Φιλιά από τον ουρανό (Νέα Υόρκη)
Θυμόταν αμυδρά ένα τεράστιο λιβάδι, σπαρμένο με καταπράσινο γρασίδι μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του και μερικές μεγάλες γκρίζες πέτρες, με στρογγυλεμένη ράχη και πάνω γράμματα. Το μέρος ήταν πολύ ωραίο, γαλήνιο και πάντα το ίδιο. Αδιασάλευτη η τάξη, τα δέντρα θαρρείς κι ήταν ακίνητα, τα πουλιά μουγγά, τα νερά από τις μαρμάρινες βρύσες κυλούσαν σιωπηλά. Μια διάχυτη μυρωδιά υπήρχε πάντα, όχι όλες τις εποχές η ίδια, φρεσκοκομμένο χορτάρι την άνοιξη, το άρωμα της ξεραμένης γης που δέχεται με λαχτάρα το νερό το καλοκαίρι, η μυρωδιά από τα φύλα που κιτρινίζουν και πέφτουν το φθινόπωρο, η αδιόρατη αρωματισμένη αναπνοή των κοιμισμένων φυτών, το χειμώνα.
Οι άνθρωποι –άλλες φορές ήταν πολλοί, τις περισσότερες όμως νόμιζε ότι ήταν μόνοι τους- έμοιαζαν ελάχιστοι και μικροσκοπικοί μέσα σε κείνον τον αχανή χώρο και μιλούσαν χαμηλόφωνα, περπατούσαν αργά, λες και δεν ήθελαν να ενοχλήσουν στο παραμικρό, αυτούς που δε μπορούσε να τους ενοχλήσει τίποτα πια.
Στο μέρος εκείνο πήγαιναν με άμαξα, ήταν κάμποσο μακριά από το σπίτι τους ή έτσι του φαινόταν. Στο ένα του χέρι θυμάται ότι πάντα κρατούσε ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια, κάτι μοβ λουλουδάκια με μια κίτρινη καρδούλα στο κέντρο, που την περιεργαζόταν κάθε φορά με το ίδιο ενδιαφέρον. Ένα φουσκωτό, έντονα κίτρινο μαξιλαράκι, μικρό όσο ένα σέντ και από μέσα του να ξεφυτρώνουν πάρα, πάρα πολλές κεραίες, λεπτές όσο μια κλωστή, ίσως και λεπτότερες και να καταλήγουν σ’ένα τριχωτό κεφαλάκι, το ίδιο κίτρινο, το ίδιο ζωηρό, το ίδιο αυθάδικο. Αισθανόταν το μυστήριο της κίτρινης καρδούλας να τον μαγεύει περισσότερο από το μυστηριώδη χώρο που πήγαιναν. Τόσο φουσκωτό μαξιλαράκι, τόσο ωραίο κίτρινο, τόσες πολλές κεραιούλες, τόσα τριχωτά κεφαλάκια και όλα μέσα σε ένα τόσο μικρό λουλουδάκι... Το άλλο του χέρι, το δεξί, ήταν βυθισμένο σε ένα ανδρικό χέρι. Μεγάλο, απαλό και ζεστό. Κούρνιαζε εκεί μέσα το δικό του, χάιδευε αφηρημένα κάθε γραμμούλα της παλάμης του, που την ανακάλυπτε τρίβοντας πάνω κάτω το μικρό του, ανήσυχο δαχτυλάκι και δεν το άφηνε ούτε ένα λεπτό. Στιγμές-στιγμές, το μεγάλο χέρι έσφιγγε το δικό του μια-δυο φορές, σημάδι ότι «φτάσαμε» ή «μη σε νοιάζει», αν το άλογα κάλπαζαν πιο γρήγορα από συνήθως, «ας φεύγουμε τώρα» ή «πάμε παρακάτω», αν χάζευαν καμιά βιτρίνα. Ήξερε επίσης ότι το σφίξιμο αυτό, το συνθηματικό, σήμαινε και «σ’αγαπώ». Αυτό ήταν το πιο συχνό –έτσι το μετέφραζε αυτός- δε μιλούσαν τα σφιξίματα, αλίμονο, αλλά ήξερε πολύ καλά ότι έτσι ήταν, «σ’αγαπώ» σήμαινε.
Κατέβαιναν από την άμαξα, ο μπαμπάς του πηδούσε από το σκαλί, έκανε ότι χαμογελούσε, όμως αυτός ήξερε καλά εκείνη τη μικρή γραμμούλα –δεν ήξερε ακόμη ότι λέγεται ρυτίδα- τη γραμμούλα στην άκρη από το στόμα του που εμφανιζόταν πάντα, εκείνη την ώρα. Την ώρα που πηδούσε από την άμαξα. Πατούσαν πάνω στο γρασίδι –πάντα πράσινο και πάντα περιποιημένο- πατούσαν και τα βήματά τους βούλιαζαν, φιμωνόταν ο ήχος, χανόταν και οι πατημασιές, το χορτάρι ξαναγύριζε στη θέση του μόλις σήκωνε πάλι το ποδαράκι του, για να κάνει το επόμενο βήμα. Διανύαν έτσι μια απόσταση που στην αρχή του φαίνονταν μεγάλη, τεράστια, αργότερα, όταν έμαθε να μετράει, μια απόσταση που ήταν πενήντα δύο βήματα, βήματα κανονικά του πατέρα του και αυτός τα’κανε με τα πόδια τεντωμένα να συναγωνιστεί τον άντρα και αργότερα, μια απόσταση μικρή σχεδόν ελάχιστη.
Στέκονταν για λίγο μπροστά στην «πέτρα τους» -ίδια γκρίζα και στρογγυλή με τις υπόλοιπες- μόνο ο πατέρας του ήξερε να τη ξεχωρίζει από την αρχή, δεν είχε καμιά αμφιβολία, πήγαιναν κατευθείαν προς τα κει, στην τρίτη ή τέταρτη επίσκεψη το παιδί την έμαθε κι αυτό, κι ας μη διέφερε σε τίποτα από τις άλλες, ας ήταν απλά μια γκρίζα πέτρα με κάτι σημαδάκια, «γράμματα» είπε ο μπαμπάς του, όπως και όλες οι άλλες. Στέκονταν μπροστά στην «πέτρα τους», αφού έβγαζαν τα καπέλα τους –στην αρχή ο πατέρας έβγαζε και του παιδιού, μετά έμαθε να το βγάζει μόνο του μόλις πλησίαζε- άφηνε το παιδί τα μοβ λουλουδάκια με τις κίτρινες καρδούλες στη ρίζα της πέτρας, στο σημείο που χωνόταν μέσα στο γρασίδι και χάζευε γύρω-γύρω και κυρίως τον ουρανό.
Σ’εκείνο το μέρος, εκείνες τις ώρες, ανακάλυψε τις αμέτρητες μορφές του ουρανού. «Μεγάλος και ατέλειωτος» ήταν οι πρώτες παρατηρήσεις του, όσον αφορά το μέγεθος. «Συννεφιασμένος και γκρίζος» ήταν η πιο συνηθισμένη εικόνα που έβλεπε, σε σχέση με το χρώμα. Σπάνια ο ουρανός εκείνος ήταν γαλάζιος, χωρίς σύννεφα, σπάνια δεν έβρεχε, σπάνια δεν έτρεχαν τα σύννεφα γρήγορα, το ένα πίσω απ’τα άλλα, γρήγορα, για να δώσουν τη θέση τους σε άλλα, και κείνα σε άλλα, σε άλλα, μια ατέλειωτη συννεφένια παρέλαση.
Όταν βαριόταν να κοιτάει τον ουρανό και τα σύννεφα, χαμήλωνε το βλέμμα, μικρό παιδί ήταν και ο ουρανός δεν ήταν ακόμη στα μέτρα του, ποιος ξέρει αν θα γίνονταν κάποτε, εξέταζε τα ζουζούνια πάνω στο χορτάρι που έκαναν έφοδο στα μοβ λουλουδάκια του, εκείνα με τις κίτρινες καρδούλες, τα έδιωχνε με τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, το άλλο, το δεξί, παρέμενε κλεισμένο μέσα στη μαλακή χούφτα του πατέρα του, που τώρα δεν του έκανε νοήματα, δεν έσφιγγε και ξέσφιγγε, το κρατούσε συνέχεια σφιγμένο, σα να’θελε να πάρει δύναμη και κουράγιο από τη μικροσκοπική χουφτίτσα, τα λεπτά δαχτυλάκια, ακόμη και από τα κοντοκομμένα απαλά νυχάκια.