H Athens Voice μιλάει με τον Βασίλη Βασιλικό για το νέο του βιβλίο με τίτλο «Τρεις γυναίκες» που πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 20 Μαΐου από τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ
Είμαι αυτοδίδακτος
Του Δημήτρη Φύσσα
Γνώρισα τον Βασίλη Βασιλικό παίρνοντάς του αυτήν ακριβώς τη συνέντευξη. Είναι ένας απλός στους τρόπους άνθρωπος, με «υπόγειο» χιούμορ, ευθύτητα και δίχως καμιά σοβαροφάνεια. Βρεθήκαμε με αφορμή το νέο του βιβλίο, που λέγεται «Τρεις γυναίκες» και κυκλοφορεί αυτό τον καιρό από τις εκδόσεις Άγκυρα.
• Γιατί «Τρεις γυναίκες»;
Οι «Τρεις γυναίκες» είναι τρεις νουβέλες σε ένα βιβλίο. Η πρώτη λέγεται «Ρούλα – Το καλοκαίρι στο νησί», η δεύτερη «Έλεν - Τα νεανικά χρόνια του Τομ Σόγιερ» και η τρίτη «Μάγδα - Το σπίτι στο σταυροδρόμι». Γυναικεία ονόματα δηλαδή, συν υπότιτλοι.
• Και πώς προκύψανε;
Ξέρεις, έχω ζήσει ένα μεγάλο διάστημα στο εξωτερικό, 35 χρόνια. Μετά από πολλές περιπλανήσεις στον κόσμο, εγκαταστάθηκα στην Ελλάδα οριστικά εδώ και τρία χρόνια. Τώρα που ταξινομώ εξαρχής το αρχείο μου, ανοίγοντας ένα μπαούλο, που ευτυχώς σώθηκε, ανακάλυψα ότι είχα γράψει –σε ηλικία 16, 19 και 21– τρεις νουβέλες. Εφηβικές νουβέλες.
• Το έχετε ξαναδουλέψει καθόλου ή το βγάζετε όπως το βρήκατε;
Καθόλου, καθόλου. Τίποτα. Απλώς ο Κώστας Καλφόπουλος, ο επιμελητής της έκδοσης, έκανε ορισμένες περικοπές στη μεσαία νουβέλα. Γιατί εγώ τότε που την έγραψα είχα μόλις τελειώσει το σχολείο «Ανατόλια» της Θεσσαλονίκης, και τοποθετούσα τηδράση στο πλαίσιό του. Ο «Τομ Σόγιερ», όπως τον λέω, ήταν ένας καθηγητής μου εκεί. Κόβοντας το πού συμβαίνει και αφήνοντας την αφήγηση του Σόγιερ μόνη της, η νουβέλα απέκτησε μιαν αυτοτέλεια, ενώ στην πρώτη γραφή και η αρχή και το τέλος της αναφερόντουσαν στο σχολείο.
• Υπάρχει τώρα αναφορά στην «Ανατόλια»;
Όχι. Ό,τι αναφέρεται συμβαίνει στην Αμερική. Είναι η καθαυτό αφήγηση του Αμερικανού καθηγητή Ρόι Μόγιερ, που εγώ τον έκανα Τομ Σόγιερ. Λοιπόν στη νουβέλα ο άνθρωπος αυτός, ζωγράφος και ολίγον ομοφυλόφιλος (αυτό φαίνεται και στην αφήγηση) διηγείται τη ζωή του. Είναι η ιστορία του όπως εγώ τη μυθοποίησα. Η Έλεν είναι η γυναίκα που κάπως τον τραβάει από την ιδιατερότητά του.
• Οι άλλες νουβέλες;
Η «Ρούλα» είναι μια γυναίκα πολύ αυθόρμητη, θα δεις. Στη «Μάγδα», πάλι, έχουμε μια ιστορία που συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη του ’50 και έχει μια ορισμένη ιδιαιτερότητα. Θυμάμαι ότι τότε, όταν τις έγραφα, είχα μεταφράσει το “Grass Harp” του Τρούμαν Καπότε –τη μετάφραση την έχασα στη συνέχεια και δεν εκδόθηκε ποτέ–, άρα επηρεάστηκα από αυτό το βιβλίο και από τον Παβέζε.
• Εναρμονίζονται οι τρεις νουβέλες;
Αποτελούν ένα ομοειδές σύνολο, οπότε εκδίδονται μαζί, και με τη σημαντική παρότρυνση του Κώστα του Καλφόπουλου. Οι νουβέλες έχουν μια ενότητα αθωότητας και ρομαντισμού, όσον αφορά τον αφηγητή. Μπορούν να θεωρηθούν κάπως σαν πρόλογος για την τριλογία «Το φύλλο - Το πηγάδι - Τ’ αγγέλιασμα», γιατί έτσι φαίνεται πώς ένας συγγραφέας, γράφοντας, ωριμάζει.
• Γενικά, πώς εμπνέεστε;
Σχεδόν όλα τα βιβλία που έγραψα είναι αποτέλεσμα βιβλίων που διάβασα. Δεν μπορώ να γράψω ένα βιβλίο, αν ένα άλλο δεν μου έχει δώσει το έναυσμα. Φυσικά δεν μιλάμε για αντιγραφές. Όταν έγραψα τη «Διήγηση του Ιάσονα» είχα διαβάσει τον «Θησέα» του Αντρέ Ζιντ. (Το βιβλίο το μετέφρασα για τον εαυτό μου, για να μάθω πώς γράφει ο Ζιντ). Ο «Γλαύκος Θρασάκης» γράφτηκε επειδή διάβασα τη «Χλωμή φωτιά» του Ναμπόκοφ κι επειδή μ’ επηρέασε μια φράση από τη βιογραφία που έγραψε ο Σαρτρ για τον Φλομπέρ, ένα τρίτομο βιβλίο. Το «Ζ» δεν θα μπορούσα να το γράψω αν δεν είχα διαβάσει το «Εν ψυχρώ» του Καπότε. Αλλά υπήρχε κι ένας «ινστρούχτορας» που με πίεζε να το γράψω: ο σπουδαίος Μίμης Δεσποτίδης των εκδόσεων Θεμέλιο.
• Εξωτερική επίδραση λοιπόν.
Ναι. Όταν είχε έρθει ο Καμί στη Θεσσαλονίκη για μια διάλεξη, είχα πάει να τον ακούσω. Όπως τον άκουγα λοιπόν, ήταν έτσι οι φωτισμοί, έβλεπα έτσι τα μάτια του, που μου φάνηκε ότι μιλούσε προσωπικά σε μένα. Είπε: «Ο καλλιτέχνης, ο συγγραφέας, δεν είναι στην πλώρη του καραβιού, μπροστάρης. Ο συγγραφέας είναι κάτω, με τους κωπηλάτες».
• Μέσα σ’ όλα τα χρόνια που γράφετε, πώς βλέπετε την εξέλιξη της αφηγηματικής σας τεχνικής;
Εγώ είμαι αυτοδίδακτος. Μόλις το 1989, σε επανεκδόσεις των βιβλίων μου, συνειδητοποίησα ότι το βασικό πρόβλημα της λογοτεχνίας είναι το μοντάζ. Ο Ρόμπερτ Κίλι, όταν μετέφραζε στ’ αγγλικά την τριλογία «Το φύλλο – Το πηγάδι - Τ’ αγγέλιασμα», μερώτησε «ποιος αφηγείται;» και δεν ήξερα τι να του πω.
• Άρα σε γενικές γραμμές γράφετε αφού διαβάσετε κάτι άλλο ή αφού σας πιέσει κάποιος...
Ακριβώς. Εγώ δεν έχω φαντασία. Αν προσπαθήσω να γράψω κάτι εντελώς από μόνος μου, δυσκολεύομαι. Ξεκινάω χωρις να ξέρω τι θέλω να πω. Το έχω γράψει αυτό το πρόβλημά μου. Το βιβλίο μου «Η απολογία του Ζ» αρχίζει ακριβώς με τη φράση: «Κύριοι ένορκοι, δεν φταίω εγώ που δεν μπορώ να γράψω».
• Ωραίο αυτό! Ωστόσο, έχετε γράψει πολύ. Πόσα βιβλία;
Εκατό με εκατόν είκοσι, ανάλογα πώς τα μετράει κανείς. Εννοώ αν οι τριλογίες λογίζονται ένα βιβλίο ή από τρία κ.λπ.
• Τώρα τι γράφετε;
Κάτι ετοιμάζω, πεζό βέβαια. Αλλά είμαι προληπτικός, δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό πριν ολοκληρωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου