Επιστρέψαμε σε μια πόλη ξένη, γκρίζα και οργίλη, αφιλόξενη. Δε μου άρεσε πια η πόλη μου, οι άνθρωποί της, η ταχύτητά της, το ό,τι δεν κοιμόταν ποτέ, όλ’ αυτά που τη χαρακτήριζαν και τα οποία κάποτε για μένα ήταν το παν. Ήταν σα να έφυγα ερωμένη της κι επέστρεψα θανάσιμος εχθρός. Από την πρώτη κιόλας στιγμή άρχισε να μου λείπει εκείνο το ταπεινό κι απέριττο σπίτι στην ερημιά, το ποτάμι, η Ρόντα, οι ήσυχες μέρες και οι γαλήνιες νύχτες.
Ο Άντι από την άλλη ήταν ο συνηθισμένος του εαυτός – λες και δεν είχε φύγει στιγμή από κει. Πάντα χαμογελαστός, πάντοτε έτοιμος να ακούσει τα πάντα και να μιλήσει για λίγα. Είχε συνηθίσει λέει το πήγαινε-έλα, αν και όπως παραδέχτηκε, κι εκείνος προτιμούσε τη ζωή εκεί παρά εδώ. Όμως δεν είχε επιλογή και δεν του άρεσε να κλαίγεται για κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει.
Στο σπίτι των γονιών μου δεν ένιωθα πια καθόλου άνετα, ήμουνα σαν παρείσακτη, κι ας μην τους έβλεπα σχεδόν ποτέ – καταραμένη κι ευλογημένη την ίδια ώρα. Όλη εκείνη η χλιδή, οι αχρείαστες σπατάλες, η υπερβολή, η κοινωνική υποκρισία, άρχισαν σιγά-σιγά να μου προκαλούν ναυτία, ακόμη και κλειστοφοβία. Ήθελα τους ανοικτούς ορίζοντες, ήθελα τους απλούς ανθρώπους, μια κανονική ζωή. Ήθελα να ξεφύγω.
Η πρώτη ρήξη με τον πατέρα μου ήρθε όταν του ανακοίνωσα την ανήκουστη, για την κοινωνική μας τάξη, απόφαση ν’ αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό, κι από μελλοντική μεγαλοεπιχειρηματίας να μετατραπώ σε μια ταπεινή εκπαιδευτικό. Καθόλου δεν του άρεσε αυτό. Του άναψαν τα λαμπάκια, πήρε ανάποδες, έγινε κόκκινος σαν παντζάρι, και άλλες μεταφορές, όταν του το είπα. Κι άρχισε να μου μιλά για τις πολλές ώρες της συγκεκριμένης δουλειάς -μέχρι και εξήντα πέντε τη βδομάδα- τις επιπλέον δραστηριότητες στις οποίες θα έπρεπε να συμμετάσχω, το βάρος της ευθύνης και τον πολύ χαμηλό, για τα δικά του δεδομένα μισθό. Τι είναι τη σήμερον ημέρα τριάντα πέντε χιλάδες δολάρια το χρόνο; Αν πρέπει να νοικιάζεις σπίτι, απολύτως τίποτα. Αλλά η μάνα μου, η ειδική στις δημόσιες και μη σχέσεις, κατάφερε σύντομα να τον ηρεμήσει, να τον πείσει ακόμη ότι ίσως αυτό γινότανε για καλό, πώς θα ήταν ένας ακόμη άσσος στο επαγγελματικό του μανίκι. Θα αποδείκνυε στους φιλελεύθερους φίλους του ότι δεν ήταν τόσο μονόχνοτος και συντηρητικός όσο τον νόμιζαν, κι έτσι θα ανέβαινε στην εκτίμησή τους. Έτσι θα γλίτωναν και το, σκάνδαλο. Ναι, το σκάνδαλο, αφού για εκείνον τον στρυφνό, μεγαλωμένο με δήθεν παραδοσιακές αξίες στο νότο άντρα, η κόρη όφειλε να ακολουθεί τις επιταγές του πατέρα, αλλιώς… Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Η λογική της μάνας μου με έσωσε και με υποδούλωσε την ίδια ώρα. Με έσωσε επειδή θα μπορούσα επιτέλους να κάνω αυτό που ήθελα, εκείνο που εγώ επέλεξα, μα με υποδούλωσε αφού δε θα μου επέτρεπε να κάνω τη μεγάλη προσωπική επανάσταση που τόσο αποζητούσα. Τουλάχιστον όχι ακόμη.
Όταν είπα στον Άντι τα καθέκαστα χαμογέλασε, κι αρκέστηκε να μου πει ότι ίσως καλύτερα που ήρθαν τελικά έτσι τα πράγματα, αφού είτε μου άρεσε είτε όχι τους δικούς μου τους είχα ακόμη ανάγκη. Δίκιο είχε, αλλά και άδικο. Ναι, τους χρειαζόμουνα, αλλά απλά και μόνο επειδή μου προσέφεραν χρήμα, υλική ασφάλεια, κι επειδή, όσο και να το ήθελα δεν ήμουνα σαν κι εκείνον. Οι δικοί μου ήταν η προσωπική μου τράπεζα, ποτέ δε μου χάρισαν τίποτα περισσότερο από λεφτά. Αμφέβαλλα ακόμη κι αν με αγαπούσαν ή αν κάποτε μ’ αγάπησαν. Θυμάμαι ότι πάντα ένιωθα ότι γεννήθηκα μόνο και μόνο για να δικαιώσω το μύθο της ιδανικής οικογένειας, για να προσθέσω τη φάτσα μου στις φωτογραφίες πάνω από το τζάκι και στο γραφείο του πατέρα μου, που τώρα πια καταλάμβανε ένα ολόκληρο όροφο στην πιο ακριβή και περιζήτητη από τους επαγγελματίες, περιοχή της πόλης.
Όσο εκείνος ανέβαινε με γοργά και γιγαντιαία άλματα τα σκαλοπάτια της υψηλής κοινωνίας, τόσο εγώ, με απλούς πήδους τα κατέβαινα. Από την πρώτη μέρα της επιστροφής έβαλα μπρος, σιγά-σιγά, να κόψω όλους τους δεσμούς με το χθες μου: άρχισα ν’ αποξενώνομαι απ’ τις παλιές μου γνωριμίες, έπαψα να συχνάζω στα πάρτι και να φλερτάρω μ’ αγόρια, που έμοιαζαν το ένα φωτοαντίγραφο του άλλου, κατασκευάσματα ενός άθλιου εργαστηρίου.
Ο Άντι μου έλεγε να ρίξω ταχύτητες, να μη βιάζομαι και τόσο πολύ ν’ αλλάξω ζωή, με προειδοποιούσε ότι θα έβλεπα πράγματα που δε θα μου άρεσαν, ότι θα ερχόμουνα αντιμέτωπη με καταστάσεις που δε θα ήταν εύκολο να αντιμετωπίσω, προσπαθούσε να με πείσει ότι ο κόσμος δεν ήταν αυτός ο φωτεινός πίνακας που κοιτούσα μέχρι τώρα. Αλλά όσο μου τα έλεγε αυτά, τόσο εγώ πείσμωνα. Δεν ήξερε πόσο ξεροκέφαλη κατά βάθος ήμουνα.
«Είμαι έτοιμη», του φώναζα. «Είμαι έτοιμη από καιρό. Προτού καν σε γνωρίσω».
«Είσαι έτοιμη για τι, Χοπ;» με ρωτούσε ξανά και ξανά. «Για να κάνεις τι;» Σα να με περνούσε από εξετάσεις. Λες και δοκίμαζε την αποφασιστικότητα και τις αντοχές μου.
«Μοιάζουμε πολύ Άντι, και το ξέρεις», του απάντησα την τελευταία φορά.
«Το ξέρω», ομολόγησε, μ’ εκείνα τα μάτια που έσταζαν κατανόηση και καλοσύνη -αλλά και μια σκληρά αποκτημένη στο πέρασμα του χρόνου γνώση- που δε με άφηναν ποτέ να μείνω για πολύ μαζί του θυμωμένη.
«Τότε γιατί; Γιατί προσπαθείς να μ’ αποθαρρύνεις;»
«Επειδή εσύ έχεις πολλά να χάσεις, ενώ εγώ απολύτως τίποτα. Αυτή είναι ίσως η μοναδική μας διαφορά, και κάθε άλλο παρά μικρή είναι».
«Θέλω να σε βοηθήσω. Το θέλω όσο οτιδήποτε άλλο στον κόσμο».
«Με βοηθάς, με το να είσαι εκεί. Δε θέλω να σε βάλω στο φαύλο κύκλο μου. Και πριν με ρωτήσεις σου απαντώ: Ναι, φαύλος είναι ο κύκλος! Αλλά κάποιοι πρέπει να συνεχίσουν να παραδέρνουν μέσα σ’ αυτόν, αλλιώς τίποτα δε θ’ αλλάξει ποτέ. Και, αν θες ν’ ακούσεις την ωμή αλήθεια, κρύβει πολλούς κινδύνους».
«Δε φοβάμαι τίποτα. Μην προσπαθείς να με τρομοκρατήσεις με τις λέξεις σου. Δε σου πάει. Όσο για τις αλλαγές, κάποια πράγματα μπορούν στα σίγουρα ν’ αλλάξουν, όπως άλλαξα κι εγώ».
«Εσύ ποτέ δεν άλλαξες, δε χρειαζότανε ν’ αλλάξεις. Απλά βρήκες την ευκαιρία ν’ ανακαλύψεις ποια στ’ αλήθεια είσαι. ποια κρυβόταν πίσω από την εικόνα σου».
«Λέγε ό,τι θες. Τα λόγια μπαίνουν από το ένα αυτί και βγαίνουν απ’ το άλλο. Ούτε τα καλοπιάσματα, ούτε και οι αμήχανες απειλές σου δε θα με κάνουν να αλλάξω γνώμη. Ίσως να μην είμαι εσύ, αλλά θα μπορούσα, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, να γίνω κάποια σαν κι εσένα».
«Μην το κάνεις. Μην το επιχειρήσεις καν. Σταμάτα να κοιτάς μονάχα το χαμόγελό μου και να χαίρεσαι, δες κι όλες αυτές τις σιωπές που κρύβονται από πίσω του. Είναι μοναχικός πολύ ο δρόμος που επέλεξα ν’ ακολουθήσω, Χοπ, αλλά είναι καλά χαραγμένος στο χάρτη της ελπίδας. Αρκετά όμως, δε θέλω να μιλήσω άλλο για μένα».
«Μα ποτέ δε μου μιλάς για σένα, κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μας. Αν δεν ήταν η Ρόντα δε θα σε ήξερα σχεδόν καθόλου, θ’ αγαπούσα ένα μόνο κομμάτι σου…».
«Ωραία λοιπόν, πάμε», μου είπε ξαφνικά και λίγο απότομα, μα αποφασιστικά. Μ’ ένα χαμόγελο λίγο πικρό, με πήρε απ’ το χέρι και με βήματα γοργά με οδήγησε στον υπόγειο.
Συνεχίζεται
Ο Άντι από την άλλη ήταν ο συνηθισμένος του εαυτός – λες και δεν είχε φύγει στιγμή από κει. Πάντα χαμογελαστός, πάντοτε έτοιμος να ακούσει τα πάντα και να μιλήσει για λίγα. Είχε συνηθίσει λέει το πήγαινε-έλα, αν και όπως παραδέχτηκε, κι εκείνος προτιμούσε τη ζωή εκεί παρά εδώ. Όμως δεν είχε επιλογή και δεν του άρεσε να κλαίγεται για κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει.
Στο σπίτι των γονιών μου δεν ένιωθα πια καθόλου άνετα, ήμουνα σαν παρείσακτη, κι ας μην τους έβλεπα σχεδόν ποτέ – καταραμένη κι ευλογημένη την ίδια ώρα. Όλη εκείνη η χλιδή, οι αχρείαστες σπατάλες, η υπερβολή, η κοινωνική υποκρισία, άρχισαν σιγά-σιγά να μου προκαλούν ναυτία, ακόμη και κλειστοφοβία. Ήθελα τους ανοικτούς ορίζοντες, ήθελα τους απλούς ανθρώπους, μια κανονική ζωή. Ήθελα να ξεφύγω.
Η πρώτη ρήξη με τον πατέρα μου ήρθε όταν του ανακοίνωσα την ανήκουστη, για την κοινωνική μας τάξη, απόφαση ν’ αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό, κι από μελλοντική μεγαλοεπιχειρηματίας να μετατραπώ σε μια ταπεινή εκπαιδευτικό. Καθόλου δεν του άρεσε αυτό. Του άναψαν τα λαμπάκια, πήρε ανάποδες, έγινε κόκκινος σαν παντζάρι, και άλλες μεταφορές, όταν του το είπα. Κι άρχισε να μου μιλά για τις πολλές ώρες της συγκεκριμένης δουλειάς -μέχρι και εξήντα πέντε τη βδομάδα- τις επιπλέον δραστηριότητες στις οποίες θα έπρεπε να συμμετάσχω, το βάρος της ευθύνης και τον πολύ χαμηλό, για τα δικά του δεδομένα μισθό. Τι είναι τη σήμερον ημέρα τριάντα πέντε χιλάδες δολάρια το χρόνο; Αν πρέπει να νοικιάζεις σπίτι, απολύτως τίποτα. Αλλά η μάνα μου, η ειδική στις δημόσιες και μη σχέσεις, κατάφερε σύντομα να τον ηρεμήσει, να τον πείσει ακόμη ότι ίσως αυτό γινότανε για καλό, πώς θα ήταν ένας ακόμη άσσος στο επαγγελματικό του μανίκι. Θα αποδείκνυε στους φιλελεύθερους φίλους του ότι δεν ήταν τόσο μονόχνοτος και συντηρητικός όσο τον νόμιζαν, κι έτσι θα ανέβαινε στην εκτίμησή τους. Έτσι θα γλίτωναν και το, σκάνδαλο. Ναι, το σκάνδαλο, αφού για εκείνον τον στρυφνό, μεγαλωμένο με δήθεν παραδοσιακές αξίες στο νότο άντρα, η κόρη όφειλε να ακολουθεί τις επιταγές του πατέρα, αλλιώς… Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Η λογική της μάνας μου με έσωσε και με υποδούλωσε την ίδια ώρα. Με έσωσε επειδή θα μπορούσα επιτέλους να κάνω αυτό που ήθελα, εκείνο που εγώ επέλεξα, μα με υποδούλωσε αφού δε θα μου επέτρεπε να κάνω τη μεγάλη προσωπική επανάσταση που τόσο αποζητούσα. Τουλάχιστον όχι ακόμη.
Όταν είπα στον Άντι τα καθέκαστα χαμογέλασε, κι αρκέστηκε να μου πει ότι ίσως καλύτερα που ήρθαν τελικά έτσι τα πράγματα, αφού είτε μου άρεσε είτε όχι τους δικούς μου τους είχα ακόμη ανάγκη. Δίκιο είχε, αλλά και άδικο. Ναι, τους χρειαζόμουνα, αλλά απλά και μόνο επειδή μου προσέφεραν χρήμα, υλική ασφάλεια, κι επειδή, όσο και να το ήθελα δεν ήμουνα σαν κι εκείνον. Οι δικοί μου ήταν η προσωπική μου τράπεζα, ποτέ δε μου χάρισαν τίποτα περισσότερο από λεφτά. Αμφέβαλλα ακόμη κι αν με αγαπούσαν ή αν κάποτε μ’ αγάπησαν. Θυμάμαι ότι πάντα ένιωθα ότι γεννήθηκα μόνο και μόνο για να δικαιώσω το μύθο της ιδανικής οικογένειας, για να προσθέσω τη φάτσα μου στις φωτογραφίες πάνω από το τζάκι και στο γραφείο του πατέρα μου, που τώρα πια καταλάμβανε ένα ολόκληρο όροφο στην πιο ακριβή και περιζήτητη από τους επαγγελματίες, περιοχή της πόλης.
Όσο εκείνος ανέβαινε με γοργά και γιγαντιαία άλματα τα σκαλοπάτια της υψηλής κοινωνίας, τόσο εγώ, με απλούς πήδους τα κατέβαινα. Από την πρώτη μέρα της επιστροφής έβαλα μπρος, σιγά-σιγά, να κόψω όλους τους δεσμούς με το χθες μου: άρχισα ν’ αποξενώνομαι απ’ τις παλιές μου γνωριμίες, έπαψα να συχνάζω στα πάρτι και να φλερτάρω μ’ αγόρια, που έμοιαζαν το ένα φωτοαντίγραφο του άλλου, κατασκευάσματα ενός άθλιου εργαστηρίου.
Ο Άντι μου έλεγε να ρίξω ταχύτητες, να μη βιάζομαι και τόσο πολύ ν’ αλλάξω ζωή, με προειδοποιούσε ότι θα έβλεπα πράγματα που δε θα μου άρεσαν, ότι θα ερχόμουνα αντιμέτωπη με καταστάσεις που δε θα ήταν εύκολο να αντιμετωπίσω, προσπαθούσε να με πείσει ότι ο κόσμος δεν ήταν αυτός ο φωτεινός πίνακας που κοιτούσα μέχρι τώρα. Αλλά όσο μου τα έλεγε αυτά, τόσο εγώ πείσμωνα. Δεν ήξερε πόσο ξεροκέφαλη κατά βάθος ήμουνα.
«Είμαι έτοιμη», του φώναζα. «Είμαι έτοιμη από καιρό. Προτού καν σε γνωρίσω».
«Είσαι έτοιμη για τι, Χοπ;» με ρωτούσε ξανά και ξανά. «Για να κάνεις τι;» Σα να με περνούσε από εξετάσεις. Λες και δοκίμαζε την αποφασιστικότητα και τις αντοχές μου.
«Μοιάζουμε πολύ Άντι, και το ξέρεις», του απάντησα την τελευταία φορά.
«Το ξέρω», ομολόγησε, μ’ εκείνα τα μάτια που έσταζαν κατανόηση και καλοσύνη -αλλά και μια σκληρά αποκτημένη στο πέρασμα του χρόνου γνώση- που δε με άφηναν ποτέ να μείνω για πολύ μαζί του θυμωμένη.
«Τότε γιατί; Γιατί προσπαθείς να μ’ αποθαρρύνεις;»
«Επειδή εσύ έχεις πολλά να χάσεις, ενώ εγώ απολύτως τίποτα. Αυτή είναι ίσως η μοναδική μας διαφορά, και κάθε άλλο παρά μικρή είναι».
«Θέλω να σε βοηθήσω. Το θέλω όσο οτιδήποτε άλλο στον κόσμο».
«Με βοηθάς, με το να είσαι εκεί. Δε θέλω να σε βάλω στο φαύλο κύκλο μου. Και πριν με ρωτήσεις σου απαντώ: Ναι, φαύλος είναι ο κύκλος! Αλλά κάποιοι πρέπει να συνεχίσουν να παραδέρνουν μέσα σ’ αυτόν, αλλιώς τίποτα δε θ’ αλλάξει ποτέ. Και, αν θες ν’ ακούσεις την ωμή αλήθεια, κρύβει πολλούς κινδύνους».
«Δε φοβάμαι τίποτα. Μην προσπαθείς να με τρομοκρατήσεις με τις λέξεις σου. Δε σου πάει. Όσο για τις αλλαγές, κάποια πράγματα μπορούν στα σίγουρα ν’ αλλάξουν, όπως άλλαξα κι εγώ».
«Εσύ ποτέ δεν άλλαξες, δε χρειαζότανε ν’ αλλάξεις. Απλά βρήκες την ευκαιρία ν’ ανακαλύψεις ποια στ’ αλήθεια είσαι. ποια κρυβόταν πίσω από την εικόνα σου».
«Λέγε ό,τι θες. Τα λόγια μπαίνουν από το ένα αυτί και βγαίνουν απ’ το άλλο. Ούτε τα καλοπιάσματα, ούτε και οι αμήχανες απειλές σου δε θα με κάνουν να αλλάξω γνώμη. Ίσως να μην είμαι εσύ, αλλά θα μπορούσα, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, να γίνω κάποια σαν κι εσένα».
«Μην το κάνεις. Μην το επιχειρήσεις καν. Σταμάτα να κοιτάς μονάχα το χαμόγελό μου και να χαίρεσαι, δες κι όλες αυτές τις σιωπές που κρύβονται από πίσω του. Είναι μοναχικός πολύ ο δρόμος που επέλεξα ν’ ακολουθήσω, Χοπ, αλλά είναι καλά χαραγμένος στο χάρτη της ελπίδας. Αρκετά όμως, δε θέλω να μιλήσω άλλο για μένα».
«Μα ποτέ δε μου μιλάς για σένα, κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μας. Αν δεν ήταν η Ρόντα δε θα σε ήξερα σχεδόν καθόλου, θ’ αγαπούσα ένα μόνο κομμάτι σου…».
«Ωραία λοιπόν, πάμε», μου είπε ξαφνικά και λίγο απότομα, μα αποφασιστικά. Μ’ ένα χαμόγελο λίγο πικρό, με πήρε απ’ το χέρι και με βήματα γοργά με οδήγησε στον υπόγειο.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου