Έφυγε προτού επιστρέψει ο Άντι, αφήνοντάς με να κάθομαι μοναχή -πάνω σε μια παλιά ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα- στη μπροστινή βεράντα, κοιτώντας την πράσινη γη, που σε πείσμα των καιρών δήλωνε ζωντανή, βυθισμένη στις προαιώνιες και τις καινούριες σκέψεις μου. Ω, πόσο θα ήθελα να μείνω για πάντα εκεί, στην άκρη του πουθενά, στις παρυφές του χάρτη, παρέα μ’ αυτούς τους πονεμένους μα φιλόξενους ανθρώπους, μ’ εκείνον να μου ομορφαίνει τις μέρες και να μαγεύει τις ατελείωτες νύχτες και να μου μιλά, και να με διδάσκει, για της ζωής την ουσία!
Τα ήθελα όλ’ αυτά, τα τόσο λίγα, τα ήθελα από καρδιάς, αλλά τότε δεν ήμουνα ακόμη έτοιμη για την επανάστασή μου, κι ας μην το ήξερα. Έκανα σιγά-σιγά κάποια βηματάκια προς τα εμπρός, όμως δεν είχε φτάσει ακόμη ο καιρός για να κάνω το μεγάλο άλμα στο κενό, εκείνο που λίγο φοβόμουνα, μα πιο πολύ λαχταρούσα. Από ένα τερτίπι της μοίρας, ή ίσως από μια ειρωνεία της τύχης, εκείνος που θα μου έδινε την απαραίτητη ώθηση, εκείνο το τελευταίο σπρώξιμο, δε θα ήταν άλλος από τον πατέρα μου.
Αυτό ωστόσο θα συνέβαινε σ’ ένα όχι και τόσο μακρινό, αλλά αόριστο μέλλον. Τώρα καθόμουν εκεί, στη μελωδική σιγαλιά του δειλινού, και σα μια καλή νοικοκυρά από καιρούς περασμένους, περίμενα τον άντρα μου να γυρίσει στο σπίτι. Για να τον υποδεχτώ με μια ζεστή αγκαλιά και ένα χορταστικό φιλί, για να του στρώσω το τραπέζι για να φάει, για να μοιραστούμε το λιτό μυστικό μας δείπνο, και για να του χαρίσω ολόψυχα τα πλούσια δώρα του έρωτά μου.
«Γιατί δε μου είπες τίποτα;» τον ρώτησα με το που μπήκε στο σπίτι, δήθεν θυμωμένα.
Τα κατάλαβε όλα, μόλις είδε τη μηλόπιτα στο τραπέζι, και χαμογέλασε. Μ’ εκείνον τον αποκρυπτικό τρόπο, που πάντα μου άρεσε.
«Έκανε πάλι το θαύμα της η κυρία Ρόντα!» δήλωσε κατηγορηματικά, αλλά δίχως κανένα κατηγορώ, χωρίς πικρία. Σα να το περίμενε. «Υποθέτω ότι σ’ τα είπε όλα. Εγώ τώρα τι να σου πω; Και πριν τι να σου έλεγα άλλωστε; Αφού με ξέρεις. Ξέρεις ότι δε μου αρέσει να μιλώ και πολύ για τον εαυτό μου».
«Ναι, αλλά έπρεπε να μου μιλήσεις γι’ αυτό Άντι. Θα μπορούσα να σε βοηθήσω».
Τον πλησίασα. Τον αγκάλιασα. Τον φίλησα απαλά στα χείλη. Και μετά τον πήρα απ’ το χέρι και τον οδήγησα στο τραπέζι. Καθίσαμε για λίγο διπλά-διπλά σιωπηλοί, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου απαλά, προσπαθώντας να μην αφήσουμε τις σκέψεις μας να παραστρατήσουν. Μέχρι που έσκυψε το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα στο μοναδικό αντικείμενο που μπορούσε να δει, τη μισοφαγωμένη μηλόπιτα.
«Δεν είναι δικός σου αυτός ο αγώνας, Χοπ», ψιθύρισε τελικά «Εξάλλου, δεν ήθελα να περιπλέξω τα πράγματα μεταξύ μας. Είναι λίγο τρελός ο κόσμος μου, ή μάλλον ο τρόπος μου. Ο τρόπος που ζω. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για μένα. Τα βγάζω πέρα μια χαρά».
«Θα μπορούσες να τα βγάζεις καλύτερα!»
«Με τα λεφτά του μπαμπά σου; Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. Είμαι αλλιώς μαθημένος. Προτιμώ να δουλεύω ασταμάτητα, από το να εξαρτώμαι απ’ τη φιλανθρωπία των άλλων. Όταν παίρνω πρέπει και να δίνω. Αυτή είναι η αρχή μου…».
«Σε καταλαβαίνω, Άντι. Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Και μάρτυς μου ο θεός δε θέλω να σε αλλάξω. Μου αρέσεις όπως ακριβώς είσαι. Μου αρέσει αυτό που είσαι. Αλλά να, πού και πού, και με το δίκιο μου πιστεύω, με πιάνει το παράπονο. Σκέφτομαι ότι δεν έχω κερδίσει την εμπιστοσύνη σου και γι’ αυτό δε μου μιλάς. Δε μου μιλάς για τα σημαντικά…».
«Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια, μη συνεχίζεις. Σ’ εμπιστεύομαι απόλυτα, ακόμη πιο πολύ κι από τον εαυτό μου. Ίσως… Ίσως τελικά όλα, όλες μου οι επιφυλάξεις, να οφείλονται στο γεγονός ότι είμαι παράξενος, ιδιόρρυθμος, παρανοϊκός, όπως θέλεις πες με. Απλά δε μου αρέσει να φορτώνω τα βάρη μου στις πλάτες των άλλων, ακόμη κι αν είναι πρόθυμοι να τα αναλάβουν».
«Γιατί τότε φορτώνεσαι εσύ τα βάρη των άλλων;» τον ρώτησα κάπως απότομα, με μια φωνή που ακούστηκε περισσότερο οργισμένη απ’ ό,τι ήταν. «Και γιατί δε με θέλεις να ξέρω όλ’ αυτά που θα με έκαναν περήφανη για σένα, πού θα φώτιζαν ακόμη περισσότερο στο μυαλό μου την εικόνα σου;»
«Απλά έτσι έμαθα, έτσι με δίδαξαν οι γονείς μου, κι ίσως τώρα να είναι κάπως αργά για να αλλάξω. Αυτοί βοηθούσαν πάντα τους άλλους στα κρυφά, κι ας μην ήμασταν σχεδόν ποτέ σε καλύτερη μοίρα από εκείνους. Αυτοί με έμαθαν να κοιτάω τον κόσμο με κατανόηση, με αγάπη και συμπόνια, να ψάχνω στους ανθρώπους το καλό και όχι να προσπαθώ με το έτσι θέλω ν’ ανακαλύψω την όποια κακία κρύβουν μέσα τους. Το ξέρω ότι αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο να συμβεί στον κυνικό κόσμο που ζούμε, αλλά τουλάχιστον προσπαθώ. Αν δεν κάνουμε κάτι στη ζωή μας, Χοπ, δεν είμαστε τίποτα».
Το είπε με τόση πίστη, με τόση πειθώ αυτό το τελευταίο, που ένιωσα το κορμί μου ολόκληρο ν’ ανατριχιάζει. Οι λίγες αυτές λέξεις με έλουσαν με κρύο ιδρώτα και την ίδια ώρα καρφώθηκαν σα στιλέτο στην καρδιά μου. Αν δεν κάνουμε κάτι, δεν είμαστε τίποτα! Του έσφιξα δυνατά το χέρι. Έσφιξα ακόμη πιο δυνατά τα δόντια, για να μη δακρύσω. Τους κόμπους που πήγαν να πάρουν σχήμα στο λαιμό τους κατάπια. Τα δάκρυα τα άφησα να κυλήσουν προς τα μέσα.
«Κι η Σάρα;» τον ρώτησα, θέλοντας ν’ αλλάξω ρότα στα ταραγμένα νερά της συζήτησης.
Το πρόσωπό του από τη μια στιγμή στην άλλη φωτίστηκε νοσταλγικά. Τα σχεδόν πάντα γαλήνια μάτια του έμοιαζαν τώρα να ξεχειλίζουν από αγάπη. Κι αυτά στο άκουσμα και μόνο του ονόματός της!
«Η Σάρα», είπε χαμηλόφωνα, λες κι εκείνη την ώρα μιλούσε σε κάποιο φάντασμα, ή κάτι τέλος πάντων που θα μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. Δε σου μίλησα πολύ ούτε και γι’ αυτήν κι απολογούμαι. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τι ακριβώς να σου πω. Όσο κι αν χτύπησε την οικογένειά μας η μοίρα, δε μου αρέσει να το παίζω τραγικός…»
Σιώπησε. Θα μου μιλήσει, θα μου πει κι άλλα, σκεφτόμουνα, αλλά θα έπεφτα έξω. Προς το παρόν δε θα μου έλεγε τίποτα άλλο. Απλά θα καθότανε εκεί και θα γέμιζε για μια φορά ερωτηματικά την κουζίνα και την ψυχή μου με τη σιωπή του. Τον σκούντηξα ελαφρά, τρυφερά στον ώμο, προσπαθώντας να τον ξυπνήσω, να τον βγάλω από ένα παράξενο όνειρο. Το δεξί του χέρι έμοιαζε να έχει παραλύσει κρατώντας την κούπα του καφέ, που ήταν άδεια προτού καν την πιάσει. Το βλέμμα του ταξίδευε αλλού, σ’ άγνωστα σε μένα μέρη, στην αγαπημένη του αδελφή ίσως. Το δικό μου προσπαθούσε να μαντέψει το μέσα του, να διαπεράσει την ομίχλη, που έμοιαζε να του θολώνει την όραση. Πόσα άλλα μυστικά μου κρύβει άραγε; αναρωτιόμουνα. Ένιωθα τόσο περίεργα εκείνη τη στιγμή, και τόσο ξένη. Τόσο ξένη από μένα, απ’ τον πρότερό μου εαυτό. Ο Άντι, με τα λόγια και τα έργα του, με τα μυστήρια και τις σιωπές του, έμοιαζε να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο μέσα μου, έφτασε πια να ορίζει δίχως να καθορίζει τη ζωή μου, έγινε ο γλυκός τύραννος που ίσως από πάντα αναζητούσα.
Κάποτε το χέρι που κρατούσε την κούπα την άφησε. Το άπλωσε και κείνο και πήρε το δικό μου, συμπληρώνοντας λες το τετράγωνο ή τον κύκλο: τέσσερα χέρια, δυο ψυχές, τέσσερα μάτια, δυο ζωές. Άρχισε να μου μιλάει δίχως λόγια κι εγώ σιωπηλά του φώναζα ότι ήθελα να τα μάθω όλα. Μετά από ώρα πολλή του το είπα κιόλας, κι εκείνος αρκέστηκε σ’ ένα τρυφερό χαμόγελο κι ένα αφορισμό για απάντηση. Το όλα δεν υπάρχει, μου είπε.
Όταν βγήκαμε έξω έμοιαζε να έχει απλωθεί παντού ολόγυρα βαθύ σκοτάδι. Η μάνα νύχτα ήρθε να επιβάλει τα δικά της θέλω. Μόνο το σπίτι της Ρόντας, τόσο κοντά και τόσο μακριά, έριχνε λίγο φως, σα μια μικρή παραφωνία στη γήινη φύση. Ήτανε μια βραδιά ανέφελη, αλλά όχι ανώφελη, χωρίς φεγγάρι. Ο ουρανός ήτανε διάσπαρτος απ’ άκρη σ’ άκρη μ’ αστέρια, ενώ εμάς και τη γη μας δρόσιζε ένα αεράκι απαλό, σαν ψίθυρος, σα χάδι. Μου κρατούσε το χέρι και περπατούσαμε. Του κρατούσα το χέρι και περπατούσαμε. Κάποια πουλιά της νύχτας διέκοπταν πού και πού τη σιγή, μας έδιναν μια γλυκιά επιβεβαίωση ότι βρισκόμασταν εκεί, οι δυο μας μαζί, στη μέση ή την άκρη μιας όμορφης απεραντοσύνης.
«Δεν μπορώ να σ’ τα πω όλα ακόμη, μα ίσως κάποια απ’ αυτά μπορώ να σ’ τα δείξω», είπε ξαφνικά βγάζοντάς με άτσαλα από την όμορφη περισυλλογή μου. «Αλλά, ίσως να μη σου αρέσουν αυτά που θα δεις», βιάστηκε να προσθέσει. «Ο κόσμος, ειδικά ο κόσμος μου, δεν είναι ένα κουτί από σοκολατάκια, ωστόσο δεν του λείπει η γλυκύτητα».
«Η απόφαση είναι δική μου, Άντι. Θέλω να τα δω όλα. Κανείς δε με πιέζει να το κάνω. Όπως και κανείς δε με υποχρέωσε να είμαι αυτή τη στιγμή εδώ, μαζί σου».
«Μερικές φορές είναι πολύ σκληρός ο κόσμος μου, αγάπη, κι εσύ είσαι αλλιώς μαθημένη…».
«Θα μάθω. Θα προσαρμοστώ. Θ’ αλλάξω. Αλλάζω συνεχώς…». Εσύ με κάνεις να αλλάζω, κάθε μέρα, προς το καλύτερο, ήθελα να το πω, μα δεν το έκανα.
«Το ίδιο κι εγώ. Το ίδιο κι εγώ αλλάζω, μέρα με τη μέρα. Κι αυτό το οφείλω σε σένα, που με αγαπάς γι’ αυτό που είμαι!» Εκείνος δεν είχε τους δικούς μου ενδοιασμούς. Απέστρεψα το κεφάλι μου απ’ αυτόν και χαμογέλασα στο σκοτάδι.
Διασχίσαμε κάτι χωράφια, όπου οι μόνες σκιές που διακρίνονταν ήταν οι δικές μας, μαζί μ’ αυτές κάποιων αιωνόβιων δέντρων, για να καταλήξουμε σε μια απόκρυφη όχθη του Χέιβεν. Καθίσαμε εκεί για ώρα πολλή, ακούγοντας απλά το νερό να κυλά, τα βατράχια πού και πού να κοάζουν, και τις κουκουβάγιες να ανταλλάζουν τα δικά τους μυστικά. Καθισμένη χάμω και δίπλα του, κρυμμένη στην αγκαλιά του, χαμένη στα φιλιά του, μπορούσα και σιωπούσα υπέροχα, μπορούσα κι απολάμβανα έστω και για λίγο, δίχως έγνοιες και γιατί την ομορφιά της φύσης.
«Αν μείνεις μαζί μου…». Πήγε να μιλήσει, αλλά και πάλι άφησε την πρότασή του στη μέση. Λες και περίμενε από μένα να τη συμπληρώσω. Λες και μπορούσα να μαντέψω τι ήθελε να πει. Το έκανε τόσο συχνά αυτό που αρχικά μ’ ανησυχούσε. Το έκανε τόσο συχνά που στο τέλος το συνήθισα. Ίσως τελικά να τον φόβιζαν πιότερο τα λόγια απ’ ότι οι σιωπές. Ίσως να τον φόβιζαν οι απαντήσεις. Ίσως βαθιά μέσα του να διατηρούσε αμφιβολίες. Μπορεί να πίστευε ότι δεν ήμουνα έτοιμη ακόμη ν’ αποδεχτώ τον κόσμο του, κι ας ήμουν έτοιμη από καιρό. ν’ αποδεχτώ αυτό τον κόσμο που απλωνόταν τώρα μπροστά μου κι εντός μου -σ’ ένα σκοτάδι εξαίσια ζεστό και στις αισθήσεις καταπραϋντικό- κι εκείνον τον άλλον, που δεν είχα γνωρίσει. Που δε με άφησε να γνωρίσω. Άφησα τη σιωπή να αιωρείται χωρίς αμηχανία ανάμεσά μας. Δεν τον πίεσα να μιλήσει, αφού ήμουνα σίγουρη ότι έτσι κι αλλιώς θα το έκανε. Τον άφησα να βρει το κουράγιο, να ανιχνεύσει τις κατάλληλες λέξεις και να τις ζυγίσει μία-μία προτού τις αφήσει να βρουν διέξοδο στα χείλη. Όπως και έγινε. «Αν μείνεις μαζί μου θα υποφέρεις πολύ», ψιθύρισε τελικά, με μια ανάσα, που ακούστηκε σχεδόν σαν στεναγμός ανακούφισης. Σα να έφυγε ένα βάρος από πάνω του. Δεν ταράχτηκα. Καθόλου. Η σφιγμένη αγκαλιά, οι νευρικές του κινήσεις, οι προηγούμενες κοφτές ανάσες με προετοίμασαν μέσα σε μια στιγμή για τα λόγια που θ’ ακολουθούσαν. Έτσι, σήκωσα σιγά-σιγά το κεφάλι κι επιχείρησα, στο αμυδρό φως, να διαβάσω το βλέμμα του. Πάλι στραμμένο προς τα μέσα έμοιαζε, αλλά έσταζε κι αυτά ακριβώς που περίμενα: αισιοδοξία, λαχτάρα κι ανακούφιση.
«Προτιμώ να υποφέρω κοντά σου, δίπλα σου, παρά να είμαι ευτυχισμένη χωρίς εσένα», του είπα με μια αυτοπεποίθηση, που πήγαζε από τις κρυφές της ψυχής μου πηγές. Δεν άντεξε, για λίγο γέλασε. Κι ύστερα χάιδεψε τα μαλλιά μου τρυφερά. Τα στερέωσε απαλά πίσω από τ’ αυτιά μου για να μη μου κρύβουν το πρόσωπο.
«Πού το διάβασες αυτό;» με ρώτησε χαμογελώντας. Και του απάντησα ειλικρινά. Πουθενά δεν το διάβασα. Δικά μου ήταν τα λόγια. Φτιαγμένα με της πραγματικής αγάπης τα υλικά. «Η ζωή…». Μου χάρισε και πάλι δυο λέξεις και τρεις τελείες, τα αιώνιά του αποσιωπητικά.
Έψαξα τα χείλη του, βρήκε τα δικά μου. Το ποτάμι εξακολουθούσε να κυλάει, η γη να γυρίζει, η νύχτα να μας τυλίγει στην κουβέρτα της, αλλά εμείς πια ήμασταν κάπου αλλού.
Συνεχίζεται