Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Η Πωλλίνα Σίμονς με την Τατιάνα επιστρέφουν

υπό έκδοση
Οι συνταγές της Τατιάνας
Σίμονς Πωλλίνα
Πρώτη έκδοση:
01/11/2009

Συνταγές μαγειρικής αλλά και... έρωτα από την Τατιάνα και τον Αλεξάντερ, τους πρωταγωνιστές της πολυαγαπημένης τριλογίας Ο Μπρούντζινος καβαλάρης (2001), Τατιάνα και Αλεξάντερ (2003) και Οι κήποι της Τατιάνας (2007).

Έχουν κάθε λόγο να μισούν

PLATINUM
Ρις Τζο
εκδ Ωκεανίδα

Μια υπηρέτρια, μια πόρνη, μια κυρία. Έχουν κάθε λόγο να δυσπιστούν η μια για την άλλη, αλλά το κοινό τους μίσος για έναν άντρα θα τις ενώσει για πάντα.
Τρεις προκλητικές γυναίκες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους: μια ξανθιά εικοσάχρονη καμαρότος σε πολυτελή θαλαμηγό, μια εκρηκτική σαραντάρα (η πιο ισχυρή «μαντάμ» του Λος Άντζελες) και η κοσμική λαίδη Έμα, πανέμορφη στην ωριμότητά της.
Έχουν κάθε λόγο να μισούν και να υποψιάζονται η μία την άλλη. Θα τις ενώσει όμως το μίσος τους για έναν άντρα, τον Γιούρι, χαρακτηριστικό δείγμα νεόπλουτου μεγιστάνα. Είναι Ρώσος, με αμύθητη περιουσία, ανελέητος, με σκοτεινό παρελθόν, κι επιθυμεί απεγνωσμένα να γίνει δεκτός από την καλή κοινωνία.

Σαν μισοφέγγαρα, κρατούσαν καλά κρυμμένο

Ζωές σαν μισοφέγγαρα
Έλσα Φαραζή
εκδ Εμπειρία Εκδοτική

Το μικρό ξενοδοχείο δίπλα στον επαρχιακό σιδηροδρομικό σταθμό είχε ζήσει μεγάλες δόξες. Ως η μοναδική ευκαιρία ξεκούρασης των ταξιδευτών, έσφυζε από ζωή μέρα νύχτα. Μέχρι που η εθνική οδός πέρασε λίγα χιλιόμετρα απέξω και ο τόπος ερήμωσε. Όπως ερήμωσαν και τα δωμάτιά του, σαν τις ζωές των ιδιοκτητών του που, σαν μισοφέγγαρα, κρατούσαν καλά κρυμμένο στην αθέατη πλευρά τους το πιο ένοχο μυστικό. Η Κατερί και η Ελένη, οι δυο αδελφές που ένιωσαν στο αίμα τους τι πάει να πει συμφέρον, σαν ξεπουλήθηκαν από τον ίδιο τον πατέρα τους. Και ανάμεσά τους ο Σαράντης, της Γερακίνας γιος, που όλη η Βόρεια Ελλάδα είχε να λέει για το ζεϊμπέκικο που χόρευε με τα χέρια ψηλά στον Θεό. Όμως κάθε 28 μέρες έχει πανσέληνο. Και τότε όλα φωτίζονται. Έτσι κι εδώ. 28 χρόνια μετά, το μεγάλο μυστικό αποκαλύπτεται με τον πιο τραγικό τρόπο και καμιά χάση του φεγγαριού δεν μπορεί να κρύψει πια τα ανομολόγητα.

Είχε βρεί τον μεγάλο έρωτα

Ερωτική πλεκτάνη
Χαρά Παπαδομιχελάκη
εκδ Κωσταρά

Η Έιπριλ πίστευε ότι στο πρόσωπο του γοητευτικού Κοράντο είχε βρεί τον μεγάλο έρωτα που πάντα ονειρευόταν, και ήταν αποφασισμένη να αφήσει για χάρη του την λαμπρή καριέρα που ανοιγόταν μπροστά της.
Όμως, μια απροσδόκητη τροπή των πραγμάτων, όχι μόνο την ανάγκασε να φύγει σαν κυνηγημένη, αλλά απειλεί και την ίδια της τη ζωή…
ΘΑ ΝΙΚΗΣΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ Η ΑΓΑΠΗ;

Το καρπούζι πάγωνε στο ψυγείο του πάγου.

Απόσπασμα του διηγήματος "Υψιλόν βαρομετρικόν", μέρος της ανέκδοτης συλλογής "Και τα ρέστα, παγωτά".
Δημήτρης Χίλιος


Τρώγοντας καρπούζι στο παλκόνι, ρίχνουμε και μια ματίτσα. Στα πεταχτά.

..............................................................................
Σαν τέλειωνε ο καυγάς κι έμπαινα νικητής με τα σαραβαλιασμένο ραδιόφωνο αγκαλιά στο δωμάτιο που μοιραζόμουν με τον μεγάλο και σε περιπτώσεις έκτακτες χρησιμοποιούσαμε και σαν τραπεζαρία, τότε πέταγα το κλαρωτό κάλυμμα πίσω απ’ τον γιούκο κι έψαχνα με μανία να βρω τραγούδια την Κυριακή απαραίτητα τις διαφημιστικές εκπομπές των δισκογραφικών εταιρειών με τη φωνή του Γιώργου Λεφεντάριου και πότε-πότε, αργά αυτό, το «Θέατρο της Τετάρτης».
Τότε έκλεινα τα μάτια κι από τις φωνές προσπαθουσα να φανταστώ τα πρόσωπα, πάντα τραβηγμένα από την αγωνία και την ένταση του ρόλου, μα όμορφα με έντονα, ιδιαίτερα τονισμένα, χαρακτηριστικά.
Έτσι πίστευα πως πρέπει να είναι εξωτερικά οι δυνατοί χαρακτήρες, για να επιβάλλονται, και κατά συνέπεια οι ηθοποιοί που τους παριστάνουν. Mε έντονα τα χαρακτηριστικά του προσώπου, ιδιαίτερα τονισμένα με μπογιές και φτιασιδώματα.
Μόνο τη Λαμπέτη –ακούγοντας εκείνη τη σβησμένη, όλο αγωνία, φωνούλα– τη φανταζόμουν μικροκαμωμένη κι αισθαντική. Σαν τον μίσχο που στήριζε τον ανθό του γιασεμιου. Ήθελα να της χαϊδέψω τα μεταξένια μαλλιά. Μια γυναίκα με τέτοια φωνή μόνο μεταξένια μαλλιά θα είχε, που θα μοσχομύριζαν σαν ρόδο ανοιξιάτικο, σαν γιασεμί το βασίλεμα και σαν βιολέττα του Επιταφίου.
Κι ύστερα ήθελα να την αγκαλιάσω απαλά, να την στηρίξω με τις λιγνές μου πλάτες, να την κρατήσω εκεί, στην αγκαλιά μου για πάντα.
Τότε, ήταν και η ώρα περασμένη, μ’ έπαιρνε ο ύπνος γλυκά και πάντα έχανα το τέλος του έργου.
Η μάνα μου άνοιγε το ραδιόφωνο μονάχα στην ώρα της Αλίκης Νικολαΐδου τα πρωϊνά και κάθε Σάββατο απόγευμα σαν εξηγούσε την Ευαγγελική περικοπή της επομένης ο πρωτοσύγγελος της Ιεράς Μητροπόλεως.
Η κουζίνα στο μισοσκόταδο. Οι γρίλλιες κλειστές για την αντηλιά, το γιουβέτσι σερβιριζόταν με τριμμένη μυτζήθρα, μοσχοβόλαγε η ρίγανη στη σαλάτα, έξω τα τζιτζίκια χάλαγαν τον κόσμο. Το καρπούζι πάγωνε στο ψυγείο του πάγου.
Πλύθηκα βιαστικά με το λάστιχο της βρύσης στην αυλή, προσεχτικά ξέπλυνα μονάχα τα πόδια απ’ την άμμο, διπλωμένος στην πετσέτα κρέμασα με το μανταλάκι στο σύρμα το μουσκεμένο μαγιό, ντύθηκα βιαστικά και κατέβηκα στο κατώϊ να φέρω ένα μεγάλο κρεμμύδι για τη σαλάτα. Σκόρδα και κρεμμύδια κρέμονταν από το μεσιανό δοκάρι σφηνωμένα σε κάτι κοτσίδες από χόρτο πού σφιχτές.
Βαριόμουν, μα το έκανα μόνο για να μην ξαναρχίσει η γκρίνια πως ούτε το πρωΐ ξύπνησα νωρίς, μονάχα έκανα τον ψόφιο κοριό σαν μου φώναζε να πάω το ταψί με το φαΐ στον φούρνο, ούτε το δίχτυ πήρα να φέρω τον πάγο παρά, κατ’ ευθείαν απ’ το κρεββάτι, δραπέτευσα στον Σταθμό του τραίνου για τη θάλασσα.
Αν δεν κατέβαινα στο κατώϊ, η συνέχεια θα ήταν πως ούτε στην εκκλησία πήγα, που έβλεπε αυτή τα παιδάκια του κόσμου με τα κυριακάτικά τους και ντρεπόταν τις άλλες μανάδες, βιβλίο ακόμη δεν άνοιξα, μίσασε το καλοκαίρι, έλεγε, αν και καλά-καλά δεν είχαμε μπει στον Ιούλιοπαρά κάτι παλιοπεριοδικά με προστυχιές φυλλομέτραγα τα μεσημέρια και ύστερα ξεπορτίσματα ποιος ξέρει για πού.
Σκέψου να είχα κοπεί και σε μάθημα, μουρμούρισα μέσ’ από τα δόντια μου, θυμωμένος μα έκανα τάχα πως τίποτα δεν άκουσα.
Γέμισα την κανάτα με νερό από τη βρυσούλα της κατάψυξης, μόλις που έτρεχε, τα άλατα είχαν βουλώσει το σωλήνα, κι έκανα τον σταυρό μου πρώτος-πρώτος πριν καλά-καλά καθήσουν όλοι στο τραπέζι, χωρίς να χρειαστεί να μου το θυμίσουν. Για να τους καλοπιάσω. Ήθελα να εξασφαλίσω τη βραδυνή αργοπορία στο καφενείο ή και καμμιά βόλτα πότε-πότε εκτός των στενών ορίων της κωμοπόλεως, μα με τη λιγότερη δυνατή γκρίνια.
.................................................................................
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση