Το πρώτο μυθιστόρημα της δημοσιογράφου Σόνιας Ζαχαράτου ολόκληρο βρέχεται από θάλασσα. «Μπορείς να χρησιμοποιήσεις "όπλα" της λογοτεχνίας για να σαγηνεύσεις τον αναγνώστη των δημοσιογραφικών θεμάτων», λέει η Σόνια ΖαχαράτουΣαν να θέλει αυτό το άστατο φυσικό στοιχείο να κλείσει στην αγκαλιά του τα δύο κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου: στις «Τρεις νύχτες του Αυγούστου (και μία μέρα)» («Ελληνικά Γράμματα»), λύνουν και δένουν τη δράση η αρχιτεκτόνισσα Ανέζα και ο δημόσιος υπάλληλος Βαλές. Είναι ένα ψυχογράφημα, που κατεβαίνει βαθιά στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων για να βγάλει τον κρυμμένο εαυτό τους.
«Είναι μία γυναίκα που θέλει να ξεσκεπάσει την αλήθεια της ψυχής της, την ομορφιά αλλά και τη βία, την οποία όλοι φοβόμαστε», λέει για την ηρωίδα της η Σόνια Ζαχαράτου. Ο άντρας έχει πρόβλημα με το φύλο του: «Δεν μπορεί να παραδεχθεί το άλλο του πρόσωπο, αυτό της ομοφυλοφιλίας. Πιστεύω ότι έχουμε πολλά πρόσωπα μέσα μας. Είμαστε αρσενικό και θηλυκό μαζί. Νομίζω ότι οι κοινωνικοί ρόλοι του άνδρα και της γυναίκας έχουν διαβρώσει τον πυρήνα της μιας και μοναδικής ψυχής», συνεχίζει η συνομιλήτριά μας.
Εχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε διευθυντικές θέσεις και τα τελευταία χρόνια έχει περιοριστεί σε συνεργασίες με περιοδικά. Ετσι, έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο. «Μέχρι πρότινος εργαζόμουν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Τώρα, επιτέλους μπορώ να ασχολούμαι περισσότερο με τη λογοτεχνική γραφή». Της αρέσει ακόμα να παρακολουθεί τα εικαστικά δρώμενα και να κάνει βόλτες σε αρχαιολογικούς χώρους, γιατί τη φορτίζουν θετικά.
Τι την κίνησε μετά τα ποιητικά αφηγήματα «Πανσέληνος παρά κάτι» («Αστάρτη», 1998), να ξαναγράψει; «Ημουν σαφώς επηρεασμένη από μία σειρά θανάτων αγαπημένων μου προσώπων, που μου συσσώρευσε ένα απέραντο θυμό απέναντι στον θάνατο. Ετσι, μ' αυτό το μυθιστόρημα κατά κάποιον τρόπο είναι σαν να εξορκίζω τον θάνατο», εξομολογείται.
Η χειρονομία προς το λευκό χαρτί δεν ήταν προσχεδιασμένη: «Ηταν μία αυθόρμητη κίνηση. Εκατσα μπροστά στον υπολογιστή και άρχισα να γράφω για μία γυναίκα. Ψάχνοντας τον μυθιστορηματικό της χαρακτήρα, ήταν σαν να ήθελα να ψάξω ένα κομμάτι του εαυτού μου. Το σκοτεινό κομμάτι μου, που δεν γνωρίζεις τι κρύβει μέσα του».
Δεν κρύβει ότι οι συγγραφείς, στους οποίους επανέρχεται τακτικά, είναι οι Λατίνοι και ο Μάρκες. Και τον τελευταίο καιρό δεν μπορεί να ξεκολλήσει από το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν, «στην εξαιρετική μετάφραση», όπως τη χαρακτηρίζει, της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλου. Αναφέρει ακόμα τον Ροΐδη και αριθμεί βιβλία με αντικείμενο τους αρχαίους Ελληνες, τη μυθολογία και την αρχαιολογία.
Η σχέση λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας είναι μία επικίνδυνη σχέση; «Πιστεύω ότι δεν έχουν σχέση. Απλώς κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει "όπλα" της λογοτεχνίας για να σαγηνεύσει τον αναγνώστη των δημοσιογραφικών θεμάτων», απαντά.
«Είναι μία γυναίκα που θέλει να ξεσκεπάσει την αλήθεια της ψυχής της, την ομορφιά αλλά και τη βία, την οποία όλοι φοβόμαστε», λέει για την ηρωίδα της η Σόνια Ζαχαράτου. Ο άντρας έχει πρόβλημα με το φύλο του: «Δεν μπορεί να παραδεχθεί το άλλο του πρόσωπο, αυτό της ομοφυλοφιλίας. Πιστεύω ότι έχουμε πολλά πρόσωπα μέσα μας. Είμαστε αρσενικό και θηλυκό μαζί. Νομίζω ότι οι κοινωνικοί ρόλοι του άνδρα και της γυναίκας έχουν διαβρώσει τον πυρήνα της μιας και μοναδικής ψυχής», συνεχίζει η συνομιλήτριά μας.
Εχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε διευθυντικές θέσεις και τα τελευταία χρόνια έχει περιοριστεί σε συνεργασίες με περιοδικά. Ετσι, έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο. «Μέχρι πρότινος εργαζόμουν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Τώρα, επιτέλους μπορώ να ασχολούμαι περισσότερο με τη λογοτεχνική γραφή». Της αρέσει ακόμα να παρακολουθεί τα εικαστικά δρώμενα και να κάνει βόλτες σε αρχαιολογικούς χώρους, γιατί τη φορτίζουν θετικά.
Τι την κίνησε μετά τα ποιητικά αφηγήματα «Πανσέληνος παρά κάτι» («Αστάρτη», 1998), να ξαναγράψει; «Ημουν σαφώς επηρεασμένη από μία σειρά θανάτων αγαπημένων μου προσώπων, που μου συσσώρευσε ένα απέραντο θυμό απέναντι στον θάνατο. Ετσι, μ' αυτό το μυθιστόρημα κατά κάποιον τρόπο είναι σαν να εξορκίζω τον θάνατο», εξομολογείται.
Η χειρονομία προς το λευκό χαρτί δεν ήταν προσχεδιασμένη: «Ηταν μία αυθόρμητη κίνηση. Εκατσα μπροστά στον υπολογιστή και άρχισα να γράφω για μία γυναίκα. Ψάχνοντας τον μυθιστορηματικό της χαρακτήρα, ήταν σαν να ήθελα να ψάξω ένα κομμάτι του εαυτού μου. Το σκοτεινό κομμάτι μου, που δεν γνωρίζεις τι κρύβει μέσα του».
Δεν κρύβει ότι οι συγγραφείς, στους οποίους επανέρχεται τακτικά, είναι οι Λατίνοι και ο Μάρκες. Και τον τελευταίο καιρό δεν μπορεί να ξεκολλήσει από το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν, «στην εξαιρετική μετάφραση», όπως τη χαρακτηρίζει, της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλου. Αναφέρει ακόμα τον Ροΐδη και αριθμεί βιβλία με αντικείμενο τους αρχαίους Ελληνες, τη μυθολογία και την αρχαιολογία.
Η σχέση λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας είναι μία επικίνδυνη σχέση; «Πιστεύω ότι δεν έχουν σχέση. Απλώς κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει "όπλα" της λογοτεχνίας για να σαγηνεύσει τον αναγνώστη των δημοσιογραφικών θεμάτων», απαντά.
Βασίλης Κ. Καλαμαράς, Ελευθεροτυπία, 13.04.09
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου