Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Δεύτερη γεύση. Μέρος Α', κεφάλαιο Α'

Φιλιά από τον ουρανό (Νέα Υόρκη)

Θυμόταν αμυδρά ένα τεράστιο λιβάδι, σπαρμένο με καταπράσινο γρασίδι μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του και μερικές μεγάλες γκρίζες πέτρες, με στρογγυλεμένη ράχη και πάνω γράμματα. Το μέρος ήταν πολύ ωραίο, γαλήνιο και πάντα το ίδιο. Αδιασάλευτη η τάξη, τα δέντρα θαρρείς κι ήταν ακίνητα, τα πουλιά μουγγά, τα νερά από τις μαρμάρινες βρύσες κυλούσαν σιωπηλά. Μια διάχυτη μυρωδιά υπήρχε πάντα, όχι όλες τις εποχές η ίδια, φρεσκοκομμένο χορτάρι την άνοιξη, το άρωμα της ξεραμένης γης που δέχεται με λαχτάρα το νερό το καλοκαίρι, η μυρωδιά από τα φύλα που κιτρινίζουν και πέφτουν το φθινόπωρο, η αδιόρατη αρωματισμένη αναπνοή των κοιμισμένων φυτών, το χειμώνα.

Οι άνθρωποι –άλλες φορές ήταν πολλοί, τις περισσότερες όμως νόμιζε ότι ήταν μόνοι τους- έμοιαζαν ελάχιστοι και μικροσκοπικοί μέσα σε κείνον τον αχανή χώρο και μιλούσαν χαμηλόφωνα, περπατούσαν αργά, λες και δεν ήθελαν να ενοχλήσουν στο παραμικρό, αυτούς που δε μπορούσε να τους ενοχλήσει τίποτα πια.

Στο μέρος εκείνο πήγαιναν με άμαξα, ήταν κάμποσο μακριά από το σπίτι τους ή έτσι του φαινόταν. Στο ένα του χέρι θυμάται ότι πάντα κρατούσε ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια, κάτι μοβ λουλουδάκια με μια κίτρινη καρδούλα στο κέντρο, που την περιεργαζόταν κάθε φορά με το ίδιο ενδιαφέρον. Ένα φουσκωτό, έντονα κίτρινο μαξιλαράκι, μικρό όσο ένα σέντ και από μέσα του να ξεφυτρώνουν πάρα, πάρα πολλές κεραίες, λεπτές όσο μια κλωστή, ίσως και λεπτότερες και να καταλήγουν σ’ένα τριχωτό κεφαλάκι, το ίδιο κίτρινο, το ίδιο ζωηρό, το ίδιο αυθάδικο. Αισθανόταν το μυστήριο της κίτρινης καρδούλας να τον μαγεύει περισσότερο από το μυστηριώδη χώρο που πήγαιναν. Τόσο φουσκωτό μαξιλαράκι, τόσο ωραίο κίτρινο, τόσες πολλές κεραιούλες, τόσα τριχωτά κεφαλάκια και όλα μέσα σε ένα τόσο μικρό λουλουδάκι... Το άλλο του χέρι, το δεξί, ήταν βυθισμένο σε ένα ανδρικό χέρι. Μεγάλο, απαλό και ζεστό. Κούρνιαζε εκεί μέσα το δικό του, χάιδευε αφηρημένα κάθε γραμμούλα της παλάμης του, που την ανακάλυπτε τρίβοντας πάνω κάτω το μικρό του, ανήσυχο δαχτυλάκι και δεν το άφηνε ούτε ένα λεπτό. Στιγμές-στιγμές, το μεγάλο χέρι έσφιγγε το δικό του μια-δυο φορές, σημάδι ότι «φτάσαμε» ή «μη σε νοιάζει», αν το άλογα κάλπαζαν πιο γρήγορα από συνήθως, «ας φεύγουμε τώρα» ή «πάμε παρακάτω», αν χάζευαν καμιά βιτρίνα. Ήξερε επίσης ότι το σφίξιμο αυτό, το συνθηματικό, σήμαινε και «σ’αγαπώ». Αυτό ήταν το πιο συχνό –έτσι το μετέφραζε αυτός- δε μιλούσαν τα σφιξίματα, αλίμονο, αλλά ήξερε πολύ καλά ότι έτσι ήταν, «σ’αγαπώ» σήμαινε.

Κατέβαιναν από την άμαξα, ο μπαμπάς του πηδούσε από το σκαλί, έκανε ότι χαμογελούσε, όμως αυτός ήξερε καλά εκείνη τη μικρή γραμμούλα –δεν ήξερε ακόμη ότι λέγεται ρυτίδα- τη γραμμούλα στην άκρη από το στόμα του που εμφανιζόταν πάντα, εκείνη την ώρα. Την ώρα που πηδούσε από την άμαξα. Πατούσαν πάνω στο γρασίδι –πάντα πράσινο και πάντα περιποιημένο- πατούσαν και τα βήματά τους βούλιαζαν, φιμωνόταν ο ήχος, χανόταν και οι πατημασιές, το χορτάρι ξαναγύριζε στη θέση του μόλις σήκωνε πάλι το ποδαράκι του, για να κάνει το επόμενο βήμα. Διανύαν έτσι μια απόσταση που στην αρχή του φαίνονταν μεγάλη, τεράστια, αργότερα, όταν έμαθε να μετράει, μια απόσταση που ήταν πενήντα δύο βήματα, βήματα κανονικά του πατέρα του και αυτός τα’κανε με τα πόδια τεντωμένα να συναγωνιστεί τον άντρα και αργότερα, μια απόσταση μικρή σχεδόν ελάχιστη.

Στέκονταν για λίγο μπροστά στην «πέτρα τους» -ίδια γκρίζα και στρογγυλή με τις υπόλοιπες- μόνο ο πατέρας του ήξερε να τη ξεχωρίζει από την αρχή, δεν είχε καμιά αμφιβολία, πήγαιναν κατευθείαν προς τα κει, στην τρίτη ή τέταρτη επίσκεψη το παιδί την έμαθε κι αυτό, κι ας μη διέφερε σε τίποτα από τις άλλες, ας ήταν απλά μια γκρίζα πέτρα με κάτι σημαδάκια, «γράμματα» είπε ο μπαμπάς του, όπως και όλες οι άλλες. Στέκονταν μπροστά στην «πέτρα τους», αφού έβγαζαν τα καπέλα τους –στην αρχή ο πατέρας έβγαζε και του παιδιού, μετά έμαθε να το βγάζει μόνο του μόλις πλησίαζε- άφηνε το παιδί τα μοβ λουλουδάκια με τις κίτρινες καρδούλες στη ρίζα της πέτρας, στο σημείο που χωνόταν μέσα στο γρασίδι και χάζευε γύρω-γύρω και κυρίως τον ουρανό.

Σ’εκείνο το μέρος, εκείνες τις ώρες, ανακάλυψε τις αμέτρητες μορφές του ουρανού. «Μεγάλος και ατέλειωτος» ήταν οι πρώτες παρατηρήσεις του, όσον αφορά το μέγεθος. «Συννεφιασμένος και γκρίζος» ήταν η πιο συνηθισμένη εικόνα που έβλεπε, σε σχέση με το χρώμα. Σπάνια ο ουρανός εκείνος ήταν γαλάζιος, χωρίς σύννεφα, σπάνια δεν έβρεχε, σπάνια δεν έτρεχαν τα σύννεφα γρήγορα, το ένα πίσω απ’τα άλλα, γρήγορα, για να δώσουν τη θέση τους σε άλλα, και κείνα σε άλλα, σε άλλα, μια ατέλειωτη συννεφένια παρέλαση.

Όταν βαριόταν να κοιτάει τον ουρανό και τα σύννεφα, χαμήλωνε το βλέμμα, μικρό παιδί ήταν και ο ουρανός δεν ήταν ακόμη στα μέτρα του, ποιος ξέρει αν θα γίνονταν κάποτε, εξέταζε τα ζουζούνια πάνω στο χορτάρι που έκαναν έφοδο στα μοβ λουλουδάκια του, εκείνα με τις κίτρινες καρδούλες, τα έδιωχνε με τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, το άλλο, το δεξί, παρέμενε κλεισμένο μέσα στη μαλακή χούφτα του πατέρα του, που τώρα δεν του έκανε νοήματα, δεν έσφιγγε και ξέσφιγγε, το κρατούσε συνέχεια σφιγμένο, σα να’θελε να πάρει δύναμη και κουράγιο από τη μικροσκοπική χουφτίτσα, τα λεπτά δαχτυλάκια, ακόμη και από τα κοντοκομμένα απαλά νυχάκια.

Έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο 3-19 Σεπτεμβρίου

Αφιερωμένο στο «ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη σύγχρονη κοινωνία και τον πολιτισμό», είναι το 39ο Φεστιβάλ Βιβλίου, που διεξάγεται στους υπαίθριους χώρους του Ζαππείου από τις 3 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2010.book-festival

Η διευθύντρια του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλίου (ΣΕΚΒ) Κατρίν Βελισσάρη και ο πρόεδρος του ΣΕΚΒ Γιώργος Ψύχαλος στην συνέντευξη τύπου για το 39ο Φεστιβάλ Βιβλίου, Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010 [ΑΠΕ]

Πρόκειται για έναν πολυσήμαντο θεσμό στα δρώμενα της πόλεως των Αθηνών, που οργανώνεται από τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βιβλίου, με συνδιοργανωτές τον Πολιτισμικό Οργανισμό και το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Αθηναίων, ενώ έχει τεθεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.

Περίπου 160 εκδότες, σε 130 περίπτερα παρουσιάζουν τη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή με περισσότερους από 50.000 τίτλους. Συμμετέχουν, η Ελληνική Εθνική Επιτροπή της UNICEF το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

Το πρόγραμμα του 39ου Φεστιβάλ Βιβλίου μας προσκαλεί σε ένα πλήθος εκδηλώσεων, οι οποίες έχουν προγραμματισθεί από τον Πολιτισμικό Οργανισμό και το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Αθηναίων, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και φυσικά τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βιβλίου.

Συγκεκριμένα, στους χώρους του Φεστιβάλ θα φιλοξενηθεί έκθεση ανέκδοτων φωτογραφιών με όψεις της Αθήνας του 1888, οι οποίες προέρχονται από τη συλλεκτική έκδοση του Ιστορικού Αρχείου Δήμου Αθηναίων «Αθήναι», ενώ θα πραγματοποιηθεί και η πρώτη επίσημη παρουσίαση του λευκώματος, την Τετάρτη, 15 Σεπτεμβρίου, στις 8 το βράδυ.

Ακόμα, το Σάββατο, 11 Σεπτεμβρίου 2010, στις 8 το βράδυ, προγραμματίσθηκε συζήτηση, με θέμα: «Η αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα σήμερα», με ομιλητές τα μέλη της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας: Τιτίνα Δανέλλη, Τεύκρο Μιχαηλίδη, Δημήτρη Μαμαλούκα και Γιάννη Ράγκο. Τη συζήτηση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος Μανώλης Πιμπλής, επίσης μέλος της Λέσχης.

Επίσης, στο πλαίσιο του 39ου Φεστιβάλ Βιβλίου, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου οργανώνει σειρά εκδηλώσεων με θέμα «Παραμύθια του κόσμου» για τους μικρούς επισκέπτες. Το Σάββατο 4, την Κυριακή 12 και την Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου, 7-8 το απόγευμα, τα παιδιά θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν παραμύθια της προφορικής παράδοσης και της λογοτεχνίας από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Παραμύθια για πλάσματα παράξενα, για ζώα που μιλούν με ανθρώπινη λαλιά, ιστορίες για όνειρα και επιθυμίες, για μικρούς και για μεγάλους, που έφτασαν στις μέρες μας από στόμα σε στόμα ή γράφτηκαν από Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Οι εκδηλώσεις θα πραγματοποιηθούν στο χώρο εκδηλώσεων της Έκθεσης και είναι ανοικτές στο κοινό.

Τα επίσημα εγκαίνια του Φεστιβάλ Βιβλίου θα τελεσθούν την Κυριακή, 5 Σεπτεμβρίου 2010, στις 8 το βράδυ από το δήμαρχο Αθηναίων Νικήτα Κακλαμάνη.

[Ναυτεμπορική], www.pressgr.com

δυο σημαντικά νέα από τα Βιβλιοπωλεία Φλωράς

ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΓΟΡΑΖΟΥΜΕ ΠΙΣΩ

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΜΑΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ ΒΙΒΛΙΑ

Τα Βιβλιοπωλεία Φλωράς, με δεδομένα τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στην αγορά του ξενόγλωσσου βιβλίου με τις αποκλειστικές διαθέσεις και τους φραγμούς εισαγωγών από άλλες ευρωπαϊκές χώρες (πρακτικές που ήδη εξετάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού), εγκαινιάζουν τη δευτερογενή αγορά ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών βιβλίων.

Θα αγοράσουμε από τους πελάτες μας τα ξενόγλωσσα βιβλία στο τέλος της σχολικής χρονιάς (ή και άμεσα αν έχετε διαθέσιμα βιβλία) στο ένα τρίτο της λιανικής τους τιμής υπό την προϋπόθεση ότι τα βιβλία είναι σε καλή κατάσταση, ικανά να χρησιμοποιηθούν και πάλι από μαθητές και ότι ο εκδοτικός οίκος δεν έχει αποσύρει τα βιβλία αυτά από την αγορά ή δεν έχει βγει νέα έκδοση. Τα μεταχειρισμένα βιβλία θα πωλούνται σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τις ονομαστικές τους, με δεδομένο ότι είναι μεταχειρισμένα βιβλία.

Σε πρώτη φάση η αγορά μεταχειρισμένων βιβλίων αφορά τα ξενόγλωσσα εκπαιδευτικά βιβλία των ακόλουθων εκδοτικών οίκων: Burlington, Oxford, Longman-Pearson και Trait D’ Union.

Η αγορά μεταχειρισμένων βιβλίων θα γίνει με πιστωτικό σημείωμα το οποίο θα εξαργυρωθεί με την αγορά νέων βιβλίων από τα Βιβλιοπωλεία Φλωράς. Προϋπόθεση είναι η αγορά των βιβλίων να έχει πραγματοποιηθεί από τα Βιβλιοπωλεία Φλωράς. Η αγορά μεταχειρισμένων βιβλίων αφορά βιβλία μαθητών (κύρια βιβλία μαθητή, βιβλία ασκήσεων, γραμματικές) και όχι εκδόσεις για καθηγητή (teachers book). Εάν το βιβλίο πωλείται συσκευασμένο μαζί με άλλα βιβλία η επιστροφή αφορά όλα τα βιβλία του «πακέτου».

Τα Βιβλιοπωλεία Φλωράς διατηρούν το δικαίωμα να μην δεχτούν να αγοράσουν μεταχειρισμένα ξενόγλωσσα βιβλία, χωρίς αιτιολόγηση. Βασική μας επιδίωξη είναι να μπορέσουμε να διαθέσουμε και πάλι τα βιβλία σε πολύ χαμηλότερες τιμές.

ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΛ ΤΟΥ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Με βάση τις ανακοινώσεις του Υπουργείου Οικονομίας, εντός του μηνός Σεπτεμβρίου 2010 θα κατατεθεί προς Ψήφιση το νομοσχέδιο για τις αποζημιώσεις των θυμάτων των καρτέλ. Το νομοσχέδιο αυτό, το οποίο εφαρμόζει τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ορίζει ότι και συλλογικές οργανώσεις θα μπορούν να στραφούν κατά των καρτέλ για αποζημιώσεις.

Στον χώρο του ξενόγλωσσου βιβλίου η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ύστερα από πολυετή αγώνα των Βιβλιοπωλείων Φλωράς, διαπίστωσε το καλοκαίρι του 2009 ότι υπήρχε ένα πολύ σκληρό καρτέλ επί σειρά ετών. Οι πρακτικές του καρτέλ οδήγησαν τις τιμές των βιβλίων στα ύψη. Σε συνδυασμό με τις πρακτικές ξένων εκδοτικών οίκων που απαγορεύουν στους έλληνες εισαγωγείς να κάνουν φθηνότερες εισαγωγές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες (ήδη το ερευνάει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού) οι τιμές πολλών βιβλίων ήταν υπερβολικά ακριβές με ανάλογες υπερχρεώσεις των μαθητών της αγγλικής γλώσσας.

Τα Βιβλιοπωλεία Φλωράς σε συνέχεια της προσπάθειας τους για άνοιγμα της αγοράς του ξενόγλωσσου βιβλίου αναλαμβάνουν πρωτοβουλία για την διοργάνωση συλλογικής αγωγής των μαθητών της αγγλικής γλώσσας κατά των μελών του καρτέλ του ξενόγλωσσου βιβλίου για όλες τις παράνομες πράξεις τους την δεκαετία 2000-2010 που είχαν σαν αποτέλεσμα να υπερχρεώνονται εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικές οικογένειες.

Δηλώστε τώρα το ενδιαφέρον σας για συμμετοχή στις συλλογικές αγωγές. Η εκδήλωση του ενδιαφέροντος σας δεν σημαίνει την ανάληψη καμίας υποχρέωσης εκ μέρους σας. Η τελική συμμετοχή σας θα ακολουθήσει την πλήρη ενημέρωση σας για τις προϋποθέσεις των αγωγών. Η εκδήλωση του ενδιαφέροντός σας για συμμετοχή στις ενδεχόμενες αγωγές δεν πρόκειται να δημοσιοποιηθεί σε κανέναν παρά μόνο στα αρμόδια δικαστικά όργανα.

Η κατάθεση συλλογικών αγωγών προϋποθέτει την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου που ήδη έχει ανακοινώσει το Υπουργείο Οικονομίας και την δυνατότητα κατάθεσης των αγωγών που θα περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο που τελικά θα ψηφιστεί.

Για να εκδηλώσετε το ενδιαφέρον σας καλέστε στο 2105232621 και αφήστε ονοματεπώνυμο και τηλέφωνο επικοινωνίας ώστε να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί σας μόλις ψηφιστεί το σχετικό νομοσχέδιο.

ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΦΛΩΡΑΣ ΕΙΝΑΙ

Πανεπιστημίου 59 Αθήνα, τηλ. 210-3215590, Ζωσιμάδων 46 Πειραιάς, τηλ. 210-4172819, Σκοπευτηρίου 31 Καλλιθέα, τηλ. 210-9519140, Λ. Ηρακλείου 350

Ν.Ιωνία, Εμπορικό Κέντρο ΙΟΝΙΑ 2000 τηλ. 210-2710665, Εθνικής Αντιστάσεως 87 Περιστέρι, τηλ. 210-5756882, Στέφανου Σαράφη 2

Αιγάλεω, τηλ. 210-5312229, Μιλτιάδου 16 Μαρούσι, 15122 τηλ. 210-8066377, Κουντουριώτου 14, Ηλιούπολη τηλ. 210-9955162, Ηρώδου Αττικού 4,

Χαλάνδρι τηλ. 210-6844417, Κουντουριώτου 54-56 Κορυδαλλός 210494

Βιβλιοπωλεία Φλωράς Μαρία Φλωρά ΕΠΕ Πανεπιστημίου 59 Αθήνα 10564 ΑΦΜ 095492257, τηλ. 2103215590

Αυτό το μήνυμα πληροί τις προϋποθέσεις τής Ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί μηνυμάτων προβολής.
Κάθε μήνυμα θα πρέπει να φέρει τα πλήρη στοιχεία τού αποστολέα ευκρινώς και θα πρέπει να δίνει στον δέκτη τη δυνατότητα διαγραφής (Directiva 2002/31/CE
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Relative as A5-270/2001 τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου). Αν είσαστε σε αυτή τη λίστα κατά λάθος ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο θέλετε να διαγραφεί το e-mail σας από αυτή τη λίστα παραληπτών email απλά απαντήστε σε αυτό το email με θέμα "UNSUBSCRIBE" στην ηλεκτρονική διεύθυνση newsletter@floras.gr . Παρακαλούμε δεχθείτε τις απολογίες μας για οποιαδήποτε ενόχληση σας προκαλέσαμε.

Όλα αυτά που χάσαμε - Κεφάλαιο 7

Λάκης Φουρουκλάς
ακυκλοφόρητο μυθιστόρημα
http://lakisf.blogspot.com




Η Μάριαν, με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια που έμοιαζαν με τις εποχές, καθώς άλλαζαν συνεχώς φωτοσκιάσεις. Ένιωσα μεγάλη χαρά μόλις τη γνώρισα, μόλις τα δάχτυλά μου άγγιξαν τα μακριά, λίγο χαρακωμένα, δικά της, κι εκείνη μ’ έχωσε στη ζεστή αγκαλιά της, λες και με ήξερα από μικρή και τώρα απλά συναντιόμασταν ξανά. Εθελόντρια κι αυτή, βοηθούσε τα παιδιά όπως μπορούσε, να δουν τον κόσμο λίγο πιο φωτεινό.
Φεύγοντας από κει, με τις πρωτόγνωρες εμπειρίες νωπές ακόμη στη μνήμη μου, κινήσαμε για ένα μικρό φαγάδικο όπου, όπως αποδείχτηκε όλοι γνώριζαν τόσο τον Άντι όσο και τη Μάριαν. Μόλις άκουσαν ν’ ανοίγει η πόρτα πολλά ζευγάρια μάτια γύρισαν διερευνητικά προς το μέρος μας, με μια σκιά υποψίας να τα βαραίνει, όταν όμως αντίκρισαν τους δύο τελευταίους τα ερωτηματικά μεταμορφώθηκαν αμέσως σε χαμόγελα. Εμένα παρέμειναν να με παρατηρούν για λίγο ακόμη, σα μια εξωτική παρουσία, με φανερή περιέργεια, αλλά σύντομα έστρεψαν και πάλι την προσοχή τους εκεί που την είχαν πριν καταφθάσουμε.
Καθίσαμε σ’ ένα ακρινό στενόμακρο ξύλινο τραπέζι, μπροστά από μια τζαμαρία, την οποία διαπερνούσαν τα πρώτα χλωμά φώτα της νύχτας. Στο δρόμο η κίνηση ήταν αραιή, σχεδόν ανύπαρκτη. Σα να μην ήμασταν στη Νέα Υόρκη, αλλά κάπου αλλού, σ’ ένα σκηνικό από ταινία, σε μια παλιά φωτογραφία. Ο Άντι και η Μάριαν συζητούσαν κάτι για τις τάξεις τους, κι εγώ απλά τους άκουγα. Ένιωθα λίγο ξένη ανάμεσά τους, αλλά την ίδια ώρα δεν είχα καμιά απολύτως αμφιβολία ότι εκεί ακριβώς ανήκα. Μια βαριά σκιά πήρε σκιά στο τραπέζι, σκοτείνιασε λίγο την οπτική μου γωνία. Σήκωσα το βλέμμα για να αντικρίσω μια χοντρή σαν πλατεία γυναίκα, σχεδόν τετράγωνη. Σίγουρα δεν ήταν ντόπια, αλλά δεν μπορούσα ακριβώς να την τοποθετήσω κιόλας. Κάπου από τη νότιο Αμερική ερχόταν. Κουβανή ίσως. Κρατούσε ένα μπλοκάκι παραγγελιών στο χέρι και περίμενε υπομονετικά την παραγγελία μας, που δεν ερχόταν.
«Τι κάνεις αγόρι μου;» ρώτησε τον Άντι σε σπασμένα αγγλικά, κι ένα βλέμμα όλο τρυφερότητα, αποσπώντας του την προσοχή. «Κορίτσια;» απευθύνθηκε και σε μας, αλλά όχι με την ίδια θέρμη. Ωστόσο χαμογελούσε πλατιά, καθόλου επαγγελματικά, λες κι η δουλειά της ήταν αυτή ακριβώς που την έκανε ευτυχισμένη.
«Όλα καλά, κυρία Πιλάρ», απάντησε ο Άντι, ανταποδίδοντας το χαμόγελο. «Πεινάμε. Τι καλό έχεις για μας σήμερα;»
Άρχισε να του απαριθμεί τα πιάτα στα ισπανικά, κι εκείνος απλά την άκουγε και σκεφτόταν, και ρωτούσε κι εμάς τι θα θέλαμε να φάμε. Δεν είχαμε κάποια ιδιαίτερη προτίμηση έτσι στο τέλος κατέληξε να παραγγείλει και για τους τρεις μας το ίδιο φαγητό, ένα από τα καλύτερά της, όπως μου είπε: κοτόπουλο κρασάτο, με μαύρα φασόλια και λαχανικά. Για ποτό επιλέξαμε το νερό, αφού ήτανε ακόμη πολύ νωρίς για ν’ αρχίσουμε να μπεκρουλιάζουμε.
«Δεν το ήξερα ότι μιλάς ισπανικά», του είπα άθελά μου επικριτικά, καθώς η Πιλάρ, όνομα αλλά όχι πράμα, απομακρυνόταν κουνώντας επιδεικτικά τα τεράστια οπίσθιά της.
«Περισσότερο τα καταλαβαίνω παρά τα μιλώ, Χοπ. Τα μαθαίνω μαζί με τα παιδιά, ή μάλλον από τα παιδιά στην τάξη. Θα έλεγα ότι είναι αναγκαίο καλό. Εξάλλου δεν είναι και πολύ δύσκολα. Η Μάριαν τα μιλά πολύ καλύτερα από μένα».
«Κι εγώ, τις πρώτες μου λέξεις απ’ τα παιδιά στην τάξη τις έμαθα. Δεν είναι εύκολο να διδάσκεις μικρά παιδιά, που ποτέ δεν έμαθαν αγγλικά, αν δε μιλάς τη γλώσσα τους. Αλλά εγώ, μια και έχω πολλή χρόνο στη διάθεσή μου, πηγαίνω τρεις φορές τη βδομάδα σε κάποια μαθήματα. Υπάρχουν μερικές υπέροχες εκφράσεις σ’ αυτή τη γλώσσα, που ακούγονται σχεδόν σαν τραγούδι. Όταν τελειώσω μ’ αυτή τη σπουδή, σκέφτομαι ν’ αρχίσω να μαθαίνω γαλλικά κι ιταλικά. Ακόμη και καταλανικά, αφού κάποια μέρα θα ήθελα να πάω να ζήσω στη Βαρκελώνη, την ευρωπαϊκή πόλη των ονείρων μου».
«Μα πού βρίσκεις το χρόνο; Πού τον βρίσκετε;»
«Όσο κι αν ακούγεται κλισέ, για μένα όλα είναι θέμα προγραμματισμού. Όταν τα βάζεις όλα σε μια τάξη, όταν φτιάχνεις ένα ολόδικό σου σχεδιάγραμμα, τότε όλα μπορούν να γίνουν. Και πολύ εύκολα μάλιστα», απάντησε ο Άντι.
«Εγώ από την άλλη δεν μπορώ να λειτουργήσω μέσα στην τάξη, παρά μόνο μέσα στην αταξία, αυτή μου ταιριάζει, και το χάος. Δεν προγραμματίζω ποτέ τίποτα και όλα απλά γίνονται, σαν από μόνα τους. Τα μαθήματα που παίρνω και δίνω, αυτά μονάχα είναι οι σταθερές μου», είπε χαμηλόφωνα εκείνη. Όπως θ’ αντιλαμβανόμουν στη συνέχεια δεν ήξερε άλλο τρόπο για να μιλά. Ακόμη και την οργή της χαμηλόφωνα την εξέφραζε.
«Δε δουλεύεις;»
«Ζωγραφίζω».
«Και;»
«Τίποτ’ άλλο. Βγάζω αρκετά απ’ τη δουλειά μου».
Ασυναίσθητα χαμογέλασα. Ένιωθα σα να μιλούσα με τη θηλυκή εκδοχή του Άντι. Δεν έλεγε περισσότερα απ’ όσα είχε να πει και δεν έκρυβε απολύτως τίποτα, χωρίς να αποκαλύπτει κάτι κιόλας. Η στάση της μου κίνησε ακόμη περισσότερο την περιέργεια.
«Πόσων χρονών είσαι;»
«Σχεδόν τριάντα».
Τριάντα! Παρέμεινα για λίγο να την παρατηρώ σιωπηλή, δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Τριάντα; Μα αυτή έμοιαζε έφηβη, σχεδόν παιδί. Ή, καλά, ίσως όχι παιδί, αλλά κάποια κοντά στην ηλικία μου, όχι δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Ωστόσο, δε μου έλεγε ψέματα, γι’ αυτό δεν είχα καμιά αμφιβολία. Γιατί να το κάνει άλλωστε; Ίσως να ήταν αυτή η απόκοσμη γαλήνη που εξέπεμπε που έκρυβε τα χρόνια της. Ίσως να ήταν και το απέριττο που ανέδιδε ολόκληρη η ύπαρξή της. Τη μετρούσα με το βλέμμα εκείνη την ώρα, αλλά εκείνη δε φαίνονταν να νοιάζεται. Ήταν σα να με προκαλούσε. Σα να μου έλεγε, κάνε ό,τι θες μικρή μου, αλλά αν δεν το θελήσω εγώ ποτέ δε θα με καταλάβεις. Για λίγη ώρα μείναμε έτσι, να κοιτάμε συνεχώς η μια την άλλη, και στα διαλείμματα τον Άντι, συνάπτοντας λες μεταξύ μας μια κρυφή συμφωνία, υφαίνοντας μια αμίλητη συνομωσία. Ως συνήθως, εγώ ήμουνα αυτή που έσπασε τη σιωπή.
«Γνωριστήκατε στην τάξη;»
«Όχι στην τάξη, αλλά στη σχολή. Πριν τρία χρόνια. Ο κύριος αποδώ έγραψε μια κριτική για τη ζωγραφική μου στο μπλογκ του και θέλησα να τον γνωρίσω. Όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ αρχικά, με διάβασε…».
«Όπως κι εμένα», ξεφώνισα αυθόρμητα, προτού προλάβω να συγκρατήσω τις λέξεις. Άρχισαν κι οι δύο να γελάνε. Γέλασα κι εγώ. Γιατί όχι; Μαζί μου γελούσαν, όχι στην πλάτη μου. Έστρεψα την προσοχή μου στον Άντι, που εκείνη την ώρα έμοιαζε απερίγραπτα χαρούμενος, ξεκομμένος απ’ τα προβλήματα όλου του κόσμου και τα δικά του.
«Πόσα μυστικά μου κρύβεις ακόμη;» τον ρώτησα στα ίσια.
«Πόσα αντέχεις να μάθεις;»
«Θέλω να τα μάθω όλα».
«Τότε αυτό ακριβώς θα συμβεί. Αλλά όχι τώρα. Σιγά-σιγά. Το κάθε πράγμα στον καιρό του. Εξάλλου όπως εσύ θες να μάθεις εμένα, άλλο τόσο θέλω εγώ να μάθω εσένα».
«Να μη σας εμποδίζω, παιδιά», είπε η Μάριαν πειρακτικά και σηκώθηκε απότομα για να φύγει. Όμως κάθισε αμέσως ξανά, προτού καν αντιδράσουμε. «Έρχεται το κοτόπουλο», είχε έτοιμη τη δικαιολογία, κι όντως αυτή ήταν πολύ καλή.
Πρώτη φορά έφαγα τόσο νόστιμο φαγητό στην πόλη μου. Μαθημένη καθώς ήμουνα από μικρή στο τζανκ φουτ και στα άλλα ετοιματζίδικα φαγητά στα ακριβά εστιατόρια, ποτέ πριν δεν είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω ένα καλομαγειρεμένο σπιτικό πιάτο σ’ ένα φαγάδικο. Και το απόλαυσα τόσο, μα τόσο πολύ. Σαν ένα ταξίδι στις αισθήσεις ήταν εκείνο το δείπνο, το πρώτο αλλά όχι το τελευταίο που θα απολαμβάναμε μαζί οι τρεις μας.
Με το που τελειώσαμε όμως ο Άντι είπε ότι είχε δουλειά και έπρεπε να φύγει. Η Μάριαν μου πρότεινε, αν δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω, να τη συνοδεύσω μέχρι το σπίτι της. Δεν έφερα αντίρρηση, τόσο επειδή είχα όλο το χρόνο στη διάθεσή μου, αλλά και λόγω της ακατανίκητης περιέργειάς μου. Ήθελα να γνωρίσω όσο καλύτερα και όσο συντομότερο μπορούσα αυτό το παράξενο πλάσμα, την έφηβη γυναίκα.
Το ταξίδι με τον υπόγειο κύλησε σαν τίποτα, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω καθώς μιλούσαμε. Στη διάρκεια της διαδρομής έμαθα μερικά πράγματα για τη ζωή της, αποκόμισα αποκόμματα από την ιστορία της. Κατέφθασε κι αυτή στη Νέα Υόρκη, από τη Βαλτιμόρη, πριν από χρόνια με δυο βαλίτσες γεμάτες αγωνία και όνειρα. Δεν είχε πολλά λεφτά, αλλά δεν ήταν φτωχή τότε, όπως και τώρα άλλωστε. Τώρα ήταν μάλλον πλούσια ή τουλάχιστον σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση. Σπούδασε αυτό που ακριβώς επιθυμούσε, ζωγραφική δηλαδή, αλλά όπως φάνηκε στην πορεία δεν υπήρχε λόγος για να το κάνει αυτό, αφού ήτανε φυσικό το ταλέντο της, έμφυτο. Ωστόσο η σχολή δεν αποδείχτηκε χάσιμο χρόνου, αφού αυτή ήταν που της έδωσε την ευκαιρία να εκθέσει τα έργα της και να αναδυθεί σχετικά εύκολα στο παράξενο και δύστροπο καλλιτεχνικό στερέωμα. Δεν της πήρε και πολύ να γίνει γνωστή. Άρχισε να πουλάει απ’ την πρώτη στιγμή και δε σταμάτησε ποτέ, αφού όλα τα έργα της έμοιαζαν να ξεφεύγουν από τους γνωστούς κανόνες, να καταδύονται στην ουσία των πραγμάτων χωρίς να την υπερπροβάλλουν. Γι’ αυτό και δε χρειάστηκε στα έντεκα χρόνια που βρισκόταν εδώ να βρει κάποια δουλειά. Ο Άντι την οδήγησε, όπως κι εμένα σήμερα, στην τάξη, στο κρυφό του σχολειό, πριν από δύο χρόνια -αυτό είναι το μεγάλο κόλπο της ζωής μου, της είπε- κι από τότε διδάσκει εκεί.
«Φίλο δεν έχεις;»
«Είχα. Πολλούς. Αλλά ήταν όλες επιφανειακές σχέσεις, άοσμες, άχρωμες, σχεδόν τυπικές. Δε με καταλάβαιναν, όπως δεν καταλάβαινα κι εγώ εκείνους άλλωστε».
«Καλλιτέχνες;»
«Δυο-τρεις. Αλλά αυτοί ήταν οι χειρότεροι. Λένε, ή μάλλον το φωνάζουν ότι είναι ιδιόρρυθμοι, εκκεντρικοί ή δεν ξέρω τι, ενώ ξεκάθαρα κι απλά είναι ιδιότροποι, ξεροκέφαλοι κι εγωιστές, και κατά βάθος καθάρματα. Όλη την ευαισθησία τους τη βάζουν σ’ αυτά που κάνουν, για τους απλούς ανθρώπους, για τον κόσμο, δεν τους περισσεύει. Άστα να πάνε. Γνώρισα και κάποιους συγγραφείς-καθηγητές. Ακόμη χειρότεροι αυτοί. Δεν κάνουν τίποτ’ άλλο από το να αυτοθαυμάζονται και να προσπαθούν να παρασύρουν κάποιο κοριτσάκι στο κρεβάτι τους. Όσο για τους δήθεν διανοούμενους, αυτοί κι αν με κάνουν ν’ αρρωσταίνω. Ειλικρινά τους σιχαίνομαι, τους τοποθετώ στο ίδιο επίπεδο με τους βιαστές και τους παιδεραστές. Ξοδεύουν όλο το βιος τους αναλύοντας τις ζωές των άλλων, ενώ εκείνοι στο τέλος της ημέρας δεν έζησαν τίποτα, ή τουλάχιστον τίποτα συνταρακτικό. Η ζωή τους όλη αρχίζει και τελειώνει μέσα στα κεφάλια και τις αναμφισβήτητες πεποιθήσεις τους. Άνυδρα, αποστειρωμένα ενυδρεία…». Ξάφνου άρχισε να γελά, δυνατά, πηγαία, εκκωφαντικά, κι εγώ παρέμεινα απλά να την κοιτάω, μ’ ένα μειδίαμα στα χείλη – όχι αμήχανα, αλλά με περιέργεια. Με περιέργεια την παρατηρούσαν κι οι άλλοι συνένοχοι-συνεπιβάτες στο βαγόνι, αλλά όχι για πολύ. Σύντομα έστρεψαν την προσοχή τους και πάλι στις μουσικές, τα βιβλία και τις εφημερίδες τους, τα κινητά τηλέφωνα και τους φορητούς υπολογιστές τους – ανίκανοι να απολαύσουν το τυχαίο. Τελικά, σαν στέρεψε το γέλιο, έστρεψε το δακρυσμένο βλέμμα της πάνω μου, και μ’ ένα μάλλον διφορούμενο χαμόγελο, είπε να βάλει την τελευταία πινελιά στο μονόλογό της: «Τελικά κουβαλώ πολλά και βαριά μπαγκάζια πίσω μου!»
«Ναι, απ’ αυτά που μου λες μοιάζεις να είσαι περπατημένη», είπα, στην απουσία κάποιου ουσιαστικού σχολίου εγώ. Γέλασε.
«Περπατημένη, ε; Μπορείς να το πεις κι έτσι, αν είσαι αρκετά ευγενική, κι εσύ είσαι. Αλλά δεν είμαι περπατημένη, γαμημένη είμαι. Έτσι ακριβώς. Μου γαμήσανε για μια εποχή τα μυαλά όλοι αυτοί οι ειδικοί του τίποτα, του κοπανιστού αέρα, προσπάθησαν να μου κλέψουν τα πάντα, να με κάνουν κάποια άλλη, να, σαν και τα μούτρα τους, μα δεν τους πέρασε. Ήμουνα το λάθος παιχνίδι για κείνους».
«Κι ο Άντι;»
«Ο Άντι! Επιτέλους φτάσαμε στο ψαχνό της υπόθεσης». Δεν το είπε με ίχνος κακίας αυτό, ούτε καν με κάποια υποψία ειρωνείας, απλά το τόνισε σαν ένα αναμφισβήτητο γεγονός. «Ο Άντι ήταν ο γαμημένος ιππότης που ήρθε καβάλα στ’ άλογο και τις αρχές του για να με σώσει απ’ τα κοράκια και τα κατάφερε!»
«Πώς μπορείς να φωνάζεις, να βρίζεις και την ίδια ώρα ν’ ακούγεσαι γαλήνια;» τη ρώτησα με πραγματική απορία, κι εκείνη αρκέστηκε να χαμογελάσει.
Βγήκαμε από το βαγόνι και ανεβήκαμε σιγά-σιγά τα σκαλιά για να βρεθούμε στους δρόμους του Μπρούκλιν, στην εκκωφαντική πραγματικότητα μιας πόλης, που έμοιαζε να αγνοεί την παρουσία μας. Φώτα, κόρνες, διαφημίσεις -μια μαζική κακοφωνία- και άνθρωποι βιαστικοί που δεν κοιτούσαν γύρω τους, αλλά ίσια μπροστά, σα φαντάσματα που έψαχναν να βρουν το σπίτι που θα στοίχειωναν κι εκείνο το βράδυ. Αδιέξοδες ζωές.
Κρατώντας σφικτά απ’ το χέρι με οδήγησε μέσα από μια πλατιά λεωφόρο και στενά ημιφωτισμένα δρομάκια στη γειτονιά της που, αν και στο άλλο άκρο της πόλης, θύμιζε κάτι απ’ την άλλη, αυτή που πρωτοαντίκρισα λίγες ώρες πριν, εκείνη των απόλυτα φτωχών. Το διαμέρισμά της ήταν σ’ ένα παλιό μεγάλο κτήριο, που με μια πρώτη ματιά έμοιαζε εγκαταλειμμένο.
«Πάμε από την πίσω πόρτα», μου είπε, κι εγώ απλά την ακολούθησα χωρίς να ρωτήσω το γιατί. Ανεβήκαμε μια παλιά στριφογυριστή σιδερένια σκάλα, που έτριζε στο κάθε μας βήμα, και η οποία κρεμόταν σαν προφυλακτήρας απ’ το πλάι της πολυκατοικίας, για να φτάσουμε σ’ ένα ψηλό σιδηρόφρακτο παράθυρο, το οποίο ξεκλείδωσε μ’ ένα μεγάλο σκουριασμένο κλειδί. Σειρά πήρε μια τζαμόπορτα, που έμοιαζε παράταιρη στο μέχρι τότε σκηνικό.
Το ξάφνιασμα που ένιωσα όταν μπήκαμε μέσα και άναψε το φως, δεν μπορώ εύκολα να το περιγράψω με λόγια. Ήταν σα να βρέθηκα από τη μια στιγμή στην άλλη σ’ ένα εφιάλτη. Ακριβώς όπως το λέω. Όλοι οι τοίχοι του δωματίου ήταν γεμάτοι από πίνακες, που έμοιαζαν βγαλμένοι ή έστω εμπνευσμένοι από την Αποκάλυψη. Σκελετωμένα κορμιά, κομμένα μέλη, άνθρωποι να βουλιάζουν στην άβυσσο, καράβια αντιμέτωπα με άγριες καταιγίδες, τεράστια τρομακτικά κύματα, γυναίκες να οδύρονται, παιδιά να δακρύζουν με πόνο, κι άντρες νεκροί, κατάκοιτοι σε μια γη ποτισμένη με αίμα, με τα όρνια τριγύρω να ετοιμάζουν τη δική τους γιορτή. Αυτά που έβλεπα μου θύμιζαν για κάποιο λόγο την πτώση του Εωσφόρου, αλλά και κάποιες από τις εικόνες του Μπλέικ, του προπάτορα.
«Το δωμάτιο της πραγματικής ζωής», μου είπε εκείνη απαλά, αγγίζοντάς με φευγαλέα στον ώμο, προσπαθώντας λες να μου δώσει δύναμη, κουράγιο να αντικρίσω την πραγματικότητα μέσα από τη δική της ματιά. «Ζωγραφίζω τους εφιάλτες μου». Με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε στο επόμενο δωμάτιο. Άναψε και πάλι τι φως, κι αυτή τη φορά τα μάτια μου πλημμύρισαν χρώματα. «Το δωμάτιο της ζωής όπως θα έπρεπε να είναι», μου ψιθύρισε. «Ζωγραφίζω τα όνειρά μου». Ο κόσμος όλος λοιπόν, ο δικός της, κι ο δικός μας, μέσα σε δύο μόλις δωμάτια. Αυτό το δεύτερο έγινε μεμιάς το αγαπημένο μου, γαλήνεψε αμέσως τις φουρτούνες που φούντωσαν μέσα μου λίγες στιγμές πριν, κατέπνιξαν τους εφιάλτες στη γένεσή τους. Κι όσο κι αν δίστασα προηγουμένως να σταθώ και να μελετήσω με προσοχή εκείνους τους πίνακες, μπροστά σ’ αυτούς αφέθηκα, παραδόθηκα στην ομορφιά τους. Μια μάνα να κρατά στην τρυφερή αγκαλιά της ένα νιογέννητο παιδί και να του χαρίζει τους χυμούς της ζωής από το σώμα της, καθώς στο φόντο, μέσα από ένα ανοικτό παράθυρο διακρίνεται ο ήλιος ροδοκόκκινος να ανατέλλει. Δυο κοριτσάκια να πετάνε ψηλά, σ’ ένα γαλανό ουρανό, κρατημένα από μια δέσμη πολύχρωμα μπαλόνια. Μια γριά, με χαραγμένο το πρόσωπο απ’ της ηλικίας και της γνώσης τις ρυτίδες κι ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη, να υφαίνει κάτι με το βελόνι. Ένας άντρας να περπατά σε κάποιο άγνωστο σε μένα πάρκο αγκαλιά με την αγαπημένη του, καθώς γύρω τους οργιάζει η φύση. Κάποιο αγόρι, μάλλον στην Αφρική, να παίζει μπάλα μ’ ένα ξύλινο πόδι και να δείχνει πολύ-πολύ ευτυχισμένο. Ένα κορίτσι και μια φάλαινα να κολυμπάνε μαζί στα διάφανα πράσινα νερά μιας θάλασσας εξωτικής. Αστερίες και όστρακα να στολίζουν, σαν οι καλύτερες διακοσμητές της πλάσης, μια αχανή παραλία. Ο Άντι! Ο Άντι μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ν’ ακουμπά σ’ ένα τοίχο, φορώντας εκείνο το τόσο γνώριμο πια αγαπημένο του ξεβαμμένο τζιν κι ένα πουκάμισο γαλάζιο, παρακολουθώντας κάποια παιδιά να παίζουν μπάσκετ.
«Σου αρέσει;» Με έβγαλε απ’ τις θαυμαστές μου σκέψεις η Μάριαν.
«Πολύ. Είναι σα να τον βλέπω ζωντανό μπροστά μου».
«Δικός σου!»
Τον ξεκρέμασε απ’ τον τοίχο και μου τον έδωσε. Έτσι απλά. Χωρίς καν ένα στιγμιαίο δισταγμό, δίχως δεύτερη σκέψη. Κι εγώ δεν άντεξα και τη ρώτησα:
«Ήσασταν ποτέ μαζί εσείς οι δυο;»
«Όχι. Ποτέ! Η αλήθεια είναι ότι το ήθελα κάποια εποχή, ίσως να το ήθελε κι εκείνος, αλλά στο τέλος της μέρας η αλήθεια είναι ότι δεν ταιριάζουμε. Είμαστε συμβατοί, είμαστε τέλειοι σα φίλοι, αλλά μέχρι εκεί. Το ξέρω καλά, το ξέρει κι αυτός. Αν σμίγαμε θα τρελαίναμε ο ένας τον άλλο, ενώ τώρα…».
«Μα πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη;»
«Μας γνωρίζω. Θα μας μάθεις κι εσύ, με τον καιρό».
«Κι όμως, εγώ πιστεύω ότι ταιριάζετε, κι ας μισώ τον εαυτό μου που το λέει αυτό. Έχετε τόσα κοινά οι δυο σας».
«Μ’ εσένα ταιριάζει περισσότερο, το κατάλαβα απ’ την πρώτη φορά που σε είδα, απ’ τα λίγα που είπαμε. Ο Άντι έχει χαράξει μια πορεία στη ζωή του και δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι δε θα παρεκκλίνει καθόλου απ’ αυτή. Εμένα δε μου αρέσει, δε μου πάει αυτή η επίφοβη σιγουριά, μισώ το ότι δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, μου την σπάει αυτή η μονοτονία. Εγώ θέλω συνεχώς ν’ αλλάζω, ό,τι μπορώ, μου αρέσει να έχω την ελευθερία των πολλών επιλογών».
«Ενώ εγώ…».
«Ενώ εσύ…».
Ενώ εγώ δεν έχω άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσω, ήθελα να πω, μα δεν το είπα. Δεν ήθελα να με ρίξω στα μάτια της, να με ισοπεδώσω με τις λέξεις, κι ας ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα αυτά τα λόγια. Προτού τον γνωρίσω δεν είχα κανένα στόχο στη ζωή, κανένα σκοπό. Το μόνο που ήθελα ήταν να περνώ καλά και περνούσα, επιφανειακά τουλάχιστον, όπως όλοι. Η γνωριμία μου μαζί του έδωσε στη ζωή μου αξία, τη σημάδεψε, κι ας ένιωθα -και νιώθω ακόμη- ανάξια απέναντί του. Καθώς κρυβόμουνα πίσω από το πέπλο των ματιών μου και τις εικόνες της, η Μάριαν σηκώθηκε αθόρυβα απ’ τον πάτωμα, που μέχρι εκείνη την ώρα καθόμασταν και πήγε στην κουζίνα. Επέστρεψε λίγο αργότερα κρατώντας δυο ποτήρια κόκκινο κρασί, γεμάτα μέχρι πάνω, σχεδόν ξέχειλα. Δε με ρώτησε καν αν μου άρεσε αυτό το ποτό, το θεωρούσε μάλλον δεδομένο. Κρατώντας στο ένα χέρι τον πίνακα του Άντι και στο άλλο το ποτήρι, την ακολούθησα σ’ ένα διπλανό δωμάτιο, όπου υπήρχαν δυο πολυθρόνες, ένα γυάλινο τραπεζάκι, ένας παλιός και ξεφτισμένος από τη χρόνια χρήση καναπές και μα βαρυφορτωμένη με τόμους βιβλιοθήκη. Βιβλία τέχνης και λογοτεχνίας, ποίησης και ταξιδιωτικά, ακόμη και φιλοσοφίας βάραιναν τα ράφια της, χαρίζοντάς τους αξία. Ένα ακόμη γλυκό κομμάτι της περιουσίας της. Καθίσαμε, η μια απέναντι από την άλλη, στις πολυθρόνες, βγάλαμε τα παπούτσια κι ακουμπήσαμε τα πόδια στο τραπεζάκι, και μείναμε για λίγα λεπτά σιωπηλές, να παρατηρούμε τα φώτα απ’ τις αντικρινές εργατικές πολυκατοικίες και τους ουρανοξύστες στην όχι και τόσο μακρινή άκρη του ορίζοντα.
Ένιωθα γαλήνια και ανήσυχη την ίδια ώρα. Το μυαλό μου ταξίδευε απ’ το ένα πράγμα στο άλλο, απ’ τη μια σκέψη στην επόμενη, απ’ τις εφιαλτικές σκηνές που αντίκρισα στους τοίχους λίγο πριν έως τις πρόσφατες φωτεινές αναμνήσεις.
«Θα ήθελα να είμαι στα Απαλάχια τώρα», της είπα ξαφνικά.
«Θα πρέπει να είναι πολύ όμορφα, τουλάχιστον όπως τα βλέπω στις φωτογραφίες και σύμφωνα με τις περιγραφές τους στα βιβλία».
«Μα…»
«Δε με πήγε ποτέ. Με προσκάλεσε, αλλά εγώ αρνήθηκα, αφού η μνήμη μου στάθηκε εγκληματικά δυνατή…». Κόμπιασε για λίγο. Συνέχισε. «Βλέπεις, η μνήμη μου δε διαγράφει τίποτα: λέξεις, εικόνες, όνειρα, σκηνές στο δρόμο, όλα τα θυμάμαι. Ακόμη και συγκεκριμένες εκφράσεις σε συγκεκριμένες στιγμές. Έτσι θυμήθηκα ότι κάποτε μου είχε πει, όταν τον πρωτογνώρισα, ότι η μόνη γυναίκα που θα μπορούσε να τον συνοδέψει εκεί ήταν η γυναίκα της ζωής του. Καμία άλλη. Και όπως σου είπα: ήξερα πως αυτή η γυναίκα δεν ήμουν εγώ!»
Δεν είχα τι να πω, έτσι απλά έβγαλα το σκασμό. Με κρασί, λίγες αδιάφορες και μη κουβέντες και μεγάλες σιωπές, ξοδέψαμε τις επόμενες ώρες. Και ξαφνικά ήταν πια πολύ αργά για να γυρίσω σπίτι. Έτσι κι αλλιώς σε κανένα δε θα έλειπα. Κανείς δε θα πρόσεχε την απουσία μου. Γι’ αυτό κι όταν με ρώτησε αν ήθελα να μείνω εκεί δέχτηκα. Μου δάνεισε ένα ζευγάρι ανάλαφρες γαλάζιες πιτζάμες που μου ταίριαζαν γάντι και κοιμηθήκαμε μαζί, στο ίδιο κρεβάτι, σα δύο αδελφές αγαπημένες.

Συνεχίζεται

Νέα κυκλοφορία

Pasxalia Travlou Επιτέλους, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου! Στις 24 Σεπτεμβρίου η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΦΑΡΟΥ στα βιβλιοπωλεία! Η αδρεναλίνη χτυπάει και πάλι κόκκινο καθώς περιμένω τις εντυπώσεις σας!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση