαν πιο τσουχτερά. Ε, μα τις είχε πρήξει πια.