Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Ο άκαμπτος συντηρητισμός του Κούντερα


Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Κανένας δεν έχει υπερασπίσει την τέχνη του μυθιστορήματος τόσο επιδέξια και ρωμαλέα όσο ο Μίλαν Κούντερα. Μήπως όμως αυτή η υπεράσπιση φανερώνει και τα όρια της «φιλοσοφίας» του σύγχρονου μυθιστορήματος;

Οταν διαβάζεις δοκίμια του Κούντερα, αισθάνεσαι πως παρακολουθείς ένα υπέροχο ρέκβιεμ για έναν πολιτισμό που είναι ο δικός σου (αν συμβαίνει να είσαι Ευρωπαίος). Στην περίπτωση μάλιστα που είσαι ο ίδιος καλλιτέχνης ή συγγραφέας, είναι πολύ πιθανό να νιώσεις, μέσα στη συγκίνησή σου για την αριστοτεχνικά και διορατικά εγκωμιαστική νεκρολογία, το σοκ από την ανακοίνωση της εντελώς προσωπικής καταδίκης σου. Γιατί θα συνειδητοποιήσεις ότι πρόκειται για τα δικά σου πιστεύω, ότι οσαδήποτε και οσοδήποτε σωστά επιχειρήματα και αν επικαλεστείς υπέρ αυτών, δεν έχουν καμιά σημασία μπροστά στην αμείλικτη, αέναη ροή των πραγμάτων.

Γι΄ αυτό ο Κούντερα μισεί την Ιστορία. Η απαισιοδοξία του δεν έχει να κάνει τόσο με τη διαπίστωσή του ότι ζει το τέλος του πολιτισμού του όσο με την υπόρρητη πεποίθησή του ότι ο πολιτισμός αυτός θα ήταν ο μόνος άξιος (ή έστω ο πιο άξιος) να επιζήσει, αλλά η Ιστορία είναι τυφλή απέναντι σ΄ αυτό, όπως και σε κάθε τι άλλο. Παρουσιάζεται, λοιπόν, στο δικαστήριό της σαν κατηγορούμενος αγωνιστής σε μια εικονική δίκη, ο οποίος ξέρει ότι η καταδικαστική απόφαση είναι προειλημμένη, αλλά θέλει ν΄ αναδείξει με την απολογία του την ουτιδανότητα των δικαστών του και την υπεροχή της πίστης του.

Και η απολογία αυτή είναι πράγματι συγκλονιστική. Συν τοις άλλοις επειδή γίνεται με όλη την εγρήγορση και την ενάργεια που αποκτά ξαφνικά η συνείδησή μας, όταν μιλάμε για κάτι πολύτιμο που χάσαμε ή πρόκειται να χάσουμε πολύ σύντομα. Ο Κούντερα αρχίζει τα δοκίμιά του με προσωπικά του βιώματα, που θέτουν ένα ζήτημα, ένα αίνιγμα για ένα ορισμένο έργο τέχνης. Διερευνά βασανιστικά αυτό το αίνιγμα, το συσχετίζει με άλλα βιώματά του, το πολιορκεί από διάφορες πλευρές, ώσπου να καταλήξει σ΄ ένα συμπέρασμα, μια εξήγηση, συχνά αναπάντεχη, που ρίχνει φως στη βαθύτερη ουσία των πνευματικών δημιουργιών που τον συγκινούν στη λογοτεχνία, τη μουσική, τη ζωγραφική. Σ΄ αυτό που θεωρεί τέρμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού υιοθετεί έναν τόνο και μια στάση παρόμοια μ΄ εκείνα που διέκριναν στην αφετηρία της ακμής του έναν άλλο στοχαστή: τον Μονταίνιο.

Είναι γνωστά, τόσο από τα μυθιστορήματά του όσο και από προηγούμενους τόμους δοκιμίων του, ο σκεπτικισμός του, η πικρή ειρωνεία του, ο σαρκασμός, προπαντός ο αυτοσαρκασμός του, ο σχετικισμός του, η αλλεργία του στις ιδεολογίες και τις ηθικές αξιολογήσεις, η απέχθειά του για το συναίσθημα, όταν αυτό γίνεται στην τέχνη χαρτογράφος και αποτιμητής της πραγματικότητας. Ειδικά για το μυθιστόρημα (για το οποίο έχει διακηρύξει από παλιά ότι αποτελεί ξεχωριστή τέχνη, την αυθεντικότερα ευρωπαϊκή τέχνη, και όχι απλώς λογοτεχνικό είδος) επαναλαμβάνει εδώ ότι αξίζει το όνομά του μόνον όταν αποκαλύπτει κάτι καινούργιο για την ανθρώπινη ύπαρξη, όταν είναι, όπως λέει ο ίδιος, ένας «υπαρξιακός βυθομετρητής», και μάλιστα βουτώντας στις πιο καθημερινές, τις πιο κοινότοπες καταστάσεις της ζωής των ανθρώπων. Αναπτύσσει την ποιητική του διαλέγοντας, αυτή τη φορά, ως παραδείγματα ήσσονες ή και άγνωστες ευρύτερα λογοτεχνικές μορφές, ώστε να μπορέσει να δείξει με περισσότερη καθαρότητα, μακριά από το θάμβος των μεγάλων κλασικών, τον ριζικά μοντέρνο, ρηξικέλευθο πυρήνα του έργου τους. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να υπερασπιστεί- αυτός ο φιλοσοφημένος και συνεπέστατος, όχι όμως δογματικός μοντερνιστής- το πιο κόκκινο πανί σύσσωμης της μοντερνιστικής πρωτοπορίας: τον Ανατόλ Φρανς!

Οπως πάντα, ο Κούντερα κάνει ένα σωρό διεισδυτικές παρατηρήσεις, εντυπωσιακά συνεκτικές και σύμφωνες με τη γενικότερη αντίληψή του περί τέχνης. Προσωπικά, ήθελα να χειροκροτήσω κάθε φορά που διάβαζα τις θέσεις του για τη φύση του μυθιστορήματος, κάθε φορά που εξηγούσε γιατί ο συναισθηματισμός είναι δηλητήριο για την τέχνη. Με τον ίδιο ενθουσιασμό υποδέχτηκα, σ΄ αυτό το βιβλίο, τις βολές του εναντίον της «πανεπιστημιακής βλακείας», που συρρικνώνει την αισθητική ενός μυθιστορήματος σε ζήτημα γλώσσας, παραγνωρίζοντας άλλα βασικά στοιχεία της μυθιστορηματικής σύνθεσης (σς 82-83), εναντίον του ολοένα πιο «μισόμουσου» χαρακτήρα της λογοτεχνικής θεωρίας (σ. 86) και πολλά άλλα.

Ωστόσο, όσο περισσότερο διαβάζω Κούντερα τόσο πιο σχηματισμένες και επίμονες γίνονται κάποιες απορίες μου και θα ήθελα τώρα, με αφορμή το καινούργιο βιβλίο του, να τις διατυπώσω, χωρίς να προχωρήσω εδώ σε διεξοδική ανάπτυξή τους.

Ο Κούντερα βλέπει τα σημάδια της παρακμής του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην απώλεια της ουσιαστικής επαφής με τις ρίζες του, στην κυριαρχία της σύγχρονης πολιτισμικής βιομηχανίας, που πλημμυρίζει τον κόσμο και τα μυαλά με τα γνωστά σκουπίδια, εκτοπίζοντας την αληθινή τέχνη, και στην ιλιγγιώδη επιτάχυνση της Ιστορίας, που διαλύει την ατομικότητα, αφού ένας άνθρωπος της εποχής μας γνωρίζει στη διάρκεια της ζωής του υπερβολικά πολλές αλλαγές για να μπορεί να τις αφομοιώσει και να τις συνθέσει στη συνείδησή του. Σωστά είναι όλα αυτά. Μήπως όμως στα σημάδια της παρακμής ανήκουν επίσης ο (ολοένα πιο σκυθρωπός) σκεπτικισμός και σχετικισμός του Κούντερα, η απροκάλυπτη αδυναμία του (που αυτός βέβαια δεν τη βλέπει ως αδυναμία) να πιστέψει σε κάτι, οτιδήποτε, έξω από την τέχνη; Ο Όστβαλντ Σπένγκλερ θεωρούσε ότι ο χειμώνας ενός πολιτισμού, η φάση της παρακμής του, χαρακτηρίζεται από την κουλτούρα, την αναγωγή του δηλαδή σε μια εκλέπτυνση που δεν συνοδεύεται από το αλλοτινό σφρίγος και την πνευματική ορμή του. Μπορούμε και χωρίς ν΄ ασπαστούμε την κοσμοθεωρία του Σπένγκλερ να παραδεχτούμε ότι υπάρχει αλήθεια σ΄ αυτή την άποψη. Ο Κούντερα δεν βλέπει παρά μόνο τέχνη, τέχνη όχι βέβαια έξω από τη ζωή (αλλιώς δεν θα μ΄ ενδιέφερε ως στοχαστής ούτε ως συγγραφέας), αλλάκόντραστη ζωή, μια τέχνη που ξέρει άριστα ν΄ ανατέμνει, όχι όμως και να συμπαθεί. Αυτό, για μένα, είναι σύμπτωμα παρακμής ενός πολιτισμού.

Η τέχνη όπως την αντιλαμβάνεται ο Κούντερα είναι μόνον η υψηλή τέχνη. Η «ταπεινή» τέχνη απλώς δεν είναι τέχνη. Ο Κούντερα δεν έχει τίποτα να πει για τα κόμιξ, φερ΄ ειπείν, ή για τη μοντέρνα μουσική (ξέρουμε όμως από τα μυθιστορήματά του ότι την αντιπαθεί). Καταδικάζει ακόμα και τον κινηματογράφο (κάνει εξαίρεση μόνο για τις ταινίες του Φελλίνι), γιατί θεωρεί την κάμερα αδιάκριτη, κουτσομπόλικη και αποβλακωτική. Ακαμπτος συντηρητισμός, όπου τέχνες είναι μόνον οι έξι που αναγνωρίστηκαν από τον Χέγκελ ως τέχνες; Δεν θα επιμείνω σ΄ αυτό, είναι κάτι που αφορά τον ίδιο τον Κούντερα. Πολύ σημαντικότερο είναι ότι ο απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα σε «υψηλή» και «ταπεινή» (ή «λαϊκή» ή «ευτελή») τέχνη αποτελεί και αυτός σύμπτωμα κάθε γερασμένου πολιτισμού.

Ο συναισθηματισμός είναι εχθρός της τέχνης, λέει ο Κούντερα, κι επαναλαμβάνω ότι συμφωνώ απόλυτα. Από εδώ όμως ώς το σημείο ν΄ απορρίψεις την «υποκειμενική ηχητικότητα της ψυχής» υπέρ της «αντικειμενικής ηχητικότητας του κόσμου» (ο Κούντερα χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους μιλώντας για τη μουσική του Ξενάκη) η απόσταση είναι μεγάλη. Η πεποίθηση του Τσέχου συγγραφέα ότι το συναίσθημα περικλείει το σπέρμα της βαρβαρότητας πρέπει να ιδωθεί στο ζοφερό φως των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα, που απευθύνονταν μεθοδικά στο συναίσθημα των μαζών, και σ΄ αυτό το πλαίσιο είναι κατανοητή. Αλλά ποιος πολιτισμός και ποιος άνθρωπος μπορεί να σηματοδοτήσει, πολύ περισσότερο να νοηματοδοτήσει, τον κόσμο του χωρίς την ενέργεια του συναισθήματος και της πίστης; Πόση αντοχή μπορεί να έχει μια τέχνη που αναλύει την ανθρώπινη κατάσταση, οσοδήποτε λεπτά κι ευρηματικά, για να καταλήξει από τα πιο περίπλοκα μονοπάτια στις ίδιες πάντα σταθερές και να μας πει ότι η ύπαρξή μας είναι τυχαία, οι πράξεις μας κωμικές και οι επιδιώξεις μας ανόητες; Αυτή δεν είναι η καρναβαλική ιλαρότητα και φιλοπαιγμοσύνη του Ραμπελαί, που τόσο θαυμάζει ο Κούντερα. Είναι πιο πολύ το επαγγελματικό βλέμμα του ανατόμου μπροστά σ΄ ένα πτώμα ξαπλωμένο πάνω στον μαρμάρινο πάγκο.

Εκτιμώ αφάνταστα τον Κούντερα. Αλλά πώς ν΄ αντλήσεις παρηγοριά από την τέχνη, όταν έχεις πάψει να φυλάς, έστω σε μια κρυφή γωνιά της ψυχής σου, κάποια ψήγματα πίστης σε κάτι πέρα από την τέχνη;

Εξαιρετική, όπως πάντα, η μετάφραση του βιβλίου από τον Γιάννη Χάρη.

ΚΟΥΣ ΚΟΥΣ

Μανώλης Πιμπλής
Μεγάλη αναστάτωση και ανησυχία προκάλεσε στον εκδοτικό κόσμο η αποχώρηση της Fnac από την Ελλάδα. Ο λόγος είναι ότι κανείς δεν ενημερώθηκε τι θα γίνει με τις υποχρεώσεις της αλυσίδας απέναντι στους εκδότες, παρά το γεγονός ότι έως τώρα η συμπεριφορά της στις συναλλαγές της έχει θεωρηθεί πολύ καλή. Η ανησυχία αυτή οδήγησε και ένα συνδικαλιστικό όργανο των εκδοτών, τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βιβλίου, να εκδώσει ανακοίνωση με την οποία καλούσε την εταιρεία να προβεί σε δημόσια τοποθέτηση και δέσμευση για τη διαδικασία αποπληρωμής των προμηθευτών εκδοτών. Οπως είναι ήδη γνωστό, τα καταστήματα Αμαρουσίου (Τhe Μall Αthens) και Γλυφάδας περιήλθαν στον έλεγχο της αλυσίδας Ρublic, ενώ το κατάστημα στο Μοναστηράκι, που είχε ανοίξει πριν από λίγους μήνες, έκλεισε.

Ειδικές τιμές από 0,90 μέχρι 7,90 ευρώ σε 143 τίτλους παιδικής λογοτεχνίας και από 2,90 μέχρι 11 ευρώ σε 177 τίτλους λογοτεχνίας ενηλίκων, βιβλίων γενικών γνώσεων και λευκωμάτων ανακοίνωσαν οι Εκδόσεις Ψυχογιός. Η πρωτοβουλία αυτή αναλήφθηκε, όπως λένε οι άνθρωποι του εκδοτικού οίκου, «ενάντια στην οικονομική κρίση και με επίγνωση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο χώρος του βιβλίου», καθώς «η ανάγνωση αποτελεί βασική ανάγκη για τον άνθρωπο». Τα βιβλία θα διατίθενται από επιλεγμένα βιβλιοπωλεία, μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων και από το site των εκδόσεων.

Οι Εκδόσεις Μίνωας πενθούν την απώλεια του Ηλία Κωνστανταρόπουλου, ο οποίος μαζί με τη Μαρία Κωνστανταροπούλου- Δρούγκα βρισκόταν στο τιμόνι του οίκου από το 1960 μέχρι το 1990, οπότε και η σκυτάλη παραδόθηκε στα παιδιά τους Γιάννη και Ανδρέα. Ο Ηλίας Κωνστανταρόπουλος είχε γεννηθεί στην Οιχαλία Μεσσηνίας το 1923. Ο Μίνωας έδινε πάντα έμφαση στο παιδικό βιβλίο, συνολικά όμως έχει εκδώσει πάνω από 3.000 τίτλους. Στα χρόνια του Ηλία Κωνστανταρόπουλου είχε αρχίσει η έκδοση της σειράς Γαλάζια Βιβλιοθήκη (Ουγκώ, Κρόνιν, Χέμινγουεϊ, Στάινμπεκ κ.ά.) αλλά και σειράς με έργα του Ιουλίου Βερν.

Ερωτευμένος με τον εχθρό

Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Μέσα σ΄ αυτό το μυθιστόρημα ενηλικίωσης, ο αλγερινός συγγραφέας καταγράφει τα γυρίσματα της μοίρας και αναπολεί τα νιάτα του. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο εμπλουτίζεται προς το τέλος με τα δραματικά πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα του. Συμπέρασμα; Ετσι το θέλησε ο Αλλάχ.

Περισσότερο από κάθε άλλη αποικία, η Αλγερία χάραξε τη μεταπολεμική γαλλική και γενικότερα ευρωπαϊκή ιστορία. Με τους Γάλλους απρόθυμους να εγκαταλείψουν τα κεκτημένα, ο απελευθερωτικός πόλεμος που άρχισε επισήμως το 1954 για να ολοκληρωθεί μόλις το 1962 εισήγαγε νέες μορφές αντάρτικου των πόλεων, τυφλή τρομοκρατία και πραξικοπηματικές κινήσεις. Οι γάλλοι έποικοι που ένιωθαν επί έναν αιώνα σαν στο σπίτι τους- άλλωστε η μεσογειακή Αλγερία έχει παρόμοια τοπιο-κλιματικά χαρακτηριστικά με την απέναντι Κυανή Ακτή- ωθήθηκαν σε έναν πικρό εμφύλιο, ο ρατσισμός κατά των Αράβων φούντωσε, τα θύματα συσσωρεύτηκαν κατά χιλιάδες, μέχρι οι έποικοι και οι ντόπιοι συνεργάτες τους να υποχρεωθούν κακήν κακώς να εγκαταλείψουν τη γενέθλια γη και να καταφύγουν στη Μητρόπολη ως «μαυροπόδαροι». Καθ΄ οδόν, συντελούσης και της ταπεινωτικής ήττας των Γάλλων στο Ντιεν Μπιεν Φου (Ινδοκίνα), ο Ντε Γκωλ παραχώρησε κυριολεκτικά εν μια νυκτί την ανεξαρτησία στις δεκατέσσερις άλλες αποικίες της Μαύρης Αφρικής. Το γαλλικό Ιμπέριουμ είχε παραδώσει το πνεύμα, ενώ οι πικροί μεταπελευθερωτικοί ανταγωνισμοί μόλις άρχιζαν για την αφρικανική ήπειρο.

Η Αλγερία συνιστά προνομιακό πεδίο για τη γαλλική λογοτεχνία, αρχής γενομένης βεβαίως από τον Αλμπέρ Καμί, στο έργο του οποίου μπορεί ο αναγνώστης να ανιχνεύσει τον βαθμό ενσωμάτωσης των γάλλων εποίκων. Ο Γιασμίνα Χάντρα τον μνημονεύει κάπου στο βιβλίο, και επιχειρεί να δώσει μια εικόνα της αλγερινής γης από τη δε καετία του ΄30 ώς το 1962 που να ανταποκρίνεται στα πράγματα. Ο ήρωάς του, ο Γιουνές ή Ιωνάς, παιδί μιας πάμφτωχης οικογένειας Αράβων που έχασε τη γη της, παρακολουθεί το κατρακύλισμα του πατέρα του μέχρι να υιοθετηθεί από τον πλούσιο θείο του, ο οποίος ζει στην ευρωπαϊκή συνοικία του Οράν και έχει ενσωματωθεί στην κοινωνία των λευκών αποικιοκρατών (είναι μάλιστα παντρεμένος με Γαλλίδα). Μεταβάλλεται έτσι αίφνης σε χαϊδεμένο πριγκιπόπουλο, ενώ η οικογένειά του σύρεται στον βούρκο μέχρι να εξαφανισθεί- όχι ιδιαίτερα πειστικάπαντελώς. Ο Ιωνάς δεν θα τους αναζητήσει με ιδιαίτερο φανατισμό και θα περάσει μια χαρά τα εφηβικά του χρόνια παρέα με Γάλλους, Εβραίους και Ισπανούς. Τα ζητήματα της καρδιάς θα κυριαρχήσουν σύντομα. Μια Γαλλιδούλα, η Εμιλί, θα στοιχειώσει τη σκέψη του, αλλά ο Ιωνάς θα την απαρνηθεί όταν εκείνη του κάνει μια ανοιχτή και διόλου πειστική ερωτική εξομολόγηση, καθώς η μαμά της τον έχει ήδη εξίσου ανοιχτά αποπλανήσει και του απαγορεύει την πρόσβαση στην κόρη της. Ο Ιωνάς θα συγκρουσθεί με την παρέα του που επίσης ποθεί συλλογικά την Εμιλί, η οποία αφού κορτάρει όλους τους φίλους θα καταλήξει να παντρευτεί τον λιγότερο προικισμένο από αυτούς εν είδει μιας ιδιότυπης απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο ήρωάς μας θα περιφέρεται ανεξήγητα μελαγχολικός και απελπισμένος για μια ολόκληρη ζωή, θα την επαναδιεκδικήσει όταν είναι πια πολύ αργά και μόνο στην κηδεία της στην Αιξ Αν Προβάνς, μισό αιώνα αργότερα, θα λυτρωθεί επανανακαλύπτοντας τον έρωτά της μέσω ανεπίδοτων επιστολών.

Εντέλει σαπουνόπερα μπολιασμένη με άφθονο αραβικό λυρισμό; Ισως. Το ζήτημα είναι ότι ο πρώην αξιωματικός του αλγερινού στρατού που έγραψε δημοφιλή αστυνομικά έργα δανειζόμενος το όνομα της συζύγου του, επιχειρεί μέσα από τα βιβλία του να περάσει πανανθρώπινα μηνύματα και άρα δεν μπορεί να κριθεί παρά ως πολιτικοποιημένος συγγραφέας. Εδώ κυριαρχεί εντούτοις μια παθητική αποδοχή του κισμέτ. Ωρες ώρες μάλιστα διαφαίνεται μέσα από ατέλειωτες σελίδες «επιφανειακής ενδοσκόπησης» μια νοσταλγία της αποικιοκρατίας. Ακόμη και στο τελευταίο κεφάλαιο όπου ο Ιωνάς είναι πια υπερήλικος μαθαίνουμε αίφνης ότι τα πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν του φέρθηκαν μια χαρά. Παιδιά κι εγγόνια αποκατεστημένα - η μπουλντόζα της Ιστορίας πέρασε ακριβώς δίπλα από το περιβόλι του χωρίς να το αγγίξει. Τυχερός εντέλει αυτός ο μελαγχολικός Γιουνές που έγινε Ιωνάς. Να μην ήταν κι η Εμιλί στη μέση!


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση