Γιος ελλήνων μεταναστών της εργατικής τάξης, αριστερός και ομοφυλόφιλος, είναι ο πάγιος τρόπος με τον οποίο αυτοσυστήνεται. Ο ελληνοαυστραλός συγγραφέας μιλάει για όλα, με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του τελευταίου μυθιστορήματός του «Το χαστούκι»
ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ
Ο Χρήστος Τσιόλκας δεν χρειάζεται συστάσεις. Οταν εμείς διαβάζαμε πριν από λίγους μήνες το μυθιστόρημά του «Νεκρή Ευρώπη», εκείνος γινόταν πασίγνωστος στον υπόλοιπο κόσμο με το καινούργιο του, «Το χαστούκι», το οποίο κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά. Βραβευμένο ως το καλύτερο βιβλίο συγγραφέων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας το 2009, υποψήφιο για το εφετινό Βραβείο Μπούκερ, διαβάστηκε τόσο πολύ που ο ξένος Τύπος γράφει ότι αποτελούσε θέμα συζήτησης σε συγκεντρώσεις και στο βραδινό τραπέζι.
Εκθειάζεται ως το σύγχρονο αυστραλιανό κοινωνικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα και συγκρίνεται με τα μυθιστορήματα του Αμερικανού Τζόναθαν Φράνζεν και τα παλαιότερα του Τζον Απντάικ και του Φίλιπ Ροθ. Οι δημόσιες δηλώσεις του είναι συχνά εμπρηστικές, αλλά ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται να γίνει συμπαθής. Θέλει, λέει, να μιλήσει για τον κόσμο όπως είναι, χωρίς φτιασίδια. Αφορμή αυτή τη φορά ένα χαστούκι: ένας άνδρας χαστουκίζει ένα απείθαρχο αγοράκι στη διάρκεια ενός μπάρμπεκιου. Από αυτή τη στιγμή και μετά, η προσεκτικά οργανωμένη ζωή οκτώ ανθρώπων- ανάμεσά τους Ελληνοαυστραλοί, ένας Αβορίγινας, μια Ινδή, μια εβραία, ένας ομοφυλόφιλος- διαταράσσεται αμετάκλητα.
- Τι ενέπνευσε το «Χαστούκι»; Ηταν κάποιο αληθινό περιστατικό;
«Βασίστηκε σε ένα περιστατικό που συνέβη σε ένα μπάρμπεκιου που είχαν διοργανώσει οι γονείς μου. Ενας πιτσιρίκος μπλεκόταν διαρκώς στα πόδια της μητέρας μου στην κουζίνα και κάποια στιγμή εκείνη σκόνταψε πάνω του. Τον σήκωσε και τον χτύπησε πολύ απαλά στον πισινό. Ομως ο μικρός σοκαρίστηκε. Εβαλε τα χέρια στη μέση του και της είπε με ύφος: “Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να με αγγίζει χωρίς την άδειά μου”. Βάλαμε τα γέλια. Μου έκανε εντύπωση όμως πόσο εύγλωττα μιλούσε το επεισόδιο αυτό για τις κοινωνικές αλλαγές που έχουν συμβεί στον δυτικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες. Η μητέρα μου μεγάλωσε σε μια πατριαρχική οικογένεια όπου οι γυναίκες και τα παιδιά δεν είχαν φωνή, και τώρα τα εγγόνια της μιλούσαν τη γλώσσα των “δικαιωμάτων”, η οποία της ήταν άγνωστη! Ηξερα τότε πως είχα την αρχή ενός μυθιστορήματος στο οποίο θα προσπαθούσα να μιλήσω για τις κοινωνικές αλλαγές και το πώς ζούμε σήμερα στην Αυστραλία».
- Η λειτουργία του θεσμού της οικογένειας και οι οικογενειακές σχέσεις σάς απασχολούν διαρκώς στα έργα σας.Ποιο ήταν το πλεονέκτημα του να μεγαλώνετε σε μια ελληνική οικογένεια;
«Το βασικότερο πλεονέκτημα ήταν ότι ήξερες πως σε αγαπούν. Και όχι μόνο οι γονείς, αλλά συγγενείς, φίλοι και γείτονες, που αποτελούσαν μια διευρυμένη οικογένεια. Το δεύτερο πλεονέκτημα ήταν ο σεβασμός στη μελέτη και στη μάθηση. Παρ΄ ότι ο πατέρας μου δεν μπορούσε να διαβάσει αγγλικά, κάθε φορά που έπαιρνε τον μισθό του μου αγόραζε δύο βιβλία. Αλλοτε ήταν pulp fiction, άλλοτε Ντίκενς, δεν έχει σημασία, τα διάβαζα όλα, ακόμη και όσα δεν καταλάβαινα. Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον σεβασμό τους στη μάθηση, όπως και πολλοί φίλοι μου, παιδιά μεταναστών, που μεγαλώσαμε μέσα σε μια αυστραλιανή κουλτούρα έντονα αντιπνευματική». - Το μειονέκτημα ποιο ήταν; «Το μειονέκτημα μιας τόσο δεμένης οικογένειας είναι ότι για να ενηλικιωθείς και να βρεις τον δικό σου δρόμο στη ζωή πρέπει να επαναστατήσεις. Στην εφηβεία μου κατάλαβα ότι έπρεπε να σπάσω τους δεσμούς με την οικογένεια και να αναζητήσω τη ζωή μου έξω από αυτήν, κυρίως λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού μου. Εφυγα νωρίς από το σπίτι, πράγμα που τσάκισε και εμέ να και τους γονείς μου. Ωστόσο δεν με εγκατέλειψαν ποτέ. Η αγάπη τους ήταν πάντοτε εκεί, γεγονός που διαπιστώνω εκ των υστέρων ότι απαιτούσε πολλή δύναμη».
- Πότε επισκεφθήκατε τελευταία φορά την Ελλάδα;
«Ηταν πριν από δέκα χρόνια, πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εποχή μεγάλου φιλευρωπαϊσμού και καταναλωτισμού. Με λύπησε πολύ ο υλισμός των Ελλήνων και η ξενοφοβική αντιμετώπιση μεταναστών και προσφύγων. Συνειδητοποίησα τότε ότι δεν ήμουν Ελληνας. Ξέρω πως ακούγεται σκληρό, αλλά η Ελλάδα μου έδωσε την εντύπωση μιας χώρας που το “έπαιζε” δυτικοευρωπαϊκή, που είχε ξεχάσει τον εαυτό της».
- Για όσα συμβαίνουν τώρα στην Ελλάδα ενημερώνεστε;
«Συζητώ με Ελληνες εδώ ή στο εξωτερικό, διαβάζω ελληνικές εφημερίδες, ανταλλάσσω μέιλ με φίλους από την Ελλάδα. Μου κάνει εντύπωση πόσο σοκαρισμένοι είστε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Πρώτη φορά ακούω τους Ελληνες να αναρωτιούνται: “Ποιοι είμαστε;”. Για μένα, παιδί μεταναστών, αυτή η ερώτηση είναι πάντοτε συνυφασμένη με την ύπαρξή μου».
- Η ζωή στην Αυστραλία πώς είναι; «Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στην Αυστραλία βιώσαμε μια έκρηξη πλούτου χωρίς προηγούμενο. Γίναμε πλουσιότεροι αλλά και ασταμάτητα άπληστοι, η ζωή μας περιστράφηκε γύρω από τα εμπορικά κέντρα. Γίναμε ατομιστές, χάσαμε κάθε αίσθηση συλλογικότητας, ο δημόσιος τομέας εκφυλίστηκε. Τα σχολεία έγιναν χειρότερα, τα νοσοκομεία το ίδιο, οι φτωχοί ζουν παραμελημένοι σε άθλιες συνθήκες. Επαψε κάθε συζήτηση για ηθική. Αντ΄ αυτού γίνεται λόγος για τις “αξίες των Αυστραλών”, λες και ο εθνικισμός μπορεί να αντικαταστήσει την ηθική. Η Αριστερά έχει και αυτή το δικό της μερίδιο ευθύνης σε όλα αυτά, προβάλλοντας την άκαμπτη ηθικολογία της πολιτικής ορθότητας ως λόγο εναλλακτικό απέναντι στην ηθική».
- Την αμηχανία της Αριστεράς μπροστά στις συνέπειες της σημερινής πανδημικής οικονομικής κρίσης πώς τη σχολιάζετε;
«Για να έχει μέλλον η Αριστερά στον δυτικό κόσμο πρέπει να αφουγκραστεί τις αριστερές φωνές που ακούγονται στη Λατινική Αμερική, στην Ασία και στην Αφρική, όπου οι άνθρωποι υποφέρουν καθημερινά από τα κατακλυσμικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης και του νεοεφιλελευθερισμού. Επιπλέον, όσοι θεωρούμε ότι ανήκουμε στην Αριστερά πρέπει να ξαναπιάσουμε δουλειά, να οργανωθούμε, να διαμαρτυρηθούμε, να δημιουργήσουμε. Σε όλη τη Δύση ακούς ότι η εργατική τάξη έχει εγκαταλείψει την Αριστερά. Αντιδρούμε είτε θρηνώντας για τα περασμένα είτε περιφρονώντας αφ΄ υψηλού την κουλτούρα της σύγχρονης εργατικής τάξης. Αυτή όμως είναι η πραγματικότητα σήμερα. Αν θέλουμε τα πράγματα να αλλάξουν, χρειάζεται προσπάθεια και επιμονή».
- Η τάξη είναι μία από τις διακρίσεις που έχουν κεντρικό ρόλο στο έργο σας,μαζί με τις διαφορές φυλής,θρησκείας,κουλτούρας,φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού.Ποια θεωρείτε την πιο επικίνδυνη διάκριση από όλες σήμερα;
«Ο πρόσφυγας είναι η φιγούρα που φορτώνεται το βάρος των φόβων, των ανησυχιών, του μίσους και του συντηρητισμού μας. Το πού στεκόμαστε αναφορικά με τους πρόσφυγες καθορίζει, πιστεύω, τις αξίες μας στον σύγχρονο κόσμο».
- Εσείς πότε αρχίσατε να ευαισθητοποιήστε για το ζήτημα της διαφορετικότητας;
«Την πρώτη μέρα που πήγα στο σχολείο χωρίς να ξέρω λέξη αγγλικά και με αποκάλεσαν “wog” (μαυροτσούκαλο μεταναστάκι) έγινα ο “άλλος”. Την πρώτη φορά που άκουσα Ελληνες να αποκαλούν μειωτικά κάποιον “πούστη” έγινα ο “άλλος”. Η γλώσσα με έκανε να αισθανθώ διαφορετικός».
- Ως μετανάστης της εργατικής τάξης, αριστερός και ομοφυλόφιλος,πώς χειριστήκατε τη διαφορετικότητά σας;
«Πάλι με τη γλώσσα. Η γλώσσα και η τέχνη μού έδωσαν και τα μέσα για να παλέψω για να υπερασπίσω τη διαφορετικότητά μου. Ο Ralph Εllison με το μυθιστόρημα “Τhe Ιnvisible Μan”, ο Jean Genet με τα γραπτά του, ο Fassbinder και ο Ρasolini με τις ταινίες τους μου έμαθαν πώς να αντιστέκομαι στη γλώσσα και πώς να τη χρησιμοποιώ. Χρειάζεται κουράγιο για να προκαλέσεις την οικογένεια, την κοινότητα, την εκκλησία, το σχολείο, κάθε θεσμό. Το εύκολο είναι να κρυφτείς, αλλά νιώθω ντροπή όποτε υποκύπτω σε αυτή τη δειλία».
- Το φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας είναι πλέον κοινή εμπειρία για όλους.Στον δυτικό κόσμο ποιοι προσαρμόζονται καλύτερα σε αυτό;
«Πρώτα οι Αμερικανοί, και συμπεριλαμβάνω σε αυτούς Καναδούς και Βραζιλιάνους. Δεν έχει εξαλειφθεί ο ρατσισμός στις χώρες τους, αλλά η υπηκοότητα δεν συνδέεται με τη καταγωγή και την κουλτούρα. Ακολουθεί η Αυστραλία, παρ΄ ότι δεν έχουμε καταπολεμήσει τον καρκίνο του επαρχιωτισμού και δεν έχουμε αποβάλει κακώς νοούμενες συμπεριφορές κληρονομημένες από τη μητέρα Αγγλία. Οσο για την Ευρώπη, λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν εμπιστεύομαι την ανεκτικότητά της στο διαφορετικό».
- Πώς αισθάνεστε ως συγγραφέας αναγνωρισμένος που όμως τον «χαστουκίζουν» διαρκώς για αναλγησία, ακραίες απόψεις,μισογυνισμό,διαλυτική γραφή;
«Με κατηγόρησαν στη Βρετανία για μισογυνισμό γιατί δήλωσα ότι οι γυναίκες της αστικής τάξης (και η πλειονότητα των αναγνωστών του αγγλόφωνου μυθιστορήματος είναι γυναίκες) χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία για να επιβεβαιώσουν τις αξίες και τις προκαταλήψεις τους. Χρησιμοποιούν το μυθιστόρημα όπως οι άνδρες την πορνογραφία, για να αποφορτιστούν και να ξεφύγουν από το κουβάρι της πραγματικότητας, όπου ζωή, σεξ, αγάπη, οικογένεια και κόσμος μπερδεύονται. Τέτοιες κατηγορίες προέρχονται από τους υποστηρικτές του “πολιτικώς ορθού”. Πρέπει όμως να καταλάβουν ότι δεν αρκεί να επιθυμούμε έναν κόσμο όπου έχει εξαλειφθεί ο σεξισμός και ο ρατσισμός. Ο διαχωρισμός σε καλούς και κακούς είναι απλουστευτικός και ασφυκτικός. Και θα συνεχίσω να το υποστηρίζω».
Η αλαζονεία και η υποκρισία των Ευρωπαίων
- Παίρνετε συχνά αποστάσεις από την Ευρώπη παρά την ευρωπαϊκή καταγωγή σας...
«Η ευρωπαϊκή καταγωγή μου ήταν για μένα παρηγοριά,πολιτική και πνευματική κληρονομιά για τις οποίες είμαι ευγνώμων,αλλά και βαρύ φορτίο.Οι μετανάστες γονείς μου φορούσαν την ευρωπαϊκή καταγωγή τους ως μανδύα που τους προστάτευε από την ξενοφοβία και μεγαλώνοντας είχα αναπτύξει μια ρομαντική λατρεία για την Ευρώπη.Κάθε επιστροφή μου όμως στην Ευρώπη επιβεβαίωνε την αποξένωσή μου από αυτήν». - Σε τι σας έχει απογοητεύσει η Ευρώπη; «Με ενοχλεί η αλαζονεία και η υποκρισία των Ευρωπαίων,βρίσκω ασφυκτικές τις ταξικές αλυσίδες,με απογοητεύει η αδυναμία της να δεχτεί τον μετανάστη και τον πρόσφυγα και να εμπλουτιστεί από την εμπειρία της με τον “ξένο”. Πριν από μερικούς μήνες στη Σκωτία ένας ντόπιος συγγραφέας μού είπε ότι δεν έχει δικαίωμα να λέει κάποιος ότι γράφει σκωτσέζικο μυθιστόρημα αν δεν είναι Σκωτσέζος τρίτης γενιάς.Εγώ είμαι Αυστραλός πρώτης γενιάς και,παρά τον αγγλοκεντρισμό της κυρίαρχης αυστραλιανής λογοτεχνικής κουλτούρας,κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι δεν έχω δικαίωμα να γράφω ως Αυστραλός».
- Μας προκαλείτε όμως και εσείς με τις δηλώσεις σας.Χαρακτηρίσατε πρόσφατα τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία «στεγνή και ακαδημαϊκή με έναν φτηνό, σαχλό τρόπο»... «Προσβάλλεστε τόσο εύκολα; Ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν γενίκευση, ασφαλώς υπάρχουν εξαιρέσεις.Ωστόσο τα έργα της δεσπόζουσας ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που φτάνουν ως εδώ φαίνονται τετριμμένα,κενά νοήματος και προβληματισμού».
- Πιστεύετε ότι η δήλωση αυτή σας κόστισε το Μπούκερ;
«Δεν με απασχολεί».
Εκθειάζεται ως το σύγχρονο αυστραλιανό κοινωνικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα και συγκρίνεται με τα μυθιστορήματα του Αμερικανού Τζόναθαν Φράνζεν και τα παλαιότερα του Τζον Απντάικ και του Φίλιπ Ροθ. Οι δημόσιες δηλώσεις του είναι συχνά εμπρηστικές, αλλά ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται να γίνει συμπαθής. Θέλει, λέει, να μιλήσει για τον κόσμο όπως είναι, χωρίς φτιασίδια. Αφορμή αυτή τη φορά ένα χαστούκι: ένας άνδρας χαστουκίζει ένα απείθαρχο αγοράκι στη διάρκεια ενός μπάρμπεκιου. Από αυτή τη στιγμή και μετά, η προσεκτικά οργανωμένη ζωή οκτώ ανθρώπων- ανάμεσά τους Ελληνοαυστραλοί, ένας Αβορίγινας, μια Ινδή, μια εβραία, ένας ομοφυλόφιλος- διαταράσσεται αμετάκλητα.
- Τι ενέπνευσε το «Χαστούκι»; Ηταν κάποιο αληθινό περιστατικό;
«Βασίστηκε σε ένα περιστατικό που συνέβη σε ένα μπάρμπεκιου που είχαν διοργανώσει οι γονείς μου. Ενας πιτσιρίκος μπλεκόταν διαρκώς στα πόδια της μητέρας μου στην κουζίνα και κάποια στιγμή εκείνη σκόνταψε πάνω του. Τον σήκωσε και τον χτύπησε πολύ απαλά στον πισινό. Ομως ο μικρός σοκαρίστηκε. Εβαλε τα χέρια στη μέση του και της είπε με ύφος: “Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να με αγγίζει χωρίς την άδειά μου”. Βάλαμε τα γέλια. Μου έκανε εντύπωση όμως πόσο εύγλωττα μιλούσε το επεισόδιο αυτό για τις κοινωνικές αλλαγές που έχουν συμβεί στον δυτικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες. Η μητέρα μου μεγάλωσε σε μια πατριαρχική οικογένεια όπου οι γυναίκες και τα παιδιά δεν είχαν φωνή, και τώρα τα εγγόνια της μιλούσαν τη γλώσσα των “δικαιωμάτων”, η οποία της ήταν άγνωστη! Ηξερα τότε πως είχα την αρχή ενός μυθιστορήματος στο οποίο θα προσπαθούσα να μιλήσω για τις κοινωνικές αλλαγές και το πώς ζούμε σήμερα στην Αυστραλία».
- Η λειτουργία του θεσμού της οικογένειας και οι οικογενειακές σχέσεις σάς απασχολούν διαρκώς στα έργα σας.Ποιο ήταν το πλεονέκτημα του να μεγαλώνετε σε μια ελληνική οικογένεια;
«Το βασικότερο πλεονέκτημα ήταν ότι ήξερες πως σε αγαπούν. Και όχι μόνο οι γονείς, αλλά συγγενείς, φίλοι και γείτονες, που αποτελούσαν μια διευρυμένη οικογένεια. Το δεύτερο πλεονέκτημα ήταν ο σεβασμός στη μελέτη και στη μάθηση. Παρ΄ ότι ο πατέρας μου δεν μπορούσε να διαβάσει αγγλικά, κάθε φορά που έπαιρνε τον μισθό του μου αγόραζε δύο βιβλία. Αλλοτε ήταν pulp fiction, άλλοτε Ντίκενς, δεν έχει σημασία, τα διάβαζα όλα, ακόμη και όσα δεν καταλάβαινα. Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον σεβασμό τους στη μάθηση, όπως και πολλοί φίλοι μου, παιδιά μεταναστών, που μεγαλώσαμε μέσα σε μια αυστραλιανή κουλτούρα έντονα αντιπνευματική». - Το μειονέκτημα ποιο ήταν; «Το μειονέκτημα μιας τόσο δεμένης οικογένειας είναι ότι για να ενηλικιωθείς και να βρεις τον δικό σου δρόμο στη ζωή πρέπει να επαναστατήσεις. Στην εφηβεία μου κατάλαβα ότι έπρεπε να σπάσω τους δεσμούς με την οικογένεια και να αναζητήσω τη ζωή μου έξω από αυτήν, κυρίως λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού μου. Εφυγα νωρίς από το σπίτι, πράγμα που τσάκισε και εμέ να και τους γονείς μου. Ωστόσο δεν με εγκατέλειψαν ποτέ. Η αγάπη τους ήταν πάντοτε εκεί, γεγονός που διαπιστώνω εκ των υστέρων ότι απαιτούσε πολλή δύναμη».
- Πότε επισκεφθήκατε τελευταία φορά την Ελλάδα;
«Ηταν πριν από δέκα χρόνια, πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εποχή μεγάλου φιλευρωπαϊσμού και καταναλωτισμού. Με λύπησε πολύ ο υλισμός των Ελλήνων και η ξενοφοβική αντιμετώπιση μεταναστών και προσφύγων. Συνειδητοποίησα τότε ότι δεν ήμουν Ελληνας. Ξέρω πως ακούγεται σκληρό, αλλά η Ελλάδα μου έδωσε την εντύπωση μιας χώρας που το “έπαιζε” δυτικοευρωπαϊκή, που είχε ξεχάσει τον εαυτό της».
- Για όσα συμβαίνουν τώρα στην Ελλάδα ενημερώνεστε;
«Συζητώ με Ελληνες εδώ ή στο εξωτερικό, διαβάζω ελληνικές εφημερίδες, ανταλλάσσω μέιλ με φίλους από την Ελλάδα. Μου κάνει εντύπωση πόσο σοκαρισμένοι είστε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Πρώτη φορά ακούω τους Ελληνες να αναρωτιούνται: “Ποιοι είμαστε;”. Για μένα, παιδί μεταναστών, αυτή η ερώτηση είναι πάντοτε συνυφασμένη με την ύπαρξή μου».
- Η ζωή στην Αυστραλία πώς είναι; «Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στην Αυστραλία βιώσαμε μια έκρηξη πλούτου χωρίς προηγούμενο. Γίναμε πλουσιότεροι αλλά και ασταμάτητα άπληστοι, η ζωή μας περιστράφηκε γύρω από τα εμπορικά κέντρα. Γίναμε ατομιστές, χάσαμε κάθε αίσθηση συλλογικότητας, ο δημόσιος τομέας εκφυλίστηκε. Τα σχολεία έγιναν χειρότερα, τα νοσοκομεία το ίδιο, οι φτωχοί ζουν παραμελημένοι σε άθλιες συνθήκες. Επαψε κάθε συζήτηση για ηθική. Αντ΄ αυτού γίνεται λόγος για τις “αξίες των Αυστραλών”, λες και ο εθνικισμός μπορεί να αντικαταστήσει την ηθική. Η Αριστερά έχει και αυτή το δικό της μερίδιο ευθύνης σε όλα αυτά, προβάλλοντας την άκαμπτη ηθικολογία της πολιτικής ορθότητας ως λόγο εναλλακτικό απέναντι στην ηθική».
- Την αμηχανία της Αριστεράς μπροστά στις συνέπειες της σημερινής πανδημικής οικονομικής κρίσης πώς τη σχολιάζετε;
«Για να έχει μέλλον η Αριστερά στον δυτικό κόσμο πρέπει να αφουγκραστεί τις αριστερές φωνές που ακούγονται στη Λατινική Αμερική, στην Ασία και στην Αφρική, όπου οι άνθρωποι υποφέρουν καθημερινά από τα κατακλυσμικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης και του νεοεφιλελευθερισμού. Επιπλέον, όσοι θεωρούμε ότι ανήκουμε στην Αριστερά πρέπει να ξαναπιάσουμε δουλειά, να οργανωθούμε, να διαμαρτυρηθούμε, να δημιουργήσουμε. Σε όλη τη Δύση ακούς ότι η εργατική τάξη έχει εγκαταλείψει την Αριστερά. Αντιδρούμε είτε θρηνώντας για τα περασμένα είτε περιφρονώντας αφ΄ υψηλού την κουλτούρα της σύγχρονης εργατικής τάξης. Αυτή όμως είναι η πραγματικότητα σήμερα. Αν θέλουμε τα πράγματα να αλλάξουν, χρειάζεται προσπάθεια και επιμονή».
- Η τάξη είναι μία από τις διακρίσεις που έχουν κεντρικό ρόλο στο έργο σας,μαζί με τις διαφορές φυλής,θρησκείας,κουλτούρας,φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού.Ποια θεωρείτε την πιο επικίνδυνη διάκριση από όλες σήμερα;
«Ο πρόσφυγας είναι η φιγούρα που φορτώνεται το βάρος των φόβων, των ανησυχιών, του μίσους και του συντηρητισμού μας. Το πού στεκόμαστε αναφορικά με τους πρόσφυγες καθορίζει, πιστεύω, τις αξίες μας στον σύγχρονο κόσμο».
- Εσείς πότε αρχίσατε να ευαισθητοποιήστε για το ζήτημα της διαφορετικότητας;
«Την πρώτη μέρα που πήγα στο σχολείο χωρίς να ξέρω λέξη αγγλικά και με αποκάλεσαν “wog” (μαυροτσούκαλο μεταναστάκι) έγινα ο “άλλος”. Την πρώτη φορά που άκουσα Ελληνες να αποκαλούν μειωτικά κάποιον “πούστη” έγινα ο “άλλος”. Η γλώσσα με έκανε να αισθανθώ διαφορετικός».
- Ως μετανάστης της εργατικής τάξης, αριστερός και ομοφυλόφιλος,πώς χειριστήκατε τη διαφορετικότητά σας;
«Πάλι με τη γλώσσα. Η γλώσσα και η τέχνη μού έδωσαν και τα μέσα για να παλέψω για να υπερασπίσω τη διαφορετικότητά μου. Ο Ralph Εllison με το μυθιστόρημα “Τhe Ιnvisible Μan”, ο Jean Genet με τα γραπτά του, ο Fassbinder και ο Ρasolini με τις ταινίες τους μου έμαθαν πώς να αντιστέκομαι στη γλώσσα και πώς να τη χρησιμοποιώ. Χρειάζεται κουράγιο για να προκαλέσεις την οικογένεια, την κοινότητα, την εκκλησία, το σχολείο, κάθε θεσμό. Το εύκολο είναι να κρυφτείς, αλλά νιώθω ντροπή όποτε υποκύπτω σε αυτή τη δειλία».
- Το φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας είναι πλέον κοινή εμπειρία για όλους.Στον δυτικό κόσμο ποιοι προσαρμόζονται καλύτερα σε αυτό;
«Πρώτα οι Αμερικανοί, και συμπεριλαμβάνω σε αυτούς Καναδούς και Βραζιλιάνους. Δεν έχει εξαλειφθεί ο ρατσισμός στις χώρες τους, αλλά η υπηκοότητα δεν συνδέεται με τη καταγωγή και την κουλτούρα. Ακολουθεί η Αυστραλία, παρ΄ ότι δεν έχουμε καταπολεμήσει τον καρκίνο του επαρχιωτισμού και δεν έχουμε αποβάλει κακώς νοούμενες συμπεριφορές κληρονομημένες από τη μητέρα Αγγλία. Οσο για την Ευρώπη, λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν εμπιστεύομαι την ανεκτικότητά της στο διαφορετικό».
- Πώς αισθάνεστε ως συγγραφέας αναγνωρισμένος που όμως τον «χαστουκίζουν» διαρκώς για αναλγησία, ακραίες απόψεις,μισογυνισμό,διαλυτική γραφή;
«Με κατηγόρησαν στη Βρετανία για μισογυνισμό γιατί δήλωσα ότι οι γυναίκες της αστικής τάξης (και η πλειονότητα των αναγνωστών του αγγλόφωνου μυθιστορήματος είναι γυναίκες) χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία για να επιβεβαιώσουν τις αξίες και τις προκαταλήψεις τους. Χρησιμοποιούν το μυθιστόρημα όπως οι άνδρες την πορνογραφία, για να αποφορτιστούν και να ξεφύγουν από το κουβάρι της πραγματικότητας, όπου ζωή, σεξ, αγάπη, οικογένεια και κόσμος μπερδεύονται. Τέτοιες κατηγορίες προέρχονται από τους υποστηρικτές του “πολιτικώς ορθού”. Πρέπει όμως να καταλάβουν ότι δεν αρκεί να επιθυμούμε έναν κόσμο όπου έχει εξαλειφθεί ο σεξισμός και ο ρατσισμός. Ο διαχωρισμός σε καλούς και κακούς είναι απλουστευτικός και ασφυκτικός. Και θα συνεχίσω να το υποστηρίζω».
Η αλαζονεία και η υποκρισία των Ευρωπαίων
- Παίρνετε συχνά αποστάσεις από την Ευρώπη παρά την ευρωπαϊκή καταγωγή σας...
«Η ευρωπαϊκή καταγωγή μου ήταν για μένα παρηγοριά,πολιτική και πνευματική κληρονομιά για τις οποίες είμαι ευγνώμων,αλλά και βαρύ φορτίο.Οι μετανάστες γονείς μου φορούσαν την ευρωπαϊκή καταγωγή τους ως μανδύα που τους προστάτευε από την ξενοφοβία και μεγαλώνοντας είχα αναπτύξει μια ρομαντική λατρεία για την Ευρώπη.Κάθε επιστροφή μου όμως στην Ευρώπη επιβεβαίωνε την αποξένωσή μου από αυτήν». - Σε τι σας έχει απογοητεύσει η Ευρώπη; «Με ενοχλεί η αλαζονεία και η υποκρισία των Ευρωπαίων,βρίσκω ασφυκτικές τις ταξικές αλυσίδες,με απογοητεύει η αδυναμία της να δεχτεί τον μετανάστη και τον πρόσφυγα και να εμπλουτιστεί από την εμπειρία της με τον “ξένο”. Πριν από μερικούς μήνες στη Σκωτία ένας ντόπιος συγγραφέας μού είπε ότι δεν έχει δικαίωμα να λέει κάποιος ότι γράφει σκωτσέζικο μυθιστόρημα αν δεν είναι Σκωτσέζος τρίτης γενιάς.Εγώ είμαι Αυστραλός πρώτης γενιάς και,παρά τον αγγλοκεντρισμό της κυρίαρχης αυστραλιανής λογοτεχνικής κουλτούρας,κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι δεν έχω δικαίωμα να γράφω ως Αυστραλός».
- Μας προκαλείτε όμως και εσείς με τις δηλώσεις σας.Χαρακτηρίσατε πρόσφατα τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία «στεγνή και ακαδημαϊκή με έναν φτηνό, σαχλό τρόπο»... «Προσβάλλεστε τόσο εύκολα; Ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν γενίκευση, ασφαλώς υπάρχουν εξαιρέσεις.Ωστόσο τα έργα της δεσπόζουσας ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που φτάνουν ως εδώ φαίνονται τετριμμένα,κενά νοήματος και προβληματισμού».
- Πιστεύετε ότι η δήλωση αυτή σας κόστισε το Μπούκερ;
«Δεν με απασχολεί».