Δημιουργίες

Σκέφτηκα να δημιουργήσουμε ένα νέο κομμάτι στο blog μας. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που εκφράζονται μέσα από την γραφή, τί θα λέγατε λοιπόν να στέλνετε στο email μου με ονοματεπώνυμο ένα απόσπασμα της δημιουργίας. Μας παρακολουθούν και εκδοτικοί οίκοι .... μήπως κάποιος τα καταφέρει !!!
Επίσης, θέλω να τονίσω ότι θα δημοσιεύονται μόνο τα κείμενα τα οποία ακολουθούνται από τα πλήρη στοιχεία του συγγραφέα του, για να μην υπάρξουν προβλήματα ....

------------------------------------------------------------------------------
 Απόσπασμα από το διήγημα «Μάνα» Γιώργης Ταξιδευτής

Είχαν περάσει ήδη δύο μήνες που είχε μάθει για την αρρώστια του παιδιού της. Είχε πέσει από τα σύννεφα. Όλα τα περίμενε, αυτό όμως ποτέ. Να πεθάνει η ίδια, ναι. Άλλωστε μεγάλη ήταν ήδη σε ηλικία, τη ζωή της την είχε ζήση. Αλλά να μάθει πως πεθαίνει ο γιός της, όχι. Αυτό δεν το περίμενε και φυσικά δεν το ήθελε. Στην αρχή αντέδρασε ψύχραιμα. Όσο ψύχραιμα δηλαδή μπορούσε να αντιδράσει. Περίμενε να επιβεβαιωθούν οι εξετάσεις και με τη καρδιά σφιγμένη άρχισε να ρωτάει ξανά και ξανά. Πώς και γιατί και τι μελί γενέσθαι. Θεραπεία δεν υπήρχε, το ήξερε καλά αυτό. Αλλά θα μπορούσε να ζήσει και πόσο ακόμα; Και πώς; Και πόσο επικίνδυνος ήταν για το περιβάλλον του; Και πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό για κείνον; Περνώντας οι μέρες, όλο και δε μπορούσε να το χωνέψει. Έτσι, στα καλά καθούμενα. Και αν το μάθουν οι συγγενείς, τι θα πουν; Και πρώτα από όλους ο άντρας της. Σίγουρα θα τον σκότωνε τον Παναγιώτη. Όχι πως δεν τον αγαπούσε. Αλλά τέτοια αρρώστια ήταν μεγάλο στίγμα για να το αντέξει και κείνη και αυτός. Στην αρχή συμβούλεψε τον Παναγιώτη να μη πει τίποτα σε κανέναν. Όσες φορές έμενε μόνη μαζί του, αποφεύγοντας πάντα να τον πλησιάσει και να τον αγγίξει, άρχισε να του φωνάζει και να του επιτίθεται. Κάθε μέρα όλο και πιο έντονα. Ζητούσε άγρια να ρίξει την ευθύνη σε κάποιον. Να βρει έναν φταίχτη. Ένα αίτιο. Κάτι τέλος πάντων να ξεσπάσει. Μέρα με τη μέρα τα όνειρα που είχε για τον μοναχογιό της, το έβλεπε καλά πια, είχαν καταρρεύσει. Και μαζί κατέρρεε και η ίδια.

Έτσι όταν ο Παναγιώτης αποφάσισε να κάνει αυτό το ταξίδι, ζητώντας ένα θαύμα, το επικρότησε. Τουλάχιστον θα σταματούσε να τον βλέπει για λίγες μέρες. Ίσως να γυρνούσε και υγιής κιόλας. Όπως και να χε χρειαζόταν και η ίδια ηρεμία. Και πόσο πια θα κρυβόταν από τον άντρα της; Σάμπως είχε και άλλα κουράγια να παριστάνει τον καραγκιόζη;

Ήταν Μεγάλη Πέμπτη μεσημέρι πριν φύγει. Του ευχήθηκε καλό ταξίδι και καλό Πάσχα και του ζήτησε να την πάρει τηλέφωνο σαν φτάσει. Έμεινε μόνη και το σπίτι της φάνηκε περισσότερο άδειο από κάθε φορά. Που να βρει αποκούμπι; Πού να στραφεί; Μηχανικά άναψε τσιγάρο. Τα μάτια της βούρκωσαν για άλλη μια φορά. Όλες τις προηγούμενες μέρες η διαίσθηση της είχε χτυπήσει κόκκινο. Τον έβλεπε ήδη να έχει αδυνατίσει καθώς είχε σταματήσει να τρώει. Το ήξερε, το ένιωθε, πως σύντομα θα τον έβλεπε πεθαμένο. Πεθαμένος στα 30. Όχι! Δε μπορεί να της συμβαίνει αυτό. Ήθελε να τον δει να κάνει παιδιά και να χαρεί κανακεύοντας τα εγγόνια της, όπως τον κανάκευε όταν ήταν μικρός. Και τουλάχιστον αν ήταν να πεθάνει, ας πέθαινε ξαφνικά και γρήγορα. Πιο εύκολο θα ήταν έτσι παρά να τον βλέπει να σβήνει σιγά-σιγά. Και τι θα έλεγε σε όλο το κόσμο; Πώς θα έκρυβε τέτοια αρρώστια;

Ένιωθε να σκάει. Έσβησε το τσιγάρο της βιαστικά, πέταξε μια ζακέτα πάνω της και βγήκε στο δρόμο. Σύντομα τα βήματα της την οδήγησαν στην εκκλησία της γειτονιάς. Είχε χρόνια να μπει σε εκκλησία. Πίστευε αλλά δεν πήγαινε σχεδόν ποτέ. Ίσως από φόβο, ίσως από αμέλεια. Έφτασε στο εικόνισμα της Παναγίας, έκανε το σταυρό της προσκύνησε και έκατσε παράμερα. Έμεινε να κοιτάζει το εικόνισμα με ένα βλέμμα παραπονεμένο. Και τότε ξέσπασε σε κλάματα. Ένα κλάμα ασταμάτητο, βαρύ μα και συνάμα λυτρωτικό. Έκλαψε πολύ ώρα. Ζήτησε συγνώμη για τις δικές της αμαρτίες και ζήτησε τη βοήθεια της χάρης Της για τη σωτηρία του παιδιού της. Πήγε ξανά την επόμενη μέρα. Αυτή τη φορά δεν έκλαψε. Αφού προσκύνησε προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Βοήθα μας Παναγιά μου, βοήθα το παιδί μου να ζήση και εγώ να έρθω στο σπίτι Σου και στο σπίτι του παιδιού Σου, να προσκυνήσω και να σας ανάψω από δύο μεγάλες λαμπάδες.

Ξημέρωνε Μεγάλο Σάββατο. Ο ύπνος είχε πέσει βαρύς στα βλέφαρα της, εδώ και ώρα. Πόσο τον χρειαζόταν αυτόν τον ύπνο ύστερα από τόσο καιρό αϋπνίας και ξενυχτιού. Και τότε μέσα στον βαθύ της ύπνο, είδε ότι βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα, στην Αγία Αυλή. Πέρασε τη μεγάλη δίφυλλη πόρτα, έστριψε αριστερά και βρέθηκε μπροστά στον Πανάγιο Τάφο. Είδε δύο πανύψηλους λευκοφορεμένους άντρες να φυλάνε τη πόρτα του. Γύρισε τι πλάτη της και μπήκε στον ναό της Αναστάσεως. Όλος ο χώρος ήταν άδειος. Μόνο μπροστά από το ιερό είδε μια γυναίκα μαυροφορεμένη, σκυμμένη να προσεύχεται. Τη πλησίασε και τότε εκείνη σηκώθηκε αργά, γύρισε το πρόσωπο της και της χαμογέλασε. Το ήξερε αυτό το πρόσωπο! Είναι η… Πετάχτηκε από τον ύπνο της αλαφιασμένη. Έξω μόλις είχε ξημερώσει. Ο άντρας της ροχάλιζε δίπλα της. Σηκώθηκε και πήγε στο εικονοστάσι. Σήκωσε το καντήλι στο πρόσωπο στην εικόνας της Παναγίας. Ναι, αυτή ήταν που είδε στον ύπνο της!

Γιώργης Ταξιδευτής

----------------------------------------------------------------------------
Απόσπασμα από το διήγημα «Ο Κύκλωπας» Ευγενία Μακαριάδη
Ήμουνα οκτώ ή δέκα χρονώ, φαίνεται πως το μυαλό μου δε δούλευε σαν των άλλων παιδιών. Λέγανε πως η κουζουλάδα είναι το χαρακτηριστικό μου. «Σαλό, κρεμανταλά, μονόμματο» όλα αυτά με ονομάτιζαν εκτός του ονόματός μου που ήταν -Λάσκος, το μικρό και Κωστορίζος το παράνομα. Τα μάτια μου τα ‘χα γερά, μα μ’έλεγαν μονόμματο, γιατί το χρώμα τους ήταν παράταιρο. Το δεξί είχε της θάλασσας το χρώμα και το ζερβό της ελιάς, του κάρβουνου.

Κάποτε η μάνα μου, μου ‘χε πει ότι ο γιατρός των ματιών της είπε πως και τ’ άλλο είναι μπλε, όπως και το δεξί, αλλά το κρύβει ένα σπίλωμα.

Οι χωριανοί μου δεν πίστευαν ότι βλέπω και με τα δυο μου μάτια, νόμιζαν το ζερβό στραβό και τα παιδιά με φώναζαν «κύκλωπα».

                                          *
Τα κρασιά, οι λαμαρίνες με τα ψητά, οι ζυμωμένες κουλούρες, που με τρόπο έφερναν οι γυναίκες στις κάμερες και τα ’βαζαν πάνω στα σιδερένια κρεβάτια, μου’ σπαγαν τα ρουθούνια. Η κοιλιά μου γουργούριζε, πεινούσα πολύ, όμως με τράβηξαν κάποιοι και με πήγαν στο μεγάλο δωμάτιο, που ’ταν η πεθαμένη μάνα μου. Ντυμένη με ένα καφέ ταφταδένιο φουστάνι, που το γιακαδάκι του ήταν δαντελένιο, άσπρο, πλεγμένο στο βελονάκι από τα χέρια της. Της είχαν λουλούδια στα μαλλιά και φύλλα κόκκινου τριαντάφυλλου στο στόμα.

Το κασόνι το ‘χαν στολίσει με νεκροσέντονο άσπρο, με χειροποίητη δαντέλα, μια πιθαμή φαρδιά, έργο της γιαγιάς μου, της Αερόπης, που την έπλεκε χρόνια τώρα για την αφεντιά της, αλλά την πρόλαβε η μάνα μου. Όλο το χωριό θαύμαζε τη δαντέλα κι η γιαγιά μου κουνούσε το κεφάλι της, μπορεί από σεμνή περηφάνια, μπορεί από πόνο για το χαμό της κόρης της.

Μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν τσιριχτά, χωρίς δάκρυα και φώναζαν «κρίμα, χίλιες φορές κρίμα, στα νιάτα της, στα σπουδάματά της, στην ομορφιά της...»

Μ’ έβαλαν να στέκομαι ακριβώς δίπλα στο νεκροσέντουκο και να τηρώ τη μάνα μου, που ’ταν πανιασμένη κι έφερνε το χρώμα του ίκτερου.

Μου ‘ριχναν και καμιά στην πλάτη να ισιώσω τη καμπούρα μου.

Μα ’γω διπλωνόμουνα, γιατί έτσι και ισιωνόμουνα θα χτύπαγα το κεφάλι μου στο ταβανοσάνιδο. Μ’ έντυσαν μ’ άσπρο πουκάμισο, μπαμπακερό, με μακριά μανίκια, όπου στο ένα είχαν περάσει μια μαύρη, φαρδιά κορδέλα. Το μαύρο κοντοβράκι έφτανε μέχρι τα γόνατά μου. Ήμουνα καλτσωμένος με χοντρές γκρίζες κάλτσες, που ‘φταναν επίσης μέχρι τα γόνατα. Τα άσπρα μου μοκασίνια ήταν νούμερο σαράντα.

Η κοιλιά μου γουργούριζε συνέχεια, δε μου ‘δωσαν μπουκιά από το πρωί, λόγω της πεθαμένης, και περίμενα πώς και πώς να την παν στο ταφειό και να γυρίσουμε για το φαγοπότι. Εν τω μεταξύ οι λαμαρίνες, για το νεκρογεύμα, ερχόντουσαν η μια μετά την άλλη. Οι φρεσκοψημένες κουλούρες, μου φέρνανε λιγοθυμιά και το καφέ φουστάνι της μάνας μού καθρέφτιζε τα μάτια, με στράβωνε, με πόναγε και ο πόνος προχώρησε μέχρι τ’ άδειό μου στομάχι, το λάβωσε και μ’ έριξε κατάχαμα παρασέρνοντας τ’ αναμμένο κερί και το νεκροσέντουκο με τη πεθαμένη κάτω.

Προχωρούσαμε προς το λοφάκι για τα μνήματα, αγνάντευα τα χωριουδάκια, που φάνταζαν σαν περιστέρες μ’ ανοιχτά φτερά, σε φόντο πράσινου του κάμπου, σαν τις δαντέλες που ‘πλεκε η γιαγιά μου.

Το μπλε του τρούλου της εκκλησιάς, που αφήκαμε πίσω μας, δέσποζε ψηλό, εγωιστικό, άρχοντας ανάμεσα στ’ άσπρα σπιτάκια του χωριού μας. Παρακάτω έβλεπες τη χώρα με το λιμάνι της, τόπος ονειρεμένος, για φευγιό, γι’ απέραντες θάλασσες, για μακρινά ταξίδια.

Ήμασταν πολύ ψηλά, φαινόταν το χωριό μας χαμηλά να το στολίζει γύρω-γύρω το ποτάμι σαν κορδέλα μπλε, που ασημοκόπαγε από τα πετράδια του ήλιου.

Χαιρόμουνα, που περπατούσαμε αφήνοντας πίσω μας ελαιώνες σε χρώμα ασημοπράσινο, συκιές, μουριές, αμπέλια, πλατάνια, κρυστάλλινες πηγές. Οι ανήμποροι ανέβηκαν στα μουλάρια, όπως κι ο Παπαζαφύρης, που συνόδευε τη νεκρική πομπή.

Ευγενία Μακαριάδη.
----------------------------------------

Απόσπασμα από τη νουβέλα "Το προξενιό" της ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ 

Για την ιστορία να πούμε πως η Ειρήνη είχε μάθει την προπαίδεια, να λύνει προβλήματα σύνθετα και απλά, γραμματική και ορθογραφία στην προσπάθεια της να διαβάσει την Κατερίνα στις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού όπού είχαν μια πολύ αυστηρή δασκάλα που τους έβαζε αρκετή δουλειά για το σπίτι. Έτσι και η γυναίκα έφευγε και πήγαινε σε μια φίλη της που η κόρη της ήταν συμμαθήτρια με το παιδί της την Έφη και εκείνη της έδειχνε πως να βρει τις λύσεις στα προβλήματα και πως να μάθει την δύσκολη γραμματική στην Κατερίνα. Αφού τα μάθαινε πρώτα εκείνη στην συνέχεια γύριζε σπίτι της για να διαβάσει το παιδί. Άλλες φορές πάλι την έπαιρνε μαζί με την αριθμητική του ή την γραμματική του που δεν τα καταλάβαινε και τράβαγε ίσια την Μπουμπουλίνας για το σπίτι του Αχιλλέα και της Κούλας της κόρης και του γαμπρού της Ελπίδας της κουνιάδας της που ήταν δάσκαλοι για να διδάξουν στο παιδί αυτά που δεν καταλάβαινε η ίδια . Είχε σκεφτεί κάποια στιγμή να πει στον Κώστα να διαβάζει τα παιδιά που είχε πάει μέχρι την Δευτέρα γυμνασίου και ήξερε πέντε πράγματα παραπάνω απ’ αυτήν αλλά εκείνος ήταν νευρικός και φώναζε στα παιδιά όταν δεν τα καταλάβαιναν. Βλέπεις εκείνος δεν είχε το χάρισμα της υπομονής που χαρακτήριζε την συμβία του η οποία παρόλο που ήταν αγράμματη σε γενικές γραμμές μίλαγε στα παιδιά αργά καθαρά και χωρίς να θυμώνει επαναλαμβάνοντας τους τα πολλές φορές μέχρι να τα καταλάβουν. Έτσι η Κατερίνα δεν ήθελε να διαβάζει μαζί του και τελικά ανέλαβε εκείνη να τα βοηθάει τουλάχιστον μέχρι την Τρίτη δημοτικού όπου μετά εκείνα άρχισαν να μελετούν από μόνα τους, αφού εκείνη δεν μπορούσε να τα διαβάσει παραπέρα καθώς τα μαθήματα δυσκόλευαν και οι γνώσεις της ήτανε λίγες
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ 
penny19770@yahoo.gr
------------------------------------
Απόσπασμα την νουβέλα "ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ" της ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Όμως από κει και πέρα η κοπέλα είχε πάθει τέτοιο σοκ που μόλις αυτός πήγαινε να την πλησιάσει ερωτικά η πρώτη εικόνα που της ερχόταν στο μυαλό ήταν η κρίση του. Έτσι είχε πάντα στην τσάντα της ένα κουταλάκι για παν ενδεχόμενο και του ζήτησε να πάνε σε ένα νευρολόγο γι’ αυτόν και σε ένα ψυχολόγο γι’ αυτήν. Εκείνος δέχτηκε καθώς η κοπέλα από το σοκ που είχε πάθει δεν τον άφηνε να την αγγίξει καλά καλά κι αυτός είχε ανάγκες. Αυτός ήταν κι ο λόγος που πήγαν πρώτα σε ψυχολόγο στο ίδρυμα ο οποίος όταν του είπαν τι είχε συμβεί σε μια προσπάθεια να αποκλιμακώσει την ένταση της κοπέλας αφού είδε πως είχε κάνει διάγνωση μόνη της τους είπε να αφήσουν τα κορμιά τους ελεύθερα για να βρουν το δρόμο τους. Αυτό όμως έγινε αφορμή για να αρχίσει ο Απόστολος να πιέζει περισσότερο την Δέσποινα για να ολοκληρώσουν σχέσεις κάτι που έκανε την κοπέλα να αντιδρά. Τότε εκείνος το συζήτησε με μια φυσιοθεραπεύτρια που πήγαινε κι εκείνη τον συμβούλεψε να μην την πιέζει αφού ήταν ο πρώτος της και πως μετά από το σοκ που είχε περάσει χρειάζονταν τον χρόνο της κι αυτός έπρεπε να της τον δώσει. Ο Απόστολος τότε ζήτησε συγνώμη για την πίεση από την κοπέλα και της υποσχέθηκε πως δεν θα την ξαναπιέσει συνεχίζοντας την σχέση τους κανονικά. Η Δέσποινα ανακουφισμένη τον ευχαρίστησε και του υποσχέθηκε πως θα έκανε ότι μπορούσε για να ξεπεράσει το σοκ και να συνεχίσουν την σχέση τους παραβλέποντας το γεγονός πως εκείνος έστω και στιγμιαία την είχε πιέσει λόγος για τον όποιο είχε διαλύσει τον προηγούμενο δεσμό της και σημάδι πως έπρεπε και τώρα να κάνει ακριβώς το ίδιο
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
penny19770@yahoo.gr
----------------------------------------------
Απόσπασμα από το διήγημα "ο Κύκλωπας" της Ευγενία Μακαριάδη 

…….. Πήρα στα χέρια τα έγγραφα· ήταν και τα δυο δικόγραφα. Το ένα ήταν μια αγωγή στο Πολυμελές για ανάκληση της δωρεάς. Το άλλο ήταν μια αίτηση Ασφαλιστικών Μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας και κατάλαβα ότι εζητείτο η δικαστική συμπαράσταση, λόγω μη συνειδήσεως των πραττομένων μου, για πνευματική μου πάθηση, γι’ ανικανότητά μου να φροντίζω το συμφέρον μου κ.α..
Και στα δυο δικόγραφα, εγώ ο Λάσκος Κωστορίζος ήμουν ο εναγόμενος και ενάγοντες ο γιος μου Αλέξανδρος και η σύζυγός μου και μητέρα του, Πελαγία Κωστορίζου.
Μάλιστα επεσήμαιναν ότι η δωρεά έπρεπε ν’ ανακληθεί, να προσβληθεί, διότι ήμουν θύμα εκμετάλλευσης και κατασκευασμένος φιλάνθρωπος. Επίσης, λόγω του πάθους μου για φιλανθρωπία και εξ αιτίας της αγαθότητός μου και της πνευματικής μου πάθησης, δώρισα την κληρονομιά που τους ανήκε, σε ξένους. κλπ... κλπ..
Ο δικηγόρος μου με καθησύχασε λέγοντάς μου, πως κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο από τον Αλέξανδρο. όμως εμείς θα αντικρούσουμε τα όσα έλεγαν, τονίζοντας την απληστία τους. θα ισχυριστούμε την πλεονεξία των εναγόντων και θα αναφερθούμε στο ότι πέραν της αποκαταστάσής τους με την περιουσία που μέχρι τώρα τους έχεις δώσει, απαιτούν να την έχουν ολόκληρη. Θα επισημάνουμε την προσπάθειά τους να μειώσουν τον σύζυγο και πατέρα αναφέροντάς τον «ολιγοφρενή.»
Και άλλα πολλά έλεγε ο δικηγόρος, μα εγώ ήμουν ήδη λαβωμένος από τις κατηγόριες του παιδιού μου και της μητέρας του.
Στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων πήγα με το δικηγόρο μου και το φίλο μου, το Δημήτρη.
Η Αίθουσα ήταν κατάμεστη, ήταν γεγονός για το Μονομελές δικαστήριο της Καλαμάτας να βρίσκεται ο Αλέξανδρος Κωστορίζος ως ενάγων και εναγόμενος ο πατέρας του.
Είπε πολλά ο δικηγόρος του Αλέξανδρου καθώς και ο ίδιος, κι άλλα τόσα ο δικηγόρος μου.
Όμως εγώ κοιτούσα το παιδί μου, είχα τόσο πολύ καιρό να το δω. Οι άσπρες τρίχες στόλιζαν τα κροτάφια του και καθώς αγόρευε βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν το μέτωπό του. Ήταν πολύ όμορφος, εύγλωσσος, σίγουρα θα κέρδιζε τη δίκη. Το κοινό ήταν μαζί του. Οι δικαστάδες τον άκουγαν με προσοχή. Σίγουρα ήξερε τους νόμους καλά και αναφερόταν σε άρθρα και αρθράκια, που οι δικαστές θα ‘πρεπε να τα μελετήσουν καλά πριν αποφανθούν.
Πολύ θα ‘θελα να βγει το παιδί μου νικητής, πολύ θα ‘θελα να μην το πληγώσω. Γιατί Θεέ μου να ‘μαι εγώ εκείνος, που του προκάλεσε τέτοιο μένος, τόση στενοχώρια.
Σχεδόν δεν άκουγα τι έλεγε, μόνο τον κοιτούσα, τον κοιτούσα με θαυμασμό κι αγάπη. Πόσο λαχταρούσα να τον σφίξω στην αγκαλιά μου, να του πω πόσο πολύ τον αγαπάω. Πόσο λαχταρούσα να του χαϊδέψω τα κατσαρά του τα μαλλιά, πόσο λαχταρούσα να το φιλήσω αυτό το παιδί που μου στέρησε τόσα χρόνια την παρουσία του, τη φωνή του.
Ξάφνου, ένιωσα να με πετροβολάει το παιδί μου μαζί με τη μητέρα του. Από το πετροβόλημα τα μάτια μου δεν έβλεπαν σχεδόν, ήταν ανακατεμένα με δάκρυα κι αίμα. Η μια πέτρα έγραφε «όλο το χωριό τον ξέρει κύριε πρόεδρε, ότι δεν έχει σώας τα φρένας, σαλό τον φωνάζουνε». Η άλλη «κύκλωπας», η άλλη «μοιχός», η άλλη «είναι ή δεν είναι ολιγοφρενής ένας άντρας πενηντάρης να αφήνει τη συνομίληκη σχεδόν γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του, για μια γριά γυναίκα εξήντα πέντε χρονώ;» .....-
Ευγενία Μακαριάδη
pm224567@gmail.com

------------------------------------------------------------------------------------------
 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ " Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΕΝΑΖΙΡ" ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ.

Η Μπεναζίρ συνέχισε το ταξίδι της, κρατώντας το κλαδί του δέντρου πάνω απ’ το κεφάλι της. Αν και ο ήλιος ήταν ακόμη ζεστός, όταν κοιτούσε ψηλά στον ουρανό διέκρινε πλήθος από πουλιά να φεύγουν όλα μαζί για άλλες χώρες.

« Ο χειμώνας πλησιάζει., πρέπει να βιαστώ…», σκέφτηκε και επιτάχυνε το βήμα της.

Στιγμές αργότερα αντίκρισε ένα παράξενο μέρος. Πλησίασε σιγά – σιγά, παρατηρώντας μια συστάδα από δέντρα, που τα μισά φύλλα τους ήταν κιτρινισμένα.
Λίγο πιο πέρα, χαρούμενες νεράιδες με πλουμιστά χρώματα στα φτερά τους, πετούσαν πάνω από ένα μικρό ποτάμι που διέσχιζε κατά μήκος το μικρό δάσος.
Σαστισμένη καθώς ήταν, πλησίασε για να θαυμάσει από κοντά τα πανέμορφα φτερά τους. Έμοιαζαν σαν να είχαν εγκλωβίσει μέσα τους, τα χρώματα ενός ουράνιου τόξου.

Υπήρχε όμως κάτι που την παραξένεψε. Γύρω από αυτήν, βρίσκονταν διάσπαρτα λουλούδια, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα χρώμα απάνω τους. Τα πέταλα τους ήταν άχρωμα, σχεδόν διάφανα.

« Ποιά είσαι εσύ;» ακούστηκε ένας μακρόσυρτος ήχος που έμοιαζε περισσότερο σαν σφύριγμα.

Η μικρή ανεμώνη, κοίταξε γύρω ξαφνιασμένη και είδε μια ιτιά να κουνάει μελαγχολικά τα φύλλα της δεξιά - αριστερά.

« Είμαι η Μπεναζίρ και έρχομαι από τη Χώρα των Ανθών. Ταξιδεύω με σκοπό να βρω μια άλλη χώρα για να ζήσω ήρεμη και ευτυχισμένη».

« Ναι, έμαθα τι συνέβη στην όμορφη πατρίδα σου. Έχεις κάνει αρκετό ταξίδι, αλλά θα πρέπει να προλάβεις να φτάσεις στον προορισμό σου προτού σε πιάσει ο χειμώνας. Αλήθεια, έχεις ιδέα για το που μπορείς να πας;» αποκρίθηκε με περιέργεια η ιτιά που στεκόταν αντίκρυ της.

« Δυστυχώς δεν γνωρίζω που πάω. Είμαι σίγουρη όμως ότι δεν θα σταματήσω μέχρι να βρω αυτό που θα κάνει την καρδιά μου να φτερουγίσει και πάλι από χαρά», απάντησε και έσκυψε το κεφάλι της.

« Άκουσε με και δώσε προσοχή σε αυτό που θα σου πω. Πάρε αυτά τα δύο φύλλα και εάν ακούσεις το τραγούδι των νεραϊδών, βάλε τα στα αυτιά σου. Μην τις αφήσεις να σου κλέψουν τα χρώματα σου. Και τώρα φύγε γρήγορα από δω», είπε ανυπόμονα η ιτιά και γύρισε τον κορμό της προς το ποτάμι.

Η μικρή ανεμώνη έμεινε να την κοιτάζει απορημένη. Μα για ποιο τραγούδι μιλούσε η ιτιά; Και τα χρώματα…Άραγε γι’ αυτό όλα τα λουλούδια ήταν άχρωμα;
Προτού προλάβει να τελειώσει τις σκέψεις της, μια αιθέρια μελωδία άρχισε να ξεχύνεται τριγύρω και να αγκαλιάζει σαν πέπλο την επιφάνεια της λίμνης και τα πλάσματα εκείνου του τόπου.

Έστρεψε το βλέμμα της και είδε την ιτιά που της μιλούσε νωρίτερα. Το χρώμα των φύλλων της ξεθώριαζε σιγά – σιγά και μια κίτρινη απόχρωση απλωνόταν πάνω τους.

Ξάφνου, ένιωσε το κεφάλι της να βουίζει σαν να της είχαν κάνει επιδρομή δεκάδες μέλισσες. Τα πόδια της ακινητοποιήθηκαν βαθιά μέσα στο χώμα, θαρρείς πως είχαν βγάλει ρίζες.

« Μα τι μου συμβαίνει; Δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια μου. Βοήθειαα», φώναξε αλλά οι λέξεις παγιδεύτηκαν μέσα στο στόμα της.

Τότε θυμήθηκε τα λόγια του δέντρου και αμέσως τύλιξε τα φύλλα και τα έβαλε στα αυτιά της.
Δεκάδες λουλούδια μαραίνονταν και τα φύλλα των δέντρων, έχαναν το χρώμα τους μέχρι που έπεφταν ξερά στο χώμα. Πλήθος από νεράιδες στροβιλίζονταν σε ένα τρελό χορό και τα χρώματα στα φτερά τους όλο και πλήθαιναν και λαμπίριζαν σαν μικρές φεγγαραχτίδες.
Έπρεπε να φύγει γρήγορα από αυτό το αλλόκοτο μέρος.

Προς μεγάλη της έκπληξη έγινε κάτι που την ξάφνιασε. Η ιτιά που στεκόταν αντίκρυ της, άπλωσε ένα από τα γυμνά κλαδιά της και το τύλιξε γύρω από τα πόδια της Μπεναζίρ, μέχρι που αυτά ελευθερώθηκαν μέσα από το χώμα.

« Φύγε γρήγορα…», παρακάλεσε το δέντρο και οι λέξεις βγήκαν άηχες από τα χείλη του, κυματίζοντας σαν μικρές πεταλούδες. Η τρομαγμένη ανεμώνη, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να γυρίσει ούτε μια φορά το κεφάλι της πίσω. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ
 chr_x74@yahoo.gr


------------------------------------------------------------
Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή "Απόπλους Εαυτού" του Μάριου Μητσιάνη

Τίτλος : "Συλλαβίζοντας την ..."
"Τα μάτια μου...

Αφού σύρθηκαν στο πάτωμα
σα λαβωμένος απ'το πόλεμο στρατιώτης
με τραύματα
αγιάτρευτα κόκκινα βαριά
ή
σαν καταραμένο απ'τη φύση ερπετό
ψάχνοντας πέτρας ράγισμα
για να κουλουριαστεί
εντός της

σε μια γωνία σκάλωσαν
κι αρχίσαν αναρρίχηση
μετρώντας
βάναυσα
εκατοστό προς χιλιοστό
τον κρύο λερωμένο τοίχο.

Κι όταν μετά
από ώρα απροσδιόριστη
σκαρφάλωσαν
στο επιθυμητό το ύψος
του παγωμένου ντουβαριού
άρχισε άλλος παρεμφερής
αγώνας των αισθήσεων
μέσα σε έκταση αχανή
μια παντελής έλλειψη ταξινόμησης
εικόνων
εξαιτίας
της ακατάπαυστης
κι ακατανίκητης ορμής
του αρμυρού νερού
των οφθαλμών μου...

Κι έπειτα η ψυχή μου
στο λευκό κελί της μοναξιάς
τιμωρημένη σε εκείνη τη γωνία
ψέλλισε
τη
λέξη
ΕΝΟΧΕΣ..."

Μάριος Μητσιάνηςmariosmitsianis@hotmail.gr
-------------------------------------------------------------------
Από την ποιητική εγκυμοσύνη της Ελένης Μανιωράκη

ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ ΗΡΩΩΝ

Εγερθείτε απ’ τους τάφους σας Σαλαμίνος γενναίοι,
Λεωνίδα, Αλέξανδρε, Πλαταιών ημιθέοι, 
απ’ τον τύμβο περάσετε του Μαραθώνα
και ξυπνήστε τούς Έλληνες του 5ου αιώνα.

Απ’ τ’ Ολύμπου τις κρύπτες τούς Θεούς ξεσηκώστε
του εικοσιένα το λάβαρο στις μνήμες σας ζώστε.
Απ’ τις πλαγιές της Ηπείρου τούς νεκρούς αναστήστε,
του σαράντα του ΟΧΙ στους ώμους κρατήστε.

Κι ελάτε να δείτε τού φωτός την κοιτίδα
στ’ απόσπασμα έστησαν τη γλυκιά μας πατρίδα
και ξένοι ορίζουν των παιδιών της τις τύχες
με το σύνθημα «Έλληνα να ξεχάσεις ό,τι είχες»

Δεν ξεχνιέται αγνώμονες ιστορία αιώνων
Δεν πετιούνται στ’ αζήτητα κατακτήσεις αγώνων.
στα κύτταρα τ’ Έλληνα οι μνήμες κοιμούνται
και σ’ ώρες κινδύνου σαν θεριά ξεπετιούνται.

Σάν το φως τ’ Απολλώνιο το σκότος σκιάζει
η φωνή τού αδούλωτου «ΑΕΡΑ» φωνάζει
για ν’ απλώσει και πάλι όπως άπλωνε πρώτα,
στα σκοτάδια του κόσμου αστραπόφεγγα φώτα.

ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ ΕΛΕΝΗ (δασκάλα) elmanioraki@gmail.com 
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Απόσπασμα του μυθιστορήματος "Η αποκάλυψη του μυστικού" του Ανδρέα Αλμάλη

Μιχαήλ δεν βρήκε τον Μήτρο Λιάκο στην επόμενη επίσκεψή του. Είχε αφήσει τον Γκρόγκερα στο πόδι του. Σχεδόν όλοι τους ζούσαν τον πυρετό της προετοιμασίας τους για το μεγάλο γιουρούσι των ρωμιών. Εκείνη την ημέρα έπρεπε να συνοδεύσει τον Θάνο και τον Λιάγκο μέχρι τους Παζαρλάδες. Ο ίδιος, που ήταν και ο μικρότερος, θα ερχόταν σε επαφή με κάποιον στο χωριό ο οποίος θα τους οδηγούσε στα λημέρια του Γάτσου και του Μπίνου. Ο τελευταίος ήταν γνωστός του γκαβο-Ζαφείρη από παλιά. Στην ουσία ο Θάνος μετέφερε τις απόψεις του καπετάν-Διαμαντή και την έκκληση του Εμμανουήλ Παππά για βοήθεια. Ο Γάτσος συμφωνούσε μαζί του. Ο ίδιος θα έπρεπε να υπερασπιστεί το μετερίζι του. Αλλά ο Μπίνος προσφέρθηκε να συνταχθεί κι αυτός με τους άντρες του στο σώμα βοήθειας που θα έστελναν οι Ολύμπιοι. Έτσι μαζί με την βοήθεια και των άλλων οπλαρχηγών το σώμα των εθελοντών που στάλθηκε στον Εμμανουήλ Παππά έφτανε τα 400 παλικάρια. Πολλοί δεν ήταν. Ήταν όμως όλοι τους αποφασισμένοι να πεθάνουν κι όλοι τους άντρες με καλή κατάρτιση στ’ άρματα και την τεχνική του κλεφτοπολέμου. Μια τεχνική που κάνει δυσανάλογο τον συσχετισμό των δυνάμεων. Αφού κάνει τους λίγους εξίσου ισχυρούς με τους πολλούς. Σε αναλογίες που κυμαίνονται από ένα προς είκοσι, μέχρι έναν προς εκατό. Ανάλογα το βαθμό της αυταπάρνησης που ΄χει ο καθένας στην καρδιά του.
Πίσω στα λημέρια των κλεφτών η στρατολόγηση των νέων δεν ακολουθούσε πλέον την αυστηρότητα των Φιλικών της πρώτης περιόδου. Με εντυπωσιακά αποτελέσματα αυτή τη φορά. Μόνον στο σώμα του Μήτρου Λιάκου οι κλέφτες, έφταναν τους εβδομήντα, από τους οποίους κάπου πενήντα από αυτούς έφεραν άρματα. Ο Γκαμούτσος είχε προσχωρήσει στο σώμα του Γάτσου, ενώ ο Σαπέρας, λίγο μετά την ανάρρωση του τραύματός του, ενώθηκε με τους αρματολούς των Σερβίων. Είχε μια κάτι βερεσέδες με τους αρβανίτες που του την έστησαν κι ήθελε να τα εξοφλήσει. Ο Σκορδάς ακολουθούσε τον Μήτρο σε όλες τις επαφές του κι έτσι στην ιεραρχία απέμενε ο Γκρόγκερας και ο Θάνος να τον αντικαθιστούν όποτε απουσίαζε.

Ο Λιάγκος είχε αφήσει για αρκετές μέρες τη χώρα κι έμενε με τους κλέφτες βοηθώντας τους όπου υπήρχε ανάγκη. Ευτυχώς γι’ αυτόν η Σταματίνα τον ειδοποίησε έγκαιρα πως ο Γιελέκ ετοιμαζόταν να κινηθεί κατά της οικογένειάς του και η επανεμφάνισή του ανέτρεψε τις προθέσεις του. Ο Βλαχοκώστας όμως έμαθε και κάτι άλλο. Πως στην Θεσσαλονίκη ήδη ξεκίνησαν ενέργειες για να αποτρέψουν τυχόν ξεσηκωμούς στην περιοχή τους. Τούτο το χαμπέρι επιτάχυνε αρκετά τα γεγονότα που ακολούθησαν.

Κόντευε άνοιξη και οι κλέφτες θα έπρεπε από μέρα σε μέρα να ανηφορίσουν για τα λημέρια τους πιο ψηλά στο βουνό. Λίγο πριν γίνει αυτό ο Μιχαήλ και ο Θάνος βρέθηκαν μόνοι τους να βαδίζουν κάπου στον Κάτω Όλυμπο για να ανταμώσουν τους αρματολούς της Ραψάνης. Μετά θα τον άφηνε κάπου στην Καρυά να επιστέψει στον Λυσσά. Ο Θάνος ήταν πιο ομιλητικός μαζί του. Του εξηγούσε εν συντομία πώς είχε η κατάσταση για τους κλέφτες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η οποία ασφαλώς και θα ήταν κατά πολύ καλύτερη αν υπήρχε ο οπλισμός που χρειαζόντουσαν. Δηλαδή παράδες.

Ο Μιχαήλ ήθελε από καιρό να φανερώσει στους κλέφτες το μυστικό του Γκάρτσιου, αλλά δεν του άρεζαν δύο πράγματα σε αυτό. Το ένα ήταν να μαρτυρά και το άλλο να κλέβει. Από την άλλη όμως ήταν παράδες κλεμμένοι, που αυτός ποτέ δεν είχε σκοπό ν΄ αγγίξει. Το πάλευε αρκετά χρόνια στο μυαλό του και τώρα θεώρησε πως ήταν μια καλή ευκαιρία να το αποκαλύψει. Του το είπε απλά.

Ξέρω πού κρύβει ο μουχτάρης ο Γκάρτσιος τη σερμαγιά του.

Πού; Τον ρωτάει απορημένα ο Θάνος.

Σε μια κρύπτη πιο ψηλά από την Πάνω Τσουκνίδα.

Ο Θάνος σταματά.

Στάσου. Εννοείς πιο κάτω από τα Πελεκούδια, σε μια σπηλιά μ΄ ένα βράχο στη βάση του;

Ναι, έτσι κάπως, του λέει ο Μιχαήλ.

Που έχει μια πέτρα στο πλάι, δεν είναι;

Ναι, του ξαναλέει ο Μιχαήλ.

Ο Θάνος αρχίζει και γελά.

Ο Γκάρτσιος ζήταγε απ’ τον πατέρα μου να του αγοράσει ένα χωράφι. Ο μακαρίτης ήξερε πως θα του το ΄παιρνε κοψοχρονιά και για να κερδίσει χρόνο του’ πε τάχα πως ήξερε τη σπηλιά που φύλαγε τον θησαυρό του ένας αρματολός. Την είχε ανακαλύψει τυχαία όταν ήταν ακόμη μπαλτατζής στο βουνό και του το ΄πε. Φυσικά τίποτε δεν υπήρχε εκεί. Αλλά αυτό τον έκανε να μας δώσει κάτι παραπάνω για το κτήμα. Ο γερο-Ντάβουλας –καλή του ώρα- το μόνο που έκανε, ήταν να φροντίσει να μη φαίνεται από μακριά. Βρε τον Γκάρτσιο. Ώστε λοιπόν στην σπηλιά του Ντάβουλα κρατά την σερμαγιά του!

Αν εννοούμε την ίδια, τότε, ναι.

Αυτή πρέπει να ‘ναι, Μιχαλιό. Θα το εξακριβώσουμε αυτό. Αλλά όχι σήμερα. Να ΄σαι καλά ρε Μιχαλιό. θα μας χρειαστούν οι παράδες του.

Τον άφησε κάπου στον Μπεχτέ. Πριν ο Μιχαήλ πάρει το δρόμο της επιστροφής του, ο Θάνος έβγαλε ένα φυλακτό και το φίλησε.

Πες της Μορφούλας να ΄ναι περήφανη για τον άντρα και για τον γιο της. Πες της ακόμη πως θα το φορώ πάντοτε αυτό που μου ΄δωκε. Πρόσεξε. Μόνο στην Μορφούλα και σε κανένα άλλο, έτσι;

Τον αγκαλιάζει, τον φιλάει και του λέει:

Άιντε. Φεύγα τώρα και να μου την προσέχεις.

Πέντε βήματα πιο κάτω τον φωνάζει:

Μιχαήλ, ο Θεός μαζί σου καρντάση μ’.

Ο Μιχαήλ του ανταπέδωσε την φιλοφρόνηση, αν και απόρησε κάπως για το ύφος του. Ο Θάνος δεν του είπε πως σε δυο μέρες θα έφευγε κι αυτός με το σώμα του Μήτρου για την Κασσάνδρα. Για να αποφύγει στους συναισθηματισμούς. Ήθελε να ξαναδεί την μάνα του πριν φύγει. Αλλά αυτό πιο πολύ θα τον πόναγε, παρά θα τον βοηθούσε στην απόφαση που είχε λάβει. Άθελα του και πάλι τ θύμησή της έκανε τα μάτια του να βουρκώσουν. Έμεινε για λίγο να κοιτά τον μικρό που μάκραινε. Στην μνήμη του ήρθε και πάλι το πρόσωπό της. Θα ΄ταν στην ηλικία του Μιχαήλ όταν την έχασε. Και την ξανάδε μόλις για μια και μόνη φορά εκείνη την νύκτα της Κυριακούλας. Κρίμα που έσβησε το φως και δεν φωτίστηκε κι άλλο το πρόσωπό της ώστε να το τυπώσει για πάντα μέσα του. Ωστόσο είχε το φυλακτό της. Κι αυτό την ζωντάνευε μέσα του.
 Ανδρέας Αλάμλης 

-----------------------------------------------------------------
Απόσπασμα του μυθιστορήματος "Καλά Χριστούγεννα μαμά ! (Η υπόσχεση)" της Αννας Μανουηλίδου

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Καλέ μαμά μη κλαίς ! Δε πάω δα και στα ξένα ! Δύο στενά μας χωρίζουν !
ΕΛΕΝΗ: Αχ παιδάκι μου ! Παεί καιρός απο την τελευταία φορά που σε είδα για αυτό.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά έχεις δίκιο...πρέπει να σε επισκέπτομαι συχνότερα ! Αλλά να...όλο και κάτι συμβαίνει, ολο και κατι προκύπτει. Είναι και η δουλειά του Κώστα τέτοια που έχουμε συνέχεια υποχρεώσεις, τραπέζια, δείπνα και... καταλαβαίνεις !
ΕΛΕΝΗ: Ναι παιδί μου ! Αλοίμονο ! Πάνω απ’όλα η δουλειά.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Να ! Αυριο ας πούμε έχει πάρτυ η εταιρεία του και θα πάμε.
ΕΛΕΝΗ: Καλά να περάσετε κόρη μου.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ; Ευχαριστώ μαμά, θα σε πάρω να τα πούμε...συγγνώμη που φεύγω τόσο βιαστικά αλλα πρέπει να φύγω. Ο.Κ. ;
ΕΛΕΝΗ : Kαλό βράδυ παιδί μου.
Την επομένη χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει η Ελένη.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά ! Τι κάνεις ;
ΕΛΕΝΗ: Καλά παιδί μου εσυ τι νέα ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Περάσαμε τέλεια χθές στο πάρτυ.
ΕΛΕΝΗ: Πάρτυ ; Ποιό πάρτυ ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Καλέ το πάρτυ που σου είπα οτι θα πάμε με το Κώστα...το ξέχασες ;
ΕΛΕΝΗ: Αχ...ναι παιδί μου ! Πως περάσατε;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Σου είπα τέλεια ! Σήμερα θα παω να δω την Αγγελική που γέννησε. Κοριτσάκι !
ΕΛΕΝΗ: Αααα πολύ ωραία ! Να της ζήσει.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Θα περάσω μετά το νοσοκομείο να σε δώ εντάξει ; Θα είσαι σπίτι ;
ΕΛΕΝΗ: Που να πάω βρε παιδί μου ! Σπίτι θα είμαι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Εντάξει λοιπόν θα έρθω.

Τρεις ώρες αργότερα....
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (βάζει το κλειδί στη πόρτα, μπαίνει στο σπίτι) Μαμά ! Ήρθα ! Μαμά ?
ΕΛΕΝΗ. Ήρθες Χριστινάκι μου ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι μαμά ήρθα ! (αφήνει τη τσάντα της στο καναπέ) Καλά η μπέμπα, μια γλύκα ! Τι να σου λέω ! (βγάζει το πανωφόρι της)
ΕΛΕΝΗ. Μπέμπα ; (μισοκλείνει τα μάτια) Ποιά μπέμπα ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά ! Δε θυμάσαι που σου είπα οτι θα πάω στο νοσοκομείο να δω το μωρό της Αγγελικής που γέννησε ;
ΕΛΕΝΗ: .................(σιωπή) Παιδί μου...δε θυμάμαι...μπορεί και να μου το είπες...αλλα δεν .....δεν το θυμάμαι. Θέλεις τσάϊ ; Έχω φτιάξει τσάϊ!
Η Χριστίνα έχει μείνει να την κοιτάζει με ενα απορημένο ύφος ενώ η μητέρα της οδεύει προς την κουζίνα.
Έχοντας πιεί το τσάι τους, η Χριστίνα κάνει να φύγει.
ΕΛΕΝΗ: Κάτσε λίγο να σε δω βρε παιδάκι μου ! Ξέρεις εγω ποτέ δεν σε πίεσα για οτιδήποτε αλλα δεν σε βλέπω και καθόλου !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά...σου υπόσχομαι οτι θα έρθω σύντομα. Απλά πρέπει να φύγω σφαίρα, έχω μαγείρεμα, σίδερο...θα έρθει και ο Κώστας απο τη δουλειά κουρασμένος....μη δει οτι λείπω απο το σπίτι !
ΕΛΕΝΗ: Ναι παιδί μου ! Αλοίμονο. Τώρα έχεις μπει και εσυ στα «βάσανα» ! Δε θέλω να γίνομαι αιτία....
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμα ! Τι ειναι αυτά που λες ! Απλά δεν μπορώ να μείνω πολύ ώρα ! Αυτό είναι όλο ! Μη ξεχνάς οτι έρχονται τα Χριστούγεννα..τις γιορτές θα τις περνάμε μαζί κάθε ημέρα ο.κ. ?
ΕΛΕΝΗ: Εντάξει παιδί μου ! Στο καλό να πας ! Η Παναγιά μαζί σου !
Η Ελένη είδε την πόρτα του ασανσέρ να κλείνει, καθισε στο σαλόνι...άνοιξε την τηλεόραση και αλλαζε τα κανάλια...χωρίς ουσιαστικά να βλέπει τίποτα. Εξαντλημένη έπεσε για ύπνο.
Την επόμενη ημέρα χτυπάει το τηλέφωνο:
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά ! Τι κάνεις ;
ΕΛΕΝΗ: (με φωνή που ίσα που ακούγεται) Χμ...καλά παιδι μου !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά ! Τι έχεις ; Εξαντλημένη σε ακούω.
ΕΛΕΝΗ: Δεν ξερω παιδί μου. Νιώθω μια κούραση.....αν και δεν έκανα δουλειές...απο το πρωί σέρνομαι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Θέλεις να έρθω ; Θέλεις κατι ;
ΕΛΕΝΗ: Όχι παιδί μου. Θα μου περάσει ! Εσύ καλα ; Άσε με εμένα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (κομπιαστικά) Εεεεε....καλα ! Ναααα...ήθελα να σου πω....Εεεε....την παραμονή των Χριστουγέννων....
ΕΛΕΝΗ: (με λαχτάρα) Ναι !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (ξεροκαταπίνει) Ε...μας κάλεσε ο εργοδότης του Κώστα για φαγητό...και...πρέπει να πάμε μαμά. Εεεε...ξέρω οτι σου είπα οτι θα είμαστε μαζί...αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε...καταλαβαίνεις! Ειδικά τώρα που το μοναδικό μας εισόδημα είναι απο την εταιρεία του Κώστα....θα έρθω πριν και μετά το φαγητό....σου το υπόσχομαι!
ΕΛΕΝΗ: (με βραχνή φωνή, εμφανώς στεναχωρημένη) Παιδί μου ! Ό,τι θέλετε θα κάνετε ! Δεν θέλω εγώ να είμαι εμπόδιο! Άλλωστε μπορεί να με καλέσει και η Καίτη απο δίπλα να πούμε τα χρόνια πολλα οπότε μην ανησυχείς για εμένα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμα ! Σίγουρα ; Χίλια συγγνώμη ρε μαμα ! Μετα το φαγητό θα έρθουμε άμεσως να σε δούμε εντάξει ;
ΕΛΕΝΗ: Ναι παιδί μου μην ανησυχείς ! Και τώρα σε κλείνω γιατί είμαι πολύ κουρασμένη. Θα τα πούμε σύντομα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (με παράπονο) Μαμααα !
Το τηλέφωνο είχε κλείσει πριν προλάβει η Χριστίνα να πει οτιδήποτε.
Παραμονή Χριστουγέννων η Χριστίνα επισκέπτεται την μητέρα της το μεσημέρι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά ! Καλά Χριστούγεννα ! (την αγκαλίαζει, τη φιλάει)
ΕΛΕΝΗ: Καλά Χριστούγεννα Χριστινάκι μου !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Σου πήρα κάτι...(της δίνει ενα πακέτο) ελπίζω να σου αρέσει.
ΕΛΕΝΗ: Δε σου είπα να μη ξοδεύεσαι ; Είσαι άνεργη παιδί μου !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Από εμένα και τον Κώστα είναι μαμά. Άνοιξέ το.
Η Ελένη έσκιζε το περιτύλιγμα με την αγωνία ενός μικρού παιδιού.
ΕΛΕΝΗ: Αχ είναι πανέμορφο ! Και ήθελα ένα μεγάλο κασκόλ !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Δεν είναι τίποτα σπουδαίο αλλά...
ΕΛΕΝΗ: ΕΣΕΙΣ για εμένα είστε σπουδαιοι ! Είστε τα παιδιά μου. Τι σημασία έχουν τα δώρα. Μη ξοδεύεστε για εμένα όμως εντάξει ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι βρε μαμάαααα.... Λοιπόν το βράδυ....(δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τη φράση της)
ΕΛΕΝΗ: Α! Ναι το βράδυ τι ώρα θα έρθετε ; Έχω φτιάξει φαγητό.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (σιωπή)..........Εεεε...μαμα....σου είχα πει οτι θα πάμε στο σπίτι του εργοδότη του Κώστα για φαγητό. Δεν θυμάσαι ;
ΕΛΕΝΗ: (εκνευρισμένα) ΤΙ ! Πό πόττε μου το είπες ? Εεε (δυσκολευεται) εγώ έκατσα και μαγείρεψα....
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (τη διακόπτει απότομα) Μαμά τι έχεις παθει ; ΧΘΕΣ μιλήσαμε ! Σου ζήτησα συγγνώμη αλλα δεν μπορούμε να αρνηθούμε, θα έρθουμε μετά το φαγητό δε σου είπα ;
ΕΛΕΝΗ: (μισοκλείνει τα μάτια σε μια προσπάθεια να θυμηθεί)Εεεεε...δεν θυμάμαι παιδί μου ! Τι είπαμε χθες;
Η Χριστίνα αναστέναξε με τη μοιρολατρία δασκάλας που δεν την υπακούν οι μαθητές της !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά ! Δεν είπαμε οτι μπορεί να πας στην Καίτη...και οτι εγω επειδή έχω αυτη την υποχρέωση θα έρθω να σε δω αργότερα.
ΕΛΕΝΗ: (σκέφτεται) Δεν θυμάμαι...ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ (φωνάζει)
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά ηρέμισε ! Η καρδιά σου ! Εαν θες λέω στον Κώστα να παει μόνος του ! Θα κάτσω εδώ μαζί σου.....
ΕΛΕΝΗ: (σκύβει το κεφάλι, βγάζει ενα συρτό αναστεναγμό) Όχι παιδί μου ! Δεν ξέρω τι έχω πάθει. Τελευταίως ξεχνάω έυκολα...δεν ξέρω...δεν (κομπιάζει)...Πήγαινε ...πήγαινε στον άνδρα σου. Εγώ θα πάω στην Καίτη.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά, θα μείνω μαζί σου τελείωσε !
ΕΛΕΝΗ: Φύ φύγε σου λεω....αντε ! Μην ανυσηχείς για εμένα !
Η Χριστίνα έφυγε, έπρεπε να προλάβει το δείπνο. Η Ελένη έμεινε σπίτι καθώς η Καίτη είχε ήδη κανονίσει να πάει στα παιδιά της στο χωριό.
Η Χριστίνα όλο το βράδυ ήταν ανήσυχη. Ο Κώστας της έριχνε κλεφτές ματιές στο τραπέζι...είχε αντιληφθεί οτι κάτι δεν πήγαινε καλα. Μετά το φαγητό συκώνονται απο το τραπέζι για ενα ποτό. Ο Κώστας την παραμερίζει σε μια γωνία:
ΚΩΣΤΑΣ: Τι έχεις ; Όλο το βράδυ δεν έχεις πει κουβέντα !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:. Άστο Κώστα. Δεν είναι η μέρα ούτε η ώρα. Θα σου εξηγήσω αργότερα....
ΚΩΣΤΑΣ: (ψιθυριστά) Τι συμβαίνει ρε Χριστίνα ! (εκνευρισμένα) Όλο το βράδυ έχεις κατι μούτρα μέχρι το πάτωμα !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Κώστα σου εξήγησα οτι η μάνα μου δεν ειναι καλα ! Πως θες να’μαι ?
ΚΩΣΤΑΣ: Μπορείς να προσποιηθείς τουλάχιστον οτι περνάς καλα; Αυτοί (δείχνοντας τους συναδέρφους του) είναι οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύω ! (ειρωνικά) Κάνε λίγο υπομονή και εσύ πια ! Θα πάμε στη μάνα σου ...μη φοβάσαι !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (ριχνοντας του μια ματιά όλο απέχθεια) Μη φοβάμαι ! Δεν φοβάμαι Κωστάκη ! ΕΣΥ πρέπει να φοβάσαι !
ΚΩΣΤΑΣ: Με απειλείς ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (προσπαθώντας να συγκρατήσει τα και τον τόνο της φωνής της) Κώστα ! Δεν είναι ούτε η μέρα, ούτε η ώρα να τσακωθούμε ! (απότομα) Δικαιολόγησέ με στους συναδέρφους σου. Πάω ΤΩΡΑ στη μητέρα μου ! Με έχει περισσότερο ανάγκη !
Πάει να φύγει....
ΚΩΣΤΑΣ: Εαν φύγεις θα γίνει....
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (χαμογελάει ειρωνικά) Τι θα γίνει Κωστάκη; Δε σε παίρνει να κάνεις αυτό που σκέφτηκες μπροστά σε όλους ! Τι θα σκεφτούν οι συνάδερφοί σου εαν μάθουν οτι σηκώνεις χέρι στη γυναίκα σου ;
ΚΩΣΤΑΣ: (με απολογιτικό ύφος) Εγώ...δεν....
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:. Ξέρω....ξέρω...εσύ «δεν» Ποτέ δεν ήθελες να κάνεις κάτι τέτοιο. Και πάντα ερχόσουν «μετανιωμένος» ζητώντας συγγνώμη. Τι να την κάνω τη συγγνώμη σου Κώστα ; Τι να την κάνω ;
ΚΩΣΤΑΣ: Δε νομίζεις οτι δεν είναι ώρα τώρα να συζητήσουμε κατι τέτοιο ; Όταν πάμε σπίτι...
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:. Για εσένα ποτέ δεν ήταν ...η ώρα να συζητήσουμε κάτι τέτοιο. Μόνο που αυτό «κάτι τέτοιο» που λες εσύ εμένα με πέθαινε μέρα με τη μέρα. Την πρώτη φορά φαντάσθηκα οτι απλά το έκανες πάνω στα νεύρα σου. Τη δεύτερη φορά με εκανες να πιστέψω οτι έφταιγα ΕΓΩ που με χτύπησες. Τις επόμενες φορές είχα πια αδειάσει ! Είχα αδειάσει μέσα μου τόσο πολύ που δεν είχα ούτε το σθένος να αμυνθώ !
ΚΩΣΤΑΣ: Χριστίνα σε παρακαλώ ! Δεν είναι ώρα τώρα.....λείπουμε και τόση ώρα απο το σαλόνι ! Όταν πάμε σπίτι θα μιλήσουμε και θα.....
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (της ξεφεύγει ενα ειρωνικό γελάκι, σαν να του λεει «είσαι αδιόρθωτος») Μάλιστα ! «Λείπουμε ώρα απο το σαλόνι» ; Δεν λείπουμε (τονίζει το «με») ! Λείπεις ! Καιρό τώρα δεν υπάρχει το «εμείς» αλλά μόνο το «εγώ». Δηλαδή ο εαυτούλης σου. Και δεν θα ΠΑΜΕ σπίτι...θα πας. Εγώ δεν θα έρθω. Δεν θα έρθω ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ !
ΚΩΣΤΑΣ: Τι...τι εννοείς...δεν θα....
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, η Χριστίνα ήδη είχε φορέσει το πανωφόρι της και χαιρετούσε τους προσκεκλημένους ζητώντας τους συγγνώμη για την ξαφνική αποχώρησή της. «Κάποιο σημαντικό θέμα στο σπίτι» τους είπε και έφυγε !
Στο δρόμο για το σπίτι της μητέρας της έκλαιγε...
Δεν ήξερε όμως εαν ήταν για τον χωρισμό της απο έναν άνδρα που κάποτε αγάπησε πραγματικά ή για το χαμένο χρόνο μακρυά απο τη μητέρα και τους φίλους της εξαιτίας αυτού του άνδρα που στο τέλος αποδείχθηκε ανδρείκελο !
Τα συναισθήματά της ήταν πολύ μπερδεμένα, αλλά προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Δεν ήθελε να την δει η μητέρα της να κλαίει.
Έφθασε στο σπίτι, ανοίγει την πόρτα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά ;
Η Ελένη είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:. Μαμά ! (την ακουμπάει στο μπράτσο, η Ελένη ξυπνάει)
ΕΛΕΝΗ: Χριστινάκι μου ήρθατε ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (προσπαθώντας να μη δείξει την στεναχώρια της) Ήρθα μαμά. Ήρθα...
ΕΛΕΝΗ: Που είναι ο Κώστας ? Παρκάρει ε? Που να βρείς παρκινγκ εδώ παδι μου ! Αστα, πρόβλημα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ο Κώστας έπρεπε να μείνει στο δείπνο. Θα παίζανε και χαρτάκι μετά το φαγητό και...ξερεις τώρα εγώ δεν τα γουστάρω αυτά.
Δεν ήταν η καταλληλη στιγμή να της πει για τον χωρισμό της. Κοιτάει το κινητό της, 18 αναπάντητες ! «Μάταια Κωστάκη...πέταξε του πουλάκι» σκέφτηκε και γύρισε στη μητέρα της.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μαμά άντε θα ανοίξεις κανενα κρασάκι να πούμε τα χρόνια πολλά ;
ΕΛΕΝΗ: Να ανοίξω παιδί μου ! Έχω φτιάξει και φαγητό που σου είπα. Θα φάμε ετσι ; Κρίμα που δεν είναι ο Κώστας εδω....
Η Χριστίνα χαμογέλασε συγκαταβατικά....ο χωρισμός της την είχε κάνει να ξεχάσει το πρόβλημα της μητέρας της. Αλλά δεν ήθελε να της χαλάσει το χατήρι. Είχε υπ’όψιν της να την πείσει να πάνε στο γιατρό μετά τα Χριστούγεννα.
Μέχρι τότε...θα έμενε μαζί της...δίπλα της....για όσο καιρό τη χρειαζόταν. Και αυτό ήταν μια υπόσχεση που δεν θα αθετούσε ποτέ !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι μαμά. Θα φάμε. Άνοιξε όμως πρώτα ενα κρασάκι να τσουγκρίσουμε.
ΕΛΕΝΗ: Ναι παιδί μου...να τσουγκρίσουμε.
Της εκτείνει το ποτήρι....
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Καλά Χριστούγεννα μαμά !
ΕΛΕΝΗ: Καλά Χριστούγεννα παιδί μου. Να είμαστε καλα !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:. Μαμά...σκέφτηκα, εαν θες και εσύ να μείνω εδώ μερικές ημέρες...μαζί σου.
Ήξερε κατα βάθος ότι το «μερικές ημέρες» που της είπεήταν ψέμμα για να την κάνει να πει το «ναι».
ΕΛΕΝΗ: Να....να μείνεις μαζί μου ? Παιδί μου ! Μείνε όσο θες αλλα ο Κώστας ; Θα τον αφήσεις μόνο του ; Mήπως συμβαίνει κατι μεταξύ σας παιδί μου και δε μου το λες ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (απο μέσα της): Aχ ρε μάνα ! Ολα τα καταλαβαίνεις
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (στη μητέρα της) Όχι ρε μάνα ! Ξεκόλα. Άστον τον Κώστα ! Τώρα μιλάμε εγώ κι εσύ. Θέλεις ναι ή όχι ;
ΕΛΕΝΗ: Αν θέλω λεει ! (τα μάτια της γέμισαν δάκρυα...δάκρυα χαράς)
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τέλεια...θα είναι σαν το παλιό καλό καιρό έτσι ;
ΕΛΕΝΗ: Ναι παιδί μου ....σαν το παλιό καλό καιρό !
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Καλά Χριστούγεννα μαμά ! (τσουγκρίζει το ποτήρι της με αυτό της μητέρας της)
ΕΛΕΝΗ: Καλά Χριστούγεννα παιδί μου !

Αννας Μανουηλίδου
amenonas17@gmail.com 

-------------------------------------------------------------------
Απόσπασμα από το διήγημα «Η Γυάλα» της Μαρίζας Κελεσίδου

Η Γυάλα

Είναι 08.15. Δεν ξέρω να διαβάζω την ώρα, αλλά γνωρίζω πως καθημερινά όταν το ξυπνητήρι κουδουνίζει, δείχνει αυτά τα νούμερα. Άρα είναι πρωί και άλλη μια μέρα ξεκινάει γι’ αυτόν. Η μητέρα του έχει ήδη έτοιμο τον καφέ και το πρωινό του στην κουζίνα. Μετά από λίγο ακούω τον γνώριμο ήχο από τις παντόφλες της καθώς σέρνονται στο ξύλινο πάτωμα, να πλησιάζει και να ψιθυρίζει ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου του, «Ξύπνα αγόρι μου. Είναι ώρα να ετοιμαστείς για τη δουλειά». Τα τελευταία 10 χρόνια που ζω στο σπίτι, η κ. Ιουλία κάθε μέρα έρχεται το πρωί και λέει τα ίδια λόγια, την ίδια στιγμή.

«Το πρωινό σου είναι έτοιμο Γιωργάκη μου». Από τότε που έφερε στη ζωή τον μονάκριβο γιο της, δεν σταμάτησε να τον αποκαλεί Γιωργάκη. Στο Δημοτικό σχολείο όταν ήταν μικρούλης, στην εφηβεία μπροστά στους φίλους του, στο Πανεπιστήμιο, στο στρατό. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν ο Γιωργάκης της. Ακόμα και τώρα που έγινε άντρας, παρέμεινε ο Γιωργάκης γι’ αυτήν. Πάντα ήταν το επίκεντρο στη ζωή της, παραμέρισε τον άντρα της καθιστώντας τον ένα απλό διακοσμητικό στοιχείο στο σπίτι.

Σηκώνεται ο Γιωργάκης βαριεστημένος από το κρεβάτι και πλησιάζει το ενυδρείο μου. Λέω «μου» διότι κανένα άλλο από τα υπόλοιπα ψάρια δεν είναι τόσα χρόνια εδώ μέσα, είμαι το αγαπημένο του άλλωστε. «Καλημέρα Σωκράτη», λέει και μου ρίχνει ένα κομματάκι φαγητό. Δεν μπορώ να απαντήσω, ανοιγοκλείνω λίγο το στόμα μου μήπως βγει κάποτε κάποιος ήχος. Μετά από λίγο κάθεται στο τραπέζι και τρώει τα δημητριακά που του ετοίμασε η μητέρα του και πίνει το καφεδάκι του. «Είναι έτοιμο το τοστάκι μου;» ρωτάει. Και εκείνη του δείχνει με ένα νεύμα ότι βρίσκεται δίπλα στην τσάντα του. Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα το τοστάκι με τα φρέσκα υλικά, τυλιγμένο προσεκτικά στη ζελατίνα του, τον περίμενε. «Πήγε κιόλας εννέα» της λέει. «Με περιμένουν οι φοιτητές μου» συνεχίζει. Φοράει βιαστικά το παλτό του και κλείνει την πόρτα πίσω του.

Μείναμε οι δυο μας με την κ. Ιουλία. Το υπόλοιπο πρωινό συνεχίζεται με διάφορες δουλειές που κάνει στο σπίτι, ανοίγοντας την τηλεόραση και αφήνοντάς την να παίζει δίχως να παρακολουθεί. Αναρωτιέμαι μήπως η τηλεόραση παρακολουθεί τους ανθρώπους. Μήπως την ανοίγουν για να δει τι κάνουν; Γνωρίζει τι σκέφτονται και τους στέλνει εικόνες από αντικείμενα που θέλουν να αγοράσουν; Ίσως. Πάντως παρατηρώ πως όταν οι άνθρωποι παρακολουθούν αρκετή ώρα τηλεόραση αφοσιωμένοι, μετά από λίγο μένουν με μισάνοιχτο στόμα. Μήπως ο σκοπός της τηλεόρασης είναι να μετατρέψει τους ανθρώπους σε ψάρια;

Το μεσημέρι ήρθε μια φίλη της κ. Ιουλίας, η κουτσομπόλα κ. Μπέττυ και το εγγόνι της που δεν σταμάτησε να κολλάει τα χέρια και το πρόσωπό του στο τζάμι του ενυδρείου. Μάλλον είχανε αρκετό καιρό να τα πούνε, διότι η κ. Ιουλία της μιλούσε για το γιο της φυσικά. Ότι ήταν άριστος καθηγητής και υπέροχος άνθρωπος. Νοιώθει τόσο περήφανη και θέλει όλος ο κόσμος να γνωρίζει πόσο καταπληκτικός είναι ο μονάκριβός της. Βέβαια, πάντα στο τέλος αφήνει να βγει ένας αναστεναγμός – ίσως να είναι λίγο προσποιητός – και λέει τον καημό της. ''O Γιωργάκης μου, στα 36 του χρόνια δεν έχει βρει την κατάλληλη γυναίκα''.

Απ’ ότι θυμάμαι, όταν με είχανε φέρει από εκείνο το απαίσιο κατάστημα κατοικίδιων, ο Γιωργάκης είχε έρθει στο σπίτι μαζί με μια κοπέλα, τη Μαρία, για να την γνωρίσει η κ. Ιουλία. Η κοπέλα ήταν όμορφη, χαμογελαστή, ήσυχη και ήταν συμφοιτητές. Όμως ο Γιωργάκης, έπρεπε να είναι αφοσιωμένος στα μαθήματά του και όχι στα κορίτσια, σύμφωνα με την κ. Ιουλία. Tου έλεγε ότι είναι μικρός ακόμα για ''τέτοια''. Ο Γιωργάκης υπάκουσε στη μητέρα του και δεν ξαναείδαμε την κοπέλα. Άλλη μια φορά που ήρθε στο σπίτι με μια κοπέλα, τη Τζένη, ήταν όταν επέστρεφε από τις Μεταπτυχιακές σπουδές που έκανε στο Λονδίνο – μαρτυρικό το έτος εκείνο για την κ. Ιουλία. Η κοπέλα σπούδαζε για να γίνει ηθοποιός. Η κ. Ιουλία δεν την είδε με καλό μάτι. Φορούσε κολλητά ρούχα, είχε κάτι σύρματα στη μύτη της και πορτοκαλί μαλλιά, όμως το βλέμμα της ήταν καθαρό και ευγενικό. Μετά από μερικές σύντομες κουβέντες με το γιο της – «Πρέπει να αφοσιωθείς στην καριέρα σου, έχεις και το στρατιωτικό, πού θα αφήσεις την κοπέλα;»- δεν την ξαναείδαμε.. Η τρίτη και τελευταία απόπειρα του Γιωργάκη να συστήσει μια κοπέλα στη μητέρα του, έληξε άδοξα πριν ξεκινήσει. Η συγκεκριμένη, που ούτε το όνομά της έμαθα, τηλεφωνούσε στο σπίτι και μιλούσε πολλές ώρες με το Γιωργάκη. Η κ. Ιουλία τον ανάγκασε να της πει ότι τον πρώτο χρόνο που δίδασκε στο Πανεπιστήμιο με την ιδιότητα του λέκτορα, γνώρισε μια κοπέλα η οποία ήταν γραμματέας στη σχολή. Μετά από αυτό, η συσκευή του τηλεφώνου, εξαφανίστηκε με μαγικό τρόπο από το δωμάτιο του Γιωργάκη. Πλέον, το μόνο που κάνει η κ. Ιουλία είναι να αναστενάζει, που ο γιόκας της είναι ανύπαντρος, αλλά παράλληλα καμία δεν του αξίζει ή δεν έχει βρει ακόμα την κατάλληλη.

Η κουτσομπόλα φιλενάδα της και το κακομαθημένο εγγόνι της φεύγουν από το σπίτι. Σήμερα είναι η μέρα που η κ. Ιουλία καθαρίζει το ενυδρείο. Αδειάζει αρκετό από το νερό και καθαρίζει προσεκτικά το εσωτερικό του, αφήνοντας εμάς μέσα, να προσπαθούμε να ανασάνουμε στο λιγοστό νερό που αφήνει. Μα γιατί δεν μας βάζει κάπου αλλού για λίγο μέχρι να το καθαρίσει; Νομίζω πως δε μας συμπαθεί πολύ. Ο τρόπος που καθαρίζει το ενυδρείο, είναι όπως όταν αποκαλύπτονται κάποια γεγονότα, αλλά αν δεν γίνει προσεκτικά, όλο και κάποια βρωμιά θα έχει μείνει στον πάτο, η οποία όμως θα αναδυθεί τη χειρότερη στιγμή, φέρνοντας όλους σε δύσκολη θέση. Τέλειωσε με το καθάρισμα η κ. Ιουλία και ήρθε η ώρα για το καθιερωμένο τηλεφώνημα στο Γιωργάκη. ''Είσαι καλά Γιωργάκη μου; Θα σε περιμένω για φαγητό''. Αν και δεν το συνήθιζε, της είπε να μην τον περιμένει. Και τότε η κ. Ιουλία κάθισε απέναντί μου, παίρνοντας το πλεκτό της και μονολογώντας. «Γιατί να αφήσει μόνη τη μανούλα; Τι συμβαίνει;»

Η αλήθεια είναι πως το τελευταίο διάστημα φέρεται διαφορετικά ο Γιωργάκης. Είναι λίγο δύσκολο να το διακρίνεις αν δεν είσαι ο καλύτερος φίλος του όπως εγώ. Σαν χαρακτήρας είναι εσωστρεφής με μετρημένη συμπεριφορά. Πριν μερικές μέρες, παρακολουθούσαμε ένα ντοκιμαντέρ για τη θαλάσσια ζωή, τα διάφορα ψάρια και θηλαστικά που ζουν εκεί, τον τρόπο που επιβιώνουν και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Προσωπικά, δεν έχω φανταστεί τον εαυτό μου σε καλύτερη θέση από αυτήν που είμαι τώρα. Βέβαια, δεν γνωρίζω τίποτε διαφορετικό, αλλά έχω βολευτεί σε αυτήν την κατάσταση. Ούτε δυσκολίες, καμία προσπάθεια για επιβίωση, σιγουριά στην καθημερινότητα και οι μέρες περνάνε ακίνδυνα. Έτσι νοιώθουν και τα υπόλοιπα ψάρια. Κάποτε το αφεντικό αγόρασε ένα φρενιασμένο τρελόψαρο που μας δάγκωνε, δημιουργούσε πολλές φυσαλίδες και ειδικά εμένα, μου «κολλούσε» πιο πολύ απ’ όλους. Ήταν άκρως ενοχλητικό! Όταν το αφεντικό με είδε δαγκωμένο και κακοποιημένο πήρε το τρελόψαρο και το έδωσε σε ένα φίλο του. Έτσι ξαναγυρίσαμε στην κανονική μας ζωή. Καθώς βλέπαμε λοιπόν το ντοκιμαντέρ γυρνάει και με ρωτάει: «Πώς θα σου φαινότανε να δοκιμάσεις την τύχη σου σε ένα μεγαλύτερο ενυδρείο» δείχνοντας το βυθό της θάλασσας στην τηλεόραση. «Ίσως ήρθε η στιγμή ξέρεις», συνέχισε ενθουσιασμένος, αλλά και με συνωμοτικό βλέμμα θα έλεγα. Πανικοβλήθηκα και έτρεξα μέσα στο πιθάρι μινιατούρα μασουλώντας μια ροζ πετρούλα και δεν βγήκα από εκεί, πάρα μόνο όταν τελείωσε η εκπομπή. Τι εννοούσε;! Ετοιμαζόταν να φύγει; Θα με έπαιρνε μαζί του;

Όταν τελείωσε τη στρατιωτική θητεία και μόλις ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, ο Γιωργάκης, αποφάσισε ότι πρέπει να ζήσει μόνος του και το ανακοίνωσε με μεγάλη σιγουριά και αυτοπεποίθηση στους γονείς του. Ο πατέρας του χαμογέλασε κάτω απ’τό παχύ μουστάκι του λέγοντας «Επιτέλους!». Η κ. Ιουλία όμως γούρλωσε τα μάτια της και άρχισε να του περιγράφει κάθε κίνδυνο και δυσκολία που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει.

«Τι θα τρως; Ποιός θα σου πλένει τα ρούχα σου; Το σπίτι σου θα είναι ένα αχούρι!»

«Μα μητέρα, έχω ξαναζήσει μόνος μου στην Αγγλία! Ξέρω να μαγειρεύω και να πλένω τα ρούχα μου και να συμμαζεύω ένα σπίτι.» «Δεν θυμάσαι πόσο είχες αδυνατίσει που δεν έτρωγες τίποτα εκεί; Που ερχόμουν να σε δω και τα άπλυτα ρούχα γέμιζαν ολόκληρη την ντουλάπα; Και η σκόνη είχε φτάσει δέκα πόντους; Έτσι θέλεις να ζήσεις;» «Τώρα όμως, είμαι μεγαλύτερος, ξέρω τι πρέπει να κάνω και θέλω να μείνω μόνος μου, για να φροντίζω εγώ τον εαυτό μου!» «Τα έξοδα δεν τα σκέφτεσαι; Εδώ είναι το σπίτι σου. Όταν πεθάνουμε ο πατέρας σου και εγώ, μόνος σου θα είσαι σ’ αυτό το σπίτι. Γιατί θέλεις να μας αφήσεις;» συνέχισε μυξοκλαίγοντας για να τον κάνει να λυγίσει. Έτσι ο Γιωργάκης υπολόγισε τα έξοδα που θα είχε σύμφωνα με το μισθό του και σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα αν περίμενε ώσπου να αυξηθεί η αμοιβή του και να μπορεί να ζήσει άνετα μόνος του. Βέβαια, αυτό δεν το ανέφερε στους γονείς του. Ο καιρός πέρασε όμως, ο μισθός αυξήθηκε κατά πολύ, αλλά ο Γιωργάκης δεν έφευγε. Συνήθισε και βολεύτηκε στην φροντίδα της μητέρας και την ασφάλεια του σπιτιού. Τον άκουγα που μιλούσε στους φίλους του και έλεγε -μάλλον για να μην τον κακοχαρακτηρίσουν- πως κάποια στιγμή θα μετακομίσει. Μέσα του πιστεύω, δεν είχε τη δύναμη. Το βόλεμα είναι πολύ ύπουλη κατάσταση, το βλέπω από τον εαυτό μου. Οι καθημερινές μου συνήθειες δεν αλλάζουν, ακόμα μετά από τόσα χρόνια που ζω στο ενυδρείο. Απλά έχω γίνει βραδυκίνητος και τρώω λιγότερο. Χαίρομαι που δεν έχει αλλάξει τίποτα μέσα στη διαρρύθμιση του μικρού βυθού μου. Οι ίδιες πετρούλες, το ίδιο αγαπημένο μου πιθαράκι, ο ίδιος δύτης μινιατούρα που βγάζει μπουρμπουλήθρες δίνοντας την εντύπωση πως εξερευνά το μικρό ναυάγιο στην αριστερή πλευρά του ενυδρείου. Ακόμα και τα υπόλοιπα ψάρια εδώ μέσα είναι σαν εμένα. Κατά καιρούς έχουμε και κάποια που δεν αντέχουν στη φθορά του χρόνου. Αλλά έτσι είναι η ζωή, περιλαμβάνει και το θάνατο καθώς κυλάει. Κάπως έτσι πιστεύω πως βολεύτηκε το αφεντικό μου τα τελευταία χρόνια. Αλλά εγώ είμαι απλά ένα ψάρι του γλυκού νερού! Δεν έχω φιλοδοξίες. Είμαι διακοσμητικό! Δεν ονειρεύομαι το μέλλον μου. Δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι για μένα. Δυστυχώς το αφεντικό μου, αν και άνθρωπος, πιστεύω πως ζει σαν ψάρι. Μέσα στο γυάλινο βασίλειό του, άρχοντας και παράλληλα υποτακτικός της αδυναμίας, της ανασφάλειας και της έλλειψης πρωτοβουλίας και αυτοπεποίθησης.

Η μοναδική φορά που ζήτησε να φύγει από το σπίτι, ήταν η μόνη απόπειρα που έκανε. Μετά όμως από εκείνες τις κουβέντες που είπε με αφορμή το ντοκιμαντέρ, υποψιάζομαι μήπως πρόκειται να επιχειρήσει και άλλη. Να αφήσει το μικρόκοσμό του, να αναζητήσει την ανεξαρτησία του και να ανακαλύψει άλλες πλευρές του εαυτού του. Πριν αρκετά χρόνια, είχε πάει για διακοπές σε νησί με φίλους του και με είχε πάρει μαζί του σε ένα ειδικό πλαστικό διαφανές κουτί. Απ’ ότι θυμάμαι, τις πρώτες μέρες ήτανε ήσυχος σαν να ήτανε στο σπίτι. Κοιμότανε νωρίς, έκανε συγκεκριμένες ώρες μπάνιο στη θάλασσα για να μην καεί από τον ήλιο και τηλεφωνούσε στη μητέρα του τρεις φορές τη μέρα. Μετά όμως, σα να ξύπνησε κάτι μέσα του και άρχισε να κάνει τρέλες όπως οι φίλοι του. Σταμάτησε να τηλεφωνεί συχνά στην κ. Ιουλία, ερχότανε ηλιοκαμένος το μεσημέρι, κόκκινος σαν μπαρμπούνι και μόλις που θυμότανε να μου ρίξει λίγο φαγητό. Τα βράδια πήγαινε σε μπαρ με κορίτσια και στο δωμάτιο επιστρέφανε όλοι μαζί. Τα ψάρια έχουνε παντα ανοιχτά τα μάτια τους, όποτε παρακολουθούσα τα πάντα. Δεν είχα ξαναδεί τον Γιωργάκη να γελάει τόσο πολύ, να τρώει τόσο πολύ, να αγκαλιάζει μια γυμνή κοπέλα και να καπνίζει. Πιστεύω πως με πήρε μαζί του για να έχει ένα μάρτυρα ο οποίος θα δει αυτήν την πλευρά του και θα διαπιστώσει ότι είναι ικανός για τέτοια συμπεριφορά. Μόνο που δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν. Ήταν το μικρό μας μυστικό. Μια μέρα πριν την επιστροφή κατάφερε να συνέλθει, ώστε να γυρίσει στο σπίτι δίχως το παραμικρό ίχνος παραστρατήματος πάνω του. Οι φίλοι του πλέον πηγαίνουν διακοπές με τις κοπέλες τους ή τις συζύγους τους και ο Γιωργάκης ποτέ.

Το απόγευμα πέρασε γρήγορα και όταν νύχτωσε για τα καλά, ακούω το κλειδί στην πόρτα και βλέπω τον Γιωργάκη να μπαίνει στο σπίτι. Συνήθως είναι αθόρυβος, αλλά απόψε είναι διαφορετικός. «Μαμά, μπαμπά θέλω να σας μιλήσω τους λέει καθώς στέκεται όρθιος μπροστά στην τηλεόραση». «Τι συμβαίνει παιδί μου; Είσαι καλά; Κάποιο πρόβλημα στη δουλειά;» ρωτάει ανήσυχη η κ. Ιουλία. Πρέπει να σας πω ότι μου πρότειναν μια θέση καθηγητή στο εξωτερικό και αποφάσισα να φύγω. Αύριο κιόλας ετοιμάζω τα χαρτιά μου και θα πάω στο Πανεπιστήμιο να παρουσιαστώ. Σε μια εβδομάδα θα επιστρέψω να πάρω και τα υπόλοιπα πράγματα μου. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο για εσάς να το συνηθίσετε αλλά είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία που μου έχει δοθεί και θα ήμουν δειλός αν δεν την άρπαζα. Έχω ανάγκη από καιρό να αλλάξω ζωή και περιβάλλον. Να γνωρίσω καινούργια μέρη και ανθρώπους και να σταθώ στα πόδια μου. Πιστεύω πως εφόσον με αγαπάτε και θέλετε να είμαι ευτυχισμένος, θα χαρείτε με την απόφασή μου». Αυτά είπε και με πρόσωπο που έλαμπε περίμενε την αντίδρασή τους. Ο πατέρας του πιο ψύχραιμος, στάθηκε αμίλητος κοιτώντας την κ. Ιουλία που έμεινε αποσβολωμένη και του είπε ότι είναι περήφανος γι’ αυτόν και σε οτιδήποτε αποφασίσει αυτός θα είναι δίπλα του. Η κ. Ιουλία συνειδητοποίησε ότι ο γιος της, με αυτά τα λόγια της έλεγε πως επιτέλους ήρθε η στιγμή να τον αποχωριστεί.

Η εβδομάδα κυλάει ήσυχα καθώς ο Γιωργάκης λείπει και η κ. Ιουλία καταστρώνει σχέδια για τις επισκέψεις της στον γιο της. «Το καθήκον της μάνας δεν σταματάει ποτέ!» έλεγε συχνά. Ήρθε η ημέρα της αναχώρησης και ο Γιωργάκης στέκεται στην πόρτα του σπιτιού κρατώντας στο ένα χέρι εμένα μέσα στο πλαστικό κουτί μου και στο άλλο τη βαλίτσα του. Αγκαλιάζει τον πατέρα του και σκύβει να φιλήσει την κατασυγκινημένη κ. Ιουλία που δεν καταφέρνει να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Κοιτάζει για τελευταία φορά το σπίτι του και ξαφνικά νοιώθω πως γλιστράω από το χέρι του. Γίνονται όλα τόσο γρήγορα. Βρίσκομαι στον αέρα! Βλέπω το πλαστικό κουτί μου να κομματιάζεται στο κατώφλι του σπιτιού και εγώ παλεύω να πάρω μια ανάσα μέσα από δυο σταγόνες νερό. Θέλω να του φωνάξω ότι και εγώ βγήκα απ’ τη γυάλα μου όπως και αυτός, αλλά η φωνή μου δεν βγαίνει.
 --------------------------------------------------------------------------------------------------
ένα ποίημα για την γλυκιά κορούλα της Αθηνάς Λαγού την Μαρκέλλα
Πολύτιμό μου, και ακριβό μου εσύ παιδί
  • Θα' μαι στο πλάι σου όταν θα με ζητάς
    με νανουρίσματα θα σε κουνώ τη νύχτα
    η γιατριά σου θα' μαι εγώ όταν πονάς
    θα' σαι το φως μου, το καλό και η αλήθεια


    Δε θα αφήσω να σ' αγγίξει το κακό
    θα' μαι γιατρός, σε κάθε δάκρυ που θα τρέξει
    μαζί θα παίζουμε παιχνίδια ένα σωρό
    σε αγαπώ τόσο πολύ, γλυκειά μου σκέψη


    Όσες θυσίες και αν κάνω στη ζωή
    θα' ναι για σένα τρυφερό, όμορφο πλάσμα
    θα σε φροντίζω, μη σου λείψει η στοργή
    και άγγελοι θα σε κρατούν μικρό μου θαύμα


    Πολύτιμό μου, και ακριβό μου εσύ παιδί
    πόσα στ' αλήθεια εγώ θα μάθω από σένα
    χαμόγελό μου, και αγνή μου εσύ ψυχή
    εσύ πια ορίζεις της ζωής μου τα γραμμένα
-------------------------------------------------------------------------------------------------
ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ-ΖΩΙΔΑΚΗ 
ΑΣ ΣΥΣΤΗΘΟΥΜΕ  
-Το σκύλο μας Ερμή τον ονομάσαμε ,

τη γάτα τη χαδιάρα Ερμιόνη,

τον παπαγάλο μας το φλύαρο Διόνυσο

και τη αργή χελώνα Αντιγόνη.




- «Χαίρω πολύ» τι όμορφα ονόματα!

φερμένα λες απ’ τον καιρό τ’ Ορφέα,

σίγουρα της δικής σου οικογένειας

τα ονόματα θα είναι εξίσου ωραία.



- Ναι τον πατέρα Νώντα τον φωνάζουμε

και τη μαμά χαϊδευτικά Μπιλίτσα,

την αδερφή μου Ραφαέλα, Λάζαρο

τον αδερφούλη μου που είναι μια σταλίτσα.




- Απίστευτο αυτό που συμβαίνει φίλη μου

τ’ αρχαιόφωνα ονόματα τα γνήσια

στα ζώα σας με ασκεψία δώσατε

και στολιστήκατε εσείς με τα γατίσια.



-Σε Νώντα τον Επαμεινώντα τρέψατε

Μπιλίτσα είπατε την Πηνελόπη

ονόματα που είχανε οι Έλληνες

τότε που ήτανε σε όλα πρώτοι


-Το Ραφαέλλα ξένης χώρας γέννημα,

τι θέλει στη δική μας την πορεία ,

πώς θα χωρέσει το « Γαβριήλ» « το Ιωσήφ»

στο κήπο της πατρώας μας θρησκείας.



-Αριστοτέλης ,Ηρακλής , Αλέξανδρος ,

Μίνωας, Αριάδνη και Μυρσίνη,
δώσετε στα παιδιά σας τέτοιο όνομα

που γεύση ελληνική στα χείλη αφήνει



Ποιος τη συσκότιση στο νου μας έφερε ,

ποιος λεηλάτησε την άγια σκέψη,

την άλωση μας πώς επιτρέψαμε

κι η λήθη αφήσαμε καρπούς να θρέψει.



Φωνή ξεχύνεται απ’ τ’ Ολύμπια δώματα,

φωνή τ’ απώτερου μας παρελθόντος

«με φως ελληνικό λουστήτε Έλληνες»

για να μη γίνει αυτή η φωνή


«ΦΩΝΉ ΒΟΩΝΤΟΣ»
------------------------------------------------------------
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ» ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ-ΖΩΙΔΑΚΗ


ΟΙ ΣΙΑΜΑΙΕΣ ΚΟΡΕΣ


Μια εκτός πολιτισμού πολιτεία, βρίσκεται αιώνες τώρα κρυμμένη πίσω από αδιάβατα βουνά, ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο.


Μια απέραντη κοιλάδα της ΕΔΕΜ, που τα πάντα ανθούν τα πάντα καρποφορούν. Την διασχίζει ένας άλλοτε ήρεμος άλλοτε θολωμένος ποταμός που βρήκε πέρασμα μέσα από τη σχισμή των βουνών απελευθερώνοντας τα νερά ποιος ξέρει ποιας ακύμαντης λίμνης .


Απάτητη από τυράννους και τυραννικά καθεστώτα, αμόλυντη από ξενόφερτες ιδέες και πολιτισμούς, ανέγγιχτη από τα ψεύτικα και τα φτηνά.


ΛΑΜΠΑΔΙΑ, ήταν το όνομα της περίεργης αυτής πολιτείας και ΛΑΜΠΑΔΙΑΡΗΣ, το όνομα του ποταμιού


Στα δύο χώριζε με το οφιοειδές σώμα του ο Λαμπαδιάρης την όμορφη αυτή κοιλάδα,σε δύο εντελώς ανόμοιες περιοχές,σε χώματα και ανθρώπους .


Από δω η ιδανική ευδαίμων πολιτεία της Λαμπαδίας, από κει όλη η κακομοιριά και η μιζέρια..


Άνθρωποι ιδιότροποι, ιδιόρρυθμοι κακοί, κλεισμένοι ο καθένας στο σπίτι του Άγρια ζώα που ζούσαν τρώγοντας τις ίδιες τους τις σάρκες, Απομονωμένοι. με κλειστές πόρτες και παράθυρα ,με την υποψία να παίζει κρυφτούλι και στην πιο ανύποπτη κίνηση. Καχύποπτοι βλάστημοι, κρυψίνοες, φύτευαν και εξέτρεφαν την κακία στα σωθικά τους.


Αυτή η κακία φαίνεται προτέρων χρόνων που εγκυμονούσαν οι ψυχές έκαναν να γεννώνται παιδιά με ψυχικά και σωματικά ελαττώματα, τέτοιας μορφής που διεκδικούσαν την αποκλειστικότητα στην εμφύλιο. Λες και έφεραν την κατάρα του θεού στο σπέρμα τους.


Μα αυτό που τους άφησε άναυδους ήταν η γέννηση δυο κοριτσιών σε ένα σώμα με δύο πρόσωπα τρία χέρια, και τρία πόδια. Το ένα χέρι κοινό και στις δύο και το άλλο το χρησιμοποιούσε κάθε μια κατά βούληση . Το χέρι ναι, το πόδι πώς;


Άλαλη έμεινε η μαμή και οι παραβρισκόμενες.


Τι θα έδειχναν στη μάνα που τα γέννησε;


Δημόσιο θέαμα έγιναν. Όλοι πέρασαν να τα περιεργαστούν ακόμη και οι από ΕΚΕΙ.


Τιμωρία θα πουν μερικοί, αμαρτία έλεγαν οι θεοσεβούμενοι, άλλοι θα μιλήσουν για θαύμα.


Ακούστηκε ακόμη και η πιο προχωρημένη άποψη να τα πάνε στο τσίρκο - Οι τυχεροί! ποιος ξέρει μπορεί ν’ άνοιξε η τύχη τους μ’ αυτή τη γέννα!


Μερικοί παρακαλούσαν κιόλας να’ ταν στη θέση τους.


΄Ό,τι και να ‘ταν διέψευσαν τις προσδοκίες και τους ευσεβείς πόθους τών καλοπροαίρετων «ότι τέτοια λάθος γέννα, μόνο πόνο και συμφορές θα κόμιζαν στην οικογένεια ή και στην κοινωνία τους ολόκληρη».


Διαψεύστηκαν άπαντες .Και έζησαν και μεγάλωσαν και περνούσαν απαρατήρητες τώρα, αφού τα μάτια όλων χόρτασαν περιέργεια.


Μα οι απορίες , με ποιες συντονισμένες κινήσεις χρησιμοποιούν το κοινό τους χέρι και το πόδι δε λύθηκαν ποτέ. Αυτές πάντως έτσι φυσικά θαρρείς χωρίς καμιά προσπάθεια ,μαζί περπατούν ,μαζί κάθονται ,μα αυτό που ήταν χάρμα οφθαλμών ήταν να τις βλέπεις να χορεύουν .


Τόσο αρμονικά τα βήματα τους ,τόσος συγχρονισμός και τέτοια χάρη που οι άλλοι χορευτές μην αντέχοντα ς την σύγκριση έκαναν τόπο στο περίεργο ζευγάρι παραχωρώντας του ολόκληρη την πίστα.


Είχαν όμως και κάτι που ανήκε αποκλειστικά στη κάθε μια χωριστά. «Το όμορφο κεφαλάκι». Σπώντας του νόμους της φύσης ξετρύπωσαν από το κοινό σωματάκι δυο εντελώς διαφορετικά κεφαλάκια. Το ένα μελαχρινό με καταγάλανα μεγάλα μάτια και ολόσγουρα μαύρα μαλλιά. Το άλλο χιονάτο με κατάμαυρα σαν ελιές μάτια και ολόξανθα ίσια σαν στάχυα μαλλιά.


Μα είχαν και κάτι άλλο αποκλειστικά δικό τους. Ένα χέρι και ένα πόδι .Μ’ αυτό το χέρι πλένονταν έτρωγαν κεντούσαν και χτένιζαν επί ώρες τα υπέροχα μαλλιά που έπεφταν σαν χείμαρρος και στόλιζαν το κοινό τους σώμα. Και το κοινό τους χέρι το χρησιμοποιούσαν σαν βοηθητικό δανείζοντάς το η μια στην άλλη.


Όσο για το κοινό πόδι συγχρονιζόταν έτσι χωρίς δυσκολία εκεί που πήγαιναν τα άλλα δύο σαν κουρντισμένα λες από ένα υπέρτατο νου. Μεγάλωσαν οι διδυμοκόρες και έγιναν το πιο θεσπέσιο σύμπλεγμα που είχε δει ποτέ ανθρώπου μάτι.


Και το ερώτημα το μέγα .Πώς θα παντρευτούν ή καλύτερα ποιος θα τις παντρευτεί.


Μαχαίρι στα στήθη της μάνας η πρωτοφανής αυτή γέννα. Μα τ’ αγαπούσε τα κοριτσάκια της. Τα νανούριζε τα χάιδευε τα κρατούσε αγκαλιά όσο βέβαια χωρούσαν, χτένιζε τα μεταξένια μαλλάκια και τους έλεγε παραμύθια για μάγισσες και βασιλιάδες-παραμύθι ανερμήνευτο οι ίδιες για την ίδια τους τη μάνα- για τ’ αρχοντόπουλο που θα τις ξεναγούσε στα μυστήρια του έρωτα .


Και πόσο όμορφα τις έντυνε!


Μόνη της σχεδίαζε .Ένα φόρεμα για δύο κορμάκια ενωμένα, πρώτη φορά ράφτηκε από ανθρώπινο χέρι .


Κι ήταν τόσο έντεχνα ραμμένα που θέλεις η ζήλια ,θέλεις η περιέργεια την έκαναν την πιο περιζήτητη μοδίστρα ακόμη και στους απέναντι .


Ήταν πανέμορφες, κι ήταν τα πρώτα παιδιά που επέτρεψε η βαλσαμωμένη κακία να τους δοθούν αγάπη και χάδια.


Τις βάφτισαν Ανθίες. Έτσι που έμοιαζαν σαν πρωτόφαντο άνθος ανεξερεύνητης φύσης που από ένα βλαστό ξεπετάχτηκαν σφικταγκαλιασμένα δυο ασυνήθιστα άνθη μόνο ένα τέτοιο γλυκό όνομα θα τους ταίριαζε ΑΝΘΙΕΣ. Και πόσο συγχρονισμένα και αυτόματα γύριζαν τα δύο κομψά κεφαλάκια στο άκουσμα του ονόματος τους!


Συνηθισμένοι από τα ασυνήθιστα δεν παραξενεύτηκαν κι όταν βρέθηκε άνδρας, και τι άνδρας από αυτούς που ονειρεύεται η κάθε αρχοντοκοπέλα.


Ο Χαρίδημος ένας από τους γιους του τυφλού Ιερεμία και της Αντιόπης (από απέναντι). «Έκανε γιους αυτός ο βοσκός να βολέψει ακόμη και αυτές που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα» θα πουν οι φαρμακερές γλώσσες.


Ο γάμος αυτός ήταν η γέφυρα που ένωσε τις δύο κοινωνίες τις τόσο διαφορετικές και τις τόσο άνισα ευνοούμενες από τους θεούς που τις χώριζε ένα λαμπαδιασμένο ποτάμι και τις ένωνε μια τοξωτή γέφυρα


Δίχασε και θορύβησε ο παράδοξος αυτός γάμος την αποκομμένη από τον πολιτισμό και τα τερτίπια του, κοινωνία της Λαμπαδίας.


Μα πώς γίνεται ; πως είναι μπορετό να έχουν τον ίδιο άνδρα δύο κορμιά; Δυο καρδιές ,πως θα συγχρονιστούν να κτυπάνε στον ίδιο ρυθμό; Ποια χείλη θα πρωτοφιλήσει; Και πώς θα μοιράσει ακριβοδίκαια την αγάπη και τα χάδια του;


Κι αν η ζήλια που πάντα συνοδεύει το μοίρασμα της αγάπης απλώσει τα δολερά πλοκάμια της στις όμορφες Ανθίες; Ποια εξέλιξη θα έχει μια τέτοια ζήλια ;Πώς να ζηλέψεις το άλλο στην κυριολεξία μισό σου;


Κάστρα ιδεών ναι προκαταλήψεων έμελλε να γκρεμίσει αυτός ο γάμος. Οι γονείς του γαμπρού συμφώνησαν. Και πως μπορούσαν να μη συμφωνήσουν οι καλοί αυτοί άνθρωποι, ο Ιερεμίας και η Αντιόπη. Με την ανατροφή που είχαν δώσει στα παιδιά τους, είχαν εμπιστοσύνη στην κρίση τους.


Εξάλλου τα ίδια με μικρότερη δόση περιέργειας δεν είχαν ακουστεί και στο δικό τους γάμο;


Ασύλληπτο φάνταζε και τότε, η όμορφη ψυχοκόρη του Αρχοντογιάννη να παντρευτεί τον τυφλό βοσκό του. Κι όμως ο γάμος πέτυχε και χάρισε στην Λαμπαδία επτά λεβέντες γιους για όλα τα γούστα, μια μοναχοκόρη τη Μυρσίνη, με μια τόση φινέτσα και μοναδική ομορφιά που καμιά στην Αστροπολιτεία δεν μπορούσε να παραβγεί μαζί της και μία ανεξήγητη γέννα ,ένα νεγράκι το Ροδίωνα, που ο ερχομός του ξάφνιασε και σόκαρε την όμορφη εκτός πολιτισμού Αστροπολιτεία .Δέχτηκαν λοιπόν αυτό το γάμο κι αν είχαν κάποιο δισταγμό τον κράτησαν τόσο επιμελώς κρυμμένο που φάνταζε στα μάτια των άλλων χαρά και ευτυχία. Μα και ο Χαρίδημος ήταν τόσο γλυκός και ευαίσθητος που τίποτα δεν είχαν να φοβηθούν.


Τους έλιωσε όλους η περιέργεια την πρώτη νύχτα του γάμου.


Θα πουλούσαν την ψυχή τους στο διάβολο να βγαίναν από το σώμα τους αόρατοι να γινόταν για να απολαύσουν το θέαμα.


Λίγο πολύ όλοι γνώριζαν τα μυστικά της πρώτης νύχτας ενός γάμου ,αλλά το αποψινό μια φορά στα χίλια χρόνια ή και καθόλου μπορούσε να συμβεί.


Κανένας δεν είδε αλλά όλοι κατάλαβαν όταν διάβασαν την ευτυχία το άλλο ξημέρωμα στο πρόσωπό τους.


Άριστος μαέστρος ο Χαρίδημος κατάφερε να μοιράσει εξίσου τα φιλιά στα γλυκά στοματάκια που αμάθητα και ντροπαλά καθώς ήταν άνοιγαν ηδονικά και αδιαμαρτύρητα και ρουφούσαν τη γλύκα από τα λατρεμένα χείλη που τόσο αναπάντεχα τους χαρίστηκαν.


Κι όταν άπλωσαν από ένα χέρι η κάθε μια και χάιδεψαν το σγουρό του κεφάλι,( το τρίτο το κράτησαν σε απραξία) ολόρθος ο ανδρισμός του βρήκε το πέρασμα και μπήκε στο μοναδικό άνοιγμα που διέθετε το περίεργο αυτό σώμα.


Αυτό άξιζε σίγουρα τον κόπο να το δει κανείς γιατί κανένας νους δε μπορούσε να το συλλάβει.


Μια ηδονικά πονεμένη κραυγή βγήκε ταυτόχρονα από τα δύο στοματάκια και δασκαλεμένο λες από χρόνια άρχισε τα λικνίζεται στο χορό του έρωτα το κοινό τους σώμα.


Μια εμπειρία ασύλληπτης ηδονής για τον Χαρίδημο και μια ευτυχία ερχόμενη από το πουθενά για τις Ανθίες .


Έζησαν κι τρεις τους τρισευτυχισμένοι. Με τον καιρό τόσο συντονισμένες ήταν οι κινήσεις τους που και οι δυο μαζί, του άπλωναν τα χέρια και τα τρία πόδια τους ,τις οδηγούσαν κατευθείαν στην αγκαλιά του .


Έφθασαν σε τόσο συγχρονισμό τόσο που έλεγαν μαζί τ’ όνομα του.


Κι η εγκυμοσύνη ήρθε και τις ωδίνες μοιράστηκαν και όλα τα μοιράστηκαν τόσο ακριβοδίκαια που ο Χαρίδημος ένιωσε ότι αγαπήθηκε όσο κανένας άλλος άνδρας δεν αξιώθηκε ν’ αγαπηθεί τόσο ανώδυνα από δυο συγχρόνως γυναίκες.


Τα μωρά τους είχαν δύο αγκαλιές ,δυο στόματα να τα φιλούν να τους λένε γλυκόλογα και να τα νανουρίζουν.


Και γεννήθηκαν πολλά μωρά, όμορφα και τροφαντά διαψεύδοντας τους ευσεβείς πόθους και προβλέψεις που διέβλεπαν πολλά εκτρώματα της φύσης (αν μπορούσε να θεωρηθεί έκτρωμα το θεσπέσιο αυτό σύμπλεγμα των κορασίδων )να κυκλοφορούν στην απομονωμένη πολιτεία τους


Όσοι ήθελαν να το δουν το είδαν το είδαν κι αυτό.


Μ’ αυτές τις διδυμοκόρες άρχισε να λιώνει η κακία από τις αμπαρωμένες καρδιές, (λίγοι είχαν το θλιβερό προνόμιο να την διεκδικούν και οι άλλοι τους την άφησαν όλη δικιά τους). Έτσι λιγόστεψε η κακία στη γείτονα πόλη της Λαμπαδίας.


Οι διδυμοκόρες που είχαν ένα κορμό ,τρία χέρια ,τρία πόδια ,ένα κεφάλι και μια καρδιά που χωρούσε τόση αγάπη που έφθανε και περίσσευε για όλους τους στερημένους.Γι’ αυτούς που δεν τόλμησε ποτέ κανείς ν’ ανοίξει ένα μικρό χώρο στο άβατο της καρδιάς τους να παραμερίσει την κακία και να φυτέψει το σπόρο της αγάπης. Κι η αγάπη θ’ άνθιζε,γιατί η αγάπη πάντα είναι ταγμένο να νικά.


Αυτό που ονόμασαν τιμωρία, σφάλμα της φύσης, διαβολογέννημα, έδιωξε από τον τόπο την ομίχλη που σκέπαζε κλειστές ,αγέλαστες, δυστυχισμένες υπάρξεις και έφεραν το χαμόγελο στα χρόνια αγέλαστα χείλη .


Σωτήρια γέννα το ονόμασαν τώρα.


Όταν έφθασαν σε βαθιά γεράματα οι αγαθές αυτές υπάρξεις ,έκλεισαν τα μάτια τόσο συγχρονισμένα, έχοντας αγκαλιάσει με το κατάδικό τους χέρι η μία την άλλη ,με ακουμπισμένα τα γκρίζα τους κεφάλια, με μια μακάρια έκφραση ,τέλειας ευδαιμονίας στο γερασμένο πρόσωπό τους ,έδωσαν λύση στο μέγα αίνιγμα του θανάτου τους, με δακρυσμένα γύρω τους παιδιά κι εγγόνια.


Ενταφιάστηκαν μαζί αφήνοντας να πλανάται η απορία.


Στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος μια ή δυο ψυχές θα αντιπροσωπεύουν τις «τεθνηκυίες ΑΝΘΙΕΣ».


Χρόνια πολλά αργότερα , πάνω σε ένα πεπαλαιωμένο τάφο ,μια φωτογραφία δύο αλλόκοτα αγκαλιασμένων κορασίδων θα τραβάει τα περίεργα μάτια των περαστικών.


Η ζωή τους έγινε μύθος που διαιωνίστηκε στην ευρύτερη περιοχή της Λαμπαδίας, τόσο που οι Ανθίες κατατάχθησαν στο πάνθεο των αθανάτων ,όχι τόσο για την πρωτοφανή τους εμφάνιση, όσο για το ότι κατάφεραν να εξορκίσουν την κακή ενέργεια της περιοχής ,να διαλύσουν τις έχθρες και να γίνουν ΜΕΣΙΕΣ τις αγάπης. Ήταν δυο άγγελοι της γης, που μέσω αυτών οι κοσμικές δυνάμεις θέλησαν να δώσουν το μήνυμα πως όλοι έχουμε δικαίωμα στη ζωή, όλοι έχουμε δικαίωμα στην αγάπη.


Απόστολοι της αγάπης διακήρυξαν πως «ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΜΠΟΡΕΙ»

---------------------------------------------------------------------------
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ, Αλεξιάννα Τσότσου
«Μια ιστορία που δεν τελειώνει εδώ: για τη Σταχτούλα μου»

«Αρχίσαμε να σου βάζουμε συστηματικά φαγητό και συνειδητοποιήσαμε ότι έπρεπε σιγά σιγά να αρχίσεις να εξοικειώνεσαι και με το εσωτερικό του σπιτιού, για να μπορούμε να σε θεωρούμε το κατοικίδιό μας και όχι απλά ένα ζωάκι, που του παρέχουμε λίγη τροφή. Η πρώτη μας προσπάθεια ήταν αποτυχημένη. Σε βάλαμε μέσα με το ζόρι και εσύ φοβήθηκες τόσο, που αμέσως άρχισες να ψάχνεις σαν τρελή την πόρτα, για να γλιτώσεις από τον αόρατο κίνδυνο, που σαν να σε κυνηγούσε σε όλη σου τη ζωή. Καταλάβαμε ότι η διαδικασία εξημέρωσης και ενσωμάτωσης στην οικογένεια έπρεπε να γίνει σταδιακά. Δεν θυμάμαι με ποιον ακριβώς τρόπο τα καταφέραμε τελικά, αλλά υποθέτω ότι ένιωσες τη φλογερή μας αγάπη και απέκτησες εμπιστοσύνη απέναντί μας. Ίσως και το φαγητό να στάθηκε καταλυτικός παράγοντας, καθώς τοποθετήσαμε το πιατάκι σου από τη μέσα πλευρά και έτσι, αν ήθελες να φας, έπρεπε να κάνεις εθελούσια το μεγάλο βήμα.
            Δεν έμεινες, όμως, μαζί μας για το φαγητό, δεν έμεινες, μόνο και μόνο επειδή σου παρείχαμε τα βασικά αγαθά. Έμεινες, γιατί εκτός από αυτά τα βασικά σου παρείχαμε κι άλλα, πολύ περισσότερα και πολύ πιο βασικά τελικά. Σου προσφέραμε αγάπη, στοργή, φροντίδα, που εκπορευόταν από την ψυχή μας. Αγαπήθηκες αλλά και αγάπησες πολύ. Είσαι τυχερή γι’ αυτό. Λίγα ζώα έχουν την τύχη να αγαπηθούν τόσο πολύ, να ευτυχήσουν τόσο απρόσκοπτα, αλλά και να αγαπήσουν, να γνωρίσουν τη χαρά της αφοσίωσης και να φύγουν ολοκληρωμένα και ανέμελα. Είχες την τύχη να βρεθείς στο δρόμο μας, είχαμε την τύχη να βρεθούμε στο δρόμο σου. Κι ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει εδώ. Θα συνεχίσει στο άπειρο, γιατί ποτέ δεν θα ξεχάσουμε τις στιγμές που μας χάρισες, την ευδαιμονία που ξεπηδούσε από τα μάτια μας, από τα μάτια σου, κάθε φορά που έγερνες στην αγκαλιά μας. Και δεν είναι τυχαίο, που το τέλος της εξιστόρησης αυτής της ιστορίας συμπίπτει με την αρχή της. Δεν υπάρχει τέλος, υπάρχει μόνο η αγάπη. Μια αγάπη που σε θυμάται κάθε μέρα, που σε αναζητά κάθε λεπτό και που σε βρίσκει στα λημέρια της ψυχής. Εκεί στην ψυχή είναι η θέση σου, εκεί ήταν πάντα. Σ’ αγαπώ ως τον παράδεισο…»
Αλεξιάννα Τσότσου
alexianna@aa-informatics.gr
 -------------------------------------------------------------------------------------------------
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ, 
ΛΕΝΑ ΛΟΙΖΟΥ
«Αριστοκράτης .διαφάνειας »

Αυτό ήταν , το έχασα κιόλας το παιχνίδι ?
Στα λιγοστά πικρόχολα χρόνια της ζωής μου?
Στο μεταίχμιο της παρακμής θα ζήσω ?
Έχασα κιόλας .
Ενσωμάτωση με αλτρουιστικές αηδίες
μικροκέφαλων ξεφωνίζει
σε τιρκουάζ αγρίμια ενός σάπιου ουρανού που ξεβράζει αίμα
Εσύ που βρίσκεσαι?
Εγκατέλειψες μαζί μου τον άσπιλο αγώνα μας
Σου μιλάω , σου απευθύνω το λόγο 
τολμώ να σου ψελλίσω επιθυμίες
και στέκεις ανύπαρκτος στη συνείδηση
του μυαλού που ετοιμάζεται να με απελευθερώσει
Θέλω να σε βρίσω να , να σε φτύσω ,να σε καταγγείλω,
να ουρλιάξω με όση δύναμη μου έχει απομείνει
Μόλις στα λιγοστά μου χρόνια
Απορφανίζεις τους στρατιώτες σου χωρίς ίχνος θλίψης
Καταριέμαι εσένα και τους ενόχους
Καταριέμαι τους ενόρκους και τα τσιράκια του μεγαλεπήβολου σχεδίου σου       
Άσε με να φωνάξω και τότε θα καταλάβεις τη δύναμη μου
Ξεπερνά το δικό σου θράσος
Είσαι αξιοθρήνητος
Λυπηρό θέαμα ακόμη και γι'αυτούς που εθελοτυφλούν
Η σοφία σου χάθηκε σε συγκερασμούς επίγειας και πνευματικής αποξένωσης
Το μόνο που θέλω είναι να κάνω εμετό για να μπορέσω
να απελευθερώσω έστω ένα κομμάτι της μοιρολατρίας μου
Ποτέ δεν σε προσκύνησα
Λιγδιάρικες αηδίες , σκέψεις ανατριχίλας και αγριότητας  άφηνα στη θέση μου
Αυτές σε προσκυνούσαν
Αυτές θα συνεχίσουν να σε προσκυνούν
Εγώ θα ζήσω , αυτόχειρας της ευτυχίας μου
σ'ένα τόπο
μισαλλοδοξίας , εγκλημάτων λευκού κολάρου και σαπίλας
παραβιάζοντας τις ακατάλυτες αξίες σου       
Ζωντανή - νεκρή στο παραμύθι μου
Εγώ κυρίαρχος του παιχνιδιού , ετοιμοθάνατη για μια αιωνιότητα στην ομορφιά της κόλασης    

----------------------------------------------------------
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ, Λίζ Χρυσανθίδου

The colours of …
ΦΑΝΕΡΑ

Όλα μπροστά μας φανερά,
κι εμείς τα προσπερνάμε,
γιατί δεν θέλει η καρδιά,
στη σκέψη τους να στέκει.

Όνειρα, πάθη, κι έρωτες
στα μέσα μας κρατάμε,
με αγωνία μάταια,
ζωή, σε προσπερνάμε.

Όλα μπροστά μας φανερά
μα εμείς αλλού κοιτάμε,
ψάχνουμε μέσα από υλικά,
τον κόσμο να αγαπάμε.

Μωρό μου τα πράγματα είναι απλά
κι ας κλαίμε κι ας πονάμε,
σα πορευτείς με την καρδιά
κι ανοίξεις όλα τα πανιά ,
θα δεις πως δεν θέλει πολλά
να φτάσεις στην Ιθάκη.

Όλα μπροστά μας φανερά !?!

Η ΜΑΤΙΆ

Ήταν η πρώτη η ματιά,
ήταν η περιέργεια,
ήταν κάτι πρωτόγνωρο,
και ξαφνικό συνάμα.

Δεν ήθελα να το δεχτώ,
ούτε να το αποφύγω.
δεν ήθελα να το σκεφτώ,
μα κάθισα για λίγο.

Το λίγο, έγινε πολύ
και το πολύ, συνέχεια
και το παιχνίδι δύσκολο,
γι αυτόν που το επιλέγει.

Μια ματιά ξεχωριστή,
ένα γλυκό σου νεύμα,
έφερε μέσα μου ζωή,
με γέμισε, με πήρε.

Το σώμα άρχισε να ζει,
και η ψυχή να τρέμει,
να πλημμυρίζει η καρδιά
και να ομορφαίνει.

Φιλί, φιλί, δε χόρταινα
να 'σαι στην αγκαλιά μου,
να σε κρατάω πάνω μου
και να με ταξιδεύεις.



Ένα σου χάδι έφτανε
για να με συγκλονίσει,
μια σου λέξη χρειάστηκε
για να με συντρίψει.

Τα συναισθήματα βαθιά,
πώς να τα αγνοήσω,
πώς να σκεφτώ πραγματικά,
πως πρέπει να τα αφήσω...

Κάτι μεγάλο δυνατό,
ξεχωριστό, θαυμάσιο,
παλεύει μέσα μου να βρει
χώρο και ηρεμία.

Δεν έχω λόγια να εκφραστώ …
δεν το χωράει το μυαλό...
μακριά να φύγω να χαθώ!

. to Sunshine.

Λίζ Χρυσανθίδου
info@shine4ever.gr
----------------------------------------------------
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, Άννα Ιωακείμ 
"Ο ήλιος ανατέλλει πάντα από τη δύση"


 Όσο πιο πολύ απογοητεύεσαι τόσο πιο σκληρός γίνεσαι, τόσο πιο πολύ παλεύεις, τόσο πιο πολύ ποθείς να κάνεις τα όνειρα σου αληθινά και την αλήθεια σου πραγματικότητα.
     Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν γίνεσαι σκληρός, απλά ράβεις μια στολή. μια στολή που θα σε προστατεύει από το κρύο του κόσμου, που θα σε φυλάει όταν είσαι μόνος, που θα σε ζεσταίνει τα κρύα βράδια της πόλης που είναι τόσο απόμακρα από την ανθρώπινη πραγματικότητα, από την ανθρώπινη ανάγκη. Έτσι, μένεις μαλακός, ανθρώπινος, ζεστός και έχεις τη στολή για φύλακα σου. Πολλοί θα αναρωτηθούν πότε τη βγάζεις. όταν αγαπάς είναι η απάντηση. Τότε μένεις γυμνός, με μια γύμνια αληθινή που ή σε σκοτώνει ή σε ανασταίνει. Σε ξαναγεννά ή σε σκοτώνει.
     Κι όταν ψάχνεις την αλήθεια μέσα σου με λόγια τόσο πιο πολύ μπερδεύεσαι, τρελαίνεσαι, όταν συνειδητοποιείς. αν φυσικά μπορέσει εσένα τον ίδιο. Και τότε τι κάνεις; Μένεις θεατής σε μια ζωή που κυλά και σε παρασέρνει χωρίς λογική ή καλύτερα χωρίς συναίσθημα, γιατί τα πράγματα στη ζωή μας κυλούν με μια λογική, μια λογική που σε τρομάζει και το συναίσθημα έρχεται σε μια στιγμή που δεν προχωρά κολλάει και δες προχωρά κι εσύ περιμένεις αυτό που θα σε κάνει να προχωρήσεις.
    Όμως η ζωή κυλά και εσύ την παρακολουθείς άπραγος σαν θεατής θεάτρου που απλά χειροκροτεί το φινάλε ακόμα κι αν δεν το του άρεσε το έργο κι αυτό γιατί παρασύρεται. Έτσι συμβαίνει και στη ζωή μας, παρασυρόμαστε από τη λαχτάρα, τη θέρμη, τη ζεστασιά, τον ενθουσιασμό των άλλων. Κι εσύ τι λαχταράς; Τη λύτρωση. αυτό που αφήνεται πίσω σαν μια γλυκιά ανάμνηση ή μάλλον έτσι νομίζεις γιατί είναι όνειρα, πάθος, έρωτας, ζωή, μια ζωή κλεμμένη από την ύλη των ονείρων σου, μια ζωή που μπορεί να παίρνει πνοή από τα όνειρα και όταν πας να τη ζήσεις να σε πονά;
    Όταν ήμουν μικρή μου έλεγαν όταν χτυπούσα ότι θα μεγάλωνα. Τελικά μήπως έτσι γίνεται και με αυτό ;Μήπως όσο πονάμε μαθαίνουμε ή μήπως απλά εμπλουτίζουμε τη στολή μας; Εμείς οι άνθρωποι εκτιμούμε κάτι όταν το χάσουμε και ξέρω ότι δεν είναι η πρώτη φορά που σας το λέει αυτό κάποιος. Όλοι μας περιμένουμε να κάνουμε το μεγάλο βήμα, το μεγάλο μπάμ είτε στις σπουδές μας, είτε στη σχέση μας, είτε στη δουλειά μας. Η αλήθεια είναι ότι η ζωή μας είναι ένα πάζλ από ευκαιρίες αλλά προς διαφορετικούς δρόμους με διαφορετικά μεταφορικά μέσα. Εμείς αυτό που κάνουμε είναι το ερώτημα. Επιλέγουμε το αεροπλάνο για να φτάσουμε γρήγορα στον προορισμό μας, το αυτοκίνητο για πιο αργή μετακίνηση βασιζόμενη στα δικά μας χέρια ή προχωράμε με τα πόδια πέφτοντας στην κάθε λακκούβα και μένοντας εκτεθειμένοι σε κάθε κίνδυνο και αν το κάνουμε αυτό βγαίνουμε πιο δυνατοί από τα εμπόδια ή πιο δυστυχισμένοι που αφήσαμε τις ευκαιρίες χαμένες;

Ιωακείμ Άννα
annaioakim1991@hotmail.com 
---------------------------------------------------------------------
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, Μάρα Κομπίδου


Το είχε αποφασίσει από μέρες .Σήμερα από το πρωί καθάρισε το σπίτι λες και περιμένει επισκέψεις .Ίχνος σκόνης στα έπιπλα και στον αέρα μια μυρωδιά καθαριότητας ,κάτι ανάμεσα σε χλωρίνη και λεβάντα . Κρεβάτια στρωμένα με τα καλά σεντόνια ,αυτά με τις νταντέλες και τα φρου φρου .Τραπέζια και τραπεζάκια με χειροποίητα κεντήματα με χρυσά τελειώματα και περίπλοκα χρωματιστά σχέδια αλλοτινών θαρρείς καιρών .Πορτοπαραθυρα να λάμπουν και κουρτίνες να αργοσαλεύουν και να σκορπούν μυρωδιά μαλακτικού πλυσίματος. Μπιμπελό και ενθύμια από ταξίδια ξεσκονισμένα ,μαξιλάρια και μαξιλαράκια άθικτα από τον χρόνο, καλοφτιαγμένα, σε παράταξη περιμένουν να τσαλακωθούν από νωχελικές στάσεις κορμιών, κουρασμένων η απλώς αραγμένων σαν πολυταξιδεμένα καράβια σε απάνεμο όρμο .Πατώματα που γυαλίζουν σαν καθρέφτης και καθρέφτες που αντανακλούν το φως της ημέρας και τα κάνουν να φαίνονται όλα διπλά και φωτεινότερα .Ούτε μια δαχτυλιά σε τοίχους και διακόπτες .Ούτε ένα ρούχο η παπούτσι ριγμένο βιαστικά η ξεχασμένο σε κάποιο σημείο .Θα έλεγε κανείς πως σ’ αυτό το σπίτι δεν ζει κανείς η πως περιμένει τους πρώτους του κατοίκους .
Στέκεται ακουμπισμένη στην πόρτα και ελέγχει τριγύρω με το βλέμμα ικανοποιημένη .Τι εύκολο είναι να σβήσεις τις παρουσίες ανθρώπων από τα σπίτια .Ένα επισταμένο καθάρισμα και η απουσία προσωπικών αντικειμένων διαγράφει τα πάντα .Ακόμη και την μυρωδιά τους .Κι ας λένε πως τα σπίτια προδίδουν τους κατοίκους του από την μυρωδιά που έχει απορροφηθεί και κρυφτεί, σε χαραμάδες και γωνίες .Ένα καλό καθάρισμα και λίγες ώρες με τον αέρα να μπαινοβγαίνει από πόρτες και παράθυρα αρκεί .Εεε …κι αν επιμένει κάτι να θυμίζει, ένας καλός η μη ελαιοχρωματιστής θα τα καταφέρει .
Έχει κάνει το μπάνιο της ,φόρεσε την καινούρια της ρόμπα ,στέγνωσε τα μαλλιά της ,έβαλε το αγαπημένο της άρωμα, έλεγξε το μπάνιο και τώρα στέκεται όρθια και ρουθουνίζει σαν κυνηγόσκυλο μήπως και ανακαλύψει κάποια μυρωδιά που να της έχει ξεφύγει .Όχι ευτυχώς τα κατάφερε.
Τι κατάφερε ; Μακάρι να ήξερε κι αυτή . Ένοιωθε πως έπρεπε να καθαρίσει το σπίτι ,τόσο που να μην θυμίζει τίποτε .Πάντα πίστευε πως αν επικρατούσε τάξη και καθαριότητα γύρω της θα μπορούσε να έχει σε τάξη και τις σκέψεις της και κατ’ επέκταση και την ζωή της .Έτσι πίστευε ακόμα . Κι ας είχε πολλές φορές διαπιστώσει πως ακόμη κι αν όλα είναι γύρω σου ταχτοποιημένα και καθαρά , οι σκέψεις δεν ταχτοποιούνται όταν η ζωή ανακατώνει , φέρνει χρήσιμα και άχρηστα , τσαλακώνει αυτά που έχεις στρώσει με τόση φροντίδα και λερώνει όσα εσύ καθάρισες.
Ναι αυτό ήθελε τώρα .Να πετάξει τα άχρηστα ,να στρώσει με περισσή φροντίδα καινούρια στρωσίδια ,να καθαρίσει ,να φέρει φρέσκο αέρα στις σκέψεις της και στην ζωή της .Κι όπως έκανε με την καθαριότητα του σπιτιού ,έτσι και με την ζωή της τώρα, έπρεπε πρώτα να ξεκαθαρίσει τα χρήσιμα από τα άχρηστα ,να πλύνει τα λερωμένα και μετά να επιδοθεί στο καθάρισμα.
Δεν ήξερε πώς να το κάνει όμως και έτσι άρχισε με αυτό που ήξερε να κάνει καλά .Καθάρισε το σπίτι και έμεινε να το κοιτάζει ελπίζοντας πως οι σκέψεις της θα καθαρίσουν και θα την οδηγήσουν στην ανακάλυψη του τρόπου .Οι σκέψεις της όμως ζαλίστηκαν από τα χημικά καθαριστικά κάθε τύπου που είχε χρησιμοποιήσει επί ώρες και σαν μεθυσμένες άρχισαν να ακλουθούν δρόμους γνωστούς ,αγνοώντας τα οδόσημα που προειδοποιούσαν για τους επικείμενους κινδύνους .Σαν τον οδηγό που θεωρεί πως είναι μια χαρά και πως μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια μετά από πολλά ποτήρια αλκοόλ αλλά με αντανακλαστικά σε υπολειτουργία ,οι σκέψεις άρχισαν το ταξίδι τους σίγουρες πως μπορούν να βρουν το δρόμο τους .Τα σήματα προειδοποιούσαν ¨κίνδυνος να θυμηθείτε ¨ , ¨προσοχή στροφές στο παρελθόν ¨, ¨δρόμος ολισθηρός λογω δακρύων ¨ ,¨απαγορεύεται η προσπέραση των λαθών¨ ¨μην αναπτύσσετε ταχύτητα θα χάσετε τα καλύτερα ¨…Ποιος όμως μέσα σε ζάλη έδωσε προσοχή στις προειδοποιήσεις ; Όχι οι σκέψεις της πάντως .Έβαλαν την όπισθεν, έστριψαν το βλέμμα προς τα πίσω, πάτησαν γκάζι και βιάστηκαν να φτάσουν γρήγορα … στην αρχή .ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ….
Μάρα Κομπίδου,
http://marakompidou.blogspot.com/2011/01/blog-post_28.html
---------------------------------------------- 
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, Άσπα ΗΛΙΑΚΗ ΒΟΛΑΚΑ
ΦΩΣ
Απόψε έχει ένα πολύ  σημαντικό ραντεβού.                                               
 Έχει φτάσει πια λίγο μετά τα σαράντα και σαν μεγάλη κοπέλα που είναι ξέρει πως δεν μπορεί να το αναβάλει άλλο.
Πρέπει λοιπόν να ετοιμαστεί όσο καλύτερα μπορεί.
Τα παιδιά και ο άντρας της λείπουν, οπότε είναι ευκαιρία να πάει στο
ραντεβού της χωρίς να το καταλάβει κανένας.
Βέβαια θα ήθελε να το αποφύγει αλλά είναι μία εκκρεμότητα που πρέπει    να τακτοποιηθεί.
   Σέρνεται μέχρι το μπάνιο κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει τα βαριά της πόδια από την ορθοστασία της ημέρας.
Βγάζει τα ρούχα της και τα πετάει στο πάτωμα, έτσι όπως έκανε όταν ήταν έφηβη και η μάνα της φώναζε για την ακαταστασία.
   Σε λίγα δευτερόλεπτα έχει παραδοθεί στο χάδι του νερού.
Κλίνει τα μάτια και ο χρόνος κυλάει πηχτός σαν σιρόπι καραμέλας.     Απομονώνει όλους τους ήχους και προσπαθεί ν΄ ακούσει τον δικό της ήχο.
Μα κανένας ήχος. Σιωπή. Σιωπές….
Πιάνεται από μια σταγόνα νερού και ταξιδεύει πάνω στο σώμα της,
συνειδητοποιώντας πόσο έχει αλλάξει.
Τα μαλλιά της, μια αγκαλιά σγουρές καστανές μπούκλες που πάντα την
εκνεύριζαν.
Έχει την εντύπωση, πως τα μαλλιά της την σαμποτάρουν γιατί είναι πολύ
παιδικά, πάνω σε κάποια που δεν σκέφτηκε ποτέ σαν παιδί.
Τα μάτια της, δυο τυπικά καστανά μάτια στο χρώμα της ζεστής σοκολάτας.
Η μύτη της φαρδιά και ένα στόμα μικρό και κόκκινο σαν τσακισμένη καρδούλα.
Σειρά έχουν τα χέρια της που τόσο λατρεύει.
Αυτά τα χέρια είναι πάντα ανοικτά σαν απάνεμο λιμάνι, για όλους τους
θαλασσοδαρμένους της ζωής της.
Είναι πάντα έτοιμα να δώσουν χάδια βάλσαμο στα παιδιά της και κόκκινα ζεστά χάδια στον άντρα της.
Τώρα πια φτάνει στην κοιλιά της που είναι στρογγυλή και μαλακή.
Δεν της αρέσει πια, μα δεν μπορεί να μην νοιώθει ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν
τη μικρή κοιτίδα ζωής, που προστάτευσε με τόση επιτυχία τα τρία μικρά θαύματα της, τα παιδιά της.
Πιο κάτω τα πόδια της δυνατά και σταθερά σαν δέντρα, ριζωμένα χρόνια στο ίδια σημείο.
Κάπου εδώ το ταξίδι τελειώνει.
Ξεπεζεύει το υγρό άλογο της και πατάει ξανά στα πλακάκια του μπάνιου.
Σκουπίζεται γρήγορα με την πετσέτα και με μικρές ανάσες παίρνει μέσα της, την μυρωδιά του άντρα της που έχει μείνει στην πετσέτα, μετά το απογευματινό του μπάνιο.
Άθελα της, νοιώθει τους κήπους  όλου του κόσμου ν’ ανθίζουν μέσα της.
Χιλιάδες ξεχασμένα μπουμπούκια ανοίγουν όλα μαζί.
Στεγνώνοντας τα μαλλιά της, βλέπει για άλλη μια φορά την γνωστή άγνωστη στον καθρέπτη, να την κοιτάζει.
Προς στιγμή την ακούει να της λέει
-Πόσο γελάστηκες καημένη.
Νόμιζες πως εξημέρωσες την μοναξιά.
Δεν εξημερώνεται καλή μου.
Κάνει για λίγο πως αποκοιμιέται, μα μόλις ξεγνοιάσεις θεριεύει και σε καταπίνει.
Την προσπερνάει όπως κάνει χρόνια και πάει να ντυθεί.
Επιλέγει να φορέσει κάτι πολύ απλό, γιατί δεν θέλει να είναι καθόλου φτιασιδωμένη και κατευθύνεται στο καθιστικό για το ραντεβού της.
Βάζει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Μόνο ένα.
Το ραντεβού της θα πιει απ’ το ίδιο ποτήρι.
Κάθεται αναπαυτικά.
Όση ώρα τον περιμένει κοιτάζει το ποτήρι της και προς στιγμήν της φαίνεται , πως στα χείλια του ποτηριού κάθονται δυο φλύαρα πουλιά.
Ακούει τα βήματα του και τα πουλιά πετάνε μακριά παίρνοντας μαζί τους θαρρείς και την φωνή της.
Τώρα πρέπει να βρει το θάρρος να τον αντιμετωπίσει.
Η αναμέτρηση θα είναι δύσκολη, μα θέλει να πιστεύει πως ότι και αν
συμβεί θα μείνουν φίλοι.
Απόψε έχει ραντεβού με τον εαυτό της.
Χρόνια ξεχασμένος, τον τελευταίο καιρό της έχει γίνει ιδιαίτερα φορτικός.
Δεν μπορεί πια να τον αποφύγει.
Ξεπηδάει από παντού.
Εμφανίζεται πίσω από τα διπλωμένα ρούχα και τα άπλυτα πιάτα, αυθάδικα και αναιδέστατα σαν κακομαθημένο παιδί.
Τα βράδια που ξαπλώνει τον ακούει να βαριανασαίνει δίπλα της σαν αποκαμωμένος εραστής.
Καθίζει λοιπόν αναπαυτικά και βάζει στον απέναντι καναπέ, τις σιωπές τις να καθίσουν.     
Τις κοιτάζει ώρα και όσο τις κοιτάζει τις αγαπάει πιο πολύ.
Απόψε τις έχει ντύσει με λευκά φρεσκοσιδερωμένα ρούχα, τους έχει
χτενίσει τα μαλλιά και τις έχει αρωματίσει.
Σαν κοπελούδες Κυριακάτικου πρωινού της μοιάζουν.
Οι σιωπές της απόψε την κοιτούν στα μάτια με μια φλύαρη σιωπή, στολισμένη με αόρατους εκκωφαντικούς ήχους.
Επιτέλους βρίσκει το θάρρος και βάζει τον εαυτό της να καθίσει απέναντι της.
Τον καθίζει σ’ ένα μικρό χαμηλό σκαμνάκι, εσκεμμένα να νοιώθει άβολα και να έχει αυτή το πάνω χέρι.
Πόσο γελασμένη είναι….
Χωρίς να της ζητήσει την άδεια αρχίζει να της μιλάει, κοιτάζοντας την ίσια στα μάτια.
Την κοιτάει μ’ ένα βλέμμα κοφτερό, σαν καλοακονισμένη λάμα που απειλεί ροδαλή σάρκα.
-Ποια νομίζεις πως είσαι και πως μπορείς να με αγνοείς χρόνια τώρα;
Όσο με αγνοείς εγώ γιγαντώνομαι, θεριεύω και θα έρθει η στιγμή που θα σ’ αφανίσω.
Πρέπει να τον ηρεμήσει.
Αρχίζει να του μιλάει για τη ζωή της και τα όνειρα της, που κυνηγώντας τα, τα έχασε στο δρόμο.
-Και ποιος σου είπε πως τα όνειρα είναι για να πραγματοποιούνται;
Τα όνειρα είναι για να τα κυνηγάς και στο τέλος να σου μένει η χαρά πως παραλίγο να τα φτάσεις.
Τα όνειρα δεν είναι οικόπεδο να τα περιφράξεις, δεν είναι ιδιοκτησία κανενός.
Ζουν ελεύθερα και έχουν την ομορφιά ενός απέραντου αγρού που μπορείς να τρέξεις πάνω του.
Πάντα όμως υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθεί και κάποιος άλλος στο τοπίο σου και να σου χαλάσει την εικόνα που σχεδίαζες να ζήσεις.
Νοιώθει να έχει τρυπήσει η καρδιά της και πως το αίμα της πηχτό και ζεστό, γεμίζει το σαλόνι.
Βλέπει και τις σιωπές της να μαζεύουν τα πόδια τους απ’ το πάτωμα, για να μην λερώσουν τ’ άσπρα τους παπούτσια.
-Προδότισσες, σκέφτεται.
Μ’ αφήνεται μόνη, εμένα που σας έχω συντροφιά εδώ και τόσα χρόνια.
Τώρα λοιπόν κάνετε πως δεν με ξέρετε.
Κοιτάζει έξω από το παράθυρο προσπαθώντας να τον αποφύγει, μα τον ακούει ξανά να της λέει:
-Γιατί κοιτάζεις τον σκοτεινό ουρανό;
Αναρωτιέσαι πόσα κομμάτια νύχτας χωράνε στις τσέπες της ψυχής σου;
Ε! λοιπόν, δεν χωράνε άλλα.
Μπούχτισα πια!
Για κοίτα τον σκέφτεται, που μου μιλάει με τέτοιο θράσος.
-Βαρέθηκα να σε βλέπω να κρατάς αυτά τα πινέλα με την μαύρη μπογιά.
Σταμάτα πια να με βάφεις καθημερινά.
Φοβάσαι να μην φανεί το αληθινό μου χρώμα;
Μάθε λοιπόν πως είμαι φτιαγμένος από φυσητό γυαλί.
Διάφανος, εύθραυστος, πολύχρωμος.
Πάνω μου έχω το κόκκινο της αγάπης, το λευκό της παιδικής σκέψης, το κίτρινο της αναίτιας ζήλιας και το γκρίζο που έχει ο δρόμος του φευγιού σου.
Όσο κι αν κλίνεις τα μάτια, απόψε θα δεις όλα μου τα χρώματα.
Και θα ‘ναι όλα δικά σου.
Θα καθίσουν στην ποδιά σου και συ θα τα κανακέψεις σαν κλαψιάρικα μωρά.
Της φαίνεται πως ακούει γέλια, μα δεν είναι άλλες από τις σιωπές της, που τώρα έχουν κάτι διάφανα χαμόγελα χαραγμένα στο πρόσωπο τους
-Ιούδες ,σκέφτεται.
Πάλι άνοιξαν τα συρτάρια της ψυχής της και της έκλεψαν τα χαμόγελα που είχε φυλαγμένα.
Όμως μαζί τους θα ασχοληθεί αργότερα.
Ο καλεσμένος της δεν μπορεί να περιμένει.
Τον ακούει να της μιλάει ξανά και η φωνή του τριγυρίζει τ’ αυτιά της σαν ζουζούνισμα μέλισσας.
-Λοιπόν καλή μου, η ευτυχία έχει την μορφή που της δίνουμε εμείς.
Έχει την μορφή του καπνού από τον πρώτο πρωινό καφέ που αχνίζει στο φλιτζάνι σου.
Έχει τον ήχο από το πλατάγιασμα των γυμνών ποδιών του γιου σου, πρωί –πρωί στα πλακάκια του σπιτιού.
Έχει το χρώμα ενός κουρασμένου καλοκαιρινού απογεύματος που σέρνεται στον κήπο σου και χαϊδεύει τα λουλούδια.     
 Έχει την δροσιά θαλασσινής αύρας, μα εσύ κλίνεις τα παράθυρα και την κρατάς πεισματικά έξω.
Ψάχνεις σε λάθος σημεία λοιπόν.
-Δεν μπορώ να τον ακούω άλλο, σκέφτηκε.
Μονολογεί, μα πρέπει να τον δικαιολογήσω.
Τόσα χρόνια φιμωμένος δεν έπαιρνε ανάσα.
Είδε πάλι τις σιωπές της να παίζουν με το μαύρο μαντήλι που τον είχε φιμωμένο.
Της φάνηκε πως άλλαζε χρώματα περνώντας από χέρι σε χέρι.
Το μαντήλι της σιωπής απόψε αλλάζει χρώματα.
Θεέ μου, η θλίψη απόψε γέμισε το σπίτι ασφυκτικά.
Την ακούει να χτυπιέται στις πόρτες και τα παράθυρα προσπαθώντας να φύγει.
-Βλέπεις η θλίψη δεν είναι μόνο δική σου. Δεν μπορεί να είναι.
Πρέπει να την αφήνεις ελεύθερη να κάνει τα ταξίδια της και να ξανάρχεται, τον ακούει να της λέει.
Όταν την παγιδεύεις μέσα σου, θεριεύει και κολλάει στα τοιχώματα της ψυχής σου, σαν γλίτσα βρώμικου νερού.
Με τα χρόνια αρχίζεις να μυρίζεις σαν μουχλιασμένο υπόγειο.
Μα μην απελπίζεσαι.
Φτάνει μόνο να τολμήσεις να κάνεις το ταξίδι που χρόνια σχεδιάζεις.
Σήκωσε τα πανιά του καραβιού σου και βάλε την σκέψη σου καθάρια και δυνατή να καθίσει στην πλώρη.
Θα δεις, το ταξίδι θα είναι μαγικό.
Αν πάλι δεν φυσάει αέρας στο υπόγειο σου, μην χάνεις το θάρρος σου.
Κάπου εκεί βρίσκεται ένας πολυέλαιος, καλυμμένος με απανθρακωμένους πόθους.
Είναι στολισμένος με κρύσταλλα πολύτιμα, όσο πολύτιμα είναι και τα δάκρια που νύχτες ολόκληρες πάγωνες για να τον φτιάξεις.
Τόλμησε να τον ανάψεις.
Μην μου λες πως δεν μπορείς , πως είναι σκοτεινά. 
 Σύρσου στα γόνατα κι ας ματώσεις από τα σπασμένα γυαλάκια του εαυτού σου.
Αφουγκράσου τους τοίχους που κλείστηκες μέσα τους και άκουσε τι έχουν να σου πουν.
Όλα μιλάνε αρκεί να ξέρεις τον τρόπο να τ’ ακούσεις.
Αφού ανάψεις τον πολυέλαιο τόλμησε να χαρείς το φως.
Άστο να σε τυλίξει.
Χόρεψε μαζί του κρατώντας το από το χέρι και υποσχέσου του πως δεν θα το αφήσεις ποτέ ξανά.
Μετά κάθισε στο πάτωμα και κλάψε.
Κλάψε όσο πιο πολύ μπορείς , άδειασε απ’ όλα για να έχεις την χαρά να γεμίσεις με καινούρια πράγματα.
Μην φοβηθείς που τα δάκρυα γεμίζουν το υπόγειο και σου καλύπτουν το στόμα.
Να η ευκαιρία που έψαχνες!
Να η θάλασσα για το καράβι σου.
Μπορεί να μην φυσάει εδώ κάτω και τα πανιά σου να κρέμονται άπραγα, μα τώρα έχεις μια θάλασσα δική σου.
Άντε λοιπόν και καλό σου ταξίδι.  

Άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα και ο καλεσμένος της εξαφανίστηκε.
Οι σιωπές της χοροπήδησαν απ’ τον καναπέ και προσπάθησαν να κρυφτούν μέσα της.
Μάταια όμως. Είχε κλίσει τις πόρτες της ψυχής της και τις είδε να
σβήνουν κάτω από το φως του πολυελαίου της.
Ο άντρας της και τα παιδιά της μπήκαν στο σπίτι γελώντας και την ρώτησαν ποιος γιορτάζει και άναψε τον πολυέλαιο που είχε χρόνια να ανάψει…    
ΑΣΠΑ ΗΛΙΑΚΗ ΒΟΛΑΚΑ  
avolaka@otenet.gr
---------------------------------------------------------------------------------
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση