Σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Libro το καινούριο βιβλίο του Τζέφρι Ευγενίδη με τίτλο «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε».
Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας πολύχρονης και πολύμοχθης έρευνας για τη σταχυολόγηση είκοσι έξι συνολικά διηγημάτων με θέμα τον έρωτα και την αγάπη. Αυτή η σημαντική ανθολογία ήταν ένα ευχάριστο ξάφνιασμα για τους φανατικούς αναγνώστες του Ευγενίδη, οι οποίοι περίμεναν το νέο βιβλίο του με ιδιαίτερη ανυπομονησία.
Παρότι δεν πρόκειται για δικό του βιβλίο, η επιλογή των διηγημάτων είναι απολύτως αντιπροσωπευτική του συγγραφέα. Μετά τις Αυτόχειρες παρθένους (που μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη με μεγάλη επιτυχία, χάρη στη Σοφία Κόπολα) και το Middlesex - Ανάμεσα στα δύο φύλα, που το 2003 του χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ και σημείωσε μια εντυπωσιακή πορεία σε όλο τον κόσμο μεταφρασμένο σε δεκάδες γλώσσες, ο Ευγενίδης επανέρχεται με το αγαπημένο του θέμα: τον έρωτα.
Η ανθολογία χρωστάει τον τίτλο της σ' έναν στίχο του λατίνου ποιητή Κάτουλλου, ο οποίος βαριά λαβωμένος από το βέλος του έρωτα μιλάει για το σπουργίτι της αγαπημένης του και για τον άδικο χαμό του. Ο Κάτουλλος υπήρξε ο πρώτος ποιητής στον αρχαίο κόσμο που έγραψε εκτενώς για μια εντελώς προσωπική του ερωτική ιστορία. Το πάθος του για την Κλωδία μονοπώλησε την έμπνευσή του και κυριαρχεί στο ποιητικό του έργο, εμπνέοντας ύστερα από είκοσι και πλέον αιώνες τον Ευγενίδη και σχηματίζοντας, μέσα από τούτο το μικρό σπουργίτι και το πλήθος των συμβολισμών του, τον συνεκτικό ιστό των διηγημάτων που επιλέγει ο συγγραφέας.
Από τον Τσέχοφ στη Μάνρο, αφιερωμένη στον έρωτα και στην αγάπη, προλογισμένη από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισαγωγή, η ανθολογία αυτή έχει ως θέμα της όχι τον έρωτα, όπως λέει ο ίδιος ο Ευγενίδης, αλλά την ερωτική ιστορία: «Αν ψάχνεις για έναν τρόπο να περιορίσεις τον λογοτεχνικό σου ορίζοντα, το να επιλέξεις τον "έρωτα" ως θέμα δεν βοηθάει πολύ. Ιδωμένη υπό κάποιο πρίσμα, σχεδόν κάθε ιστορία φαίνεται να είναι μια ερωτική ιστορία. Ωστόσο, γενικά μιλώντας, αυτό που δίνει ζωή στις περισσότερες ιστορίες αυτής της ανθολογίας είναι ο έρωτας, ως έρως και όχι ως αγάπη. Σχεδόν σε κάθε ιστορία θα βρείτε δύο εραστές, ένα υποκείμενο που κυνηγάει ένα αντικείμενο».
Και συνεχίζει: «Στο Κάτι που δεν έχει ανάγκη από τίποτα της Μιράντα Τζουλάι, μια νεαρή γυναίκα λαχταράει την αγάπη του πιο καλού της φίλου, την οποία κερδίζει σε αντάλλαγμα τη δική της μεταμόρφωση. Η γεροντοκόρη στο γκόθικ διήγημα του Γουίλιαμ Φόκνερ Ενα ρόδο για την Εμιλι, της οποίας οι πιθανότητες να παντρευτεί καταδικάστηκαν από την άρνηση του πατέρα της, μηχανεύεται μια απελπισμένη μέθοδο, μετά τον θάνατο του πατέρα, για να κρατήσει τον επόμενο εραστή της για πάντα κοντά της. Ενας βασανισμένος εφηβικός έρωτας αφήνει τον αφηγητή στο Εμείς δεν... του Στούαρτ Ντάιμπεκ με μιαν ανάμνηση πιο ανεξίτηλη απ' όσο θα μπορούσε να πετύχει οποιαδήποτε πράξη που έφτασε στην ολοκλήρωση».
Οι πιο γοητευτικές ερωτικές ιστορίες έχουν ως αφετηρία τους την απογοήτευση και τα ανθρώπινα λάθη, πηγάζουν μέσα από οικογένειες που μαστίζονται από διαμάχες, από ζευγάρια βουτηγμένα στην πλήξη. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, οι ερωτικές ιστορίες, κατά τον Ευγενίδη, δυσφημούν τον έρωτα και αποκαλύπτουν την απόλυτη αδυναμία του μπροστά στον θάνατο: «Η φθαρτή φύση του έρωτα είναι αυτή που του δίνει τη βαθιά του σημασία στη ζωή μας. Αν ήταν ατελείωτος, αν ήταν αστείρευτος, ο έρωτας δεν θα μας έπληττε με τον τρόπο που μας πλήττει. Και σίγουρα δεν θα γράφαμε γι' αυτόν. Οι ιστορίες σ' αυτή τη συλλογή στηρίζουν αυτή την άποψη από την πρώτη μέχρι την τελευταία αράδα. Από το Εραστές της Εποχής τους του Γουίλιαμ Τρέβορ, που αφηγείται την ιστορία ενός παντρεμένου ταξιδιωτικού πράκτορα και μιας υπαλλήλου φαρμακείου που δεν έχουν πού να συναντηθούν παρά μόνο στο ασύχναστο λουτρό ενός παλιού ξενοδοχείου, μέχρι τη σκανδαλιστική ιστορία στο Αθωότητα του Χάρολντ Μπρόντκι, που συνίσταται στην εκτενή περιγραφή της άοκνης προσπάθειας ενός τελειόφοιτου του Χάρβαρντ να οδηγήσει τη φιλενάδα του στον πρώτο της οργασμό μέσα από μια αριστοτεχνική και σφόδρα εγκεφαλική πράξη αιδοιολειξίας, οι χαρακτήρες σε αυτές τις ιστορίες αναζητούν έναν παράδεισο που ξεμακραίνει αδιάκοπα μπροστά στα μάτια τους. Η απόδραση από ένα σύνολο συγκυριών οδηγεί στον εγκλεισμό σε ένα άλλο. Ο μοιραίος έρωτας αποδεικνύεται πως είναι μια ανθρώπινη φαντασίωση. Ο πόθος έχει τη δική του ομοιοστασία. Καταπιέστε τον σε ένα σημείο και να δείτε για πότε αναδύεται σε κάποιο άλλο».
Αννα Παπασταύρου
Μεταφράστρια της ανθολογίας
Απόσπασμα από το
Ανοιξη στη Φιάλτα του Βλαντιμίρ Ναμποκόφ,
που περιλαμβάνεται στην ανθολογία:
[...] Ξανά και ξανά παρουσιαζόταν φουριόζα στις παρυφές της ζωής μου, χωρίς να επηρεάζει στο ελάχιστο τη βασική δομή της. Ενα καλοκαιρινό πρωί (Παρασκευή - γιατί οι νοικοκυρές χτυπούσαν τα χαλιά τους στην ηλιόλουστη αυλή), η οικογένειά μου έλειπε στην εξοχή κι εγώ χουζούρευα και κάπνιζα στο κρεβάτι, όταν άκουσα το κουδούνι να χτυπάει με τρομερή επιθετικότητα - κι εκείνη στεκόταν εκεί στο χολ, ύστερα από μια ορμητική εισβολή, και άφηνε (τυχαία) μια φουρκέτα και (κυρίως) ένα μπαούλο κατάφορτο από ετικέτες ξενοδοχείων, που δεκαπέντε μέρες αργότερα το πήρε για λογαριασμό της ένας Αυστριακός νεαρός, ο οποίος (σύμφωνα με ανεξακρίβωτες, αλλά ασφαλείς ενδείξεις) ανήκε στον ίδιο ιδιαίτερα κοσμοπολίτικο σύλλογο, του οποίου ήμουν μέλος. Περιστασιακά, στη μέση μιας συζήτησης αναφερόταν το όνομά της, κι εκείνη συνέχιζε στα βήματα μιας τυχαίας φράσης, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι. Ενώ ταξίδευα στα Πυρηναία, πέρασα μια βδομάδα στον πύργο που ανήκε σε ανθρώπους με τους οποίους έτυχε να μένει εκείνη και ο Φέρντιναντ, και δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη νύχτα που πέρασα εκεί: πώς περίμενα, πόσο σίγουρος ήμουν ότι χωρίς να χρειαστεί να της το πω εκείνη θα γλιστρούσε κρυφά στο δωμάτιό μου, και πώς τελικά δεν ήρθε, και τον σαματά που έκαναν χιλιάδες τριζόνια στα ξέφρενα βάθη του μουσκεμένου από το φεγγαρόφωτο βραχόκηπου, τα τρελά κελαρυστά ρυάκια, και τον αγώνα μου ανάμεσα στην ευεργετική κόπωση του Νότου ύστερα από μια μέρα κυνηγιού στις κακοτράχαλες πλαγιές και την άγρια δίψα για τον λαθραίο ερχομό της, το σιγανό γέλιο, τους ροδαλούς αστραγάλους πάνω από τα πούπουλα κύκνου που διακοσμούσαν τα ψηλοτάκουνα πασούμια της· όμως η νύχτα κυλούσε μέσα σ' ένα παραλήρημα κι εκείνη δεν ερχόταν, κι όταν την άλλη μέρα, στη διάρκεια ενός μεγάλου περιπάτου στα βουνά, της είπα για την προσμονή μου, εκείνη έσμιξε τα χέρια της σε απόγνωση - κι αμέσως με μια γοργή ματιά υπολόγισε κατά πόσο η πλάτη του Φερντ που χειρονομούσε ζωηρά και του φίλου του είχαν επαρκώς απομακρυνθεί. Θυμάμαι ότι της μιλούσα στο τηλέφωνο από την Ευρώπη (για δουλειά του άντρα της) και πως στην αρχή δεν αναγνώρισα τη ζωηρή βραχνή φωνή της και θυμάμαι πως μια φορά την ονειρεύτηκα: ονειρεύτηκα πως η μεγαλύτερη κόρη μου είχε μπει τρέχοντας για να μου πει πως ο επιστάτης είχε τεράστιο πρόβλημα - κι όταν πήγα κοντά του, είδα να κείτεται πάνω σ' ένα μπαούλο, με μια λινάτσα διπλωμένη κάτω από το κεφάλι της, με χείλη χλομά και τυλιγμένη σ' ένα μάλλινο μαντίλι, η Νίνα, αποκοιμισμένη βαθιά, όπως κοιμούνται κάτι αξιοθρήνητοι πρόσφυγες σε σιδηροδρομικούς σταθμούς ξεχασμένους απ' τον Θεό. Και, ανεξάρτητα από το τι συνέβη στο μεταξύ σ' εκείνη ή σ' εμένα, ποτέ δεν κουβεντιάσαμε τίποτα, μιας και ποτέ δεν σκεφτήκαμε ο ένας τον άλλον στα διαλείμματα του πεπρωμένου μας, έτσι ώστε όταν συναντηθήκαμε ο βηματισμός της ζωής άλλαξε μονομιάς, όλα της τα άτομα συνδυάστηκαν ξανά και ζήσαμε σ' ένα άλλο, ελαφρότερο διάκενο χρόνου, που μετριόταν όχι από τους μακρούς χωρισμούς αλλά από εκείνες τις λιγοστές συναντήσεις από τις οποίες σχηματιζόταν έτσι, τεχνητά, μια σύντομη, θεωρητικά επιπόλαιη ζωή. Και σε κάθε καινούργια συνάντηση εγώ ανησυχούσα ολοένα και περισσότερο· όχι - δεν βίωνα καμιά εσώτερη συναισθηματική κατάρρευση, η σκιά της τραγωδίας δεν στοίχειωνε τα ξεφαντώματά μας, ο έγγαμος βίος μου παρέμενε αλώβητος, ενώ από την άλλη μεριά ο εκλεκτικός σύζυγός της έκανε πως δεν ήξερε τις περιστασιακές περιπέτειές της, παρότι αποκόμιζε κάμποσα οφέλη από αυτές με τη μορφή ευχάριστων και χρήσιμων επαφών. Ανησυχούσα όλο και περισσότερο γιατί χαραμιζόταν κάτι αξιαγάπητο, λεπτεπίλεπτο κι ανεπανάληπτο: κάτι που εγώ καταχράστηκα σκορπίζοντας μικρά λαμπερά κομμάτια του σε μια άτσαλη βιασύνη, ενώ παραμελούσα την ταπεινή αλλά αληθινή ουσία του, την οποία ίσως αυτό εξακολουθούσε να μου δίνει μ' έναν αξιοθρήνητο ψίθυρο. Ανησυχούσα γιατί, μακροπρόθεσμα, κατά κάποιον τρόπο αποδεχόμουν τη ζωή της Νίνα, τα ψέματα, τη ματαιότητα, τις ασυναρτησίες εκείνης της ζωής.
Η κυρία με το σκυλάκι του Αντον Τσέχοφ,
[...] Το δωμάτιό της στο ξενοδοχείο ήταν αποπνικτικό και ανέδινε τα αρώματα που είχε αγοράσει σ' ένα γιαπωνέζικο κατάστημα. Ο Γκούροφ, κοιτάζοντάς την τώρα, σκέφτηκε: «Τι συναπαντήματα τυχαίνουν στη ζωή!». Από το παρελθόν είχε διατηρήσει την ανάμνηση ξέγνοιαστων, καλόκαρδων γυναικών, που χαίρονταν τον έρωτα και τον ευγνωμονούσαν για την, έστω και σύντομη, ευτυχία τους· θυμόταν γυναίκες -τη γυναίκα του για παράδειγμα- που αγαπούσαν χωρίς ειλικρίνεια, με περιττές φλυαρίες, επιτηδευμένα, υστερικά, λες και δεν ήταν έρωτας αυτό, ούτε πάθος, αλλά κάτι πιο σημαντικό· και εκείνες τις δύο τρεις πολύ όμορφες, ψυχρές, που ξάφνου στα πρόσωπά τους έλαμπε μια έκφραση αρπακτική, μια πεισματική επιθυμία να πάρουν, ν' αρπάξουν από τη ζωή πιο πολλά απ' όσα μπορούσε να τους δώσει, κι ήταν γυναίκες που είχαν περάσει την πρώτη τους νιότη, ήταν ιδιότροπες, παράλογες, δυναστικές, άμυαλες, κι όταν ο Γκούροφ ψυχραινόταν μαζί τους, η ομορφιά τους ξυπνούσε μίσος μέσα του κι οι δαντέλες των εσωρούχων τους φάνταζαν σαν λέπια στα μάτια του.
*Ολα τα έσοδα από το βιβλίο αυτό θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση των ελεύθερων προγραμμάτων δημιουργικής γραφής για νέους, που προσφέρεται από το 826Chicago, μέρος ενός δικτύου επτά συγγραφικών κέντρων σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, συνεργαζόμενες με το 826 National, μία μη κερδοσκοπική οργάνωση που υποστηρίζει μαθητές από 6 μέχρι 18 ετών στις δημιουργικές και ερμηνευτικές συγγραφικές τους ικανότητες, και βοηθάει τους εκπαιδευτικούς να εμπνεύσουν τους σπουδαστές τους να γράφουν.
(πηγή ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ)