Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Μια μέρα, κάποιας χρονιάς, στη δεκαετία
του 1750 ο Δήμος Κομνάς έφτασε στη Λιβαδειά. Ερχόταν από το χωριό του,
την Αγόριαννη του Παρνασσού, απ’ όπου έφυγε κυνηγημένος από τους
Τούρκους, επειδή πήρε μέρος στον ξεσηκωμό των ραγιάδων που προξένησε η
ανταρσία του Χρήστου Μηλιόνη.
Περί τούτου, για όσους τα προγράμματα
εκπαίδευση φρόντισαν να τον αγνοούμε, ανατρέχω στην γραφίδα του Α.
Παπαδιαμάντη, από το διήγημά του «Χρήστος Μηλιόνης»:
Περί τα μέσα του ΙΗ΄αιώνος κατείχεν ο
Χρήστος Μηλιόνης τα αρματολίκια της Ακαρνανίας, του Βάλτου και
Ξηρομέρου, είς των αντιπροσώπων της σφαδαζούσης ελληνικής ελευθερίας,
των περιφανέστερον παραστησάντων εις τον εκπεπληγμένον ευρωπαϊκόν κόσμον
τα δίκαια του αδικουμένου έθνους∙ ουδέποτε είχε συνθηκολογήσει με τους
Τούρκους. Τούτο εκφράζει τρανότερον πάσης ιστορικής μαρτυρίας ο στίχος
του δημοτικού άσματος: «Όσο είν’ ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκο δεν προσκυνάει».
Στη Λιβαδειά ο Δήμος Κομνάς πούλησε τα
χρυσαφικά της μάνας του. Τον γέλασαν στη συναλλαγή μα πάλε ήταν κάμποσοι
παράδες. Ταξίδεψε μετά στη Χαλκίδα απ’ όπου πήρε πλοίο για το Βόλο κι
από ‘κει άλλο που τον έφερε στην Πόλη. Ο Δήμος Κομνάς θα προκόψει στον
νέο τόπο που αποφάσισε να ζήσει. Θα κάμει οικογένεια κι ένας γιος του θα
σπουδάσει την ιατρική στην Ευρώπη. Εκείνος με τη σειρά του,
επιστρέφοντας στην Πόλη, θα δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, θ’
αποκτήσει παιδιά, ένα εκ των οποίων, ο Τζανής, γεννημένος το 1796, θα
καταγράψει την ιστορία των χρόνων του, μέσα από την μικροϊστορία, τους
πόθους, τα πάθη, και τα παθήματα της οικογένειάς του, των συγγενών και
των φίλων του.
Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
αναπτύσσεται αυτή η καταγραφή εκτείνεται από τις 14 Νοεμβρίου 1808, τη
νύχτα που ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά στην Πόλη, μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου
1831, με τον αφηγητή να περιφέρεται στα αποκαΐδια μιας άλλης φοβερής
πυρκαγιάς στο ίδιο τόπο. Στ’ αποκαΐδια μιας Πόλης και μιας κοινωνικής
περιόδου, μιας ολόκληρης εποχής.
Είκοσι τρία χρόνια από τη μια φωτιά στην
άλλη. Χρόνια που η σκεπασμένη χόβολη τεσσάρων αιώνων σκλαβιάς,
συνύπαρξης, αντιθέσεων, ίντριγκας και πόθου ελευθερίας αναζωπυρώθηκε,
φούντωσε κι οι φλόγες της έκαναν παρανάλωμα ζωές, περιουσίες, όνειρα,
έρωτες, ιδέες, κι από τις στάχτες πρόβαλλε το κρατικό μόρφωμα της νέας
Ελλάδας, μπολιασμένο ως το μεδούλι με τον χατζηαβατισμό της συναλλαγής,
του ρουσφετιού, της απάτης, της αφιλίας, του μικροσυμφέροντος, και τόσων
άλλων αρνητικών χαρακτηριστικών της μήτρας στην οποία κυοφορήθηκε για
τετρακόσια χρόνια. Χαρακτηριστικών που μας διακρίνουν μέχρι σήμερα και
μας οδήγησαν στο τέναγος της εθνικής κατάθλιψης των ημερών που ζούμε.
Ο Δήμος Κομνάς, λοιπόν, είναι ο
μυθιστορηματικός γεννήτορας της οικογένειας Κομνά, στην Πόλη, και πάππος
του Τζανή που είναι ο κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα του Γιάννη
Καλπούζου «Άγιοι και δαίμονες – Εις ταν Πόλιν».
Ξεκινώντας
από το 1808 ο, δωδεκαετής τότε, Τζανής θα αναδιηγηθεί τη ζωή του μέχρι
τα τριάντα πέντε χρόνια του, καθώς και τη ζωή των άλλων, με φόντο το
ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Τα κομβικά σημεία σ’ αυτό το πλέγμα
αληθινών και επινοημένων γεγονότων είναι τα ακόλουθα: Η μεγάλη πυρκαγιά
του 1808 στην Πόλη. Η καταστροφική επιδημία πανώλης του 1812. Η
σταδιοδρομία του Τζανή ως μυρεψού. Η μύησή του στην μυστική επαναστατική
Εταιρεία του Φοίνικα. Η φυγή του, με πλοίο για την Οδησσό, προκειμένου
να σώσει το κεφάλι του αφού αποκαλύφθηκε η σχέση του με παντρεμένη
χανούμισσα. Η διάσωσή του μετά από ναυάγιο στον Εύξεινο πόντο και η
παραμονή του στην περιοχή της Κερασούντας. Η σύλληψη, η φυλάκιση και η
απόδραση από τη φοβερή φυλακή του Μπάνιον. Οι διεργασίες για την κήρυξη
της ελληνικής επανάστασης. Η μύησή του στην Φιλική Εταιρεία. Η προδοσία
που είχε ως αποτέλεσμα να μην εκραγεί η επανάσταση στην Πόλη. Ο
αφορισμός των επαναστατών από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. Το πέρασμα του
Προύθου ποταμού, ο Ιερός Λόχος, το Ιάσιο και το Δραγατσάνι. Ο
απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε’ και η ενθρόνιση του πόρνου Πισιδίας
Ευγένιου. Το πέρασμα του Τζανή στη Χίο, η απόβαση των Σαμιωτών του
Λυκούργου Λογοθέτη στο νησί και η Σφαγή της Χίου. Η καταστροφή των
Ψαρών. Το πέρασμα του Τζανή στο Μοριά, η μάχη στο Μανιάκι, η αιχμαλωσία
και η μεταφορά του στην Αίγυπτο. Η επιστροφή του Τζανή στην Πόλη. Η
πυρκαγιά του 1831.
Το συγγραφικό τέχνασμα του Γιάννη
Καλπούζου συνίσταται στο ότι εμφανίζει τον κεντρικό του ήρωα να είναι ο
συγγραφέας του βιβλίου και να τροφοδοτεί, ο ίδιος ο ήρωας, την αφήγηση
με παρένθετες διηγήσεις από τα πρόσωπα που συγκροτούν την καθημερινότητά
του, και συνεπώς αποτελούν τους άλλους χαρακτήρες του μυθιστορήματος,
αλλά και να εντάσσει επιστολές και ημερολογιακές καταγραφές αυτών των
προσώπων. Έτσι ο Γιάννης Καλπούζος πλουτίζει την αφήγηση και το κείμενο
χρωματίζεται με την ιδιαιτερότητα της φωνής και του τρόπου κάθε αφηγητή.
Σημαντικό πλεονέκτημα και μαζί κατάκτηση
του συγγραφέα αποτελεί η γλώσσα του μυθιστορήματος. Είναι αφ’ ενός η
καθομιλουμένη κοινή ρωμέϊκη, προσμεμιγμένη με πλήθος λέξεων της
οθωμανικής κοινής, αφ’ ετέρου η λόγια ελληνική της εποχής. Η λαϊκή
γλώσσα είναι προσαρμοσμένη από τον συγγραφέα έτσι ώστε να γίνεται
κατανοητή σήμερα. Οι οθωμανικές λέξεις και εκφράσεις, πολλές εκ των
οποίων είναι παραφθαρμένες ελληνικές, υπομνηματίζονται και επεξηγούνται
στις σελίδες του βιβλίου.
Πέραν του κεντρικού, εξαιρετικά
ενδιαφέροντος, μυθιστορηματικού ήρωα, ο οποίος πέρασε από φωτιά και
σίδερο, ο συγγραφέας δημιούργησε πλήθος προσώπων τις κινήσεις των οποίων
συνταίριασε αρμονικά, έτσι ώστε να είναι πειστικοί και να προξενούν την
αναγνωστική προσδοκία από σελίδα σε σελίδα.
Θα αναφερθώ σε κάποιους ξεχωριστούς χαρακτήρες, αδρομερώς:
Ο γιατρός Αναστάσιος Κομνάς,
σπουδαγμένος στην Ευρώπη, στην Πίζα, νεωτεριστής, ερευνητής στο
επιστημονικό του πεδίο, με πρωτότυπες ιδέες για την ριζική αλλαγή της
θεραπευτικής μεθόδου στα φρενοκομεία, μέλος της Φιλικής Εταιρείας,
αντιφαναριώτης και αντικληρικαλιστής.
Ο Λεωνής, αδελφός του Τζανή, του οποίου η
ζωή θα καθοριστεί από την απόφαση που θα πάρει όταν η ύπαρξή του
βρέθηκε κυριολεκτικά στον πάγκο του χασάπη.
Ο Μελέκ ή Παυλής, φίλος του Τζανή, ένας
ήμερος γίγαντας που όταν χρειάζεται γίνεται θηρίο ανήμερο, ένας
χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει μια τεράστια ομάδα ανθρώπων που έζησαν
τους σκοτεινούς αιώνες του Οθωμανικού μεσαίωνα με μια φανερή αλλά
υποκρινόμενη και μια κρυμμένη αλλά αληθινή θρησκευτική πίστη.
Η Γιοχαή και η Ισμιχάν, ένα κορίτσι και
μια γυναίκα που αλλού υποχρεώνονται να ζουν και να διαθέτουν το κορμί
τους κι αλλού είναι δοσμένος ο νους και η ψυχή τους.
Ο παπά – Αλύπιος, ένας θεομπαίχτης
ιερέας, χαρακτηριστικός τύπος του εξωνημένου ιερατείου της εποχής, ο
οποίος στο τέλος θα επιχειρήσει, απροσδόκητα, ένα ηθικό άλμα.
Ο Μποκρουζέ, οθωμανός κοινωνιστής, ανεξίθρησκος, στοχαστής, διδάχος και μέντορας του Τζανή.
Ο Ανθίας, τέλος, φίλος παιδικός του
Τζανή, γητευτής των γυναικών, καταφερτζής, εραστής της ελευθερίας,
ατομικής και συλλογικής, πανέξυπνος, ρέμπελος, αφιλοχρήματος, τιμητής
της φιλίας, μπεσαλής, στο πρόσωπο του οποίου συμπυκνώνεται ο τίτλος του
μυθιστορήματος. Ένας άγιος και δαίμονας εν ταυτώ. Ίσως ο πιο σημαντικός
χαρακτήρας του βιβλίου.
Εκτός των πειστικών μυθιστορηματικών
χαρακτήρων το κείμενο έχει πολλές άλλες αρετές. Ο συγγραφέας ερευνώντας
και γράφοντάς το, είναι φανερό, πως πέρασε από στάδια σκληρής
πνευματικής χειρωναξίας –αν μου επιτρέπεται να πω. Ένα μυθιστόρημα αυτής
της πλοκής, τόσο πολυπρόσωπο, εξελισσόμενο σε μια τέτοιας έντασης
χρονική περίοδο, σε χώρους κλειστούς αλλά και στο ανοικτό γεωγραφικό
πεδίο, απαιτεί σοβαρή ερευνητική εργασία γιατί ο κίνδυνος της μη
θεμελιωμένης τεκμηρίωσης παραμονεύει κάθε στιγμή. Πόσο μάλλον όταν
πρέπει να προχωρήσει ο συγγραφέας σε θέματα τεχνικά που αναφέρονται στην
τεχνολογία των αρωμάτων, της βοτανικής, των πλοίων, των φάρων ή στην
αρχιτεκτονική των κτηρίων και στην τοπογραφία των δημοσίων χώρων. Κι
ακόμη στην ένταξη στη μυθιστορηματική δράση εθίμων, λαογραφικών και
ανθρωπολογικών στοιχείων της εποχής, δημιουργώντας ένα πανόραμα
κοινωνικής ανθρωπολογίας. Η ανάπλαση της εποχής είναι εντυπωσιακή, καθώς
στις γραμμές του κειμένου ανακαλύπτεις διαρκώς διόδους που διαβαίνοντάς
τες βρίσκεσαι στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, στην Πόλη, κι
αναρωτιέσαι γιατί είναι παράταιρα τα ρούχα που φοράς…
Ο Γιάννης Καλπούζος έγραψε ένα
αξιανάγνωστο βιβλίο. Αν με το «Ιμαρέτ: Στη σκιά του ρολογιού» μάς
εξέπληξε με την πρώτη του εμφάνιση στο συνθετικό κείμενο, τώρα
βεβαιωνόμαστε πως ξέρει να γράφει καλά. Μετέρχεται μάλιστα μικτές
τεχνικές της γραφής αποτελεσματικά. Οι δυνατότητές του σ’ αυτό που
ονομάζουμε «ανοιχτό μυθιστόρημα» έχουν γίνει πλέον φανερές.
Ο μυρεψός Τζανής Κομνάς έγινε μέλος της
συντροφίας των μυροπωλών της Πόλης όταν κατάφερε να παράξει το μύρο του
δημιουργικού πόθου του. Το ονόμασε «Κυνηγός του ανέμου». Ο Γιάννης
Καλπούζος σ’ αυτή την ονομασία στηρίζει τη σημειολογία του
μυθιστορήματός του. Στο άπιαστο, όπως ο άνεμος. Άπιαστο του έρωτα,
άπιαστο των μεγάλων προσδοκιών του ανθρώπου, άπιαστο της ειρηνικής
συνύπαρξης, άπιαστο της ισονομίας και της δικαιοσύνης, άπιαστο της
προσωπικής και συλλογικής ελευθερίας, άπιαστο της ευτυχίας, στο άπιαστο
αλλά διαρκώς επιδιωκόμενο της δικαιωμένης ύπαρξής μας πάνω στη γη.
Θα τελειώσω όπως άρχισα τούτο το
κείμενο. Ρωτώντας παλιότερα τον Γιάννη Καλπούζο για την καταγωγική του
αφετηρία μου είχε απαντήσει πως γεννήθηκε στους Μελάτες της Άρτας αλλά η
οικογένεια Καλπούζου πρέπει να έχει τις ρίζες της στην Αγόριαννη του
Παρνασσού.
Το 1893 ο Emile Legrand εξέδοσε στο
Παρίσι, σε 30 αντίτυπα, το κείμενο της αφήγησης του Αγοραννίτη Κομνά
Τράκα για την δολοφονία του συγχωριανού και ξαδέρφου του Δήμου
Καλπούζου, το οποίο του παρέσχε ο ιστοριοδίφης Κωνσταντίνος Σάθας. Τον
Δήμο Καλπούζο δολοφόνησαν λίγο πριν την ελληνική επανάσταση δυο
συγχωριανοί του βαλμένοι από τον Μουσταφάμπεη, απόγονο του μπεηζαντέ
Ζαΐμη, ο οποίος κατείχε την Αγόριαννη τσιφλίκι του και την έχασε μετά
από ενέργειες του Δήμου Καλπούζου στην Πόλη απ’ όπου έφερε φιρμάνι που
χαρακτήριζε το χωριό κεφαλοχώρι κι όχι τσιφλίκι. Κατά τη δολοφονία ο
Καλπούζος δεν πρόφτασε να χρησιμοποιήσει το γιαταγάνι του, που κατά τη
συνήθεια της εποχής, το ονόμαζε Λελούδα, από το όνομα της
όμορφης γυναίκας του. Ο Legrand στο προλογικό, γραμμένο στα γαλλικά,
σημείωμα της έκδοσης μας πληροφορεί ότι την ιστορική αναφορά
αναδιηγήθηκε ο και βουλευτής Κομνάς Τράκας το 1874 με τη βοήθεια
σημειώσεων της οικογένειας (οικογενειακών χαρτιών) και τοπικών
παραδόσεων.
Είναι πλέον ή βέβαιον πως ο συγγραφέας
Γιάννης Καλπούζος γνωρίζει το κείμενο. Είναι άλλωστε προσβάσιμο στο
Διαδίκτυο. Έτσι κι αλλιώς η επιλογή της αρχιτεκτονικής στερέωσης του
μυθιστορήματος πατάει σ’ αυτά που γράφει ο Legrand στον πρόλογό του.
Εξάλλου η περιγραφή της Αγόριαννης, από τον Δήμο Κομνά, η αναφορά στην
παλιότερη ονομασία του χωριού ως Αγία Μαρίνα και η επισήμανση ότι το
χωριό ξεσηκώθηκε την εποχή που συνέβη η ανταρσία του Μηλιόνη, όλα αυτά,
στην έκδοση του Legrand ακουμπάνε. Ας δούμε όμως ακόμη μια ταύτιση. Ο
Τζανής μαχόμενος στο Μανιάκι τον Ιμπραήμ έχει ονομάσει, κατά τη συνήθεια
της εποχής, το γιαταγάνι του Γιοχαή. Έτσι όπως λέγανε τον ανεκπλήρωτο
έρωτά του.
Κάτι βαθύτερο όμως αισθάνομαι ότι υπάρχει στη σχέση του συγγραφέα με τούτη την αναδιήγηση του Κομνά Τράκα.
Ο μονογενής του δολοφονημένου Δήμου
Καλπούζου ήταν εκείνος που ξεσήκωσε τα χωριά της Λιβαδειάς κατά των
Τούρκων, τις παραμονές της επανάστασης, και μετά τη νίκη του στο χωριό
Βισβάρδι όπου σκοτώθηκε και ο μπουλούμπασης Ταήραγας, αναγνωρίστηκε
καπετάνιος της Λιβαδειάς.
Το ονοματεπώνυμό του ήταν Ιωάννης Καλπούζος, όπως και του συγγραφέα …
Αναρωτιέμαι, μέσα από ποιές διαδρομές
οδηγούμαστε στην έμπνευση και στη γραφή; Ποιες πανάρχαιες οφειλές μάς
δίνει η Τέχνη τη δυνατότητα να εκπληρώνουμε; Τι όμορφα δώρα προσφέρει
κανείς με την πέννα του στις πατρογονικές του ρίζες; Πόσο ακριβό είναι
το δώρημα να μπορείς γράφοντας ν΄ ανακουφίζεις τους λησμονημένους; Πόσο
πολύτιμη είναι η στιγμή που κυνηγώντας τον άνεμο της ουτοπίας
κατορθώνεις να προσφέρεις τις άκρες του στους συνανθρώπους σου μέσα σ’
ένα μπουκαλάκι μύρου;
Γιάννη Καλπούζου
Άγιοι και δαίμονες – Εις ταν Πόλιν
Μεταίχμιο 2011
Άγιοι και δαίμονες – Εις ταν Πόλιν
Μεταίχμιο 2011