ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ
Η συγγραφέας που έχει πουλήσει 750.000 αντίτυπα και κυκλοφορεί το όγδοο µυθιστόρηµά της στις 6 Μαΐου
ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΠΙΜΠΛΗ
Λέει ότι το γράψιµο είναι «τρέλα, έρωτας, παράνοια και δάκρυ». Η ίδια ωστόσο επιδεικνύει ψυχρό επαγγελµατισµό. Γράφει κάθε πρωί (υπό τους ήχους του Πάριου) και «ξεφουρνίζει» ένα µυθιστόρηµα κάθε Μάιο, πάντοτε ερωτικό και πάντοτε µπεστ σέλερ, καθώς έχει κατορθώσει να σπάσει το φράγµα των 750.000 πωλήσεων. Σύµφωνα µάλιστα µε πρόσφατη έρευνα, έχει επηρεάσει τη ζωή τόσων Ελλήνων όσο και ο Ντοστογιέφσκι!
Πριν από µερικά χρόνια, είχα βρεθεί στην Κορώνη και έπινα καφέ µε έναν φίλο στην παραλία. Ηρθε ένα ζευγάρι φίλων του άγνωστων σε εµένα και κάθησε µαζί µας. Η κοπέλα, µετά τις απαραίτητες συστάσεις, µε ρώτησε µε τι ασχολούµαι. Μόλις της είπα ότι γράφω κυρίως για βιβλία, άνοιξε τα µάτια της διάπλατα, κράτησε το στόµα για λίγο µισάνοιχτο και τελικά τόλµησε την ερώτηση: «Ξέρετε τη Λένα Μαντά;». Της απάντησα ότι την ξέρω, όχι προσωπικά αλλά από τη συγγραφική της δραστηριότητα, και τότε µου είπε: «∆ιάβασα το “Σπίτι δίπλα στο ποτάµι” και δύο νύχτες ήταν αδύνατον να κοιµηθώ. ∆ιάβαζα και έκλαιγα. Εκλαιγα συνέχεια. Και δεν ήθελα να τελειώσει». Τη ρώτησα αν γνώριζε πως η αγαπηµένη της συγγραφέας είχε γράψει καινούργιο βιβλίο, το οποίο µόλις είχε κυκλοφορήσει. Περιέργως δεν το γνώριζε:
«Λέτε αλήθεια;». Αντί για άλλη απάντηση, της έδειξα µε το χέρι δεκαπέντε µέτρα πιο πέρα, όπου υπήρχε ένα υπαίθριο βιβλιοπωλείο. «Ναι, έχει βγάλει καινούργιο και είδα ότι το έχουν απέναντι στον πάγκο». Τα αντανακλαστικά της κοπέλας ήταν εκπληκτικά. Πριν ακόµα τελειώσω τη φράση µου είχε σηκωθεί και άρχισε να τρέχει προς τον υπαίθριο βιβλιοπώλη. Εννοείται πως ξέχασε να µε χαιρετήσει. Ούτως ή άλλως, µε είχε ξεχάσει.
ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ. Η Λένα Μαντά είναι, λοιπόν, η συγγραφέας φαινόµενο της τελευταίας πενταετίας. Είχε γράψει βιβλία και νωρίτερα, αλλά µε το µυθιστόρηµα «Το σπίτι δίπλα στο ποτάµι» έσπασε το φράγµα του πολύ µεγάλου κοινού και έκτοτε απογειώθηκε. Το «Σπίτι» έχει φτάσει τα 218.000 αντίτυπα, ίσως και γιατί δεν έχει απλώς γυναίκα ηρωίδα, αλλά έχει πέντε ηρωίδες, και κάθε γυναίκα µπορεί να αισθανθεί κάποια πιο κοντά της και να ταυτιστεί. Φυσικά, δεν φτάνει µόνο αυτό. Σε αντίθεση µε άλλες συγγραφείς που έγιναν βασίλισσες του ενός βιβλίου γράφοντας µεγάλα µπεστ σέλερ που τα αγόραζαν κυρίως γυναίκες – λ.χ. η Μάρα Μεϊµαρίδη µε τις «Μάγισσες της Σµύρνης» – η Λένα Μαντά ήρθε για να µείνει. Τα επτά µυθιστορήµατά της έχουν ξεπεράσει αθροιστικά τα 750.000
αντίτυπα. Και συνεχίζει ακάθεκτη καθώς στις 6 Μαΐου θα κυκλοφορήσει το όγδοο µυθιστόρηµά της.
Σε αυτό το είδος µυθιστορήµατος, πρωτεύον είναι οι σχέσεις, τα συναισθήµατα, ο έρωτας, το δράµα.
Την ταµπέλα του «ροζ» και του «άρλεκιν» δεν την έχει αποφύγει η Μαντά, αλλά εντέλει το πράγµα εξισορροπείται µια χαρά από τις καθηµερινές εκδηλώσεις λατρείας των αναγνωστριών της και τα σχόλια των θαυµαστριών στο προσωπικό της µπλογκ. Ούτως ή άλλως, και η ίδια δεν προσποιείται ότι έχει πρότυπο τον Προυστ. «Τα βιβλία µου έχουν θεµατολογία βγαλµένη από τη ζωή, µου αρέσουν οι γρήγορες εναλλαγές, αποφεύγω τις µακροσκελείς αναλύσεις, δεν µου αρέσουν οι µπερδεµένες καταστάσεις, θέλω ένα τέλος ελπιδοφόρο που να αφήνει µια ωραία γεύση», έχει πει.
Οχι πως, σε ορισµένες περιπτώσεις, δεν τοποθετείται δίπλα σε µεγάλους συγγραφείς. Σε πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου τέθηκε και το ερώτηµα: «Θα µπορούσατε να µου αναφέρετε δύο ονόµατα συγγραφέων των οποίων τα βιβλία επηρέασαν καθοριστικά ή άλλαξαν τη ζωή σας;» Πρώτος, µεποσοστό 16% θετικών απαντήσεων ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης. Ακολούθησαν, µε ποσοστό 5% ο καθένας, ο Ντοστογιέφσκι, ο Καβάφης και η Μαντά. Πιθανόν, εξαιτίας φράσεων όπως η ακόλουθη: «Για µένα, έρωτας είναι µια φωτιά. ∆υνατή, αδηφάγα και ισοπεδωτική. Αν προήλθε από καλή ποιότητα ξύλου, θα αφήσει κάτι όµορφο όταν οι φλόγες πέσουν, και κάπου εκεί βρίσκεται η αγάπη». Πάντως, εκτός από λυρική συγγραφέας, είναι και ικανότατη επαγγελµατίας, παρότι εκείνη υποστηρίζει ότι «το να γράφεις είναι τρέλα, παράνοια, έρωτας, ψυχαναγκασµός, γέλιο, δάκρυ, αλλά επάγγελµα δεν είναι». ∆ουλεύει οκτώ µε δύο καθηµερινά, έξι ηµέρεςτην εβδοµάδα, οκτώ µήνες τον χρόνο. Οι µόνες περίοδοι κατά τις οποίες δεν γράφει είναι τα Χριστούγεννα,το Πάσχα και το καλοκαίρι. Αποτέλεσµα: είναι πάντα συνεπής στο ραντεβού µε τους αναγνώστες της, κάθε Μάιο. Και όχι µόνο αυτό... Στην πραγµατικότητα, όταν κυκλοφορεί ένα βιβλίο της έχει παραδώσει ήδη το επόµενο και γράφει το µεθεπόµενο! Για να το καταφέρει αυτό, κάθε πρωί στήνεται µπροστά στον υπολογιστή του γραφείου της µε διπλό καφέ και στοκ τσιγάρων. Εχει και ένα κοµπολόι που τη βοηθάει να σκέφτεται. Και ακούει, τουλάχιστον στην αρχή της ηµέρας, ένα τραγούδι δυνατά. Το ίδιο πάντα τραγούδι, το οποίο θα συνδεθεί µε το µυθιστόρηµα που γράφει.
Οταν έγραφε το «Τελευταίο τσιγάρο», το πιο πρόσφατο µυθιστόρηµά της, οι δικοί της σιχάθηκαν τον Πάριο γιατί όσο έγραφε άκουγε συνέχεια το «∆εν έχω άλλο θάνατο». Οταν, πάλι, έγραφε το «Ερωτας σαν βροχή» άκουγε συνεχώς τα «Απογεύµατα» της Γλυκερίας...
Το καλοκαίρι, που δεν γράφει, διαβάζει. Τι διαβάζει; Όταν ήταν µικρή διάβαζε Ξενόπουλο και τη «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιορδανίδου που αποτέλεσε για εκείνην, έχει πει, «πρότυπο ζωής». Τώρα διαβάζει κυρίως βιβλία, του ίδιου ύφους, σε γενικές γραµµές, µε εκείνα που γράφει: Ελένη Τσαµαδού, Καίτη Οικονόµου, Πασχαλία Τραυλού, Φιλοµήλα Λαπατά. Και διαβάζει µόνο Έλληνες, ποτέ ξένους συγγραφείς.
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ. Οπως συνηθίζει να λέει, όσο τη βοµβαρδίζουν οι ιδέες θα γράφει. Αν σταµατήσει αυτός ο βοµβαρδισµός θα σταµατήσει και το γράψιµο, αλλά δεν θα στενοχωρηθεί. Αλλωστε έχει γεννηθεί στην Πόλη (το 1964), µε ό,τι σηµαίνει αυτό. Οταν ήρθε στην Αθήνα, στα πέντε της χρόνια, ηµητέρα της, που στο µεταξύ είχε χωρίσει µε τον πατέρα της, έκανε δύσκολες, ακόµη και βαριές δουλειές για να τη µεγαλώσει. Από µοδίστρα µέχρι εργοδηγός. Εποµένως, είναι για εκείνη προφανές πως όταν η συγγραφική περιπέτεια τελειώσει θα συνεχίσει να κάνει ό,τι ήδη κάνει τώρα, το υπόλοιπο της ηµέρας της. «Είµαστε παραδοσιακή οικογένεια και εγώ µια κλασική νοικοκυρά. Μου αρέσει να βγαίνω µε τον άντρα µου, λατρεύουµε και οι δύο το θέατρο, διαβάζω και όταν µένω στο σπίτι πλέκω, κεντάω, φτιάχνω γλυκά και µαγειρεύω. Κάθε µεσηµέρι τρώµε όλοι µαζί», έχει πει σε συνέντευξή της. Εχει σπουδάσει νηπιαγωγός, αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελµα αυτό - ήταν σπουδές που της επέβαλαν οι γονείς της. Τα παιδιά της είναι µεγάλα, 25και 20 ετών. Ο Γιώργος, ο επιχειρηµατίας σύζυγός της, είναι αυτός που χτύπησε την πόρτα των εκδοτικών οίκων όταν εκείνη άρχισε να γράφει. Και είναι, ακόµη και σήµερα, εκείνος που διαβάζει κάθε βράδυ, πρώτος, ό,τι έχει γράψει εκείνη στη διάρκεια της ηµέρας.
www.tanea.gr
Πριν από µερικά χρόνια, είχα βρεθεί στην Κορώνη και έπινα καφέ µε έναν φίλο στην παραλία. Ηρθε ένα ζευγάρι φίλων του άγνωστων σε εµένα και κάθησε µαζί µας. Η κοπέλα, µετά τις απαραίτητες συστάσεις, µε ρώτησε µε τι ασχολούµαι. Μόλις της είπα ότι γράφω κυρίως για βιβλία, άνοιξε τα µάτια της διάπλατα, κράτησε το στόµα για λίγο µισάνοιχτο και τελικά τόλµησε την ερώτηση: «Ξέρετε τη Λένα Μαντά;». Της απάντησα ότι την ξέρω, όχι προσωπικά αλλά από τη συγγραφική της δραστηριότητα, και τότε µου είπε: «∆ιάβασα το “Σπίτι δίπλα στο ποτάµι” και δύο νύχτες ήταν αδύνατον να κοιµηθώ. ∆ιάβαζα και έκλαιγα. Εκλαιγα συνέχεια. Και δεν ήθελα να τελειώσει». Τη ρώτησα αν γνώριζε πως η αγαπηµένη της συγγραφέας είχε γράψει καινούργιο βιβλίο, το οποίο µόλις είχε κυκλοφορήσει. Περιέργως δεν το γνώριζε:
«Λέτε αλήθεια;». Αντί για άλλη απάντηση, της έδειξα µε το χέρι δεκαπέντε µέτρα πιο πέρα, όπου υπήρχε ένα υπαίθριο βιβλιοπωλείο. «Ναι, έχει βγάλει καινούργιο και είδα ότι το έχουν απέναντι στον πάγκο». Τα αντανακλαστικά της κοπέλας ήταν εκπληκτικά. Πριν ακόµα τελειώσω τη φράση µου είχε σηκωθεί και άρχισε να τρέχει προς τον υπαίθριο βιβλιοπώλη. Εννοείται πως ξέχασε να µε χαιρετήσει. Ούτως ή άλλως, µε είχε ξεχάσει.
ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ. Η Λένα Μαντά είναι, λοιπόν, η συγγραφέας φαινόµενο της τελευταίας πενταετίας. Είχε γράψει βιβλία και νωρίτερα, αλλά µε το µυθιστόρηµα «Το σπίτι δίπλα στο ποτάµι» έσπασε το φράγµα του πολύ µεγάλου κοινού και έκτοτε απογειώθηκε. Το «Σπίτι» έχει φτάσει τα 218.000 αντίτυπα, ίσως και γιατί δεν έχει απλώς γυναίκα ηρωίδα, αλλά έχει πέντε ηρωίδες, και κάθε γυναίκα µπορεί να αισθανθεί κάποια πιο κοντά της και να ταυτιστεί. Φυσικά, δεν φτάνει µόνο αυτό. Σε αντίθεση µε άλλες συγγραφείς που έγιναν βασίλισσες του ενός βιβλίου γράφοντας µεγάλα µπεστ σέλερ που τα αγόραζαν κυρίως γυναίκες – λ.χ. η Μάρα Μεϊµαρίδη µε τις «Μάγισσες της Σµύρνης» – η Λένα Μαντά ήρθε για να µείνει. Τα επτά µυθιστορήµατά της έχουν ξεπεράσει αθροιστικά τα 750.000
αντίτυπα. Και συνεχίζει ακάθεκτη καθώς στις 6 Μαΐου θα κυκλοφορήσει το όγδοο µυθιστόρηµά της.
Σε αυτό το είδος µυθιστορήµατος, πρωτεύον είναι οι σχέσεις, τα συναισθήµατα, ο έρωτας, το δράµα.
Την ταµπέλα του «ροζ» και του «άρλεκιν» δεν την έχει αποφύγει η Μαντά, αλλά εντέλει το πράγµα εξισορροπείται µια χαρά από τις καθηµερινές εκδηλώσεις λατρείας των αναγνωστριών της και τα σχόλια των θαυµαστριών στο προσωπικό της µπλογκ. Ούτως ή άλλως, και η ίδια δεν προσποιείται ότι έχει πρότυπο τον Προυστ. «Τα βιβλία µου έχουν θεµατολογία βγαλµένη από τη ζωή, µου αρέσουν οι γρήγορες εναλλαγές, αποφεύγω τις µακροσκελείς αναλύσεις, δεν µου αρέσουν οι µπερδεµένες καταστάσεις, θέλω ένα τέλος ελπιδοφόρο που να αφήνει µια ωραία γεύση», έχει πει.
Οχι πως, σε ορισµένες περιπτώσεις, δεν τοποθετείται δίπλα σε µεγάλους συγγραφείς. Σε πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου τέθηκε και το ερώτηµα: «Θα µπορούσατε να µου αναφέρετε δύο ονόµατα συγγραφέων των οποίων τα βιβλία επηρέασαν καθοριστικά ή άλλαξαν τη ζωή σας;» Πρώτος, µεποσοστό 16% θετικών απαντήσεων ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης. Ακολούθησαν, µε ποσοστό 5% ο καθένας, ο Ντοστογιέφσκι, ο Καβάφης και η Μαντά. Πιθανόν, εξαιτίας φράσεων όπως η ακόλουθη: «Για µένα, έρωτας είναι µια φωτιά. ∆υνατή, αδηφάγα και ισοπεδωτική. Αν προήλθε από καλή ποιότητα ξύλου, θα αφήσει κάτι όµορφο όταν οι φλόγες πέσουν, και κάπου εκεί βρίσκεται η αγάπη». Πάντως, εκτός από λυρική συγγραφέας, είναι και ικανότατη επαγγελµατίας, παρότι εκείνη υποστηρίζει ότι «το να γράφεις είναι τρέλα, παράνοια, έρωτας, ψυχαναγκασµός, γέλιο, δάκρυ, αλλά επάγγελµα δεν είναι». ∆ουλεύει οκτώ µε δύο καθηµερινά, έξι ηµέρεςτην εβδοµάδα, οκτώ µήνες τον χρόνο. Οι µόνες περίοδοι κατά τις οποίες δεν γράφει είναι τα Χριστούγεννα,το Πάσχα και το καλοκαίρι. Αποτέλεσµα: είναι πάντα συνεπής στο ραντεβού µε τους αναγνώστες της, κάθε Μάιο. Και όχι µόνο αυτό... Στην πραγµατικότητα, όταν κυκλοφορεί ένα βιβλίο της έχει παραδώσει ήδη το επόµενο και γράφει το µεθεπόµενο! Για να το καταφέρει αυτό, κάθε πρωί στήνεται µπροστά στον υπολογιστή του γραφείου της µε διπλό καφέ και στοκ τσιγάρων. Εχει και ένα κοµπολόι που τη βοηθάει να σκέφτεται. Και ακούει, τουλάχιστον στην αρχή της ηµέρας, ένα τραγούδι δυνατά. Το ίδιο πάντα τραγούδι, το οποίο θα συνδεθεί µε το µυθιστόρηµα που γράφει.
Οταν έγραφε το «Τελευταίο τσιγάρο», το πιο πρόσφατο µυθιστόρηµά της, οι δικοί της σιχάθηκαν τον Πάριο γιατί όσο έγραφε άκουγε συνέχεια το «∆εν έχω άλλο θάνατο». Οταν, πάλι, έγραφε το «Ερωτας σαν βροχή» άκουγε συνεχώς τα «Απογεύµατα» της Γλυκερίας...
Το καλοκαίρι, που δεν γράφει, διαβάζει. Τι διαβάζει; Όταν ήταν µικρή διάβαζε Ξενόπουλο και τη «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιορδανίδου που αποτέλεσε για εκείνην, έχει πει, «πρότυπο ζωής». Τώρα διαβάζει κυρίως βιβλία, του ίδιου ύφους, σε γενικές γραµµές, µε εκείνα που γράφει: Ελένη Τσαµαδού, Καίτη Οικονόµου, Πασχαλία Τραυλού, Φιλοµήλα Λαπατά. Και διαβάζει µόνο Έλληνες, ποτέ ξένους συγγραφείς.
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ. Οπως συνηθίζει να λέει, όσο τη βοµβαρδίζουν οι ιδέες θα γράφει. Αν σταµατήσει αυτός ο βοµβαρδισµός θα σταµατήσει και το γράψιµο, αλλά δεν θα στενοχωρηθεί. Αλλωστε έχει γεννηθεί στην Πόλη (το 1964), µε ό,τι σηµαίνει αυτό. Οταν ήρθε στην Αθήνα, στα πέντε της χρόνια, ηµητέρα της, που στο µεταξύ είχε χωρίσει µε τον πατέρα της, έκανε δύσκολες, ακόµη και βαριές δουλειές για να τη µεγαλώσει. Από µοδίστρα µέχρι εργοδηγός. Εποµένως, είναι για εκείνη προφανές πως όταν η συγγραφική περιπέτεια τελειώσει θα συνεχίσει να κάνει ό,τι ήδη κάνει τώρα, το υπόλοιπο της ηµέρας της. «Είµαστε παραδοσιακή οικογένεια και εγώ µια κλασική νοικοκυρά. Μου αρέσει να βγαίνω µε τον άντρα µου, λατρεύουµε και οι δύο το θέατρο, διαβάζω και όταν µένω στο σπίτι πλέκω, κεντάω, φτιάχνω γλυκά και µαγειρεύω. Κάθε µεσηµέρι τρώµε όλοι µαζί», έχει πει σε συνέντευξή της. Εχει σπουδάσει νηπιαγωγός, αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελµα αυτό - ήταν σπουδές που της επέβαλαν οι γονείς της. Τα παιδιά της είναι µεγάλα, 25και 20 ετών. Ο Γιώργος, ο επιχειρηµατίας σύζυγός της, είναι αυτός που χτύπησε την πόρτα των εκδοτικών οίκων όταν εκείνη άρχισε να γράφει. Και είναι, ακόµη και σήµερα, εκείνος που διαβάζει κάθε βράδυ, πρώτος, ό,τι έχει γράψει εκείνη στη διάρκεια της ηµέρας.
Γράφω για τη φιλία, την οικογένεια, τον άνθρωπο και όλα εκείνα που η καθηµερινότητα έκρυψε σε ένα ντουλάπι. Αν αυτό είναι απλοϊκό, τότε θα συµφωνήσω µαζί τους. Αλλά η ευτυχία εκεί βρίσκεται, στα απλά
ΕΙΠΕ
ΕΙΠΑΝ ΓΙ’ ΑΥΤΗΝ
Γράφει µεταµοντέρνα «άρλεκιν», σερβιρισµένα σαν υπερστολισµένη τούρτα γενεθλίων
ΚριΤιΚΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕρι∆Α «ποΝΤιΚι»
www.tanea.gr