(ακριβός όπως αναρτήθηκε στο site)
Γλάστρες ονείρων ή τεφροδόχοι ονείρων
Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Τελευταίο βράδυ της έκθεσης βιβλίου στον Κεραμεικό, τον Μάιο, έκανα μια βόλτα από εκεί. Βρήκα, για να ξεκινήσω με αυτό, ότι η διοργάνωση είναι πιο συμπαθητική στον καινούργιο χώρο της, συνομιλεί καλύτερα με το περιβάλλον, ενώ στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και, παλιότερα, στο Πεδίο του ΄Αρεως μού θύμιζε καταυλισμό σεισμοπλήκτων μέσα σε πάρκο. Αλλά θέλω σήμερα να μιλήσω για κάτι άλλο.
Στα περισσότερα περίπτερα η κίνηση ήταν σχετικά αραιή και οι στάσεις που έκαναν οι επισκέπτες συνήθως σύντομες. Πρόσεξα όμως ένα, μπροστά στο οποίο γινόταν πραγματικός συνωστισμός.
΄Ηταν το περίπτερο ενός γνωστού εκδοτικού οίκου, από αυτούς που συναγωνίζονται για τον πιο πλούσιο σε εμπορικούς συγγραφείς κατάλογο. Το κοινό που στριμωχνόταν μπροστά στον πάγκο του περίπτερου αποτελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες (μία μόνον είχε μαζί της τον άνδρα της, που χάζευε εμφανώς αμήχανος). Πολλές είχαν ανοίξει από ένα βιβλίο και διάβαζαν με βουλιμία.
Στάθηκα λίγο πιο πέρα και προσπάθησα να παρατηρήσω τη σκηνή όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένα και απροκατάληπτα, κοινωνιολογικά ας πούμε. Σχεδόν όλες οι γυναίκες είχαν ηλικία ανάμεσα στα 35 και τα 50. Σχεδόν όλες ανήκαν ολοφάνερα στην κατώτερη μεσαία τάξη, αυτή που συνήθως αποκαλούμε μικροαστική. Εξίσου φανερό ήταν ότι η ζωή δεν είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη σ΄ αυτές τις γυναίκες. Ο Όργουελ έλεγε ότι στα πενήντα του έχει κανείς το πρόσωπο που του ταιριάζει, αυτό δηλαδή που σκαλίζει πάνω του σιγά σιγά η ζωή που κάνει. Τα πρόσωπα που έβλεπα ήταν στερημένα, σχεδόν ρημαγμένα, και σε μερικά βλέμματα πρόσεξα κάτι το αλαφιασμένο. Ξαφνικά αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση βλέποντας αυτές τις γυναίκες απορροφημένες σε κάποιο βιβλίο. Δεν με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή αν το βιβλίο ήταν καλό ή κακό. Μου φαινόταν συγκλονιστικό ότι έψαχναν εναγώνια εκεί μέσα να βρουν κάτι που τους είχε αρνηθεί η ζωή.
Στο βάθος του περίπτερου, πάνω από τα κεφάλια των γυναικών με τα ξασμένα, τα οξυζεναρισμένα ή τα σκληρά σαν πράσα μαλλιά, κρέμονταν δύο φωτογραφικά πορτρέτα. Απεικόνιζαν τις δύο πολυνίκες συγγραφείς του εκδοτικού οίκου στις κούρσες για το πλειστοπώλητο ελληνικό βιβλίο της χρονιάς. Οι δύο πρωταθλήτριες, με προσεγμένο μακιγιάζ και σαν να είχαν μόλις βγει από το κομμωτήριο, κοίταζαν από εκεί ψηλά το κοινό τους με συγκρατημένα περήφανο και καθησυχαστικό βλέμμα. Καταλάβαινες ότι είχαν το ίδιο κοινωνικό προφίλ με τις αναγνώστριές τους. ΄Ενιωθαν όμως σαν εκλεγμένες αντιπρόσωποί τους- και όχι αδικαιολόγητα, αφού είχαν αναδειχτεί πράγματι από αυτές, με δημοκρατικότατες διαδικασίες. Είχαν συναίσθηση του ρόλου που τους είχε απονεμηθεί και τον έπαιρναν πολύ στα σοβαρά. ΄Εμοιαζαν κάπως με μαμάδες που παίζουν με τα παιδιά τους με τον τρόπο των μαμάδων, ήρεμα και κάπως συγκαταβατικά, απολαμβάνοντας όχι τόσο το παιχνίδι όσο τον ρόλο της μητέρας. Στην αρχή με εκνεύρισε το αυτάρεσκο ύφος των δύο συγγραφέων, έτσι όπως αιωρούνταν πάνω από τα μαραμένα πρόσωπα των θαυμαστριών τους. Λίγο αργότερα όμως, όταν ξανάφερα στο μυαλό μου τη σκηνή, τα συναισθήματά μου άλλαξαν. Ένιωσα κάποια λύπη και γι΄ αυτές. ΄Εχουν πάρει τον ρόλο τους τόσο πολύ στα σοβαρά ώστε κοντεύουν να ξεχάσουν ότι τον υποδύονται. Θα νομίσουν πως είναι ό, τι ακριβώς πιστεύει γι΄ αυτές το φανατικό κοινό τους: σπουδαίες συγγραφείς. Και από εκεί θα αρχίσει η δυστυχία τους. Θυμάμαι κάποτε στη Γερμανία έναν νεαρό και πολύ ωραίο ΄Ελληνα, λαϊκό παιδί με ευθείς τρόπους και μια φυσική, ήρεμη ανδροπρέπεια. ΄Ηταν αγαπητός σε όλους, ΄Ελληνες και Γερμανούς, άνδρες και γυναίκες (στις γυναίκες ακόμα περισσότερο). ΄Ωσπου κάποια στιγμή το παιδί αυτό, επειδή έπαιξε δυο-τρεις φορές σε ερασιτεχνικούς θιάσους (πράγμα που του ζητήθηκε κυρίως λόγω του παραστήματός του), πίστεψε πως είχε γίνει καλλιτέχνης. ΄Αρχισε να φέρεται με την επιτήδευση που νόμιζε πως ταίριαζε στην καινούργια ιδιότητά του, να σνομπάρει τους ανθρώπους της τάξης του και πολύ σύντομα έγινε αντιπαθής έως αξιολύπητος σε όλους (στις γυναίκες ακόμα περισσότερο). Φυσικά, δεν βρήκε ποτέ την αναγνώριση από εκείνους από τους οποίους την περίμενε και στο τέλος έπεσε σε κατάθλιψη.
Παρακολούθησα στο διαδίκτυο μια συνέντευξη που έδωσε μια συγγραφέας αυτού του είδους, μαστόρισσα δηλαδή του ροζ μπεστ σέλερ, για το τελευταίο της βιβλίο. Είπε, μεταξύ άλλων, ότι κάθε εποχή έχει τα προβλήματά της και το πρόβλημα της δικής μας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Μου έκανε εντύπωση η σιγουριά με την οποία εντόπισε αμέσως το πρόβλημα της εποχής μας (εγώ θα αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα σε κάμποσα προβλήματα). Ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση μού προξένησε όμως κάτι που είπε λίγο παρακάτω: ότι το μυθιστόρημά της είναι διδακτικό· βοηθάει, δηλαδή, τις γυναίκες να καταλάβουν καλύτερα τον εαυτό τους, αλλά και τον άνδρα τους, όπως επίσης βοηθάει τους άνδρες να καταλάβουν καλύτερα τη γυναίκα τους (το πλαίσιο αναφοράς της συγγραφέως ήταν η οικογένεια, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στα μυθιστορήματα αυτού του τύπου).
Νά η λέξη-κλειδί: διδακτικό. Καταραμένη και εκδιωγμένη από την καθαυτό λογοτεχνία, βρήκε καταφύγιο σ΄ αυτό που μερικοί τολμούν ακόμα να αποκαλούν παραλογοτεχνία. Οι αναγνώστριες τέτοιων βιβλίων παραδέχονται πρόθυμα ότι είναι ανώριμες, ότι δεν τα βρίσκουν με τον εαυτό τους και δεν τα βγάζουν πέρα με τις απαιτήσεις της ζωής τους, γι΄ αυτό χρειάζονται καθοδήγηση από κάποιον που ξέρει καλύτερα. Η ροζ παραλογοτεχνία και το κοινό της βάζουν τον συγγραφέα σε πολύ ψηλότερο σκαλοπάτι από ό, τι η σύγχρονη σοβαρή λογοτεχνία. Αξίζουν άραγε οι συγκεκριμένοι συγγραφείς αυτή τη θέση; Αν κρίνουμε από τη διαρκή ανταπόκριση των αναγνωστριών τους, την αξίζουν με το παραπάνω.
Αλλά το αν κάποιος αξίζει και πόσο είναι θέμα ορισμού της αξίας. Το μυστικό αυτών των μυθιστορημάτων, όπως αντιλαμβάνεται εύκολα όποιος έχει διαβάσει δυο-τρία από αυτά, είναι ότι παρουσιάζουν τα πράγματα πολύ πιο απλά από όσο τα βλέπουν εκείνοι που επιμένουν να αμφιβάλλουν και να λεπτολογούν, και ότι υποδεικνύουν λύσεις. Το πλεονέκτημά τους, δηλαδή, είναι προφανές και τεράστιο. Το αν όμως η απλουστευμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας (των ανθρώπινων σχέσεων, εν προκειμένω) θα επιβεβαιωθεί τελικά από την πραγματικότητα που βιώνουν οι αναγνώστριες, το αν οι άμεσες λύσεις που προτείνονται θα αποδώσουν είναι ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα, στο οποίο θα απαντήσει κάποτε, θέλοντας και μη, η κάθε αναγνώστρια χωριστά.
Δεν νομίζω πως θα αμφισβητήσει κανείς ότι ένα φευγαλέο, κρυφό ερωτευμένο βλέμμα λέει πολύ περισσότερα και είναι πολύ πιο αξιόπιστο από μια καλλιεπή ερωτική εξομολόγηση. Η αγωνία του αληθινού συγγραφέα είναι πώς θα μεταφράσει αυτό το βλέμμα στον σκληρό, δύσκαμπτο, συχνά παραπλανητικό κώδικα που λέγεται γλώσσα. Ξαναφέρνοντας όμως στον νου μου τα πρόσωπα των αναγνωστριών που έψαχναν σκυμμένες στα βιβλία, σ΄ εκείνο το εκθεσιακό περίπτερο, σκέφτομαι πως, όταν δεν συναντάμε στη ζωή μας τέτοια βλέμματα ή ίσως όταν δεν έχουμε αρκετή ευαισθησία για να τα προσέξουμε και να τα ερμηνεύσουμε, ακόμα και μια φλύαρη, ψεύτικη ερωτική εξομολόγηση μπορεί να γίνει βάλσαμο για την ψυχή μας.
(πηγή: http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4520649)
Στα περισσότερα περίπτερα η κίνηση ήταν σχετικά αραιή και οι στάσεις που έκαναν οι επισκέπτες συνήθως σύντομες. Πρόσεξα όμως ένα, μπροστά στο οποίο γινόταν πραγματικός συνωστισμός.
΄Ηταν το περίπτερο ενός γνωστού εκδοτικού οίκου, από αυτούς που συναγωνίζονται για τον πιο πλούσιο σε εμπορικούς συγγραφείς κατάλογο. Το κοινό που στριμωχνόταν μπροστά στον πάγκο του περίπτερου αποτελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες (μία μόνον είχε μαζί της τον άνδρα της, που χάζευε εμφανώς αμήχανος). Πολλές είχαν ανοίξει από ένα βιβλίο και διάβαζαν με βουλιμία.
Στάθηκα λίγο πιο πέρα και προσπάθησα να παρατηρήσω τη σκηνή όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένα και απροκατάληπτα, κοινωνιολογικά ας πούμε. Σχεδόν όλες οι γυναίκες είχαν ηλικία ανάμεσα στα 35 και τα 50. Σχεδόν όλες ανήκαν ολοφάνερα στην κατώτερη μεσαία τάξη, αυτή που συνήθως αποκαλούμε μικροαστική. Εξίσου φανερό ήταν ότι η ζωή δεν είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη σ΄ αυτές τις γυναίκες. Ο Όργουελ έλεγε ότι στα πενήντα του έχει κανείς το πρόσωπο που του ταιριάζει, αυτό δηλαδή που σκαλίζει πάνω του σιγά σιγά η ζωή που κάνει. Τα πρόσωπα που έβλεπα ήταν στερημένα, σχεδόν ρημαγμένα, και σε μερικά βλέμματα πρόσεξα κάτι το αλαφιασμένο. Ξαφνικά αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση βλέποντας αυτές τις γυναίκες απορροφημένες σε κάποιο βιβλίο. Δεν με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή αν το βιβλίο ήταν καλό ή κακό. Μου φαινόταν συγκλονιστικό ότι έψαχναν εναγώνια εκεί μέσα να βρουν κάτι που τους είχε αρνηθεί η ζωή.
Στο βάθος του περίπτερου, πάνω από τα κεφάλια των γυναικών με τα ξασμένα, τα οξυζεναρισμένα ή τα σκληρά σαν πράσα μαλλιά, κρέμονταν δύο φωτογραφικά πορτρέτα. Απεικόνιζαν τις δύο πολυνίκες συγγραφείς του εκδοτικού οίκου στις κούρσες για το πλειστοπώλητο ελληνικό βιβλίο της χρονιάς. Οι δύο πρωταθλήτριες, με προσεγμένο μακιγιάζ και σαν να είχαν μόλις βγει από το κομμωτήριο, κοίταζαν από εκεί ψηλά το κοινό τους με συγκρατημένα περήφανο και καθησυχαστικό βλέμμα. Καταλάβαινες ότι είχαν το ίδιο κοινωνικό προφίλ με τις αναγνώστριές τους. ΄Ενιωθαν όμως σαν εκλεγμένες αντιπρόσωποί τους- και όχι αδικαιολόγητα, αφού είχαν αναδειχτεί πράγματι από αυτές, με δημοκρατικότατες διαδικασίες. Είχαν συναίσθηση του ρόλου που τους είχε απονεμηθεί και τον έπαιρναν πολύ στα σοβαρά. ΄Εμοιαζαν κάπως με μαμάδες που παίζουν με τα παιδιά τους με τον τρόπο των μαμάδων, ήρεμα και κάπως συγκαταβατικά, απολαμβάνοντας όχι τόσο το παιχνίδι όσο τον ρόλο της μητέρας. Στην αρχή με εκνεύρισε το αυτάρεσκο ύφος των δύο συγγραφέων, έτσι όπως αιωρούνταν πάνω από τα μαραμένα πρόσωπα των θαυμαστριών τους. Λίγο αργότερα όμως, όταν ξανάφερα στο μυαλό μου τη σκηνή, τα συναισθήματά μου άλλαξαν. Ένιωσα κάποια λύπη και γι΄ αυτές. ΄Εχουν πάρει τον ρόλο τους τόσο πολύ στα σοβαρά ώστε κοντεύουν να ξεχάσουν ότι τον υποδύονται. Θα νομίσουν πως είναι ό, τι ακριβώς πιστεύει γι΄ αυτές το φανατικό κοινό τους: σπουδαίες συγγραφείς. Και από εκεί θα αρχίσει η δυστυχία τους. Θυμάμαι κάποτε στη Γερμανία έναν νεαρό και πολύ ωραίο ΄Ελληνα, λαϊκό παιδί με ευθείς τρόπους και μια φυσική, ήρεμη ανδροπρέπεια. ΄Ηταν αγαπητός σε όλους, ΄Ελληνες και Γερμανούς, άνδρες και γυναίκες (στις γυναίκες ακόμα περισσότερο). ΄Ωσπου κάποια στιγμή το παιδί αυτό, επειδή έπαιξε δυο-τρεις φορές σε ερασιτεχνικούς θιάσους (πράγμα που του ζητήθηκε κυρίως λόγω του παραστήματός του), πίστεψε πως είχε γίνει καλλιτέχνης. ΄Αρχισε να φέρεται με την επιτήδευση που νόμιζε πως ταίριαζε στην καινούργια ιδιότητά του, να σνομπάρει τους ανθρώπους της τάξης του και πολύ σύντομα έγινε αντιπαθής έως αξιολύπητος σε όλους (στις γυναίκες ακόμα περισσότερο). Φυσικά, δεν βρήκε ποτέ την αναγνώριση από εκείνους από τους οποίους την περίμενε και στο τέλος έπεσε σε κατάθλιψη.
Παρακολούθησα στο διαδίκτυο μια συνέντευξη που έδωσε μια συγγραφέας αυτού του είδους, μαστόρισσα δηλαδή του ροζ μπεστ σέλερ, για το τελευταίο της βιβλίο. Είπε, μεταξύ άλλων, ότι κάθε εποχή έχει τα προβλήματά της και το πρόβλημα της δικής μας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Μου έκανε εντύπωση η σιγουριά με την οποία εντόπισε αμέσως το πρόβλημα της εποχής μας (εγώ θα αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα σε κάμποσα προβλήματα). Ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση μού προξένησε όμως κάτι που είπε λίγο παρακάτω: ότι το μυθιστόρημά της είναι διδακτικό· βοηθάει, δηλαδή, τις γυναίκες να καταλάβουν καλύτερα τον εαυτό τους, αλλά και τον άνδρα τους, όπως επίσης βοηθάει τους άνδρες να καταλάβουν καλύτερα τη γυναίκα τους (το πλαίσιο αναφοράς της συγγραφέως ήταν η οικογένεια, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στα μυθιστορήματα αυτού του τύπου).
Νά η λέξη-κλειδί: διδακτικό. Καταραμένη και εκδιωγμένη από την καθαυτό λογοτεχνία, βρήκε καταφύγιο σ΄ αυτό που μερικοί τολμούν ακόμα να αποκαλούν παραλογοτεχνία. Οι αναγνώστριες τέτοιων βιβλίων παραδέχονται πρόθυμα ότι είναι ανώριμες, ότι δεν τα βρίσκουν με τον εαυτό τους και δεν τα βγάζουν πέρα με τις απαιτήσεις της ζωής τους, γι΄ αυτό χρειάζονται καθοδήγηση από κάποιον που ξέρει καλύτερα. Η ροζ παραλογοτεχνία και το κοινό της βάζουν τον συγγραφέα σε πολύ ψηλότερο σκαλοπάτι από ό, τι η σύγχρονη σοβαρή λογοτεχνία. Αξίζουν άραγε οι συγκεκριμένοι συγγραφείς αυτή τη θέση; Αν κρίνουμε από τη διαρκή ανταπόκριση των αναγνωστριών τους, την αξίζουν με το παραπάνω.
Αλλά το αν κάποιος αξίζει και πόσο είναι θέμα ορισμού της αξίας. Το μυστικό αυτών των μυθιστορημάτων, όπως αντιλαμβάνεται εύκολα όποιος έχει διαβάσει δυο-τρία από αυτά, είναι ότι παρουσιάζουν τα πράγματα πολύ πιο απλά από όσο τα βλέπουν εκείνοι που επιμένουν να αμφιβάλλουν και να λεπτολογούν, και ότι υποδεικνύουν λύσεις. Το πλεονέκτημά τους, δηλαδή, είναι προφανές και τεράστιο. Το αν όμως η απλουστευμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας (των ανθρώπινων σχέσεων, εν προκειμένω) θα επιβεβαιωθεί τελικά από την πραγματικότητα που βιώνουν οι αναγνώστριες, το αν οι άμεσες λύσεις που προτείνονται θα αποδώσουν είναι ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα, στο οποίο θα απαντήσει κάποτε, θέλοντας και μη, η κάθε αναγνώστρια χωριστά.
Δεν νομίζω πως θα αμφισβητήσει κανείς ότι ένα φευγαλέο, κρυφό ερωτευμένο βλέμμα λέει πολύ περισσότερα και είναι πολύ πιο αξιόπιστο από μια καλλιεπή ερωτική εξομολόγηση. Η αγωνία του αληθινού συγγραφέα είναι πώς θα μεταφράσει αυτό το βλέμμα στον σκληρό, δύσκαμπτο, συχνά παραπλανητικό κώδικα που λέγεται γλώσσα. Ξαναφέρνοντας όμως στον νου μου τα πρόσωπα των αναγνωστριών που έψαχναν σκυμμένες στα βιβλία, σ΄ εκείνο το εκθεσιακό περίπτερο, σκέφτομαι πως, όταν δεν συναντάμε στη ζωή μας τέτοια βλέμματα ή ίσως όταν δεν έχουμε αρκετή ευαισθησία για να τα προσέξουμε και να τα ερμηνεύσουμε, ακόμα και μια φλύαρη, ψεύτικη ερωτική εξομολόγηση μπορεί να γίνει βάλσαμο για την ψυχή μας.
(πηγή: http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4520649)
Έχω πολλές απορίες πάνω σ' αυτό το άρθρο. Από πότε η κώμη τις καθεμιάς μας ή του καθενός προσδιορίζει και το είδος του βιβλίου που διαβάζουμε, εγώ δηλαδή που τα βάφω ξανθά κακός διαβάζω ιστορικά μυθιστορήματα, γιατί όπως μας υπέδειξε ο κύριος Δημοσθένης Κούρτοβικ θα έπρεπε να διαβάζω κάτι άλλο. Ποιες γυναίκες λένε πως είναι ανώριμες επειδή επιλέγουν να διαβάσουν βιβλία με περιεχόμενο τον έρωτα, τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα στην οικογένεια ή γενικότερα στην κοινωνία;;; Τί θα πεί σύγχρονή σοβαρή λογοτεχνία;;;;; Ποιοί είναι αυτοί που αμφιβάλλουν και να λεπτολογούν, με τα "πραγματικά" προβλήματα μας;;;!!!!!Και τέλος (γιατί μου ανέβηκε και η πίεση) ποιοί είναι οι "μερικοί τολμούν ακόμα να αποκαλούν παραλογοτεχνία" και με ποιο δικαίωμα;;;!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήσυμφωνώ απόλυτα και έχω να προσθέσω κι άλλα:από πότε η ανάγνωση έχει γίνει΄κτήμα μόνο της προνομιούχας τάξης?οι μεσοαστοί δλδ δεν έχουν δικαίωμα?τότε ποιος είναι ο μέσος αναγνώστης(θεωρία της πρόσληψης)?δεν εχει δικαίωμα η συγγραφέας να έχει γνώμη για το ποιο είναι το πρόβλημα της εποχής?γιατί τόση μισσαλοδοξία τελικά?μήπως απο φθόνο?
ΑπάντησηΔιαγραφήΕδώ νομίζω ταιριάζει η παροιμία "Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια"
ΑπάντησηΔιαγραφή