Παρουσίαση του βιβλίου "Αγαστή Συνεργασία" της Αναστασίας Καλλιοντζή, 23 Οκτωβρίου, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ DISCOVER - ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ, Πάτρα
Η Αναστασία Καλλιοντζή, η γνωστή σε όλους μας από το «Μην μου λες αντίο», και όχι μόνο από αυτό βεβαίως, επανέρχεται με το νέο της πόνημα «Αγαστή συνεργασία». Φυσικά, η συγγραφέας από την εποχή του «Μην μου λες αντίο» μέχρι και την «Αγαστή συνεργασία» έχει γράψει άλλα πέντε βιβλία τα οποία δεν κινήθηκαν στην ίδια θεματολογία με το πρώτο της βιβλίο. Αντιθέτως, έχοντας γράψει ίσως την πιο «διάσημη» ερωτική ιστορία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, επέλεξε να συνεχίσει κατά κύριο λόγο με έργα τα οποία είχαν σαν στόχο να αναδείξουν, με τρόπο δριμύ, κοινωνικά ζητήματα, δίνοντας έμφαση στα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Έτσι, παρέδωσε βιβλία όπως το «Θυμάσαι», το «Χαμένο Χτές» και το «Έσχατοι Καιροί», βιβλίο το οποίο από πολλούς θεωρείται ως ένα έργο προφητικό, και ξέρω ότι είναι και από τα αγαπημένα της συγγραφέως.
Φτάνουμε λοιπόν στην εποχή της «Αγαστής συνεργασίας» και στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον ήρωα του τελευταίου βιβλίου της Αναστασίας Καλλιοντζή. Η συγγραφέας, για άλλη μία φορά, καταθέτει ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα ενός ήρωα ο οποίος είναι ιδιαίτερος, μοναδικός, αλλά από την άλλη τόσο γνώριμος, τόσο οικείος, στους περισσότερους από εμάς, καθώς πιστεύω ότι κατά τη διάρκεια ανάγνωσης του βιβλίου σε πολλά σημεία δεν μπορούμε παρά να συμπάσχουμε βαθιά και να ταυτιστούμε μαζί του σε κάποιο επίπεδο.
Η γραφή της και σε αυτό το βιβλίο παραμένει χειμαρρώδης, αυθόρμητη, ρεαλιστική. Άλλωστε, η Αναστασία, χρησιμοποιεί στον γραπτό της λόγο εκείνο το πάθος που έχει πάντοτε και στον προφορικό της. Όποιος είχε την χαρά να την γνωρίσει από κοντά, ξέρει ακριβώς τι εννοώ.
Σε όλα της τα έργα, λοιπόν, ανεξαρτήτως θεματολογίας, ηρώων, προσέγγισης, αισθάνεται κανείς ότι η συγγραφέας κάνει μία κατάθεση ψυχής. Έχω την αίσθηση ότι λίγο την απασχολούν τα πολύπλοκα λογοτεχνικά σχήματα, προτιμάει τον λιτό λόγο, τον χωρίς περιττά καλούδια, αφού ο στόχος της είναι να μιλήσει στην καρδιά αλλά και στο μυαλό του κάθε αναγνώστη, λέγοντας τα πράγματα με το όνομα τους, και τελικά το πραγματοποιεί αυτό με μία αμεσότητα ιδιαιτέρως αξιοζήλευτη. Ναι, η συγγραφέας μπορεί να πει κανείς, με ευκολία, ότι έχει ιδρύσει την δική της σχολή.
Έτσι λοιπόν συμβαίνει και στην Αγαστή Συνεργασία. Με μία γραφή που σπάει κόκαλα, η Αναστασία Καλλιοντζή αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που ανατράφηκε με αξίες υψηλής ηθικής, ενός ανθρώπου που μεγάλωσε έχοντας πίστη και εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, ενός ανθρώπου με όλες τις τυπικές προδιαγραφές για να γίνει ευτυχισμένος –μόρφωση, εμφάνιση, μυαλό-, ενός ανθρώπου, όπως αποδεικνύεται τελικά … μόνου.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, γεννημένος από γονείς εκπαιδευτικούς, καλλιεργημένους, αριστερών φρονημάτων, αγωνιστών που πέρασαν χρόνια της ζωής τους στην Μακρόνησο και τη Γυάρο, και βασανίστηκαν για τα πιστεύω τους, γαλουχήθηκε με αξίες όπως η τιμιότητα, η γενναιότητα, η εργατικότητα, η αξιοπρέπεια.
Προικισμένος από τη φύση, τελειώνει πρώτος των πρώτων την Φιλοσοφική και φτάνει στην κορυφή κατακτώντας τον τίτλο του διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Μια λαμπρή επαγγελματική πορεία φαίνεται να διαγράφεται μπροστά του όταν του προτείνουν τη θέση Καθηγητού στη Σορβόνη, μία θέση που συνοδευόταν από ιλλιγγιώδη μισθό και δυνατότητες συναγελασμού με όλη την εστέτ της διανόησης. Αρνείται, όμως, τα πάντα όταν αποφασίζει να ακολουθήσει την αγαπημένη του Μυρτώ στην Ελλάδα, έναν «κατάξανθο άγγελο, με χρυσαφένιες μπούκλες, φιδίσιο κορμί, και στόμα κόλαση». Την μετέπειτα γυναίκα του. Την καταστροφή του…
Ναι, ο Κωνσταντίνος αρνείται τα πάντα, και επιστρέφει στην χώρα όπου όλες αυτές οι αξίες με τις οποίες έχει διαποτιστεί η ψυχή του, και τον οδήγησαν στην επιτυχία στο εξωτερικό, μοιάζουν πλέον να χλευάζονται από το κοινωνικό σύνολο, και αντί για εφαλτήριο μιας ζωής γεμάτη επιτυχίες και ηθικής δικαίωσης, τελικά μοιάζουν να αποτελούν περισσότερο τροχοπέδη…σε όλα σχεδόν τα επίπεδα.
Ο ήρωας, έρμαιο του πάθους του για την Μυρτώ, μιας γυναίκας χωρίς ηθικούς φραγμούς και ψυχή, και ταυτόχρονα σοκαρισμένος από την σκληρή πραγματικότητα που βιώνει σε μία Ελλάδα με παντελή έλλειψη αξιοκρατίας, σε μία Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της, σε μία Ελλάδα που με συνοπτικές και «μυστήριες» διαδικασίες δίνει την θέση του Επίκουρου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών σε έναν άνθρωπο με σαφώς λιγότερα προσόντα αλλά με περισσότερες άκρες στο κυβερνών κόμμα, (αυτός ο ήρωας λοιπόν) μοιάζει ανήμπορος να διαχειριστεί σωστά την κόλαση που φαίνεται να ξεδιπλώνεται γύρω του.
Έτσι μια μέρα, απλά ξυπνάει και αισθάνεται πως έχει αδειάσει τον εαυτό του σε μία ζωή βουτηγμένη μέσα στα χρέη, σε μία ζωή χωρίς τους γονείς του, τους οποίους έχει πλέον χάσει αφού πρώτα έχει προδώσει με τον τρόπο του, σε μία ζωή χωρίς την γυναίκα που έμελλε να τον οδηγήσει στην απόγνωση, σε μία ζωή αφόρητης μοναξιάς …
Και για πρώτη φορά αρχίζει να νοιώθει αντιμέτωπος με τα λάθη του και όλες τις μίζερες αλήθειες της ζωής του, όπως άλλωστε αναφέρεται στα παρακάτω αποσπάσματα του βιβλίου.
«…δυστυχώς, όπως συμβαίνει πάντα με τις μεγάλες αλήθειες τις οποίες είτε δεν μπορείς είτε δεν θέλεις να τις καταλάβεις στην ώρα τους, τώρα, ήταν πια αργά».
«Δεκαπέντε χρόνια…
Πότε πρόλαβαν και πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια και πως τον ξέβρασαν στο σήμερα, ώρες ώρες αδυνατούσε να το καταλάβει. Αφού έρχονταν στιγμές που νόμιζε πως η ζωή του είχε συμπυκνωθεί σε μία στιγμή, σε ένα ανοιγοκλείσιμο του βλεφάρου, σαν ένα όνειρο, ένα πράγμα, λες και ξάπλωσε ένα βράδυ να κοιμηθεί τριάντα χρονών παλικαράκι, γεμάτος κέφι και όρεξη για ζωή, γεμάτος αγάπη στην καρδιά, με μια Μυρτώ στο πλάι του και ένα κάρο ελπίδες για το μέλλον…και ξαφνικά ξύπνησε ετών σαρανταπέντε, απελπισμένος, παραιτημένος, εντελώς κατεστραμμένος…και πιο μόνος από ποτέ»
Το τελευταίο πράγμα από το οποίο θα μπορούσε να πιαστεί ο Κωνσταντίνος είναι αυτή η συγγραφική του δραστηριότητα, δραστηριότητα η οποία είχε στεφτεί με επιτυχία από το πρώτο του κι όλας βιβλίο. Ο κόσμος, οι κριτικοί, όλοι φαίνονταν να είναι δίπλα του. Τους εκδότες του, παλιούς φίλους και συναγωνιστές των γονιών του, τους θαύμαζε απεριόριστα και στιγμές στιγμές ίσως και να τους αισθανόταν και ως μέλη της ευρύτερης οικογέγειας του.
Τι μπορεί να συμβεί λοιπόν σε έναν άνθρωπο που αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι αυτή η τελευταία ελπίδα σωτηρίας τελικά υπάρχει μόνο στην φαντασία του, σε μία δική του εικονική πραγματικότητα? Τι μπορεί να συμβεί όταν καταλαβαίνει ότι όλο αυτό το οικοδόμημα στήριξης είναι σαθρό και καταρρέει? Όταν καταλαβαίνει ότι οι αυτοί οι άνθρωποι που τόσο θαύμαζε και είχε εμπιστευθεί δεν ήταν τίποτε από αυτό που φαίνονταν?
Τι μπορεί να συμβεί όταν αγωνιζόμενος για τα συγγραφικά του δικαιώματα, όταν μαχόμενος για τα κεκτημένα του, βλέπει για άλλη μία φορά ότι το κράτος, και όλο το κατεστημένο, είναι τελικά, απλά και μόνο, ένας δηλητηριώδης ιστός αράχνης ο οποίος όσο πάει και απλώνει γύρω του μολύνοντας κάθε άκρη της ζωής του?
Τι μπορεί να συμβεί όταν οι φίλοι και οι συναγωνιστές του του γυρνάν προκλητικά την πλάτη για να σώσει ο καθένας με τον τρόπο του το τομάρι του?
Και τι μπορεί να νοιώσει ένας άνθρωπος τέτοιες στιγμές?
Η απάντηση έρχεται με αποσπάσματα από το βιβλίο που προσωπικά όταν τα διάβασα ανατρίχιασα…
«Μια βαθιά θλίψη, ασήκωτη και ανείπωτη, έπεσε ξαφνικά στους ώμους του και κόντεψε να τον γκρεμίσει στο πάτωμα.
Που πήγαν όλοι, ρε πούστη?
Που πήγαν τα όνειρα, που πήγε το τόσο πολλά υποσχόμενο μέλλον για λαμπρές καριέρες και σκατά?
Που πήγε η Σορβόνη, οι υποσχέσεις για πανεπιστημιακή καριέρα?
Που πήγε η μπασαβιόλα της Μυρτώς που του έλειπε τόσο πολύ και ας ήταν αυτή που του επικύρωσε τη θανατική του καταδίκη?
Που είστε ρε παιδιά…
Σιωπή.
Όλος ο κόσμος έσβησε.
Τίποτα πια.
Όλα βυθίστηκαν σε ένα μαύρο, παγωμένο σκοτάδι, σαν ξεχασμένη εσχατιά στο αχανές διάστημα, εκεί που ο ήλιος δεν φτάνει ποτέ και τίποτε δεν τελειώνει, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει.
Ένας χωροχρόνος καμωμένος από το τίποτα.
Απέραντο κενό.»
Και έτσι ο Κωνσταντίνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα τις ώρες που θα ενωθεί με τον εαυτό του σε μία απόλυτη συνύπαρξη, δίνοντας ταυτόχρονα και το τελευταίο χτύπημα στην «Αγαστή συνεργασία» με τους ανθρώπους στους οποίους είχε εσφαλμένα εναποθέσει τις τελευταίες του ελπίδες για ευτυχία...
Το βιβλίο είναι ένα πολύ δυνατό λογοτεχνικό έργο, ένα έργο γεμάτο ένταση και παλμό, ένα έργο που καθηλώνει τον αναγνώστη, ο οποίος διαβάζοντας το βιώνει το άδειασμα της ψυχής του ήρωα, αισθάνεται να βασανίζεται από τις ενοχές του ήρωα για τα λάθη που έπραξε, νοιώθει να φουντώνει από το μένος του ήρωα για όλες τις αδικίες που εισέπραξε.
Και τελευταίο και πιο σημαντικό, νοιώθει την απελπισία ενός ανθρώπου που έχει χάσει τα πάντα και δεν έχει πλέον απολύτως τίποτε άλλο να χάσει… Και ο δρόμος για την λύτρωση που τόσο ποθεί φαίνεται τελικά να είναι απλά ...μονόδρομος...
Φτάνουμε λοιπόν στην εποχή της «Αγαστής συνεργασίας» και στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον ήρωα του τελευταίου βιβλίου της Αναστασίας Καλλιοντζή. Η συγγραφέας, για άλλη μία φορά, καταθέτει ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα ενός ήρωα ο οποίος είναι ιδιαίτερος, μοναδικός, αλλά από την άλλη τόσο γνώριμος, τόσο οικείος, στους περισσότερους από εμάς, καθώς πιστεύω ότι κατά τη διάρκεια ανάγνωσης του βιβλίου σε πολλά σημεία δεν μπορούμε παρά να συμπάσχουμε βαθιά και να ταυτιστούμε μαζί του σε κάποιο επίπεδο.
Η γραφή της και σε αυτό το βιβλίο παραμένει χειμαρρώδης, αυθόρμητη, ρεαλιστική. Άλλωστε, η Αναστασία, χρησιμοποιεί στον γραπτό της λόγο εκείνο το πάθος που έχει πάντοτε και στον προφορικό της. Όποιος είχε την χαρά να την γνωρίσει από κοντά, ξέρει ακριβώς τι εννοώ.
Σε όλα της τα έργα, λοιπόν, ανεξαρτήτως θεματολογίας, ηρώων, προσέγγισης, αισθάνεται κανείς ότι η συγγραφέας κάνει μία κατάθεση ψυχής. Έχω την αίσθηση ότι λίγο την απασχολούν τα πολύπλοκα λογοτεχνικά σχήματα, προτιμάει τον λιτό λόγο, τον χωρίς περιττά καλούδια, αφού ο στόχος της είναι να μιλήσει στην καρδιά αλλά και στο μυαλό του κάθε αναγνώστη, λέγοντας τα πράγματα με το όνομα τους, και τελικά το πραγματοποιεί αυτό με μία αμεσότητα ιδιαιτέρως αξιοζήλευτη. Ναι, η συγγραφέας μπορεί να πει κανείς, με ευκολία, ότι έχει ιδρύσει την δική της σχολή.
Έτσι λοιπόν συμβαίνει και στην Αγαστή Συνεργασία. Με μία γραφή που σπάει κόκαλα, η Αναστασία Καλλιοντζή αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που ανατράφηκε με αξίες υψηλής ηθικής, ενός ανθρώπου που μεγάλωσε έχοντας πίστη και εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, ενός ανθρώπου με όλες τις τυπικές προδιαγραφές για να γίνει ευτυχισμένος –μόρφωση, εμφάνιση, μυαλό-, ενός ανθρώπου, όπως αποδεικνύεται τελικά … μόνου.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, γεννημένος από γονείς εκπαιδευτικούς, καλλιεργημένους, αριστερών φρονημάτων, αγωνιστών που πέρασαν χρόνια της ζωής τους στην Μακρόνησο και τη Γυάρο, και βασανίστηκαν για τα πιστεύω τους, γαλουχήθηκε με αξίες όπως η τιμιότητα, η γενναιότητα, η εργατικότητα, η αξιοπρέπεια.
Προικισμένος από τη φύση, τελειώνει πρώτος των πρώτων την Φιλοσοφική και φτάνει στην κορυφή κατακτώντας τον τίτλο του διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Μια λαμπρή επαγγελματική πορεία φαίνεται να διαγράφεται μπροστά του όταν του προτείνουν τη θέση Καθηγητού στη Σορβόνη, μία θέση που συνοδευόταν από ιλλιγγιώδη μισθό και δυνατότητες συναγελασμού με όλη την εστέτ της διανόησης. Αρνείται, όμως, τα πάντα όταν αποφασίζει να ακολουθήσει την αγαπημένη του Μυρτώ στην Ελλάδα, έναν «κατάξανθο άγγελο, με χρυσαφένιες μπούκλες, φιδίσιο κορμί, και στόμα κόλαση». Την μετέπειτα γυναίκα του. Την καταστροφή του…
Ναι, ο Κωνσταντίνος αρνείται τα πάντα, και επιστρέφει στην χώρα όπου όλες αυτές οι αξίες με τις οποίες έχει διαποτιστεί η ψυχή του, και τον οδήγησαν στην επιτυχία στο εξωτερικό, μοιάζουν πλέον να χλευάζονται από το κοινωνικό σύνολο, και αντί για εφαλτήριο μιας ζωής γεμάτη επιτυχίες και ηθικής δικαίωσης, τελικά μοιάζουν να αποτελούν περισσότερο τροχοπέδη…σε όλα σχεδόν τα επίπεδα.
Ο ήρωας, έρμαιο του πάθους του για την Μυρτώ, μιας γυναίκας χωρίς ηθικούς φραγμούς και ψυχή, και ταυτόχρονα σοκαρισμένος από την σκληρή πραγματικότητα που βιώνει σε μία Ελλάδα με παντελή έλλειψη αξιοκρατίας, σε μία Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της, σε μία Ελλάδα που με συνοπτικές και «μυστήριες» διαδικασίες δίνει την θέση του Επίκουρου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών σε έναν άνθρωπο με σαφώς λιγότερα προσόντα αλλά με περισσότερες άκρες στο κυβερνών κόμμα, (αυτός ο ήρωας λοιπόν) μοιάζει ανήμπορος να διαχειριστεί σωστά την κόλαση που φαίνεται να ξεδιπλώνεται γύρω του.
Έτσι μια μέρα, απλά ξυπνάει και αισθάνεται πως έχει αδειάσει τον εαυτό του σε μία ζωή βουτηγμένη μέσα στα χρέη, σε μία ζωή χωρίς τους γονείς του, τους οποίους έχει πλέον χάσει αφού πρώτα έχει προδώσει με τον τρόπο του, σε μία ζωή χωρίς την γυναίκα που έμελλε να τον οδηγήσει στην απόγνωση, σε μία ζωή αφόρητης μοναξιάς …
Και για πρώτη φορά αρχίζει να νοιώθει αντιμέτωπος με τα λάθη του και όλες τις μίζερες αλήθειες της ζωής του, όπως άλλωστε αναφέρεται στα παρακάτω αποσπάσματα του βιβλίου.
«…δυστυχώς, όπως συμβαίνει πάντα με τις μεγάλες αλήθειες τις οποίες είτε δεν μπορείς είτε δεν θέλεις να τις καταλάβεις στην ώρα τους, τώρα, ήταν πια αργά».
«Δεκαπέντε χρόνια…
Πότε πρόλαβαν και πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια και πως τον ξέβρασαν στο σήμερα, ώρες ώρες αδυνατούσε να το καταλάβει. Αφού έρχονταν στιγμές που νόμιζε πως η ζωή του είχε συμπυκνωθεί σε μία στιγμή, σε ένα ανοιγοκλείσιμο του βλεφάρου, σαν ένα όνειρο, ένα πράγμα, λες και ξάπλωσε ένα βράδυ να κοιμηθεί τριάντα χρονών παλικαράκι, γεμάτος κέφι και όρεξη για ζωή, γεμάτος αγάπη στην καρδιά, με μια Μυρτώ στο πλάι του και ένα κάρο ελπίδες για το μέλλον…και ξαφνικά ξύπνησε ετών σαρανταπέντε, απελπισμένος, παραιτημένος, εντελώς κατεστραμμένος…και πιο μόνος από ποτέ»
Το τελευταίο πράγμα από το οποίο θα μπορούσε να πιαστεί ο Κωνσταντίνος είναι αυτή η συγγραφική του δραστηριότητα, δραστηριότητα η οποία είχε στεφτεί με επιτυχία από το πρώτο του κι όλας βιβλίο. Ο κόσμος, οι κριτικοί, όλοι φαίνονταν να είναι δίπλα του. Τους εκδότες του, παλιούς φίλους και συναγωνιστές των γονιών του, τους θαύμαζε απεριόριστα και στιγμές στιγμές ίσως και να τους αισθανόταν και ως μέλη της ευρύτερης οικογέγειας του.
Τι μπορεί να συμβεί λοιπόν σε έναν άνθρωπο που αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι αυτή η τελευταία ελπίδα σωτηρίας τελικά υπάρχει μόνο στην φαντασία του, σε μία δική του εικονική πραγματικότητα? Τι μπορεί να συμβεί όταν καταλαβαίνει ότι όλο αυτό το οικοδόμημα στήριξης είναι σαθρό και καταρρέει? Όταν καταλαβαίνει ότι οι αυτοί οι άνθρωποι που τόσο θαύμαζε και είχε εμπιστευθεί δεν ήταν τίποτε από αυτό που φαίνονταν?
Τι μπορεί να συμβεί όταν αγωνιζόμενος για τα συγγραφικά του δικαιώματα, όταν μαχόμενος για τα κεκτημένα του, βλέπει για άλλη μία φορά ότι το κράτος, και όλο το κατεστημένο, είναι τελικά, απλά και μόνο, ένας δηλητηριώδης ιστός αράχνης ο οποίος όσο πάει και απλώνει γύρω του μολύνοντας κάθε άκρη της ζωής του?
Τι μπορεί να συμβεί όταν οι φίλοι και οι συναγωνιστές του του γυρνάν προκλητικά την πλάτη για να σώσει ο καθένας με τον τρόπο του το τομάρι του?
Και τι μπορεί να νοιώσει ένας άνθρωπος τέτοιες στιγμές?
Η απάντηση έρχεται με αποσπάσματα από το βιβλίο που προσωπικά όταν τα διάβασα ανατρίχιασα…
«Μια βαθιά θλίψη, ασήκωτη και ανείπωτη, έπεσε ξαφνικά στους ώμους του και κόντεψε να τον γκρεμίσει στο πάτωμα.
Που πήγαν όλοι, ρε πούστη?
Που πήγαν τα όνειρα, που πήγε το τόσο πολλά υποσχόμενο μέλλον για λαμπρές καριέρες και σκατά?
Που πήγε η Σορβόνη, οι υποσχέσεις για πανεπιστημιακή καριέρα?
Που πήγε η μπασαβιόλα της Μυρτώς που του έλειπε τόσο πολύ και ας ήταν αυτή που του επικύρωσε τη θανατική του καταδίκη?
Που είστε ρε παιδιά…
Σιωπή.
Όλος ο κόσμος έσβησε.
Τίποτα πια.
Όλα βυθίστηκαν σε ένα μαύρο, παγωμένο σκοτάδι, σαν ξεχασμένη εσχατιά στο αχανές διάστημα, εκεί που ο ήλιος δεν φτάνει ποτέ και τίποτε δεν τελειώνει, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει.
Ένας χωροχρόνος καμωμένος από το τίποτα.
Απέραντο κενό.»
Και έτσι ο Κωνσταντίνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα τις ώρες που θα ενωθεί με τον εαυτό του σε μία απόλυτη συνύπαρξη, δίνοντας ταυτόχρονα και το τελευταίο χτύπημα στην «Αγαστή συνεργασία» με τους ανθρώπους στους οποίους είχε εσφαλμένα εναποθέσει τις τελευταίες του ελπίδες για ευτυχία...
Το βιβλίο είναι ένα πολύ δυνατό λογοτεχνικό έργο, ένα έργο γεμάτο ένταση και παλμό, ένα έργο που καθηλώνει τον αναγνώστη, ο οποίος διαβάζοντας το βιώνει το άδειασμα της ψυχής του ήρωα, αισθάνεται να βασανίζεται από τις ενοχές του ήρωα για τα λάθη που έπραξε, νοιώθει να φουντώνει από το μένος του ήρωα για όλες τις αδικίες που εισέπραξε.
Και τελευταίο και πιο σημαντικό, νοιώθει την απελπισία ενός ανθρώπου που έχει χάσει τα πάντα και δεν έχει πλέον απολύτως τίποτε άλλο να χάσει… Και ο δρόμος για την λύτρωση που τόσο ποθεί φαίνεται τελικά να είναι απλά ...μονόδρομος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου