Ο Γιάννης Ξανθούλης μιλά σε πρώτο πρόσωπο για το νέο του βιβλίο «Η εκδίκηση της Σιλάνας» που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο.
«Η κυρία Σιλάνα Σαλιάγκου για μένα υπήρξε άλλοθι. Έτσι κι αλλιώς, πάντα ήθελα να γεννήσω - και τη γέννησα ακριβώς όταν είχα καβατζάρει τον μισό αιώνα και λίγο πιο πάνω. Τη γέννησα ώριμη, στοχαστική, με μια δυνατή νοσταλγία και με θαυμασμό στην αξεπέραστη ποιητική ανορθογραφία του Μποστ (του Μέντη Μποσταντζόγλου), αλλά και φίλων γελοιογράφων.
Η γέννα προέκυψε μέσω ερτζιανών, μέσω του ραδιοφώνου του Σκάι, όπου από το 1989 κάνω εκπομπές. Πρόκειται για μια κυρία με αβάσταχτη την ανάγκη ομοιοκατάληκτης ηθικής. Απόλυτα Ελληνίς, πατριδοφωτισμένη και ευτράπελα ρομαντική, αντάξια του ονόματός της.
Στα χρόνια που υπηρέτησα τις εμπνεύσεις της, άρχισα να πιστεύω ότι κάθε Σάββατο, που απήγγειλα από μικροφώνου τις συνήθεις επίκαιρες δημιουργίες της, μου τις υπαγόρευε εκείνη μέσα από ένα μυστήριο νεφέλωμα συγγένειάς μας. Λόγια και ηχηρές ομοιοκαταληξίες, που κατέληγαν με την πολυχρησιμοποιημένη αλλά καίρια -για μένα- επωδό: «Γαμώ την ατυχία μου».
Δεν ήξερα τη μορφή της, κι ας είχα πατρική εξουσία πάνω της. Δεν ήμουν βέβαιος για την απήχησή της, φοβούμενος περισσότερο απ' όλα τον γραφικό προσανατολισμό της επινόησής μου... Πέρασαν χρόνια ώσπου να της δώσω λίγο παραπάνω φως στο στενό πάλκο του ραδιοφώνου αλλά και στη σαββατιάτικη στήλη μου στην «Ελευθεροτυπία».
Όταν μπήκα στον κόπο να κάνω μυθιστόρημα τα τρία και μισό χρόνια από τα οκτώ που διήρκεσε η επεισοδιακή εφηβεία μου στην επαρχία, η Σιλάνα Σαλιάγκου μού φανερώθηκε σαν άγγελος λοξής έμπνευσης, ομολογώντας ότι από το 1959 που έκλεινα τα δώδεκα με καθοδηγούσε πίσω από την καθημερινότητα η οποία με καθόρισε αργότερα.
Περίεργη συγκυρία, αλλά ειλικρινής. Ήξερε όσα ήξερα, θύμωνε με όσα θύμωνα και αγαπούσε τον τρόπο που αγαπούσα ό,τι αγάπησα...
Στο βιβλίο αυτό με την αυτοβιογραφική ολισθηρότητα η Σιλάνα Σαλιάγκου με εκδικείται οξύνοντας τη μνήμη μου για πράγματα που νόμιζα πως είχαν παραγραφεί στο πέρασμα των δεκαετιών και των παραλλαγών της αλήθειας. Στην παράλογη αυτή διαδρομή παραμερίσαμε τη γελοιογραφική εκδοχή, όσο γινόταν, και μείναμε στην εκφώνηση -για να το πω και λίγο ραδιοφωνικά- μιας εποχής που ο ήχος της κουβαλά την απειλή του μυθιστορήματος. Τη συνάντησα και με συνάντησε για να «γνωριστούμε καλύτερα», όπως είπε.»
Πώς μπορεί να εξελιχθεί ένα ''άλλοθι''....
ΑπάντησηΔιαγραφή