Το πρώτο βιβλίο του Όμηρου Αβραμίδη που διάβασα ήταν το τρίτο και το στερνό το δεύτερο. Ανάμεσα στο «Με τα μάτια της ψυχής» και το «Ο δρόμος του φεγγαριού» είχα την ευκαιρία να βυθιστώ αρκετές ακόμη φορές στα ταξίδια στην αγάπη που τόσο γενναιόδωρα μας χαρίζει ο συγγραφέας. Ναι, ταξίδια στην αγάπη, αυτό ακριβώς είναι οι ιστορίες του. Στην παρατημένη αγάπη, στην αγάπη που γεννιέται και ξεψυχά, στην αγάπη που θριαμβεύει, κι ας συχνά-πυκνά χάνει το αντικείμενό της. Στην αγάπη και στο θάνατο.
Ο θάνατος και η αγάπη μοιάζουν να πηγαίνουν χέρι-χέρι στα βιβλία του Όμηρου. Οι ήρωές του ζουν με πάθος, αγαπούν απελπισμένα και κάποιοι απ’ αυτούς πεθαίνουν πριν να δουν τον έρωτά τους να φτάνει στο αποκορύφωμά του. Όχι, η ζωή δεν είναι ένα κουτί με σοκολατάκια, όπως επιμένει ο κύριος Φόρεστ Γκαμπ. Η ζωή είναι αγώνας κι αγωνία, άνοδος και πτώση, κακία και καλοσύνη. Η ζωή είναι ο άνθρωπος με τα θετικά και τα αρνητικά του, με τους πόθους και τα πάθη του, με τις μικροπρέπειες και τα κουσούρια του. Ο άνθρωπος, που σε μια ιστορία βλέπουμε να δείχνει της ψυχής του την όμορφη ουσία, απ’ την πρώτη στιγμή ως την τελευταία, και να πεθαίνει αφήνοντας πίσω του μια «Ακριβή κληρονομιά», κι ας αδυνατεί η κοινωνία να του συγχωρέσει το παρελθόν του. Ο άνθρωπος που σε μια ιστορία διαφορετική αγωνίζεται με νύχια και με δόντια ν’ απελευθερώσει την πατρίδα του, που γίνεται θύμα και θύτης στο βωμό μιας «Κίτρινης Σημαίας». Ο άνθρωπος που στέκεται σθεναρά δίπλα στον αγαπημένο ή την αγαπημένη του, για ν’ ακούσουν συντροφιά το «Τραγούδι της βροχής», που περισσότερο με καταιγίδα μοιάζει. Ο άνθρωπος, που πέφτει με τα μούτρα στη δίνη του έρωτα, που αψηφά θεούς και δαίμονες για να ζήσει με της ψυχής του το ομορφότερο μισό, εκείνο που εξωγενείς παράγοντες προσπαθούν με νύχια και με δόντια, με μίσος και βία να του στερήσουν.
Θύματα θυμίζουν οι περισσότεροι πρωταγωνιστές στο έργο του Όμηρου Αβραμίδη. Θύματα και ήρωες. Μα ήρωες ανθρώπινους. Ήρωες που γνωρίζουν τι πάει να πει πόνος, που τον έζησαν από πρώτο χέρι, που γεύτηκαν χάρη σ’ αυτόν την πίκρα της ζωής. Ήρωες της διπλανής πόρτας. Γι’ αυτό και οι αναγνώστες ταυτίζονται τόσο συχνά μ’ αυτούς. Γι’ αυτό τους αγαπούν. Αυτός/αυτή, θα μπορούσα να είμαι εγώ, σκέφτονται, κι έτσι μπορούν και νιώθουν βαθιά μέσα τους το φανταστικό, μα ωστόσο, βαθιά πραγματικό τους δράμα, και τη δημιουργημένη από τη γραφίδα του συγγραφέα και της ζωής, χαρά.
«Αν θες να σ’ αγαπούν οι άνθρωποι, μάθε να τους αγαπάς» διαβάζουμε σ’ ένα από τα έντεκα απανθίσματα ζωής στο «Η αγάπη είναι το μυστικό.» Κι αυτό ακριβώς είναι το μυστικό της επιτυχίας του συγγραφέα: γράφει για την αγάπη – με τρόπο άμεσο, προσπαθώντας να πορευτεί με ηρεμία και ανησυχία στις ψυχές των ανθρώπων, να βρει που θα τον πάνε «Οι δρόμοι της καρδιάς». Αυτοί οι επίφοβοι δρόμοι, με τα κρυφά μονοπάτια και τις κρυμμένες στις στροφές τους οδύνες. Αυτοί που μπορεί να οδηγήσουν στη φυγή, ή και στην αναπότρεπτη επιστροφή. Αυτοί που ίσως σε κάνουν να πετάξεις στα ουράνια, «Με τα φτερά της ελπίδας» ή να σε ρίξουν στο βάραθρο ύστερα από μια «Ανοιξιάτικη μπόρα.»
Η ζωή είναι ένα ταξίδι: όμορφο, οδυνηρό, ονειρικό, εφιαλτικό. Ένα ταξίδι σε τόπους, ψυχές και στου καθενός την άγνωστη ουσία. Κι οι ήρωες των ιστοριών, που είχαμε την τύχη να διαβάσουμε, ταξιδεύουν ακατάπαυστα. Στην Κύπρο, στην Αθήνα, στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία. Και παντού χαίρονται το ίδιο. Και παντού πονάνε το ίδιο. Και πεθαίνουν παντού. Ναι, ο συγγραφέας, με τρόπο τρυφερά σκληρό, σκοτώνει ξανά και ξανά τους ήρωες, τα δημιουργήματά του. Μοιάζει να θέλει να μας πει ότι δεν έχει σημασία το αν κάποιος ζει και πεθαίνει, μα το πώς έζησε και τι άφησε πίσω του πεθαίνοντας. Κι αυτή, η άκρως αντιεμπορική επιλογή πετυχαίνει. Αυτή χαρίζει στις ιστορίες του το ιδιαίτερο χρώμα τους, αναδεικνύουν την ουσία. Και καταρρίπτει τους μύθους. Και τους καταρρίπτει επειδή τους απορρίπτει. Απορρίπτει την ιδέα της εικονικής ευτυχίας και επικεντρώνει στα πιο σημαντικά, κι ας είναι οδυνηρά. Ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο πράγμα στη ζωή, φαίνεται να είναι το μότο του Αβραμίδη, και οι αναγνώστες προφανώς συμφωνούν μ’ αυτό.
Ο θάνατος, που δίνει επιβλητικά το παρόν του και στο νέο μυθιστόρημά του, το «Τρίτο πρόσωπο», στο οποίο παρατηρούμε μια μικρή στροφή στη μέχρι τώρα συγγραφική του πορεία. Κι αυτό επειδή, για πρώτη φορά, η αγάπη δεν μοιάζει να έχει το πάνω χέρι στην υπόθεση, ή, ίσως, και να το έχει. Εκείνο που κάνει ετούτο το γραπτό να διαφέρει από τα προηγούμενα είναι ότι ξεχειλίζει από αναπάντητα ερωτήματα, το διατρέχει απ’ άκρη ως άκρη, μια αύρα μυστηρίου. Όχι, μην ανησυχείτε, το βιβλίο δεν είναι αστυνομικό. Είναι ωστόσο μια ιστορία γραμμένη κινηματογραφικά, με καταιγιστικούς ρυθμούς, που δεν σε αφήνουν στιγμή να την παρατήσεις, που δεν το κάνει η καρδιά σου να την αφήσεις στη μέση, μέχρι να μάθεις τι πραγματικά έχει συμβεί.
Τι ήταν όμως αυτό που ώθησε το συγγραφέα, να εγκαταλείψει φαινομενικά την επιτυχημένη του συνταγή, και να προσπαθήσει να πορευτεί σε κάποια δήθεν άγνωστα μονοπάτια; Τίποτα. Γι’ αυτό και το δήθεν που ανέφερα πιο πάνω. Το μυστήριο δεν είναι κάτι καινούριο στα μυθιστορήματα του Αβραμίδη. Το μόνο που αυτή τη φορά είναι έντονο. Κι αυτό ακριβώς είναι το πιο δυνατό στοιχείο στο «Τρίτο πρόσωπο». Για να το πω απλά: η συνταγή έμεινε η ίδια, ωστόσο το φαγητό έγινε πιο εύγευστο, χάρη στα νέα καρυκεύματα.
Ας πάμε όμως στην ιστορία μας, που παίρνει μπρος δυναμικά, με ένα φονικό. Ένας άντρας, ο Νικηφόρος, συνέρχεται μετά από μια λιποθυμία, για να αντιληφθεί με τρόμο ότι η γυναίκα με την οποία στιγμές πριν έκανε έρωτα είναι νεκρή. Και το χειρότερο; Στα χέρια του κρατά σφικτά το φονικό όπλο. Μέσα στη δίνη του πανικού εγκαταλείπει βιαστικά τη σκηνή και βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο σπίτι του. Κάθεται εκεί, στα όρια της απελπισίας, και προσπαθεί να τιθασεύει τις σκέψεις του, να τις κουμαντάρει, για να θυμηθεί τι συνέβη, μα δεν τα καταφέρνει. Προτού καν συνέλθει από το σοκ, τίθεται υπό κράτηση για την εν ψυχρώ δολοφονία της Μαρίας Μαρκαντώνη, μιας επιτυχημένης επιχειρηματία. Τα στοιχεία που υπάρχουν εναντίον του είναι συντριπτικά, κι οι πιθανότητες να μπορέσει ν’ αποδείξει την αθωότητά του ισχνές. Ωστόσο, όσο υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει ελπίδα. Κι ο Νικηφόρος, που παρά την όποια ατυχία του, στάθηκε αφάνταστα τυχερός στη ζωή του, έχει γύρω του κάποιους που τον πιστεύουν και τον εμπιστεύονται με κλειστά μάτια, κάποιους που είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να αποδείξουν την αθωότητά του.
Όσο το νήμα της ιστορίας ξετυλίγεται, τόσο περισσότερο περιπλέκεται, αφού για κάθε μία απάντηση προκύπτουν δύο νέα ερωτήματα και οι ανατροπές είναι στην ημερησία διάταξη. Ποιος κρύβεται πίσω από το φονικό; Γιατί σκότωσε τη γυναίκα; Ποιος είχε να κερδίσει κάτι από το θάνατό της; Τι τους ώθησε να τον ενοχοποιήσουν; Πόσα διαφορετικά μονοπάτια μπορεί να διασχίσει μια βασανισμένη ψυχή;
Ο συγγραφέας πλέκοντας έντεχνα το μύθο του φτιάχνει μια ιστορία για τον έρωτα και το θάνατο που διαβάζεται απνευστί. Οι γρήγοροι, κοφτοί ρυθμοί της αφήγησης, το μυστήριο, τα αδιόρατα μυστικά και τα πάθη των ηρώων, καθιστούν «Το τρίτο πρόσωπο» ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, που σε κάποια σημεία θυμίζει σύγχρονο αστυνομικό αφήγημα, επηρεασμένο από την αμερικανική παράδοση. Ετούτο το μυθιστόρημα αποδεικνύει ότι το ερωτικό και το αστυνομικό μπορούν να συνυπάρξουν άνετα σε μια ιστορία, χαρίζοντάς της αναπάντεχα μια άγρια ομορφιά.
Η ανανέωση είναι πάντα ένα στοίχημα για τους συγγραφείς, κι ο Όμηρος Αβραμίδης, αυτό το στοίχημα, σιγά-σιγά, μοιάζει να το κερδίζει. Και το πιο σημαντικό: οι αναγνώστες επιβραβεύουν αγοράζοντας τα βιβλία του, αυτούς τους ακροβατισμούς. Οι αναγνώστες. Όχι οι κριτικοί. Αυτοί επιμένουν να αγνοούν ακόμη και την ύπαρξή του, αφού προφανώς η επιτυχία του, δεν συμβαδίζει με τα κριτήριά τους. Εδώ πιστεύω ισχύει εκείνο το αρχαίο κινέζικο ρητό που αναφέρεται στο δάχτυλο και το φεγγάρι, για το τι έχει τη δυνατότητα να δει ο καθένας δηλαδή. Οι κριτικοί κοιτάνε το δάχτυλο, οι αναγνώστες το φεγγάρι. Κι αν ο συγγραφέας δεν δικαιώνεται στα έντυπα, κερδίζει το στοίχημα στις καρδιές. Εκεί όπου απ’ την αρχή στόχευε.
Διαβάζω, με το φτωχό μου ύφος, μα με συγκίνηση, ένα μικρό απόσπασμα από το «Η αγάπη είναι το μυστικό» - αυτό με το οποίο κλείνει το βιβλίο:
«Η αγάπη είναι το μυστικό. Τόσο απλό. Τόσο θαυματουργό. Γυρίζω την πλάτη μου στη μούχλα του χειμώνα, τραβάω για τον κόσμο που μ’ έκλεισε έξω, που τον έκλεισα έξω. Βγάζω το κλειδί και ξεκλειδώνω. Τόσο απλό. Το είχα πάντα μέσα μου. Σκουριασμένο από την αχρησία, χαμένο μέσα σ’ ένα σωρό από σκουπίδια, κάτω από την απληστία, τη φιλοδοξία, τη ζήλια, τη ματαιότητα. Ανασύρω το χρυσό κλειδί από το σωρό, το ξεπλένω και λάμπει, όπως πάντα το χρυσάφι. Κι ο κόσμος μου γεμίζει φως.»
Με περισσότερο από μισό εκατομμύριο αντίτυπα σε πωλήσεις και αμέτρητους αναγνώστες να πίνουν νερό και -προπάντων- κρασί στο όνομά του, με βιβλία βαθιά ανθρώπινα και μυθιστορήματα που ασχολούνται σε βάθος με την πονεμένη ιστορία του νησιού μας, ο Όμηρος Αβραμίδης είναι με διαφορά ο πιο άξιος εκπρόσωπος της μπανανίας της Κύπρου στο ψευδοκράτος των Αθηνών. Εύχομαι κάποια μέρα ο τόπος του να τον τιμήσει, όπως τον τιμάει αυτός, χαμηλόφωνα, χωρίς φανφάρες, με μια πρόποση στη δημιουργική του παρουσία.