Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Το παιχνίδι των λέξεων

Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Η ποιητική συλλογή «7: ποίηση για video games» (εκδόσεις Νεφέλη) δεν είναι απλά και μόνο ένα βιβλίο ποίησης. Εχει τα χαρακτηριστικά ενός απτού αντικειμένου, το οποίο «αυτοδραματουργείται». Τα αφηγηματικά στοιχεία «σπάνε» σε οπτικές παρεμβάσεις, η τυπογραφία παρεμβαίνει σαν παρτιτούρα, ο λόγος επιταχύνεται και επιβραδύνεται φωνητικά. Πάντως δεν συνοδεύεται από CD ή DVD.
 
Ο ποιητής και πεζογράφος Βασίλης Αμανατίδης δεν είναι ένα «παιδί», το οποίο τώρα μαθαίνει της λογοτεχνίας τα πεπραγμένα. Στα 41 του χρόνια έχει «δουλευτεί» από πέντε ποιητικές συλλογές, δύο συλλογές διηγημάτων και ένα θεατρικό. Οι μεταφράσεις έργων των Κάμινγκς, Σίνγκερ, Οουτς και Κάρσον δεν σηματοδοτούν κατ' ανάγκην τις αισθητικές προτιμήσεις του.

Η πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του με λόγο, ήχο και εικόνα, και με υπόκρουση ελέκτρο, μας έδωσε την αφορμή να μιλήσουμε μαζί του. Η πρότασή του δεν είναι πρωτάκουστη, ηχεί όμως ασυνήθιστα για τα συνήθη εκδοτικά συμφραζόμενα της δημόσιας ανάγνωσης της ποίησης.

- Πόσο έχει ανάγκη η ποίηση τις άλλες τέχνες για να αρθρωθεί στην εποχή που το χαρτί έχει υποχωρήσει υπέρ του ψηφιακού κόσμου;

«Βρίσκω συναρπαστικό το γεγονός πως σε μια εποχή ψηφιοποίησης, ο ποιητής μπορεί πλέον πιο απενοχοποιημένα να χρησιμοποιεί στοιχεία και μεθόδους που ήταν πάντα εκεί.Οπως η ποίηση δεν είναι μόνο το βιβλίο που την αποτυπώνει, έτσι δεν πιστεύω πως οι άλλες τέχνες είναι αρκετές για να την περικυκλώσουν. Η ποίηση είναι διαφεύγουσα. Προκύπτει πάντα κάπου "ανάμεσα" στις ραφές των υλικών σου και των ποικίλων "γλωσσών" που χρησιμοποιείς. Το σίγουρο είναι πως η ποίηση δεν ανήκει αποκλειστικά στο χώρο των λέξεων. Είναι αόρατη και άλεκτη και ο επισφαλέστερος (δηλαδή, πιθανόν, ουσιαστικότερος) τρόπος να την προσεγγίσεις είναι να την ψαύσεις μέσα από μια οντολογική αφή. Ετσι, το βιβλίο αυτό δεν είναι παρά μία αναγκαία "παρτιτούρα", με βάση την οποία προσδοκώ έναν πολλαπλασιασμό, μια διεύρυνση και τελικά ένα συμπλεκτικό "μαζί" αισθήσεων, τρόπων, ειδών».

- Ποιες δυνατότητες ανοίγονται στον προφορικό και στον γραπτό λόγο με την εικονική πραγματικότητα; Ο αναγνώστης πλέον ζει αυτά που διαβάζει;

«Η εικονική πραγματικότητα παρέχει τη δυνατότητα ενός νέου είδους απόστασης από τον εαυτό μας και τους άλλους. Ευνοεί, επίσης, τη χρήση επάλληλων προσωπείων, τη δημιουργία ρόλων, έναν επανορισμό της έννοιας της "ταύτισης". Πλέον κάποιος μπορεί να μπει και να βγει από έναν ρόλο με μεγαλύτερη ταχύτητα, ακριβώς όπως κάνει enter και delete. Δεν γνωρίζω τι επίπτωση μπορεί να έχει στο μέλλον κάτι τέτοιο πάνω στην ατομική και κοινωνική ανθρώπινη συμπεριφορά. Καταλαβαίνω, όμως, πως η ολοένα αυξανόμενη χρήση του Διαδικτύου, η επικοινωνία στα chat rooms, η ανάλωσή μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η επανάσταση του "youtube", δεν γίνεται παρά να αντανακλώνται στα έργα που δημιουργούνται σήμερα. Αυτή η πρωτοφανής αποσπασματικότητα και μη γραμμικότητα μας εκπαιδεύει σίγουρα σε νέες ικανότητες πρόσληψης. Αλλά η γραμμική αφήγηση δεν είναι παρά μία κατασκευή, ενώ ο νους λειτουργούσε πάντα μη γραμμικά και μέσα από τυχαίες "υπερ-συνδέσεις". Ετσι, μια τέτοια ιλιγγιώδης τροπή της τεχνολογίας -που μας κάνει προς το παρόν να νιώθουμε σαν ζαλισμένα έντομα μπροστά σε κάποιο φως- υποθέτω πως αποκαθιστά ένα είδος δικαιοσύνης».

- Η δική σας πρόταση ασφαλώς και δεν είναι καινούργια. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν της χειρονομίας σας. Ποιους αναγνωρίζετε ως προπάτορές σας;

«Είναι πολύ παλιά, όσο και η έννοια του υβριδίου. Στην καρδιά της προβληματικής του βιβλίου μου υπάρχει η έλξη προς την υβριδική ταυτότητα, προς τον οργανισμό εκείνο που απεύχεται τα δίπολα, τις διαζεύξεις και τις πολεμοχαρείς καταστάσεις που δημιουργεί η μανιχαϊστική σκέψη. Γιατί το "7: ποίηση για video games" μοιάζει να λέει: δεν υπάρχει "είτε-είτε", αλλά μόνο "και-και". Υπό το πρίσμα αυτό, προσδοκά να είναι ποίηση και ως προφορικός και γραπτός λόγος και ως εικόνα και ως τυπογραφία. Και τελικά, να είναι -αν είναι- ποίηση και ως εμφάνιση (βιβλίο) και ως εξαφάνιση (performance πέρα από το βιβλίο). Οσο για το λόγο, κινείται και αυτός κάπου "ανάμεσα": στο στίχο, στη θεατρογενή λογική, στην πεζογραφική εκφορά κ.λπ. Πιθανοί προπάτορες: Γάλλοι συμβολιστές, Κάμινγκς αλλά και Μπέκετ, Γκόμπροβιτς, αλλά και διηθημένος λετρισμός, αλλά και η παιγνιώδης σκέψη ότι η εποχή μας έχει αναλογίες με την Ελληνιστική».

- Μετά τις αναγνώσεις ποίησης, που φαίνεται ότι κάποια στιγμή εξέπεσαν στο πεδίο της ανίας, η περφόρμανς την αιματοδοτεί εκ νέου;

«Η περφόρμανς είναι αυτή την εποχή μία προσωπική μου ανάγκη. Υποπτεύομαι, μάλιστα, πως το βιβλίο αυτό προσφέρεται ως όχημα και προς αυτή την κατεύθυνση. Κάνοντας μία περφόρμανς, προτείνω μία, ακόμη πιο σωματοποιημένη, εκδοχή του βιβλίου μου, αναζητώντας τη συνομιλία με κάτι άλλο πέρα από εμένα. Εκεί, υποδυόμενος έναν ρόλο -που συναιρεί τον εαυτό μου με τα πρόσωπα που κατοικούν στο βιβλίο- επιθυμώ αφενός να εκτεθώ μπροστά σε ένα κοινό που κατά παράδοση διαβάζει την ποίηση κατά μόνας και αφετέρου να ρωτήσω το εξής: "κατά πόσο είναι ο ποιητής αυτού του βιβλίου το πρόσωπο που παρουσιάζεται ορατό μπροστά σας αυτή τη στιγμή;"»

- Μετά τη «θεσμοποιημένη» οπτικοποίηση του γραπτού λόγου, μήπως έχει έρθει η στιγμή να αναρωτηθούμε εκ νέου για τις εναπομείνασες δυνατότητές του ή πέρασε από την οπτικότητα αλώβητος;

«Κατά τη γνώμη μου, τίποτα δεν κινδυνεύει όταν μεσολαβεί η ευγενής έννοια της συμπόρευσης. Θα το έθετα αλλιώς: Το Διαδίκτυο ευνοεί την ταυτόχρονη συνύπαρξη λόγου και εικόνας, διερευνώντας μάλιστα νέους ή καινοφανείς τρόπους συνάντησης -άσχετα αν είναι αυτή αγαστή ή όχι. Και τι θα πει, άραγε, στην περίπτωση αυτή "αγαστή"; Πέρα από αυτό, νομίζω πως γενικά το βιβλίο ως αντικείμενο δύσκολα θα εξαφανιστεί μέσα στην περιρρέουσα ψηφιοποίηση. Αλλά και αν μεταβεί εξ ολοκλήρου σε αυτήν, αυτό απλώς θα σημαίνει πως μέχρι τότε θα έχουμε πλέον ήδη βιωμένη μέσα μας μία νέα αντίληψη για την έννοια του αντικειμένου. Τέλος, και μεταθέτοντας αρκετά το ζήτημα, ο οπτικοποιημένος είναι και αυτός ένας διευρυμένος λόγος. Τα πάντα είναι γραφή. Από το "α" ώς το "ω", η αλφάβητος δεν είναι παρά κοσμομιμητικές εικόνες, που κάποτε οπτικοποίησαν την ικανότητα του ανθρώπου να φθέγγεται και να εκπέμπει την αρθρωμένη φωνή του και βεβαίως την κραυγή».*
www.enet.gr

Η ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ JAN FABRE

Ο Γιαν Φαμπρ, ο διάσημος Φλαμανδός, στη                 Σόνια Ζαχαράτου.
Ένας Οδυσσέας της τέχνης, με μια πολυτάλαντη Μούσα εντός του. Με εσωτερικές σκοτεινές πηγές πλούτου, αν σκοτεινή πηγή ονομάσουμε καταχρηστικά, κάθε υπαρξιακή αναζήτηση από το σπέρμα μέχρι και το μετά θάνατον τίποτα. Η δουλειά του δεν αναμετριέται με τις τρέχουσες πρωτοποριακές εκδοχές της τέχνης, επειδή έχει ξεπεράσει τους φραγμούς του κοινωνικού και του καλλιτεχνικού κομφορμισμού και της μοντερνικότητας. Ο Γιαν Φαμπρ είναι ένας τολμηρός διανοούμενος ερευνητής, ένας πειραματιστής των δυνατοτήτων του σώματος. Εφευρετικός και οξυδερκής, παλεύει με τα όριά του. Με τις εκκεντρικές εμπνεύσεις του ξεσηκώνει θύελλες ενθουσιασμού, αλλά και κάθετης απόρριψης∙ επειδή, εκτός από τα κοινώς αποδεκτά, στα έργα του υπάρχουν το ακατοίκητο από συναίσθημα σεξ, το αίμα, τα ούρα, ό, τι θα ονόμαζαν πολλοί -αλλά εκείνος αρνείται-, «έμμεση οπτική βία». Ακόμη, όμως, κι αν κάποιος αποστρέφεται την καυστική αυθάδειά του, δεν μπορεί παρά να μπει σε σκέψεις. Διότι τα αισθήματα που προκαλεί μετατρέπονται σε προβληματισμό απέναντι σε κοινωνικά ζητήματα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η βασίλισσα Πάολα του Βελγίου τον κάλεσε να δημιουργήσει ένα μόνιμο έργο σε αίθουσα των Ανακτόρων, ούτε ότι είναι ο μοναδικός εν ζωή καλλιτέχνης, που του παραχωρήθηκαν κεντρικές αίθουσες του Λούβρου, για να αντιπαραθέσει τα δικά του έργα.

Γλύπτης, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, χορογράφος, visual artist, ο Φαμπρ, που γεννήθηκε το 1958 στην Αμβέρσα, είναι ένα κεφάλαιο της σύγχρονης τέχνης. Έχει συμμετάσχει στις μεγαλύτερες εκθέσεις του κόσμου, τα έργα του βρίσκονται σε σημαντικά μουσεία και ιδιωτικές συλλογές και κρατά και μία σχέση αγάπης για την Ελλάδα. Στην Αθήνα, έχει ανεβάσει θεατρικές παραστάσεις, έχει πάρει μέρος στην «Outlook», αλλά επίσης έχει εκθέσει δουλειές του και στην γκαλερί ‘Α-Δ’.

Τον Γιαν Φαμπρ συνάντησα στο Παρίσι, μέσα στο μαύρο σκηνικό της γκαλερί ‘Guy Pieters’, όπου δεκαοκτώ γλυπτά του, δεκαοκτώ δικά του κεφάλια, μισά από μπρούντζο, μισά από κερί, φέροντας κέρατα, έκλεβαν την ψυχή με την ένταση και την σκοτεινή γοητεία τους. Ο Γιαν Φαμπρ, ευγενικός, προσεκτικός, κάθεται στο γραφείο και ξεκινάμε.

Γιαν Φαμπρ, πέρυσι είδα στην Αθήνα την παράστασή σας ‘ Το όργιο της ανεκτικότητας’. Στην αρχή ενοχλήθηκα πολύ, στη συνέχεια εντυπωσιάστηκα. Ήταν μια προκλητική κριτική της σύγχρονης ζωής. Θα ήθελα λοιπόν να μάθω, ποιος είστε και πώς δουλεύει το μυαλό σας; «Ποιος είμαι; Σύνθετη ερώτηση… Ποιος είμαι… Λοιπόν… Είμαι κάποιος που πιστεύει στην ομορφιά. Είμαι κάποιος που πιστεύει στην τέχνη. Είμαι ταγμένος στην υπηρεσία της ομορφιάς. Αυτός είμαι. Όσο για το μυαλό μου… για μένα το μυαλό είναι το πιο ερωτικό όργανο, είναι συναρπαστικό, αφού δεν είναι εδώ ούτε εκεί αλλά μπορεί να βρίσκεται παντού, να κάνει τα πάντα».

Ποια ερεθίσματα πυροδοτούν τις εμπνεύσεις σας; Έχουν να κάνουν με το περιβάλλον που μεγαλώσατε; «Οι γονείς μου με ενέπνευσαν πολύ. Η μαμά μου ήταν γαλλόγλωσση και καθολική, ο μπαμπάς φτωχός, κομμουνιστής. Είχαν ένα κοινό χιούμορ, ήταν παντρεμένοι για πενήντα χρόνια. Ο πατέρας μου με πήγαινε, μικρό παιδί, στον ζωολογικό κήπο για να σχεδιάσω ζώα και ανθρώπους κι έτσι μου γεννήθηκε το πάθος για την εικόνα και η αγάπη μου να ανακαλύπτω φυσιογνωμίες. Η μαμά μου, από την άλλη, μου μετέφραζε ποιήματα του Ρεμπό, του Βερλέν κι επίσης τραγούδια του Ζιλμπέρ Μπεκό, της Έντιθ Πιαφ, κι έτσι αγάπησα τον λόγο. Μου εξηγούσε επίσης τον Ρούμπενς, τη διαχείριση του φωτισμού του, το στήσιμο των έργων του. Μεγάλωσα, λοιπόν, σε ένα τυπικό αστικό οικογενειακό περιβάλλον, αλλά με ένα πολιτιστικό πάντρεμα εικόνας, γλωσσών και λογοτεχνικού λόγου, που με επηρέασε πολύ».

Τα έργα σας, όμως, δείχνουν άνθρωπο που έχει ζήσει και δύσκολα. Είχατε ίσως και τραυματικές εμπειρίες; «Έπεσα δυο φορές σε κώμα. Τη μία στα 17 μου, την άλλη στα 18 μου. Αυτές οι καταστάσεις επηρέασαν πολύ τη δουλειά μου και όλη την ζωή μου, αλλά πιστεύω με έναν πολύ θετικό τρόπο. Γιατί πολλά από τα έργα μου έχουν να κάνουν με το θάνατο, με το εφήμερο, με το μετά το θάνατο στάδιο της ζωής μου. Γιατί όταν βρίσκεσαι σε κώμα, κάθε κίνηση που κάνεις είναι πολύ σημαντική».

Είχατε πει κάποτε ‘η τέχνη με κράτησε έξω από τη φυλακή’. Γιατί; Είστε ένα βίαιο άτομο; «Έζησα σε μια πολύ φτωχική γειτονιά και είχα φίλους στη φυλακή για ναρκωτικά. Η αιτία που εγώ δεν έφτασα εκεί, ήταν ότι αγαπούσα τις τέχνες και την ομορφιά. Δεν ήμουν ποτέ βίαιος ή επιθετικός, ήμουν όμως πολύ δραστήριος, γιατί πιστεύω πάντα στο σφρίγος της ζωής, όπως πιστεύω στην ανωτερότητα της τέχνης».

Μια παράστασή σας είχε τίτλο ‘Είμαι ένα λάθος’. Είναι συγχρόνως και μια άποψη για τον εαυτό σας; «Ηταν ένα κείμενο που έγινε και παράσταση, που έγραψα και σκηνοθέτησα το 1988. Αναφερόταν στα λάθη της κοινωνίας και την παρουσίασα και στο Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας. Ναι, είμαι λάθος με την έννοια ότι τον καλλιτέχνη η κοινωνία τον εκλαμβάνει ως ένα είδος λάθους, τον τοποθετεί σε πολύ χαμηλή θέση».

Πώς εργάζεστε; Μέσα σε ένα είδος έκστασης; «Ναι, γράφω, γράφω, γράφω τις νύχτες μετά τη δουλειά, σχεδιάζοντας το παραπέρα. Απόψε έγραφα από τα μεσάνυχτα έως τις οκτώ το πρωί, χωρίς διάλειμμα. Ετσι μπορώ και νιώθω ξεκούραστος, γιατί παίρνω ενέργεια για την επομένη. Αυτή η κατάσταση του να ξεχειλίζω, να ανοίγουν όλες οι πόροι στο σώμα μου, να γίνεται τόσο ευαίσθητο, τόσο παραγωγικό, να φωτίζεται το μυαλό μου, ναι, είναι μια κατάσταση έκστασης που οδηγεί στη δημιουργία».

Αυτό είναι το νόημα της πραγματικής ζωής; «Για μένα, ναι. Ξέρετε, μαθαίνω τόσα από τα γλυπτά μου, από τις παραστάσεις μου, από τα κείμενά μου, που ζω την ζωή μου μέσα από αυτά. Την ζω την τέχνη μου, αντλώ χαρά όταν δημιουργώ και οι πραγματικά ενεργητικές στιγμές μου είναι όταν κάνω κάτι ωραίο. Τότε νιώθω ικανοποιημένος, ευτυχισμένος. Κάποιες φορές… όχι πάντα... Αλλωστε, δεν δημιουργώ κοιτάζοντας το ρολόι, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη δουλειά και στην ελευθερία. Είμαι ανατροπέας των Σαββατοκύριακων. Η εβδομάδα έχει επτά ημέρες και επτά νύχτες. Δεν έχω τέτοιους ρομαντισμούς».

Ρομαντισμό, όμως, στην τέχνη; «Όλα στην αβάν γκαρντ είναι ρομαντισμός».

Και η ομορφιά για την οποία μιλάτε, έχει σχέση με το κλασικό ‘κάλλος’ της αρχαιότητας; «Όχι. Για μένα, η ομορφιά είναι κάτι όπου το ηθικό, το βιωματικό συνάδει με την αισθητική. Και αυτή είναι η δύναμή της».

Αναφέρεστε στην ομορφιά, όμως σε κάποια έργα σας χρησιμοποιείτε ανθρώπινα υγρά. Θέλετε να μας προκαλέσετε; «Γιατί το λέτε αυτό; Απαντήστε μου, σας παρακαλώ».

Επειδή ο ιδρώτας, το σάλιο, το σπέρμα, δεν είναι κι ό, τι ωραιότερο για να το επιδεικνύουμε… «Είναι! Το ανθρώπινο σώμα είναι πολύ ωραίο, είναι πολύτιμο. Εσείς δεν ιδρώνετε; Απαντήστε μου! Ιδρώνετε. Η κοινωνία, όμως, και τα οικονομικά συμφέροντα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι το σώμα μας δεν μυρίζει. Οτι οι γυναίκες, κυρία μου, -και ζούμε στον 21ο αιώνα που συμβαίνουν αυτά-, επειδή έχουν έμμηνο ρύση έχουν κάτι το απεχθές, ότι η έμμηνος ρύση είναι κάτι το αρνητικό∙ αλλά η έμμηνος ρύση είναι ζωή. Το αίμα είναι ζωή. Και οι ιατρικές έρευνες είναι γεμάτες αίμα. Η κοινωνία μας μαθαίνει να βλέπουμε το σώμα μας με λανθασμένο τρόπο. Και η δουλειά μου είναι η έρευνα πάνω στις δυνατότητες του σώματος. Η δουλειά μου είναι η επιδερμίδα, ο σκελετός, επομένως, και τα ανθρώπινα υγρά: το σπέρμα, το αίμα, τα ούρα, που αποτελούν τις ουσιαστικές δυνάμεις του. Πώς γίνεται αυτές οι δυνάμεις της ζωής να σοκάρουν και να είναι άσχημες;».

Αυτή είναι και η φιλοσοφία σας; «Ακριβώς».

Νομίζετε ότι το ενδιαφέρον σας για τις λειτουργίες του σώματος ανοίγει συγχρόνως νέους δρόμους έκφρασης στην τέχνη; «Νομίζω ότι η δουλειά μου επηρεάζει αρκετό κόσμο στο θέατρο και στις εικαστικές τέχνες. Ναι, ανοίγω πόρτες για να δει κανείς και να σκεφτεί με έναν άλλον τρόπο. Πιστεύω ότι ο στόχος ενός καλλιτέχνη είναι να ανοίγει το μυαλό για να ξυπνήσει το σώμα, για να δει ο θεατής διαφορετικά το σώμα του. Είναι η ανάγκη μου να το κάνω αυτό».

Αποσκοπείτε, λοιπόν, στο να μας βοηθήσετε να ζήσουμε καλύτερα; «Η τέχνη μου αρνείται την κυνικότητα. Η τέχνη μου φέρει κάτι το οικουμενικό, γιατί προσεγγίζει και δίνει ευκαιρίες στους ανθρώπους. Όχι σ’ εκείνους που έχουν υιοθετήσει την συμπεριφορά του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά σε όσους ζουν στην ‘μαύρη αγορά’ και αξίζει να ονειρεύονται. Επειδή το έργο μου δεν μιλά την γλώσσα των media. Δεν χρησιμοποιεί τα εργαλεία των μεδια. Δεν είναι ένα είδος νοοτροπίας, ένα είδος οπτικής».

Είστε, επομένως, ένας επαναστάτης που θέλει να αφυπνίσει τον κόσμο… «Μα είναι επανάσταση να πιστεύεις στη λειτουργία της σκέψης και στην ομορφιά; Δεν το νομίζω, εκτός κι αν συμβαίνει σε κοινωνίες που είναι ρηχές, επιπόλαιες».

Έχετε ποτέ καθοδηγηθεί από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους; «Ασφαλώς, όχι. Ξέρετε, είναι σημαντικό ένας καλλιτέχνης να νιώθει κυρίαρχος της σκέψης του και, άλλωστε, η ομορφιά υπερβαίνει κάθε ιδεολογία».

Τρόμος – ομορφιά, πραγματικότητα – όνειρο, οργάνωση – χάος, όλα μέσα στο έργο σας. Αποτελούν αυτά τα ζεύγη λέξεων ένα είδος μεταμόρφωσης στην τέχνη σας; «Η δουλειά μου που βλέπετε στην γκαλερί, είναι το γιν και το γιαν. Τα μισά γλυπτά από μπρούτζο, τα υπόλοιπα από κερί. Ο μπρούτζος είναι ψυχρό υλικό, γίνεται νεκρικές μάσκες, ενώ το κερί είναι ζεστό απτικό υλικό, ουμανιστικό. Για μένα είναι πάντα πολύ σημαντικό να βρίσκομαι σε κατάσταση μεταβολής. Να ασχολούμαι με την αυτοπροσωπογραφία μου, σαν να ασχολούμαι με το άλλο, με το ξένο. Αυτό είναι η μεταμόρφωση. Είστε Ελληνίδα και γνωρίζετε τη λέξη ‘φάρμακο’. Νομίζω ότι η τέχνη μου έχει να κάνει με αυτό. Μπορεί να σας γιατρέψει ή μπορεί να σας δηλητηριάσει».

Μιλάτε ωσάν σύγχρονος μυστικιστής… «Οι σύγχρονοι μυστικιστές δεν είναι σαν εκείνους που φοβούνταν οι ρωμαιοκαθολικοί, αλλά άνθρωποι φωτισμένοι κι ευτυχισμένοι. Είχα παρακολουθήσει ένα θαυμάσιο πρόγραμμα για τον Ντιουκ Έλιγκτον και την μπάντα του. Αυτοί οι τύποι πήραν τους δρόμους και, βλέποντάς τους να πίνουν ουίσκι, να παίζουν πιάνο, να μην λογαριάζουν τον χρόνο, να κάνουν σχέδια, ένιωθα ότι το διασκέδαζαν, ότι το χαίρονταν, ότι γιόρταζαν την ζωή. Αυτό είναι για μένα ο σύγχρονος μυστικιστής. Να είσαι ένα και το αυτό με τη δουλειά σου γιατί την αγαπάς, το διασκεδάζεις, την ζεις».

Το Λούβρο έχει, κατά καιρούς, φιλοξενήσει ομαδικές εκθέσεις σύγχρονων καλλιτεχνών. Είστε, όμως, ο πρώτος που τα έργα του εκτέθηκαν ατομικά. Γιατί διάλεξαν εσάς; «Επειδή η τύχη είναι η μοναδική δικαιοσύνη!».

Ωραία! Και πώς νιώσατε ανάμεσα στα τεράστια ονόματα της τέχνης; «Σαν νάνος. Το πρώτο έργο μου στο Λούβρο, ήταν ένα γλυπτό: έφτιαξα τον εαυτό μου να χτυπώ τη μύτη με δύναμη σε έναν πίνακα και να ματώνω. Επειδή ο Ρέμπραντ, ο Ιερώνυμος Μπος, ο Βαν ντερ Γκους, ο Χανς Μέμλινγκ ήταν και είναι οι δάσκαλοί μου έως και σήμερα∙ επειδή τα έργα τους είναι πιο ευφάνταστα και κατά πολύ ανώτερα από τα περισσότερα της σύγχρονης τέχνης. Γι’ αυτό και νιώθω νάνος, αλλά συγχρόνως και πολύ υπερήφανος για ό, τι έκανα. Εργαζόμουν τρία χρόνια γι’ αυτήν την έκθεση, που περιλάμβανε σαράντα κομμάτια. Ολο αυτό το διάστημα, τις ημέρες που το Μουσείο ήταν κλειστό για το κοινό, εγώ ήμουν εκεί και ζούσα συντροφιά με τα έργα αυτών των σπουδαίων ζωγράφων. Ηταν ένα απίστευτο φυσικό και πνευματικό ταξίδι. Μια συγκλονιστική εμπειρία».

Στο Λούβρο, δημιουργήσατε κι ένα τεράστιο έργο με 470 ταφόπλακες κι ένα φέρετρο που σκεπαζόταν με σκαραβαίους. Πολεμάτε το θάνατο με αυτά τα στοιχεία; «Οχι, δεν τον πολεμώ∙ τον γιορτάζω. Γιατί ο εορτασμός του θανάτου είναι η αιτία για τον εορτασμό της ζωής. Είναι ο κύκλος της ζωής. Τα έργα μου έχουν να κάνουν με την ματαιότητα, που είναι επίσης εορτασμός της ζωής. Οι ταφόπλακες από πέτρα Βελγίου, που τοποθέτησα στο χώρο των έργων του Ρούμπενς κάλυπταν 20 μέτρα και πάνω τους ακούμπησα ένα μεγάλο σκουλήκι, που είχε για κεφάλι, το δικό μου. Ένα έργο του Ρούμπενς αναφερόταν στον εορτασμό των Μεδίκων∙ τους είχε ζωγραφίσει, δοξάζοντας τη δύναμή τους. Εγώ έκανα το αντίθετο. Έβαλα τις ταφόπλακες με σκαλισμένα ονόματα εντόμων αλλά και φιλοσόφων και καλλιτεχνών, που είναι για μένα σημαντικοί. Πεθαμένων και ζωντανών. Έτσι, όσοι κοίταζαν τους βασιλιάδες έβλεπαν και τους φιλοσόφους και τους καλλιτέχνες κι εμένα ένα σκουλήκι, γιατί το σκουλήκι κρατά την υγεία της γης. Το σκουλήκι δεν αφήνει τη γη να πεθάνει. Αυτή πρέπει να είναι η θέση του καλλιτέχνη∙ αν εξορίσουμε τον καλλιτέχνη από την κοινωνία, η κοινωνία θα αυτοκτονήσει».

Δεν σας ενδιαφέρει που πολλοί ενοχλούνται με τις ακρότητές σας; Όταν, λόγου χάρη, τυλίγετε τις κολόνες του Πανεπιστημίου της Γάνδης, με σαλάμι που, φυσικά, αποσυντέθηκε; «Ως καλλιτέχνης δεν σκέπτομαι ποτέ τη δύναμη του πρωτόκολλου. Δεν προσαρμόζομαι ούτε στο πρωτόκολλο των πλουσίων, ούτε σε εκείνο των φτωχών. Δημιουργώ αυτό που είναι για μένα ανάγκη. Και μπορεί η δική μου καλλιτεχνική ανάγκη να είναι μια ξυραφιά που να διαπερνά όλα τα επίπεδα της κοινωνίας».

Μα, δεν βάζετε ποτέ φραγμό στην σκέψη σας; «Ποτέ. Δέκα χρόνια πριν, η βασίλισσα του Βελγίου μου πρότεινε να κάνω ένα μόνιμο έργο στα Ανάκτορα. Κάλυψα, τότε, την οροφή της Αίθουσας των Κατόπτρων με ένα μεγάλο μωσαϊκό, που έφτιαξα από τα κελύφη ενός εκατομμυρίου ασιατικών σκαθαριών, ενός είδους με θαυμάσια ιριδίζοντα φτερά από μπλε βαθύ έως σμαραγδί και μωβ. Ηταν μια κριτική στο Βέλγιο του παρελθόντος, στην ιστορία του Βελγικού Κονγκό. Δέχτηκα για αυτό το έργο περισσότερες από πενήντα απειλητικές επιστολές, ανώνυμες ή με ψεύτικα στοιχεία, ότι είμαι προδότης της χώρας, ότι είμαι ο ‘επιβήτορας’ της βασίλισσας, ότι θα με πολεμήσουν, ότι θα με σκοτώσουν∙ οι περισσότερες, βέβαια, από φλαμανδικά εξτρεμιστικά δεξιά κινήματα».

Και δεν φοβηθήκατε; «Φυσικά και φοβήθηκα! Αλλά συνέχισα τη δουλειά μου. Δύο χρόνια αργότερα κατασκεύασα τη μεγάλη χελώνα, που παρουσίασα και στην έκθεση ‘Οutlook’ της Αθήνας. Και όλοι οι ακροδεξιοί, στην ουσίαοι ίδιοι άνθρωποι δηλαδή, ξαφνικά αναφώνησαν ‘τι μεγάλος καλλιτέχνης που είσαι’! Επειδή είχα τοποθετήσει το έργο στην παραλία! Επομένως, ο καλλιτέχνης πρέπει να κάνει αυτό που θέλει. Δεν προσαρμόζομαι ούτε στην άκρα Δεξιά, ούτε στην άκρα Αριστερά, αλλά ούτε και βρίσκομαι κοντά στη βασίλισσα και στον βασιλιά∙ μόνο δημιουργώ αυτό που σκέπτομαι».

Επειδή, ωστόσο, έχετε πολιτική σκέψη, πείτε μου τη γνώμη σας για την οικονομική κρίση στην Ευρώπη. «Έχω ένα διπλό αίσθημα γι’ αυτό. Είδα στην τηλεόραση ότι στην Ελλάδα έχετε ανάγκη από οικονομική στήριξη. Κάνετε καλά και ζητάτε. Αύριο θα βρεθεί μια άλλη χώρα στη θέση σας. Μπορεί και το Βέλγιο. Πρέπει η μια χώρα να βοηθά την άλλη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θετικά στοιχεία αλλά και αρνητικά. Υπάρχουν πολλοί απίστευτα πλούσιοι άνθρωποι που καθοδηγούν τις κοινωνίες στο πώς θα ζήσουν και τι θα καταναλώσουν κι αυτό σημαίνει ότι αντλούν τα χρήματά τους από εμάς. Ψάχνουμε, λοιπόν, για παράδειγμα, ντομάτες ποιότητας, αλλά η ΕΕ δεν μπορεί παρά να μας πουλά τις δικές τους ψεύτικες. Επομένως, χάνουμε την ποιότητα ζωής και ως επακόλουθο, την ποιότητα της ομορφιάς. Αιτία, η απληστία των ολίγων για ένα διαρκώς αυξανόμενο κέρδος, πράγμα που οδηγεί στην απώλεια της πνευματικότητας. Το κυριότερο λάθος, επομένως, είναι ότι οι πολιτικοί δεν εντάσσουν στις συνομιλίες τους την ποιότητα ζωής, επειδή δεν πιστεύουν στην ομορφιά».

Μιλήστε μας και για την θεατρική εταιρία σας, την Troubleyn. Ποια σωματική εμπειρία αποκομίζετε από εκεί; «Το Troubleyn είναι ένα εργαστήριο, που ίδρυσα εδώ και 30 χρόνια κι όπου ερευνάμε καθημερινά τις δυνατότητες του σώματος. Εχω στο πλευρό μου ηθοποιούς, χορευτές, φιλοσόφους, για το λεγόμενο “biological acting”. Εργαζόμαστε, επίσης, πάνω σε ένα είδος μανιφέστου για τις παραστάσεις του 21ου αιώνα, που θα εμπεριέχει τις κατευθυντήριες γραμμές για μια καινούργια θεατρική φόρμα. Γιατί το τελευταίο βιβλίο για τη θεατρική πράξη ήταν του Πολωνού σκηνοθέτη Γκροτόφσκι και γράφτηκε 40 χρόνια πριν».

Στην τρέχουσα έκθεσή σας, γιατί επαναλαμβάνετε το κεφάλι σας με διαφορετικά κέρατα; «Η έκθεση ονομάζεται ‘Κεφάλαια Ι-ΧVΙΙΙ’. Είναι ένα ‘Εγώ, ο όποιος άλλος’, οι μεταμορφώσεις ανάμεσα στο ζώο και στον άνθρωπο. Εγώ ανάμεσα σε μυθολογικά και συμπαντικά πρόσωπα, ο Γιαν Φαμπρ, 18 διαφορετικοί άνθρωποι. Δεκαοκτώ άνθρωποι που βγαίνουν από μένα, που όλοι έχουν κέρατα, που όλοι μου επιτίθενται, που όλοι με προστατεύουν».

Μελετάτε έτσι την συμπεριφορά σας; «Θα έλεγα ότι είναι διαφορετικά στάδια συμπεριφοράς. Είναι επίσης φόρος τιμής στις γυναίκες, επειδή ένα μπούστο μου φέρει τα κέρατα μιας ιμπάλα (σ.σ. είδος αφρικανικής αντιλόπης). Η ιμπάλα, στο Μουσείο Σερνουσί του Παρισιού, παρουσιάζεται ως γυναίκα που εκφράζει τα πάντα γύρω από την επιθυμία. Είναι τα έργα μου, επίσης, ένα είδος έρευνας πάνω στην αυτοπροσωπογραφία, αλλά συγχρόνως και χωρίς να είναι, γιατί εμένα μ’ ενδιαφέρει στην αυτοπροσωπογραφία το άλλο, το ξένο».

Τελικώς, νομίζω ότι δεν είστε προβοκάτορας. «Ω, όχι! Ο κόσμος χρησιμοποιεί αυτήν τη λέξη για κάτι που δεν καταλαβαίνει, και τα δικά μου έργα δεν είναι ποτέ ακατανόητα. Άλλωστε, η λέξη σημαίνει και πρόκληση του μυαλού. Και η πρόκληση πρέπει να είναι η δουλειά του καλλιτέχνη».

Μέσα σε αυτή τη διαδρομή της ζωής σας, έχετε καεί πολλές φορές; «Ηταν απαραίτητο».

Γιατί; Για την αναγέννησή σας; «Είμαι καλλιτέχνης του Μεσαίωνα».

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της ανθρωπότητας; «Ναι, επειδή πιστεύω στην ανθρώπινη ύπαρξη. Σκεφτείτε έναν άγγελο και σκεφτείτε κι έναν άνθρωπο. Ο άγγελος είναι τέλειος, μοναδικός, αυθεντικός, στατικός, αθώος. Ο άνθρωπος είναι ακριβώς το αντίθετο. Δεν είναι αθώος, δεν είναι τέλειος, δεν είναι αυθεντικός, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση κι αναζήτηση και, εδώ και 40 εκατομμύρια χρόνια, κοιτάζει πίσω του τη μητέρα του, τον πατέρα του, τη γιαγιά του∙ είναι πολύ δύσκολο, ε; Λέει ψέματα, ψάχνει, μηχανεύεται καταστάσεις, αλλά συγχρόνως θέλει να διορθώσει πολλά πράγματα».

Και τα μελλοντικά σχέδιά σας σε σχέση με την Ελλάδα, ποια είναι; «Έχουμε συζητήσει με την ιστορικό τέχνης Κατερίνα Κοσκινά, η οποία γράφει και στον κατάλογο αυτής της δουλειάς μου, για μία αναδρομική έκθεση, που θα γίνει το 2012 στη Θεσσαλονίκη, στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Στα εγκαίνια, όμως, αυτής της έκθεσης, στο Παρίσι, ήρθε και ο Χρήστος Ιωακειμίδης, επίσης ιστορικός τέχνης και μιλήσαμε για την πιθανότητα μιας έκθεσης και στην Αθήνα».

Τι νιώθετε όταν έρχεστε στην Ελλάδα; «Μου αρέσει πάρα πολύ η χώρα σας. Κυρίως τα καφενεία της που μοιάζουν με αυτά της Αμβέρσας και όπου χαλαρώνεις, κουβεντιάζοντας. Και, φυσικά, μου αρέσουν οι κλασικοί συγγραφείς σας. Η μήτρα όλων των παραστάσεων είναι ελληνική. Μελετώ οτιδήποτε το ελληνικό που αφορά τη δουλειά μου. Το 1978, το 1988 και τώρα μελετώ ξανά τον «Προμηθέα». Θέλω να τον ανεβάσω του χρόνου. Θα ονομάζεται 'Prometheus –Landscape II’… Σας ζηλεύω που μιλάτε αυτή τη γλώσσα!»

Δημοσιεύτηκε στις 2 Μαΐου 2010, στο περιοδικό ΒΗΜagazino, σελ. 26-32. Η συνέντευξη δόθηκε στη δημοσιογράφο ΣΟΝΙΑ ΖΑΧΑΡΑΤΟΥ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση