Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Μέρος Α' της τριλογίας που θα κυκλοφορήσει σύντομα.... της Μαίρης Κόντζογλου- Τσιαχτσίρη

Σηκώθηκε από το παγκάκι -χοντρές σταγόνες βροχής είχαν σταθεί αναποφάσιστες πάνω στο μάλλινο παλτό της, λίγο πριν απορροφηθούν από το ύφασμα και χαθούν για πάντα αφήνοντας πίσω τους έναν αδιόρατο σκούρο κύκλο-, κράτησε με το ένα χέρι το καπελάκι της, εκτός από βροχή είχε σηκωθεί και ένας κρύος αέρας, πέρασε από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα της εξόδου –άλλη αναποφάσιστη και κείνη, προηγουμένως, όταν η Ζωή ήρθε στο πάρκο, ήταν η είσοδος, τώρα είχε γίνει το αντίθετο, κοτζάμ σιδερένια πόρτα και δεν ήξερε τι ήταν…- βγήκε από το πάρκο και πήρε να κατηφορίζει στη μεγάλη λεωφόρο, να βρει τη στάση, να πάρει το τρένο. Η βροχή σήκωσε αρώματα από τη γη και τους δρόμους, τα δέντρα και τα κτίρια, χαμογέλασε η κοπέλα, επιτέλους μύριζε η άνοιξη, η πολυπόθητη άνοιξη που ερχόταν δειλά, κατηφόριζε και θυμόταν, οι αναμνήσεις είχαν ξεκινήσει εδώ και ώρα να κατηφορίζουν στο μυαλό της, δεν μπορούσε να τις σταματήσει. Μπορεί και να μην ήθελε κιόλας.

Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες του σταθμού και μπήκε στο συρμό που, σαν να την περίμενε, έκλεισε αμέσως τις πόρτες πίσω της και ξεκίνησε μ’ένα τράνταγμα. Βρήκε μια θέση ανάμεσα σε δυο άλλες γυναίκες, κουρασμένες και έτοιμες να καταρρεύσουν, κοίταξε από το παράθυρο, μαύρα σκοτάδια, φρίκη, μόνο το πρόσωπό της είδε μέσα στο τζάμι, έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της και ακούμπησε το μέτωπό της στο δροσερό τζάμι. Αχ, έτσι δροσερή θα είναι και η αγάπη.

Ο συρμός έτρεχε μονότονα, ξεσχίζοντας τα εντόσθια της πόλης.

Πήδηξε βιαστικά έξω από το βαγόνι, ουφ, παραλίγο θα’χανε τη στάση, τόσο είχε απορροφηθεί από τις σκέψεις της, ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες μαζί με πολλούς άλλους που βιάζονταν το ίδιο –όλοι ήταν βιαστικοί σ’αυτήν την πόλη, βγήκε έξω στον καθαρό αέρα και τράβηξε για το σπίτι της. Τα σύννεφα είχαν διαλυθεί, τώρα φυσούσε για τα καλά, η ψύχρα είχε γίνει κρύο, πότε Χριστέ μου θα ζεστάνει ο καιρός; Αχ Ελλάδα, Ελλάδα με τις γλύκες σου…

Μπήκε στο σπίτι της, σκοτεινό και κρύο ήτανε, άναψε αμέσως τη σόμπα με το υγραέριο, έβγαλε το καπέλο και το παλτό της, έπλυνε το πρόσωπό της, τα χέρια της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μεγάλης γυναίκας ήταν το βλέμμα της, γυναίκας ώριμης, προβληματισμένης, φορτωμένης με ευθύνες και προβλήματα. Έψαξε. Ηρέμησε και έψαξε στο βάθος των ματιών της, έψαξε να βρει τη φλόγα –για να μην πει πυρκαγιά- τη φλόγα του έρωτα που έβλεπε στα μάτια του Τζόνυ. Την πυρκαγιά που έβλεπε η μάνα της στα δικά της τα μάτια, τότε στη Σαλονίκη, τότε που της είπε «Φύγε! Φύγε για να σωθείς!»

Πήγε προς το κρεβάτι και έφτιαξε με την παλάμη της τις ζάρες από το μουντό πάπλωμα. Φάνηκε ένα κομμάτι από το σεντόνι με τις σκούρες υφαντές ρίγες. Παράταιρο ήταν. Ανασήκωσε το πάπλωμα και χάιδεψε το σεντόνι, εκείνο το παράταιρο με τις σκούρες ρίγες. Και με τη ζεστασιά της αγάπης του. Αχ η αγάπη του… Παράταιρη ήταν και εκείνη μέσα της...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση