Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Η ποιητική συλλογή «7: ποίηση για video games» (εκδόσεις Νεφέλη) δεν είναι απλά και μόνο ένα βιβλίο ποίησης. Εχει τα χαρακτηριστικά ενός απτού αντικειμένου, το οποίο «αυτοδραματουργείται». Τα αφηγηματικά στοιχεία «σπάνε» σε οπτικές παρεμβάσεις, η τυπογραφία παρεμβαίνει σαν παρτιτούρα, ο λόγος επιταχύνεται και επιβραδύνεται φωνητικά. Πάντως δεν συνοδεύεται από CD ή DVD.
Ο ποιητής και πεζογράφος Βασίλης Αμανατίδης δεν είναι ένα «παιδί», το οποίο τώρα μαθαίνει της λογοτεχνίας τα πεπραγμένα. Στα 41 του χρόνια έχει «δουλευτεί» από πέντε ποιητικές συλλογές, δύο συλλογές διηγημάτων και ένα θεατρικό. Οι μεταφράσεις έργων των Κάμινγκς, Σίνγκερ, Οουτς και Κάρσον δεν σηματοδοτούν κατ' ανάγκην τις αισθητικές προτιμήσεις του.
Η πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του με λόγο, ήχο και εικόνα, και με υπόκρουση ελέκτρο, μας έδωσε την αφορμή να μιλήσουμε μαζί του. Η πρότασή του δεν είναι πρωτάκουστη, ηχεί όμως ασυνήθιστα για τα συνήθη εκδοτικά συμφραζόμενα της δημόσιας ανάγνωσης της ποίησης.
- Πόσο έχει ανάγκη η ποίηση τις άλλες τέχνες για να αρθρωθεί στην εποχή που το χαρτί έχει υποχωρήσει υπέρ του ψηφιακού κόσμου;
«Βρίσκω συναρπαστικό το γεγονός πως σε μια εποχή ψηφιοποίησης, ο ποιητής μπορεί πλέον πιο απενοχοποιημένα να χρησιμοποιεί στοιχεία και μεθόδους που ήταν πάντα εκεί.Οπως η ποίηση δεν είναι μόνο το βιβλίο που την αποτυπώνει, έτσι δεν πιστεύω πως οι άλλες τέχνες είναι αρκετές για να την περικυκλώσουν. Η ποίηση είναι διαφεύγουσα. Προκύπτει πάντα κάπου "ανάμεσα" στις ραφές των υλικών σου και των ποικίλων "γλωσσών" που χρησιμοποιείς. Το σίγουρο είναι πως η ποίηση δεν ανήκει αποκλειστικά στο χώρο των λέξεων. Είναι αόρατη και άλεκτη και ο επισφαλέστερος (δηλαδή, πιθανόν, ουσιαστικότερος) τρόπος να την προσεγγίσεις είναι να την ψαύσεις μέσα από μια οντολογική αφή. Ετσι, το βιβλίο αυτό δεν είναι παρά μία αναγκαία "παρτιτούρα", με βάση την οποία προσδοκώ έναν πολλαπλασιασμό, μια διεύρυνση και τελικά ένα συμπλεκτικό "μαζί" αισθήσεων, τρόπων, ειδών».
- Ποιες δυνατότητες ανοίγονται στον προφορικό και στον γραπτό λόγο με την εικονική πραγματικότητα; Ο αναγνώστης πλέον ζει αυτά που διαβάζει;
«Η εικονική πραγματικότητα παρέχει τη δυνατότητα ενός νέου είδους απόστασης από τον εαυτό μας και τους άλλους. Ευνοεί, επίσης, τη χρήση επάλληλων προσωπείων, τη δημιουργία ρόλων, έναν επανορισμό της έννοιας της "ταύτισης". Πλέον κάποιος μπορεί να μπει και να βγει από έναν ρόλο με μεγαλύτερη ταχύτητα, ακριβώς όπως κάνει enter και delete. Δεν γνωρίζω τι επίπτωση μπορεί να έχει στο μέλλον κάτι τέτοιο πάνω στην ατομική και κοινωνική ανθρώπινη συμπεριφορά. Καταλαβαίνω, όμως, πως η ολοένα αυξανόμενη χρήση του Διαδικτύου, η επικοινωνία στα chat rooms, η ανάλωσή μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η επανάσταση του "youtube", δεν γίνεται παρά να αντανακλώνται στα έργα που δημιουργούνται σήμερα. Αυτή η πρωτοφανής αποσπασματικότητα και μη γραμμικότητα μας εκπαιδεύει σίγουρα σε νέες ικανότητες πρόσληψης. Αλλά η γραμμική αφήγηση δεν είναι παρά μία κατασκευή, ενώ ο νους λειτουργούσε πάντα μη γραμμικά και μέσα από τυχαίες "υπερ-συνδέσεις". Ετσι, μια τέτοια ιλιγγιώδης τροπή της τεχνολογίας -που μας κάνει προς το παρόν να νιώθουμε σαν ζαλισμένα έντομα μπροστά σε κάποιο φως- υποθέτω πως αποκαθιστά ένα είδος δικαιοσύνης».
- Η δική σας πρόταση ασφαλώς και δεν είναι καινούργια. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν της χειρονομίας σας. Ποιους αναγνωρίζετε ως προπάτορές σας;
«Είναι πολύ παλιά, όσο και η έννοια του υβριδίου. Στην καρδιά της προβληματικής του βιβλίου μου υπάρχει η έλξη προς την υβριδική ταυτότητα, προς τον οργανισμό εκείνο που απεύχεται τα δίπολα, τις διαζεύξεις και τις πολεμοχαρείς καταστάσεις που δημιουργεί η μανιχαϊστική σκέψη. Γιατί το "7: ποίηση για video games" μοιάζει να λέει: δεν υπάρχει "είτε-είτε", αλλά μόνο "και-και". Υπό το πρίσμα αυτό, προσδοκά να είναι ποίηση και ως προφορικός και γραπτός λόγος και ως εικόνα και ως τυπογραφία. Και τελικά, να είναι -αν είναι- ποίηση και ως εμφάνιση (βιβλίο) και ως εξαφάνιση (performance πέρα από το βιβλίο). Οσο για το λόγο, κινείται και αυτός κάπου "ανάμεσα": στο στίχο, στη θεατρογενή λογική, στην πεζογραφική εκφορά κ.λπ. Πιθανοί προπάτορες: Γάλλοι συμβολιστές, Κάμινγκς αλλά και Μπέκετ, Γκόμπροβιτς, αλλά και διηθημένος λετρισμός, αλλά και η παιγνιώδης σκέψη ότι η εποχή μας έχει αναλογίες με την Ελληνιστική».
- Μετά τις αναγνώσεις ποίησης, που φαίνεται ότι κάποια στιγμή εξέπεσαν στο πεδίο της ανίας, η περφόρμανς την αιματοδοτεί εκ νέου;
«Η περφόρμανς είναι αυτή την εποχή μία προσωπική μου ανάγκη. Υποπτεύομαι, μάλιστα, πως το βιβλίο αυτό προσφέρεται ως όχημα και προς αυτή την κατεύθυνση. Κάνοντας μία περφόρμανς, προτείνω μία, ακόμη πιο σωματοποιημένη, εκδοχή του βιβλίου μου, αναζητώντας τη συνομιλία με κάτι άλλο πέρα από εμένα. Εκεί, υποδυόμενος έναν ρόλο -που συναιρεί τον εαυτό μου με τα πρόσωπα που κατοικούν στο βιβλίο- επιθυμώ αφενός να εκτεθώ μπροστά σε ένα κοινό που κατά παράδοση διαβάζει την ποίηση κατά μόνας και αφετέρου να ρωτήσω το εξής: "κατά πόσο είναι ο ποιητής αυτού του βιβλίου το πρόσωπο που παρουσιάζεται ορατό μπροστά σας αυτή τη στιγμή;"»
- Μετά τη «θεσμοποιημένη» οπτικοποίηση του γραπτού λόγου, μήπως έχει έρθει η στιγμή να αναρωτηθούμε εκ νέου για τις εναπομείνασες δυνατότητές του ή πέρασε από την οπτικότητα αλώβητος;
«Κατά τη γνώμη μου, τίποτα δεν κινδυνεύει όταν μεσολαβεί η ευγενής έννοια της συμπόρευσης. Θα το έθετα αλλιώς: Το Διαδίκτυο ευνοεί την ταυτόχρονη συνύπαρξη λόγου και εικόνας, διερευνώντας μάλιστα νέους ή καινοφανείς τρόπους συνάντησης -άσχετα αν είναι αυτή αγαστή ή όχι. Και τι θα πει, άραγε, στην περίπτωση αυτή "αγαστή"; Πέρα από αυτό, νομίζω πως γενικά το βιβλίο ως αντικείμενο δύσκολα θα εξαφανιστεί μέσα στην περιρρέουσα ψηφιοποίηση. Αλλά και αν μεταβεί εξ ολοκλήρου σε αυτήν, αυτό απλώς θα σημαίνει πως μέχρι τότε θα έχουμε πλέον ήδη βιωμένη μέσα μας μία νέα αντίληψη για την έννοια του αντικειμένου. Τέλος, και μεταθέτοντας αρκετά το ζήτημα, ο οπτικοποιημένος είναι και αυτός ένας διευρυμένος λόγος. Τα πάντα είναι γραφή. Από το "α" ώς το "ω", η αλφάβητος δεν είναι παρά κοσμομιμητικές εικόνες, που κάποτε οπτικοποίησαν την ικανότητα του ανθρώπου να φθέγγεται και να εκπέμπει την αρθρωμένη φωνή του και βεβαίως την κραυγή».*
Η πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του με λόγο, ήχο και εικόνα, και με υπόκρουση ελέκτρο, μας έδωσε την αφορμή να μιλήσουμε μαζί του. Η πρότασή του δεν είναι πρωτάκουστη, ηχεί όμως ασυνήθιστα για τα συνήθη εκδοτικά συμφραζόμενα της δημόσιας ανάγνωσης της ποίησης.
- Πόσο έχει ανάγκη η ποίηση τις άλλες τέχνες για να αρθρωθεί στην εποχή που το χαρτί έχει υποχωρήσει υπέρ του ψηφιακού κόσμου;
«Βρίσκω συναρπαστικό το γεγονός πως σε μια εποχή ψηφιοποίησης, ο ποιητής μπορεί πλέον πιο απενοχοποιημένα να χρησιμοποιεί στοιχεία και μεθόδους που ήταν πάντα εκεί.Οπως η ποίηση δεν είναι μόνο το βιβλίο που την αποτυπώνει, έτσι δεν πιστεύω πως οι άλλες τέχνες είναι αρκετές για να την περικυκλώσουν. Η ποίηση είναι διαφεύγουσα. Προκύπτει πάντα κάπου "ανάμεσα" στις ραφές των υλικών σου και των ποικίλων "γλωσσών" που χρησιμοποιείς. Το σίγουρο είναι πως η ποίηση δεν ανήκει αποκλειστικά στο χώρο των λέξεων. Είναι αόρατη και άλεκτη και ο επισφαλέστερος (δηλαδή, πιθανόν, ουσιαστικότερος) τρόπος να την προσεγγίσεις είναι να την ψαύσεις μέσα από μια οντολογική αφή. Ετσι, το βιβλίο αυτό δεν είναι παρά μία αναγκαία "παρτιτούρα", με βάση την οποία προσδοκώ έναν πολλαπλασιασμό, μια διεύρυνση και τελικά ένα συμπλεκτικό "μαζί" αισθήσεων, τρόπων, ειδών».
- Ποιες δυνατότητες ανοίγονται στον προφορικό και στον γραπτό λόγο με την εικονική πραγματικότητα; Ο αναγνώστης πλέον ζει αυτά που διαβάζει;
«Η εικονική πραγματικότητα παρέχει τη δυνατότητα ενός νέου είδους απόστασης από τον εαυτό μας και τους άλλους. Ευνοεί, επίσης, τη χρήση επάλληλων προσωπείων, τη δημιουργία ρόλων, έναν επανορισμό της έννοιας της "ταύτισης". Πλέον κάποιος μπορεί να μπει και να βγει από έναν ρόλο με μεγαλύτερη ταχύτητα, ακριβώς όπως κάνει enter και delete. Δεν γνωρίζω τι επίπτωση μπορεί να έχει στο μέλλον κάτι τέτοιο πάνω στην ατομική και κοινωνική ανθρώπινη συμπεριφορά. Καταλαβαίνω, όμως, πως η ολοένα αυξανόμενη χρήση του Διαδικτύου, η επικοινωνία στα chat rooms, η ανάλωσή μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η επανάσταση του "youtube", δεν γίνεται παρά να αντανακλώνται στα έργα που δημιουργούνται σήμερα. Αυτή η πρωτοφανής αποσπασματικότητα και μη γραμμικότητα μας εκπαιδεύει σίγουρα σε νέες ικανότητες πρόσληψης. Αλλά η γραμμική αφήγηση δεν είναι παρά μία κατασκευή, ενώ ο νους λειτουργούσε πάντα μη γραμμικά και μέσα από τυχαίες "υπερ-συνδέσεις". Ετσι, μια τέτοια ιλιγγιώδης τροπή της τεχνολογίας -που μας κάνει προς το παρόν να νιώθουμε σαν ζαλισμένα έντομα μπροστά σε κάποιο φως- υποθέτω πως αποκαθιστά ένα είδος δικαιοσύνης».
- Η δική σας πρόταση ασφαλώς και δεν είναι καινούργια. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν της χειρονομίας σας. Ποιους αναγνωρίζετε ως προπάτορές σας;
«Είναι πολύ παλιά, όσο και η έννοια του υβριδίου. Στην καρδιά της προβληματικής του βιβλίου μου υπάρχει η έλξη προς την υβριδική ταυτότητα, προς τον οργανισμό εκείνο που απεύχεται τα δίπολα, τις διαζεύξεις και τις πολεμοχαρείς καταστάσεις που δημιουργεί η μανιχαϊστική σκέψη. Γιατί το "7: ποίηση για video games" μοιάζει να λέει: δεν υπάρχει "είτε-είτε", αλλά μόνο "και-και". Υπό το πρίσμα αυτό, προσδοκά να είναι ποίηση και ως προφορικός και γραπτός λόγος και ως εικόνα και ως τυπογραφία. Και τελικά, να είναι -αν είναι- ποίηση και ως εμφάνιση (βιβλίο) και ως εξαφάνιση (performance πέρα από το βιβλίο). Οσο για το λόγο, κινείται και αυτός κάπου "ανάμεσα": στο στίχο, στη θεατρογενή λογική, στην πεζογραφική εκφορά κ.λπ. Πιθανοί προπάτορες: Γάλλοι συμβολιστές, Κάμινγκς αλλά και Μπέκετ, Γκόμπροβιτς, αλλά και διηθημένος λετρισμός, αλλά και η παιγνιώδης σκέψη ότι η εποχή μας έχει αναλογίες με την Ελληνιστική».
- Μετά τις αναγνώσεις ποίησης, που φαίνεται ότι κάποια στιγμή εξέπεσαν στο πεδίο της ανίας, η περφόρμανς την αιματοδοτεί εκ νέου;
«Η περφόρμανς είναι αυτή την εποχή μία προσωπική μου ανάγκη. Υποπτεύομαι, μάλιστα, πως το βιβλίο αυτό προσφέρεται ως όχημα και προς αυτή την κατεύθυνση. Κάνοντας μία περφόρμανς, προτείνω μία, ακόμη πιο σωματοποιημένη, εκδοχή του βιβλίου μου, αναζητώντας τη συνομιλία με κάτι άλλο πέρα από εμένα. Εκεί, υποδυόμενος έναν ρόλο -που συναιρεί τον εαυτό μου με τα πρόσωπα που κατοικούν στο βιβλίο- επιθυμώ αφενός να εκτεθώ μπροστά σε ένα κοινό που κατά παράδοση διαβάζει την ποίηση κατά μόνας και αφετέρου να ρωτήσω το εξής: "κατά πόσο είναι ο ποιητής αυτού του βιβλίου το πρόσωπο που παρουσιάζεται ορατό μπροστά σας αυτή τη στιγμή;"»
- Μετά τη «θεσμοποιημένη» οπτικοποίηση του γραπτού λόγου, μήπως έχει έρθει η στιγμή να αναρωτηθούμε εκ νέου για τις εναπομείνασες δυνατότητές του ή πέρασε από την οπτικότητα αλώβητος;
«Κατά τη γνώμη μου, τίποτα δεν κινδυνεύει όταν μεσολαβεί η ευγενής έννοια της συμπόρευσης. Θα το έθετα αλλιώς: Το Διαδίκτυο ευνοεί την ταυτόχρονη συνύπαρξη λόγου και εικόνας, διερευνώντας μάλιστα νέους ή καινοφανείς τρόπους συνάντησης -άσχετα αν είναι αυτή αγαστή ή όχι. Και τι θα πει, άραγε, στην περίπτωση αυτή "αγαστή"; Πέρα από αυτό, νομίζω πως γενικά το βιβλίο ως αντικείμενο δύσκολα θα εξαφανιστεί μέσα στην περιρρέουσα ψηφιοποίηση. Αλλά και αν μεταβεί εξ ολοκλήρου σε αυτήν, αυτό απλώς θα σημαίνει πως μέχρι τότε θα έχουμε πλέον ήδη βιωμένη μέσα μας μία νέα αντίληψη για την έννοια του αντικειμένου. Τέλος, και μεταθέτοντας αρκετά το ζήτημα, ο οπτικοποιημένος είναι και αυτός ένας διευρυμένος λόγος. Τα πάντα είναι γραφή. Από το "α" ώς το "ω", η αλφάβητος δεν είναι παρά κοσμομιμητικές εικόνες, που κάποτε οπτικοποίησαν την ικανότητα του ανθρώπου να φθέγγεται και να εκπέμπει την αρθρωμένη φωνή του και βεβαίως την κραυγή».*
www.enet.gr