Απόσπασμα του διηγήματος «Κόκκινη κλωστή δεμένη», μέρους της ανέκδοτης συλλογής του Δημήτρη Χίλιου «Και τα ρέστα, παγωτά».
Τις μέρες που διαρκούσε ο ιππόδρομος, οργανωμένος από τον «Φίλιππο όμιλο», μεγάλο γεγονός για την περιοχή, εκεί στην αρχή του καλοκαιριού πριν σφίξουν οι ζέστες, καθώς επίσης και στο πανηγύρι, κατά τα τέλη αυτό, σαν ήταν η σταφίδα ακόμη απλωμένη στ’ αλώνια, τότε έρχονταν μπουζούκια κι αραδιάζονταν πάγκοι με γουρουνοπούλα στην αγορά. Λόγος για να καταναλωθούν μπύρες άφθονες• έτσι, για να συμπληρωθούν και με νυχτερινή διασκέδαση οι εκδηλώσεις.
Ένα πατάρι στημένο πάνω σε τελάρα, κλεισμένο πίσω και σκεπασμένο με σταφιδόπανο που σχημάτιζε πάνω έναν ουρανό λίγο σακκουλιασμένον είναι η αλήθεια, μα απαραίτητο για να μην επηρεάζει η υγρασία την απόδοση των καλλιτεχνών. Γύρω-γύρω κρεμασμένες από τη μια φούρκα στην άλλη λάμπες, για να κάνει πιο γιορταστικό, που έριχναν ένα ξέψυχο φως, κιτρινιάρικο.
Πάνω στο πατάρι κάτι κλαριτζήδες πολύ μελαχροινοί, κατράμι μοναχό, όργανα μουσικά, μπουζούκια, κιθάρες, ακορντεόν και τουμπερλέκια, μικρόφωνα και καλώδια. Καταμεσής του παταριού δυο-τρεις τραγουδίστριες, χορεύτριες τις λέγαμε, με κάτι κοντά φουστάνια μέχρι τον καβάλο της κυλόττας, το ντέφι στο χέρι απαραίτητο, όλο νάζια και σκέρτσα χορευτικά.
Σουξέ της εποχής Πετραδάκι-πετραδάκι για τα σένα το ’χτισα, Άνοιξε πέτρα για να μπω, αντί για λύπη πρέπει, πρέπει στα μαύρα να ντυθώ, Μάγισσες φέρτε βότανα τον πόνο μου να γειάνω, Μήπως είσαι ερωτευμένος κι οι ματιές σου είναι θολές, παντρεμένος, χωρισμένος, ντρέπεσαι και δεν το λες; Γιατί δεν μας το λες; Κι ύστερα έβγαινε η Ντιάνα, σοβαρή αυτή, με βραδινά φορέματα κι έλεγε τα σουξέ της Μαρινέλλας εντυπωσιακά πολύ είναι η αλήθεια. Ακολουθούσε ένα διάλειμμα παραγγελιών με χορούς και ώπα, δώστου οι τραγιάσκες να πηδούν μέχρι τα κλαριά της μουριάς του Γερολύγκου. Κατόπιν οι αποδέλοιπες ντιζέζ, οι πιο ταμπεραμεντόζες, αρπάζανε τα μικρόφωνα και το ρίχνανε στα επίκαιρα. Πίσω από τις καλαμιές σ’ είδα στον ύπνο μου εχθές… Καθότι από καλαμιές στην περιοχή τότε άλλο τίποτα.
Στεκόμαστε γύρω μέχρι περασμένα μεσάνυχτα με το μάτι γαρίδα. Κι ώσπου να μας τραβήξουν από τ’ αυτί για το κρεββάτι, το μάτι από τα τριζάτα μπούτια δεν ξεκόλλαγε.
Το άλλο απόγευμα στήναμε δικό μας μουσικοχορευτικό συγκρότημα στην αυλή. Τα μπουζούκια.
Καφάσια και σανίδια για πατάρι, ένα καλάμι μπηγμένο στην τρύπα τούβλου με το τρυπητό από το ποτιστήρι να παριστάνει το μικρόφωνο δεμένο με σπάγκο, το καλώδιο απαραίτητο εξάρτημα. Αυτοσχέδιες κιθάρες, μπουζούκια και ταμπούρλα, εκτός απ’ το τραγούδι παίζαμε με το στόμα και τους ήχους των οργάνων. Ταν τιριριρι, ταν τιριριρι, ταν τιριριριρι, η συνήθης πεννιά για την έναρξη. Και ύστερα Κυρα-Γιώργαινα –τι ρι τιν– ο Γιώργος σου πού πααάεει; –τι ρι τιν– Για πού το ’βαλε και πού το ξενυχτάει; έβαλε το σκούρο του, άναψε το πούρο του...
Και φυσικά από την παράσταση δεν έλειπαν οι χορεύτριες. Κάτι μελαχροινά κορίτσια μεγαλύτερα, αγαπημένο τους παιχνίδι ήταν οι γιατροί, αυτές επιστρατεύαμε για ντιζέζ. Λέγανε κάτι τραγούδια της Βούλας Πάλλα και της Μαριάννας Χατζοπούλου, Νυφούλα σε στολίζουνε οι φίλες σου και χαίρονται, Ζαφείρα-Ζαφείρα, σ’ αγάπησα σε πήρα, ύστερα άλλα πια αβανταδόρικα για χορό, όπως Έχεις άντρα μάλαμα που δεν έχει αντάλλαγμα, τέτοια• όταν τελειώναμε εμείς τα δικά μας, γιατί μέχρι τότε χόρευαν ασταμάτητα.
Για να είναι μάλιστα στο ρόλο τους πειστικές, γδύνονταν πίσω από την καπονέρα και φόραγαν από μια σακκούλα πλαστική ψαλιδισμένη στο κάτω μέρος, ίδια με φόρεμα πολύ κοντό, άρπαζαν ένα παλιό καπάκι κατσαρόλας για ντέφι που το χτύπαγαν ρυθμικά στο πανηγυριώτικο δαχτυλίδι με τη μπλε χάντρα και ξεχύνονταν στην πίστα• η καλύτερή τους.
Με τούτα και με κείνα πώς και πώς περιμέναμε το πανηγύρι, τόσον κόσμο μαζεμένο, ξένους μάλιστα που καταφτάνανε με κάθε μέσο για να προσκυνήσουν τη χάρη Της, μόνο μια φορά το χρόνο βλέπαμε. Μας φαινόταν η σύναξη της ανθρωπότητας ολάκερης.
Στο πανηγύρι αγοράζαμε από τους αραδιασμένους στην ανηφόρα για το μοναστήρι πάγκους κανένα παιχνίδι ύστερα από κλάματα και παρακαλετό ατέλειωτο, το ξεκάναμε την άλλη μέρα, τόσο κράταγαν αυτά. Πανηγυριώτικα, σκάρτο πράμα, αποφαίνονταν για να μας ξεφορτωθούν, περισσότερο για να μην ξαναζητήσουμε• και ησυχάζαμε.
…………………………………………………………………………………………………………
Δημήτρης Χίλιος