Ιωάννα,
Καλό μου παιδί, Ιωάννα μου! Να, που σου κάνω ένα δώρο -αν κι εγώ δεν το θεωρώ τέτοιο- το δώρο που πάντα ζητούσες, την ιστορία της ζωής μου! Συγχώρεσέ με, ψυχή μου, που διάλεξα αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο για να στην πω, όμως αλλιώς δε γινόταν. Δε θα μπορούσα να τη διηγηθώ διαφορετικά. Δε θα είχα τα λόγια. Δε θα είχα τον τρόπο. Ελπίζω να με καταλάβεις. Ή μάλλον, ξέρω ότι θα με καταλάβεις, κι απλά ελπίζω να μη σε πληγώσω, γιατί δε σου πρέπει. Όχι, δε σου πρέπει, καρδούλα μου. Εσένα σου πρέπουνε μόνο το χαμόγελο και η χαρά, η ευτυχία.
Ένας δρόμος πόνος ήταν η ζωή η δικιά μου για χρόνια πολλά, Ιωάννα, ένας δρόμος πόνος. Γι’ αυτό και δε θέλησα ποτέ πριν να σου μιλήσω γι’ αυτή. Δεν ήθελα να μάθεις τι πέρασα, πόσα πέρασα, πόσο υπέφερα, ώσπου να βρω λίγη χαρά που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν ήθελα να έχεις ιδέα καμιά για το φαρμάκι της ζήσης μου -όχι ακόμη. Και χαίρομαι στ’ αλήθεια πολύ που εσύ δε θα περάσεις ποτέ απ’ τα μονοπάτια που περπάτησα, που ποτέ δε θα ζήσεις το δράμα το δικό μου. Μέσα στο σκοτάδι όπου ζούσα, πάντα ήσουνα το φως. να το ξέρεις αυτό, καλή μου.
Τώρα, καθώς τα χρόνια πέρασαν, καθώς οι πληγές λίγο πολύ επουλώθηκαν, καθώς οι μνήμες πήραν σιγά σιγά να ξεθωριάζουν, τώρα νιώθω πως όλα έγιναν όπως ακριβώς έπρεπε να γίνουν. Και δε μετανιώνω για τίποτα, για τίποτα απ’ αυτά που έκανα. Και δε διαγράφω τίποτα, τίποτα απ’ αυτά που έπαθα, καθώς έμαθα. Έμαθα τα μαθήματά μου. Έμαθα να εκτιμώ το καθετί σαν κάτι το μοναδικό, σα μια ξεχωριστή πράξη, σα μια ιδιαίτερη στιγμή, σα μια ακόμα σημαντική ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό της ύπαρξής μου.
Αλλά, ας αφήσω τις φιλοσοφίες, κι ας σου μιλήσω απλά, όπως μου έρχεται, απ’ την καρδιά μου. Ας μιλήσω για να σου πω πως σ’ αγαπώ απέραντα, απεριόριστα, σαν τη ζωή μου την ίδια, για να σου πω πως είσαι η ζωή μου η ίδια και πως είμαι περήφανη για σένα πιο πολύ απ’ ό,τι τα λόγια τα φτωχά θα μπορούσαν ποτέ να περιγράψουν. Είμαι περήφανη για την ψυχή σου και την καλοσύνη της. Εσύ είσαι το καλύτερό μου «έργο», το μεγάλο «κόλπο» μου. ένα ηχηρό χαστούκι στα πρόσωπα των ψεύτικων θεών των μεγάλων, στους οποίους θέλω να πω, να βροντοφωνάξω: «Να, φάτε στη μούρη ετούτη την όμορφη, την κόρη μου, εσείς όλοι οι τρανοί και μεγάλοι, που για χρόνια ολόκληρα μου κάνατε τη ζωή ποδήλατο. Φάτε τη στη μούρη, αφού η αφεντιά σας ποτέ της δε θα κατάφερνε να δημιουργήσει κάτι τόσο όμορφο και τόσο καλό όσο αυτό το κορίτσι, δε θα μπορούσε να φτιάξει τέτοιο θαύμα!»
Ναι, ναι, ξέρω τι σκέφτεσαι: τα παραλέω. Τα παραλέω όντως, αλλά τα εννοώ. Την κάθε λέξη, την κάθε υπερβολή! Γι’ αυτό, σε παρακαλώ πολύ, μην αφήσεις ποτέ κάποιον να σε μειώσει, να σε κάνει να νιώσεις λιγότερο ξεχωριστή απ’ ό,τι είσαι.
Με μια συμβουλή θα κλείσω αυτό το γράμμα, ψυχή μου, με μια συμβουλή που αν τηρήσεις, που αν ακολουθήσεις πιστά, δύσκολα θα πληγωθείς, θα είσαι πάντα λίγο ή πολύ προστατευμένη απ’ τα δεινά αυτού του κόσμου: να προσέχεις απ’ τους καλούς ανθρώπους, Ιωάννα μου, απ’ αυτούς να προσέχεις. Αυτοί μπορούν να σε πληγώσουν ξαφνικά και δίχως λόγο, να σε στήσουν απροσδόκητα στον τοίχο. Ενώ οι άλλοι, οι κακοί, οι άτιμοι, είναι πιο τίμιοι -πιο τίμιοι με τους εαυτούς τους και με τους άλλους- αφού από δαύτους ξέρεις τι να περιμένεις. Να φυλάγεσαι, λοιπόν, απ’ τους καλούς ανθρώπους και τις καλές τους προθέσεις.
Θα σε αφήσω τώρα, καλή μου. Θα σε αφήσω να διαβάσεις την ιστορία μου, να κάνεις μακροβούτι στο χθες μου, να μάθεις ό,τι ποτέ δε σου είπα, να με κρίνεις για ό,τι ποτέ δεν έμαθες. Ναι, να με κρίνεις αμείλικτα, αλλά να με κρίνεις μ’ αγάπη, με της καρδιάς σου όλη τη ζεστασιά.
Σ’ αγαπώ! Να προσέχεις.
Η μαμά,
Αγγελική
ΥΓ. Συγχώρεσέ με, αλλά δεν μπόρεσα να γράψω την ιστορία μου στο πρώτο πρόσωπο. Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι, αφού τα μυθιστορήματα, τα παραμύθια, δεν πληγώνουν τόσο πολύ, δεν αιμορραγούν όπως οι προσωπικές μαρτυρίες.
(από http://lakisf.blogspot.com/2009/11/blog-post_26.html)
Καλό μου παιδί, Ιωάννα μου! Να, που σου κάνω ένα δώρο -αν κι εγώ δεν το θεωρώ τέτοιο- το δώρο που πάντα ζητούσες, την ιστορία της ζωής μου! Συγχώρεσέ με, ψυχή μου, που διάλεξα αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο για να στην πω, όμως αλλιώς δε γινόταν. Δε θα μπορούσα να τη διηγηθώ διαφορετικά. Δε θα είχα τα λόγια. Δε θα είχα τον τρόπο. Ελπίζω να με καταλάβεις. Ή μάλλον, ξέρω ότι θα με καταλάβεις, κι απλά ελπίζω να μη σε πληγώσω, γιατί δε σου πρέπει. Όχι, δε σου πρέπει, καρδούλα μου. Εσένα σου πρέπουνε μόνο το χαμόγελο και η χαρά, η ευτυχία.
Ένας δρόμος πόνος ήταν η ζωή η δικιά μου για χρόνια πολλά, Ιωάννα, ένας δρόμος πόνος. Γι’ αυτό και δε θέλησα ποτέ πριν να σου μιλήσω γι’ αυτή. Δεν ήθελα να μάθεις τι πέρασα, πόσα πέρασα, πόσο υπέφερα, ώσπου να βρω λίγη χαρά που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν ήθελα να έχεις ιδέα καμιά για το φαρμάκι της ζήσης μου -όχι ακόμη. Και χαίρομαι στ’ αλήθεια πολύ που εσύ δε θα περάσεις ποτέ απ’ τα μονοπάτια που περπάτησα, που ποτέ δε θα ζήσεις το δράμα το δικό μου. Μέσα στο σκοτάδι όπου ζούσα, πάντα ήσουνα το φως. να το ξέρεις αυτό, καλή μου.
Τώρα, καθώς τα χρόνια πέρασαν, καθώς οι πληγές λίγο πολύ επουλώθηκαν, καθώς οι μνήμες πήραν σιγά σιγά να ξεθωριάζουν, τώρα νιώθω πως όλα έγιναν όπως ακριβώς έπρεπε να γίνουν. Και δε μετανιώνω για τίποτα, για τίποτα απ’ αυτά που έκανα. Και δε διαγράφω τίποτα, τίποτα απ’ αυτά που έπαθα, καθώς έμαθα. Έμαθα τα μαθήματά μου. Έμαθα να εκτιμώ το καθετί σαν κάτι το μοναδικό, σα μια ξεχωριστή πράξη, σα μια ιδιαίτερη στιγμή, σα μια ακόμα σημαντική ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό της ύπαρξής μου.
Αλλά, ας αφήσω τις φιλοσοφίες, κι ας σου μιλήσω απλά, όπως μου έρχεται, απ’ την καρδιά μου. Ας μιλήσω για να σου πω πως σ’ αγαπώ απέραντα, απεριόριστα, σαν τη ζωή μου την ίδια, για να σου πω πως είσαι η ζωή μου η ίδια και πως είμαι περήφανη για σένα πιο πολύ απ’ ό,τι τα λόγια τα φτωχά θα μπορούσαν ποτέ να περιγράψουν. Είμαι περήφανη για την ψυχή σου και την καλοσύνη της. Εσύ είσαι το καλύτερό μου «έργο», το μεγάλο «κόλπο» μου. ένα ηχηρό χαστούκι στα πρόσωπα των ψεύτικων θεών των μεγάλων, στους οποίους θέλω να πω, να βροντοφωνάξω: «Να, φάτε στη μούρη ετούτη την όμορφη, την κόρη μου, εσείς όλοι οι τρανοί και μεγάλοι, που για χρόνια ολόκληρα μου κάνατε τη ζωή ποδήλατο. Φάτε τη στη μούρη, αφού η αφεντιά σας ποτέ της δε θα κατάφερνε να δημιουργήσει κάτι τόσο όμορφο και τόσο καλό όσο αυτό το κορίτσι, δε θα μπορούσε να φτιάξει τέτοιο θαύμα!»
Ναι, ναι, ξέρω τι σκέφτεσαι: τα παραλέω. Τα παραλέω όντως, αλλά τα εννοώ. Την κάθε λέξη, την κάθε υπερβολή! Γι’ αυτό, σε παρακαλώ πολύ, μην αφήσεις ποτέ κάποιον να σε μειώσει, να σε κάνει να νιώσεις λιγότερο ξεχωριστή απ’ ό,τι είσαι.
Με μια συμβουλή θα κλείσω αυτό το γράμμα, ψυχή μου, με μια συμβουλή που αν τηρήσεις, που αν ακολουθήσεις πιστά, δύσκολα θα πληγωθείς, θα είσαι πάντα λίγο ή πολύ προστατευμένη απ’ τα δεινά αυτού του κόσμου: να προσέχεις απ’ τους καλούς ανθρώπους, Ιωάννα μου, απ’ αυτούς να προσέχεις. Αυτοί μπορούν να σε πληγώσουν ξαφνικά και δίχως λόγο, να σε στήσουν απροσδόκητα στον τοίχο. Ενώ οι άλλοι, οι κακοί, οι άτιμοι, είναι πιο τίμιοι -πιο τίμιοι με τους εαυτούς τους και με τους άλλους- αφού από δαύτους ξέρεις τι να περιμένεις. Να φυλάγεσαι, λοιπόν, απ’ τους καλούς ανθρώπους και τις καλές τους προθέσεις.
Θα σε αφήσω τώρα, καλή μου. Θα σε αφήσω να διαβάσεις την ιστορία μου, να κάνεις μακροβούτι στο χθες μου, να μάθεις ό,τι ποτέ δε σου είπα, να με κρίνεις για ό,τι ποτέ δεν έμαθες. Ναι, να με κρίνεις αμείλικτα, αλλά να με κρίνεις μ’ αγάπη, με της καρδιάς σου όλη τη ζεστασιά.
Σ’ αγαπώ! Να προσέχεις.
Η μαμά,
Αγγελική
ΥΓ. Συγχώρεσέ με, αλλά δεν μπόρεσα να γράψω την ιστορία μου στο πρώτο πρόσωπο. Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι, αφού τα μυθιστορήματα, τα παραμύθια, δεν πληγώνουν τόσο πολύ, δεν αιμορραγούν όπως οι προσωπικές μαρτυρίες.
(από http://lakisf.blogspot.com/2009/11/blog-post_26.html)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου