O σκηνοθέτης Θόδωρος Τερζόπουλος είναι ένας στιβαρός θεατράνθρωπος και οι περί το θέατρο ειδικοί τον κατατάσσουν ανάμεσα στους σημαντικότερους του κόσμου.
Σίγουρα, δεν είναι ευμένεια της τύχης το γεγονός ότι ένα από τα πιο αξιόλογα Ινστιτούτα Θεάτρου παγκοσμίως, το Ινστιτούτο Γκροτόφσκι, που οργάνωσε πριν δύο χρόνια ένα διεθνές φεστιβάλ με αφιερώματα στους ‘μετρ’ του θεάτρου, συγκατέλεξε, ανάμεσα στον Μπρουκ, τον Σουζούκι, τον Βασίλιεφ, την Πίνα Μπάους, και τον Τερζόπουλο. Οπως δεν είναι κοινός τόπος, να υπάρχουν σημαίνουσες προσωπικότητες, θεωρητικοί του θεάτρου, που να εκπονούν μελέτες για το έργο ενός ανθρώπου, καθώς γίνεται για τον Τερζόπουλο –έχουν ήδη κυκλοφορήσει περίπου δέκα και αναμένονται ακόμα τέσσερις, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού. Ή να ανοίγουν οι πόρτες του Μπολσόι, για να σκηνοθετήσει κάποιος όπερα. Ή που η μέθοδος διδασκαλίας του έχει εισαχθεί στις θεατρικές Ακαδημίες της Μόσχας, του Πεκίνου, της Αγίας Πετρούπολης, της Ρώμης κ.α. Η μέθοδος, της οποίας το αποτέλεσμα επαινείται από διεθνώς αναγνωρισμένους κριτικούς, όπως ο Μίκαελ Μπίλιγκτον της εφημερίδας ‘Guardian’, ο οποίος ήρθε πρόσφατα στην Αθήνα κι έγραψε ότι ντρέπεται που δεν γνώρισε νωρίτερα τη δουλειά του και τον τοποθέτησε κι αυτός δίπλα στον Πίτερ Μπρουκ, τον Γέρζι Γκροτόφσκι και τον Μπομπ Ουίλσον. Διθυραμβικά σχόλια έχουν γραφεί επίσης στις εφημερίδες ‘Times’, ‘Liberation’, ‘El Pais’ από ισοϋψείς κριτικούς. Κι εφέτος, κλείνοντας 40 χρόνια λατρευτικής προσφοράς στο θέατρο, το Βερολίνο όπου σπούδασε, του ετοιμάζει ένα μείζον αφιέρωμα.
Ο Θόδωρος Τερζόπουλος είναι ένας άνθρωπος χαμογελαστός, ευκολοπλησίαστος, αλλά συγχρόνως απόμακρος, εσωστρεφής και αυστηρός και, όπως και στα έργα που ανεβάζει, αφήνει πάντα πίσω του την αύρα του εδώ και του επέκεινα.
Αυτήν τη θεατρική περίοδο, στο θέατρό του, το ‘Άττις’ το οποίο πρόσφατα απέκτησε και δεύτερη σκηνή, παρουσιάζει τέσσερα έργα: το ‘Αλάρμ’, βασισμένο στην αλληλογραφία της βασίλισσας Ελισάβετ με τη Μαρία Στιούαρτ, το ‘Μάουζερ’ του Χάινερ Μίλερ και κάθε Δευτέρα και Τρίτη, εναλλάξ, τον ‘Χορευτή’ του Έριχ Αρεντ και την ‘Ιοκάστη’ του Γιάννη Κοντραφούρη. Στα τρία τελευταία συμμετέχει και ο ίδιος.
Κύριε Τερζόπουλε, οι παραστάσεις σας διαφέρουν από παραστάσεις άλλων θεάτρων. Έχετε μια πολύ συγκεκριμένη θεατρική άποψη ως προς το περιεχόμενο, την έκφραση, τη φόρμα, εμβαθύνοντας στην ανθρώπινη φύση. «Έτσι είναι. Όταν οι ηθοποιοί του ‘Αττις’ εμφανίζονται στη σκηνή, κοιτάζουν επίμονα τους θεατές, προσπαθώντας να τους διαπεράσουν ενεργειακά, να τους πάρουν μαζί τους και να συνταξιδέψουν στο υπερβατικό επέκεινα. Αυτή η λειτουργία δίνει στον ηθοποιό μιαν άλλη σωματική φόρτιση, όχι καθημερινή. Ανοίγει τους ενεργειακούς άξονές του και ο λόγος, φορτισμένος κι αυτός, αναδεικνύει το φως και τα σκοτάδια του. Γι’ αυτό, είναι παρών, αλλά είναι και απών. Είναι στη σκηνή και συγχρόνως κάπου αλλού. Άλλοτε διευκολύνει νοηματικά τους θεατές κι άλλοτε τους δυσκολεύει».
Τους βλέπετε να φεύγουν και αμήχανους; «Αρκετές φορές, αλλά η αμηχανία είναι ένα πολύ καλό στοιχείο αν το συγκρίνουμε με τη βεβαιότητα και την ανάλαφρη ευφορία, η οποία απορρέει από μια παράσταση, που έχει αρθρώσει μόνο το εύληπτο λεξιλόγιό της. Χρειάζεται η κρίση και η σύγκρουση των θεατών με τον εαυτό τους, για να συνεχισθεί ο προβληματισμός και μετά την παράσταση».
Ποιο είναι το πλαίσιο, μέσα στο οποίο εργάζονται οι ηθοποιοί σας; «Όταν ένας ηθοποιός έρχεται στο ‘Αττις’ αρνούμαι τη βιογραφία του ως υλικό εργασίας. Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε το ταμπεραμέντο και η ευρηματικότητά του, που μπορεί να είναι χρήσιμα μεν, αλλά να μην αφορούν τον τρόπο δουλειάς μου. Ο ηθοποιός πρέπει να ξεχάσει τις ευκολίες του, να μάθει να αυτοσυγκεντρώνεται, να πειθαρχεί, να ελέγχει τα εκφραστικά μέσα του, να γνωρίζει τα ενεργειακά κέντρα του. Επίσης, να αναπτύξει τη φαντασία του, χωρίς να εννοώ την αχαλίνωτη του μεσογειακού ανθρώπου, η οποία καταστρέφει τα πάντα. Να μάθει τη διαδικασία της αφαίρεσης, επειδή η τέχνη είναι σύμφυτη της αφαίρεσης. Και τότε, θα μπορεί πλέον να ερευνά σε βάθος και ο πυρήνας του θα εκραγεί και θα γεννήσει το πραγματικό υλικό εργασίας, που είναι η δική του αλήθεια. Αυτός ο δρόμος όμως, χρειάζεται σύστημα. Είναι ο δρόμος της βαθιάς μνήμης».
Της κυτταρικής μνήμης, δηλαδή; «Ακριβώς».
Επειδή η μνήμη αυτή είναι συλλογική και παγκόσμια, συναντάτε ίδιες αλήθειες σε ηθοποιούς διαφόρων πολιτισμών; «Το είδα και στην άλλη άκρη της γης, στην Κολομβία, σε μια παράσταση για τον Γιουρουπαρί, τον θεό Διόνυσο του προκολομβιανού πολιτισμού, με ντόπιους ηθοποιούς και με σαμάνους. Διδάχτηκαν πολλά οι μεν από τους δε, κι εγώ πολλά από τους Σαμάνους. Ζητήματα που δεν μπορούσα να αντιληφθώ στη χώρα μου. Ο τρόπος, για παράδειγμα, που έφταναν σε έκσταση μέσα από ένα επαναλαμβανόμενο ρυθμό, σε διαρκή επιτάχυνση. Λειτουργούσε μοναδικά τόσο η κορύφωση του ρυθμού, η τελική έκρηξή του, όσο και η εκτόνωση του, που έπαιρνε χαρακτήρα πένθους. Αναδυόταν μία οντολογική θλίψη, που μου θύμισε την πυκνή θλίψη στις μάσκες του αρχαίου θεάτρου».
Γιατί την αποκαλείτε ‘οντολογική’; «Γιατί φαίνεται ότι η θλίψη του πένθους ή η πένθιμη θλίψη είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό το τόσο σημαντικό στοιχείο το πήρα πολύ σοβαρά συνολικά στη δουλειά μου. Οι ηθοποιοί μου Άλα Ντεμίτοβα, Τάσος Δήμας, Σοφία Μιχοπούλου σε πολλές παραστάσεις εκφράζουν τη θλίψη του πένθους, με μοναδικό τρόπο. Είναι συγκλονιστική στιγμή για το θέατρο».
Η σχέση που αναπτύσσετε με τους ηθοποιούς σας πώς είναι; «Είναι σχέση γαλήνης. Αν δεν είναι ήρεμος ο ηθοποιός και δεν προσπαθεί ο σκηνοθέτης - φίλος να αγαπήσει τον ηθοποιό, δε θα υπάρξει καλό αποτέλεσμα. Ο ηθοποιός γενναιόδωρα μου δίνει το υλικό του, αντλώντας το από τις πιο δύσβατες πηγές του ψυχισμού του. Κι οι δυο πιασμένοι χέρι χέρι θ’ αναζητήσουμε την αλήθεια. Η δύναμη του καλλιτέχνη, άλλωστε, είναι η πίστη στο έργο του. Και ο νέος πρέπει να πιστέψει στο δάσκαλό του. Διότι, διαφορετικά, οι κοινωνίες δεν προχωρούν».
Εσείς σε ποιον πιστέψατε; «Είχα την τύχη, νέος ακόμα, να συναντήσω τον Χάινερ Μύλλερ. Έγινε δάσκαλός μου, με επηρέασε, μου έδειξε την ουσία των πραγμάτων. Τον πίστεψα πολύ. Αυτό πρέπει να κάνει κανείς. Να πιστέψει σε κάτι και να το ακολουθεί εμμονικά».
Αυτή η διαδικασία, τόσα χρόνια, πόσο σας έχει αλλάξει; «Μου έχει λύσει προβλήματα ιδεολογικά, φιλοσοφικά, αλλά και ψυχολογικά, γιατί μεγάλωσα στα πέτρινα χρόνια. Προέρχομαι από αγροτική οικογένεια, από το Μακρύγιαλο Πιερίας κι είχα πολλά τραύματα που έχουν σχέση με τα γεγονότα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Κουβαλούσα πίκρα, αγωνία, αλλά και ταξικό μίσος. Γι’ αυτό κι από μικρός, ήμουν σε διαρκή κατάσταση ετοιμότητας, με οξυμμένες τις αισθήσεις μου και τη διαίσθησή μου. Προσπαθώντας να απαντήσω στον αντίπαλό μου, βρισκόμουν σε μια διαρκή σύγκρουση με μένα. Με τα χρόνια, όμως, κατάλαβα ότι ο αντίπαλος μου δεν ήταν άλλος από τον εαυτό μου και, επομένως, με αυτόν σιγά σιγά προσπάθησα να συμφιλιωθώ. Δεν σας το κρύβω: έχω σπάσει πολλές φορές τον καθρέφτη, κοιτάζοντας το πρόσωπό μου∙ κι αυτό εμπεριέχει μεγάλη οδύνη».
Η οποία, στο τέλος, εξιλεώνει; «Εξιλεώνει, εξευγενίζει, ηρεμεί. Έμαθα να αγαπώ τους ανθρώπους πιο πολύ, να είμαι πιο κοντά τους. Ακόμα, να είμαι πιο αντικειμενικός, να τους συγχωρώ, να είμαι πιο γενναιόδωρος, να μη ζητώ αυτό που δεν μπορούν να μου δώσουν και να μην τους δίνω αυτό που δεν θέλουν».
Μάθατε να ζητάτε και ‘συγγνώμη’; «Ναι, γιατί το ταξίδι της τέχνης είναι ταξίδι ευγνωμοσύνης και συγγνώμης, ταξίδι που γαληνεύει. Δουλεύω για το δρόμο προς την Ιθάκη, γνωρίζοντας ότι την Ιθάκη δεν θα την φτάσω ποτέ. Ωστόσο, στη διάρκεια αυτού του δύσκολου ταξιδιού, υπάρχουν εξαιρετικές στιγμές χαράς. Είναι οι στιγμές, κατά τις οποίες συναντώ την ουσία του απέναντι εαυτού μου, του ηθοποιού μου και του θεατή μου».
Η καθηγήτρια κλασικών σπουδών Μαριάν Μακ Ντόναλντ σας έχει αποκαλέσει ‘Τειρεσία’ καθώς, εδώ και χρόνια κρούετε καμπανάκι κινδύνου για τα κοινωνικά προβλήματα. Τι λέτε; «Δεν ήμουν προφήτης, αλλά προσπαθούσα να ερμηνεύσω τα γεγονότα, ψάχνοντας την αιτία τους, όχι απαραίτητα μέσα από τη μαρξιστική παιδεία μου, αλλά από διαίσθηση και παρατήρηση της καθημερινότητας. Και δεν ήμουν ο μόνος. Οι καλλιτέχνες έχουμε μια διαίσθηση, που δεν έχουν οι πολιτικοί. Όλη αυτή, λοιπόν, η ψευδοευημερία μου προκαλούσε ένα παράξενο συναίσθημα απώθησης. Η αλεγρία των νεοελλήνων που παρήγαγαν λίγα και ξόδευαν πολλά, βρισκόταν σε αναντιστοιχία με την πραγματικότητα».
Κι εσείς, τι κάνατε; «Δεν έπεσα, βέβαια, στην παγίδα της πανηγυριώτικης χαράς. Έμεινα μακριά από κομματικούς σχηματισμούς και συνδικαλισμούς. Και αναρωτιέμαι ποια είναι η ταυτότητα του νεοέλληνα ο οποίος, στην πλειοψηφία του, πολύ εύκολα ρίχνει την ευθύνη στον άλλον, ακόμα και στους μετανάστες, και μοναδικός του στόχος είναι το χρήμα και η καλή ζωή. Δηλαδή κανένας στόχος».
Το θέατρό σας βρίσκεται σε μια γειτονιά με πολλούς ξένους. Θα μπορούσε η ελληνική κοινωνία να γίνει πολυπολιτισμική, μέσα από την ορθολογιστική αφομοίωσή τους; «Βεβαίως. Παλιά, στην οδό Λεωνίδου όπου βρίσκεται το θέατρο, οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Έλληνες και η περιοχή ‘άνευρη’. Τώρα, με τους μετανάστες, ζωντάνεψε! Σήμερα, είδα δυο γάμους σε ένα κινέζικο ρεστοράν και οι Κούρδοι είχαν γιορτή στο πολιτιστικό σύλλογό τους, μια γωνία παρακάτω. Αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα γεγονότα. Ναι, θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετική πολυπολιτισμική κοινωνία, γιατί οι άνθρωποι αυτοί έφεραν τις παραδόσεις τους, τις γνώσεις τους, μια καινούργια ενέργεια. Και ίσως η δημιουργική ζύμωση με τους ξένους να μας έβγαζε από το αδιέξοδο, παράγοντας μια νέα δυναμική, δυναμική που να ανοίγεται στο μέλλον. Λυπάμαι που η κοινωνία μας, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι ξενοφοβική και εσωστρεφής».
Φταίει στο πώς αντιμετωπίζει το ζήτημα, η κεντρική εξουσία; «Σε μεγάλο βαθμό. Γιατί και η κεντρική εξουσία είναι εσωστρεφής. Είναι εγκλωβισμένη στα δικά της ζητήματα. Και το μείζον θέμα των μεταναστών το αντιμετωπίζει ως μείζον άλυτο πρόβλημα, ενώ θα μπορούσε, με μόχθο βέβαια, να το λύσει και να καρπωθεί τα πλεονεκτήματά του. Η εξουσία είναι κοντόφθαλμη, κοιμάται ή αδιαφορεί».
Το θέατρό σας συνεισφέρει με κάποιες δράσεις… «Σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία, εμείς συνεισφέρουμε συνεργαζόμενοι με τα πολυπολιτισμικά σχολεία της περιοχής. Έχουμε μια σειρά δράσεων, με τον τίτλο ‘Λαθραία Ζωή’. Την έχει αναλάβει ο ηθοποιός μου Στάθης Γράψας, που είναι εξαιρετικός ακτιβιστής και αυτήν την περίοδο δουλεύει και στις φυλακές του Αυλώνα, με έφηβους φυλακισμένους. Τα κείμενα τα γράφει πάντα ο Θανάσης Αλευράς κι εγώ έχω την εποπτεία του όλου εγχειρήματος».
Είστε πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής της Θεατρικής Ολυμπιάδας. Πώς πηγαίνει αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα; «Το φθινόπωρο πραγματοποιήθηκε η 5η Ολυμπιάδα στη Σεούλ, με πολύ μεγάλη επιτυχία, με τον τίτλο ‘Σαράνγκ’, που σημαίνει ‘αγάπη και ανθρωπισμός’. Φιλοξενήθηκαν εβδομήντα παραστάσεις απ’ όλο τον κόσμο και πραγματοποιήθηκαν σειρές εργαστηρίων, συμποσίων κ.α.. Η επόμενη Ολυμπιάδα θα γίνει, το 2012, στην Ιαπωνία και μετά θα επιστρέψει στην Ευρώπη».
Τι ετοιμάζετε τώρα; «Τον Μάιο σκηνοθετώ την Αντιγόνη στο Πεκίνο, όπου γίνεται και η παρουσίαση ενός βιβλίου με την κινέζικη άποψη πάνω στο έργο μου. Επίσης, θα σκηνοθετήσω στο Μπολσόι την όπερα ‘Νοσφεράτου΄’ του ρώσου συνθέτη Ντιμίτρι Κουρλιάντσκι. Χαίρομαι ιδιαίτερα που θα συνεργαστώ σε αυτήν την παράσταση με τον μοναδικό μαέστρο Θόδωρο Κουρετζή. Στη συνέχεια, θα κάνω πολλές περιοδείες και σκηνοθεσίες στο εξωτερικό».
Εχετε δώσει κοντά 1900 παραστάσεις, εκτός Ελλάδας. Πώς έγινε το μεγάλο ξεκίνημα; «Με τις ‘Βάκχες’ στην Ισπανία. Η παράσταση είχε τεράστια επιτυχία, οι θεατές παρέμειναν στο θέατρο όλη τη νύχτα και την επόμενη μέρα η είδηση δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα της ‘El Pais’. Αμέσως μας κάλεσαν και τα υπόλοιπα φεστιβάλ της Ισπανίας».
Από την εμπειρία σας στις παραστάσεις στο εξωτερικό, ποιας εθνικότητας θεατές είναι οι καλύτεροι ή οι πιο εκδηλωτικοί; «Οι Λατινοαμερικάνοι. Η πρόσληψή τους είναι άμεση, επειδή είναι χαλαροί, ανοιχτοί στο ζωντανό θέατρο, χειροκροτούν θερμά. Κοντινό σε εμάς κοινό, όπως και το ρωσικό, ενώ το γερμανικό είναι ένα εξαιρετικό κοινό, που νιώθεις όμως να επεξεργάζεται διαρκώς τα διαδραματιζόμενα».
Και τι σας έχει συγκινήσει περισσότερο στην καριέρα σας; «Μια συνάντηση, το 1988, στο Σοχούμ του Καυκάσου, όπου ανεβάσαμε τις ‘Βάκχες’. Εκεί υπήρχε μια ελληνική κοινότητα και ήρθε μία κυρία, Σοφία Φωστηροπούλου ονομαζόταν, η οποία μου αφηγήθηκε πώς, την εποχή του σταλινισμού και των εκτοπισμών Ελλήνων και άλλων μειονοτήτων στις στέπες του Καζαχστάν, είχε δημιουργήσει μια θεατρική ομάδα που ανέβαζε αρχαίες τραγωδίες, για να διατηρηθεί ακμαίο το ηθικό τους. Μου έπαιξε κι ένα μονόλογο από την ‘Ηλέκτρα’. Είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ».
Πώς και δεν έχετε αναλάβει κάποια θεσμική θέση στο ελληνικό καλλιτεχνικό τοπίο; «Δεν επιθυμώ να γίνω θεσμικός. Αρνήθηκα να διευθύνω θεσμούς, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών, το Κρατικό Βορείου Ελλάδος και το Εθνικό Θέατρο. Αλλά θα ήθελα να πω ότι οφείλω πολλά για όλο αυτό το ταξίδι μου, στους συνδημιουργούς μου Σοφία Μιχοπούλου, Τάσο Δήμα, Άλα Ντεμίτοβα, Σοφία Χιλ, Πάολο Μουζίο και σε όλους τους Έλληνες και ξένους ηθοποιούς, που συνεργάστηκαν και συνεργάζονται μαζί μου. Τι θα ήταν το ‘Αττις’ χωρίς αυτούς αλλά και χωρίς τους θεατές μας;»
Βημαγκαζίνο, τεύχος 548, σελ 44-47, στις 17 Απριλίου 2011
Σίγουρα, δεν είναι ευμένεια της τύχης το γεγονός ότι ένα από τα πιο αξιόλογα Ινστιτούτα Θεάτρου παγκοσμίως, το Ινστιτούτο Γκροτόφσκι, που οργάνωσε πριν δύο χρόνια ένα διεθνές φεστιβάλ με αφιερώματα στους ‘μετρ’ του θεάτρου, συγκατέλεξε, ανάμεσα στον Μπρουκ, τον Σουζούκι, τον Βασίλιεφ, την Πίνα Μπάους, και τον Τερζόπουλο. Οπως δεν είναι κοινός τόπος, να υπάρχουν σημαίνουσες προσωπικότητες, θεωρητικοί του θεάτρου, που να εκπονούν μελέτες για το έργο ενός ανθρώπου, καθώς γίνεται για τον Τερζόπουλο –έχουν ήδη κυκλοφορήσει περίπου δέκα και αναμένονται ακόμα τέσσερις, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού. Ή να ανοίγουν οι πόρτες του Μπολσόι, για να σκηνοθετήσει κάποιος όπερα. Ή που η μέθοδος διδασκαλίας του έχει εισαχθεί στις θεατρικές Ακαδημίες της Μόσχας, του Πεκίνου, της Αγίας Πετρούπολης, της Ρώμης κ.α. Η μέθοδος, της οποίας το αποτέλεσμα επαινείται από διεθνώς αναγνωρισμένους κριτικούς, όπως ο Μίκαελ Μπίλιγκτον της εφημερίδας ‘Guardian’, ο οποίος ήρθε πρόσφατα στην Αθήνα κι έγραψε ότι ντρέπεται που δεν γνώρισε νωρίτερα τη δουλειά του και τον τοποθέτησε κι αυτός δίπλα στον Πίτερ Μπρουκ, τον Γέρζι Γκροτόφσκι και τον Μπομπ Ουίλσον. Διθυραμβικά σχόλια έχουν γραφεί επίσης στις εφημερίδες ‘Times’, ‘Liberation’, ‘El Pais’ από ισοϋψείς κριτικούς. Κι εφέτος, κλείνοντας 40 χρόνια λατρευτικής προσφοράς στο θέατρο, το Βερολίνο όπου σπούδασε, του ετοιμάζει ένα μείζον αφιέρωμα.
Ο Θόδωρος Τερζόπουλος είναι ένας άνθρωπος χαμογελαστός, ευκολοπλησίαστος, αλλά συγχρόνως απόμακρος, εσωστρεφής και αυστηρός και, όπως και στα έργα που ανεβάζει, αφήνει πάντα πίσω του την αύρα του εδώ και του επέκεινα.
Αυτήν τη θεατρική περίοδο, στο θέατρό του, το ‘Άττις’ το οποίο πρόσφατα απέκτησε και δεύτερη σκηνή, παρουσιάζει τέσσερα έργα: το ‘Αλάρμ’, βασισμένο στην αλληλογραφία της βασίλισσας Ελισάβετ με τη Μαρία Στιούαρτ, το ‘Μάουζερ’ του Χάινερ Μίλερ και κάθε Δευτέρα και Τρίτη, εναλλάξ, τον ‘Χορευτή’ του Έριχ Αρεντ και την ‘Ιοκάστη’ του Γιάννη Κοντραφούρη. Στα τρία τελευταία συμμετέχει και ο ίδιος.
Κύριε Τερζόπουλε, οι παραστάσεις σας διαφέρουν από παραστάσεις άλλων θεάτρων. Έχετε μια πολύ συγκεκριμένη θεατρική άποψη ως προς το περιεχόμενο, την έκφραση, τη φόρμα, εμβαθύνοντας στην ανθρώπινη φύση. «Έτσι είναι. Όταν οι ηθοποιοί του ‘Αττις’ εμφανίζονται στη σκηνή, κοιτάζουν επίμονα τους θεατές, προσπαθώντας να τους διαπεράσουν ενεργειακά, να τους πάρουν μαζί τους και να συνταξιδέψουν στο υπερβατικό επέκεινα. Αυτή η λειτουργία δίνει στον ηθοποιό μιαν άλλη σωματική φόρτιση, όχι καθημερινή. Ανοίγει τους ενεργειακούς άξονές του και ο λόγος, φορτισμένος κι αυτός, αναδεικνύει το φως και τα σκοτάδια του. Γι’ αυτό, είναι παρών, αλλά είναι και απών. Είναι στη σκηνή και συγχρόνως κάπου αλλού. Άλλοτε διευκολύνει νοηματικά τους θεατές κι άλλοτε τους δυσκολεύει».
Τους βλέπετε να φεύγουν και αμήχανους; «Αρκετές φορές, αλλά η αμηχανία είναι ένα πολύ καλό στοιχείο αν το συγκρίνουμε με τη βεβαιότητα και την ανάλαφρη ευφορία, η οποία απορρέει από μια παράσταση, που έχει αρθρώσει μόνο το εύληπτο λεξιλόγιό της. Χρειάζεται η κρίση και η σύγκρουση των θεατών με τον εαυτό τους, για να συνεχισθεί ο προβληματισμός και μετά την παράσταση».
Ποιο είναι το πλαίσιο, μέσα στο οποίο εργάζονται οι ηθοποιοί σας; «Όταν ένας ηθοποιός έρχεται στο ‘Αττις’ αρνούμαι τη βιογραφία του ως υλικό εργασίας. Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε το ταμπεραμέντο και η ευρηματικότητά του, που μπορεί να είναι χρήσιμα μεν, αλλά να μην αφορούν τον τρόπο δουλειάς μου. Ο ηθοποιός πρέπει να ξεχάσει τις ευκολίες του, να μάθει να αυτοσυγκεντρώνεται, να πειθαρχεί, να ελέγχει τα εκφραστικά μέσα του, να γνωρίζει τα ενεργειακά κέντρα του. Επίσης, να αναπτύξει τη φαντασία του, χωρίς να εννοώ την αχαλίνωτη του μεσογειακού ανθρώπου, η οποία καταστρέφει τα πάντα. Να μάθει τη διαδικασία της αφαίρεσης, επειδή η τέχνη είναι σύμφυτη της αφαίρεσης. Και τότε, θα μπορεί πλέον να ερευνά σε βάθος και ο πυρήνας του θα εκραγεί και θα γεννήσει το πραγματικό υλικό εργασίας, που είναι η δική του αλήθεια. Αυτός ο δρόμος όμως, χρειάζεται σύστημα. Είναι ο δρόμος της βαθιάς μνήμης».
Της κυτταρικής μνήμης, δηλαδή; «Ακριβώς».
Επειδή η μνήμη αυτή είναι συλλογική και παγκόσμια, συναντάτε ίδιες αλήθειες σε ηθοποιούς διαφόρων πολιτισμών; «Το είδα και στην άλλη άκρη της γης, στην Κολομβία, σε μια παράσταση για τον Γιουρουπαρί, τον θεό Διόνυσο του προκολομβιανού πολιτισμού, με ντόπιους ηθοποιούς και με σαμάνους. Διδάχτηκαν πολλά οι μεν από τους δε, κι εγώ πολλά από τους Σαμάνους. Ζητήματα που δεν μπορούσα να αντιληφθώ στη χώρα μου. Ο τρόπος, για παράδειγμα, που έφταναν σε έκσταση μέσα από ένα επαναλαμβανόμενο ρυθμό, σε διαρκή επιτάχυνση. Λειτουργούσε μοναδικά τόσο η κορύφωση του ρυθμού, η τελική έκρηξή του, όσο και η εκτόνωση του, που έπαιρνε χαρακτήρα πένθους. Αναδυόταν μία οντολογική θλίψη, που μου θύμισε την πυκνή θλίψη στις μάσκες του αρχαίου θεάτρου».
Γιατί την αποκαλείτε ‘οντολογική’; «Γιατί φαίνεται ότι η θλίψη του πένθους ή η πένθιμη θλίψη είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό το τόσο σημαντικό στοιχείο το πήρα πολύ σοβαρά συνολικά στη δουλειά μου. Οι ηθοποιοί μου Άλα Ντεμίτοβα, Τάσος Δήμας, Σοφία Μιχοπούλου σε πολλές παραστάσεις εκφράζουν τη θλίψη του πένθους, με μοναδικό τρόπο. Είναι συγκλονιστική στιγμή για το θέατρο».
Η σχέση που αναπτύσσετε με τους ηθοποιούς σας πώς είναι; «Είναι σχέση γαλήνης. Αν δεν είναι ήρεμος ο ηθοποιός και δεν προσπαθεί ο σκηνοθέτης - φίλος να αγαπήσει τον ηθοποιό, δε θα υπάρξει καλό αποτέλεσμα. Ο ηθοποιός γενναιόδωρα μου δίνει το υλικό του, αντλώντας το από τις πιο δύσβατες πηγές του ψυχισμού του. Κι οι δυο πιασμένοι χέρι χέρι θ’ αναζητήσουμε την αλήθεια. Η δύναμη του καλλιτέχνη, άλλωστε, είναι η πίστη στο έργο του. Και ο νέος πρέπει να πιστέψει στο δάσκαλό του. Διότι, διαφορετικά, οι κοινωνίες δεν προχωρούν».
Εσείς σε ποιον πιστέψατε; «Είχα την τύχη, νέος ακόμα, να συναντήσω τον Χάινερ Μύλλερ. Έγινε δάσκαλός μου, με επηρέασε, μου έδειξε την ουσία των πραγμάτων. Τον πίστεψα πολύ. Αυτό πρέπει να κάνει κανείς. Να πιστέψει σε κάτι και να το ακολουθεί εμμονικά».
Αυτή η διαδικασία, τόσα χρόνια, πόσο σας έχει αλλάξει; «Μου έχει λύσει προβλήματα ιδεολογικά, φιλοσοφικά, αλλά και ψυχολογικά, γιατί μεγάλωσα στα πέτρινα χρόνια. Προέρχομαι από αγροτική οικογένεια, από το Μακρύγιαλο Πιερίας κι είχα πολλά τραύματα που έχουν σχέση με τα γεγονότα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Κουβαλούσα πίκρα, αγωνία, αλλά και ταξικό μίσος. Γι’ αυτό κι από μικρός, ήμουν σε διαρκή κατάσταση ετοιμότητας, με οξυμμένες τις αισθήσεις μου και τη διαίσθησή μου. Προσπαθώντας να απαντήσω στον αντίπαλό μου, βρισκόμουν σε μια διαρκή σύγκρουση με μένα. Με τα χρόνια, όμως, κατάλαβα ότι ο αντίπαλος μου δεν ήταν άλλος από τον εαυτό μου και, επομένως, με αυτόν σιγά σιγά προσπάθησα να συμφιλιωθώ. Δεν σας το κρύβω: έχω σπάσει πολλές φορές τον καθρέφτη, κοιτάζοντας το πρόσωπό μου∙ κι αυτό εμπεριέχει μεγάλη οδύνη».
Η οποία, στο τέλος, εξιλεώνει; «Εξιλεώνει, εξευγενίζει, ηρεμεί. Έμαθα να αγαπώ τους ανθρώπους πιο πολύ, να είμαι πιο κοντά τους. Ακόμα, να είμαι πιο αντικειμενικός, να τους συγχωρώ, να είμαι πιο γενναιόδωρος, να μη ζητώ αυτό που δεν μπορούν να μου δώσουν και να μην τους δίνω αυτό που δεν θέλουν».
Μάθατε να ζητάτε και ‘συγγνώμη’; «Ναι, γιατί το ταξίδι της τέχνης είναι ταξίδι ευγνωμοσύνης και συγγνώμης, ταξίδι που γαληνεύει. Δουλεύω για το δρόμο προς την Ιθάκη, γνωρίζοντας ότι την Ιθάκη δεν θα την φτάσω ποτέ. Ωστόσο, στη διάρκεια αυτού του δύσκολου ταξιδιού, υπάρχουν εξαιρετικές στιγμές χαράς. Είναι οι στιγμές, κατά τις οποίες συναντώ την ουσία του απέναντι εαυτού μου, του ηθοποιού μου και του θεατή μου».
Η καθηγήτρια κλασικών σπουδών Μαριάν Μακ Ντόναλντ σας έχει αποκαλέσει ‘Τειρεσία’ καθώς, εδώ και χρόνια κρούετε καμπανάκι κινδύνου για τα κοινωνικά προβλήματα. Τι λέτε; «Δεν ήμουν προφήτης, αλλά προσπαθούσα να ερμηνεύσω τα γεγονότα, ψάχνοντας την αιτία τους, όχι απαραίτητα μέσα από τη μαρξιστική παιδεία μου, αλλά από διαίσθηση και παρατήρηση της καθημερινότητας. Και δεν ήμουν ο μόνος. Οι καλλιτέχνες έχουμε μια διαίσθηση, που δεν έχουν οι πολιτικοί. Όλη αυτή, λοιπόν, η ψευδοευημερία μου προκαλούσε ένα παράξενο συναίσθημα απώθησης. Η αλεγρία των νεοελλήνων που παρήγαγαν λίγα και ξόδευαν πολλά, βρισκόταν σε αναντιστοιχία με την πραγματικότητα».
Κι εσείς, τι κάνατε; «Δεν έπεσα, βέβαια, στην παγίδα της πανηγυριώτικης χαράς. Έμεινα μακριά από κομματικούς σχηματισμούς και συνδικαλισμούς. Και αναρωτιέμαι ποια είναι η ταυτότητα του νεοέλληνα ο οποίος, στην πλειοψηφία του, πολύ εύκολα ρίχνει την ευθύνη στον άλλον, ακόμα και στους μετανάστες, και μοναδικός του στόχος είναι το χρήμα και η καλή ζωή. Δηλαδή κανένας στόχος».
Το θέατρό σας βρίσκεται σε μια γειτονιά με πολλούς ξένους. Θα μπορούσε η ελληνική κοινωνία να γίνει πολυπολιτισμική, μέσα από την ορθολογιστική αφομοίωσή τους; «Βεβαίως. Παλιά, στην οδό Λεωνίδου όπου βρίσκεται το θέατρο, οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Έλληνες και η περιοχή ‘άνευρη’. Τώρα, με τους μετανάστες, ζωντάνεψε! Σήμερα, είδα δυο γάμους σε ένα κινέζικο ρεστοράν και οι Κούρδοι είχαν γιορτή στο πολιτιστικό σύλλογό τους, μια γωνία παρακάτω. Αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα γεγονότα. Ναι, θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετική πολυπολιτισμική κοινωνία, γιατί οι άνθρωποι αυτοί έφεραν τις παραδόσεις τους, τις γνώσεις τους, μια καινούργια ενέργεια. Και ίσως η δημιουργική ζύμωση με τους ξένους να μας έβγαζε από το αδιέξοδο, παράγοντας μια νέα δυναμική, δυναμική που να ανοίγεται στο μέλλον. Λυπάμαι που η κοινωνία μας, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι ξενοφοβική και εσωστρεφής».
Φταίει στο πώς αντιμετωπίζει το ζήτημα, η κεντρική εξουσία; «Σε μεγάλο βαθμό. Γιατί και η κεντρική εξουσία είναι εσωστρεφής. Είναι εγκλωβισμένη στα δικά της ζητήματα. Και το μείζον θέμα των μεταναστών το αντιμετωπίζει ως μείζον άλυτο πρόβλημα, ενώ θα μπορούσε, με μόχθο βέβαια, να το λύσει και να καρπωθεί τα πλεονεκτήματά του. Η εξουσία είναι κοντόφθαλμη, κοιμάται ή αδιαφορεί».
Το θέατρό σας συνεισφέρει με κάποιες δράσεις… «Σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία, εμείς συνεισφέρουμε συνεργαζόμενοι με τα πολυπολιτισμικά σχολεία της περιοχής. Έχουμε μια σειρά δράσεων, με τον τίτλο ‘Λαθραία Ζωή’. Την έχει αναλάβει ο ηθοποιός μου Στάθης Γράψας, που είναι εξαιρετικός ακτιβιστής και αυτήν την περίοδο δουλεύει και στις φυλακές του Αυλώνα, με έφηβους φυλακισμένους. Τα κείμενα τα γράφει πάντα ο Θανάσης Αλευράς κι εγώ έχω την εποπτεία του όλου εγχειρήματος».
Είστε πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής της Θεατρικής Ολυμπιάδας. Πώς πηγαίνει αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα; «Το φθινόπωρο πραγματοποιήθηκε η 5η Ολυμπιάδα στη Σεούλ, με πολύ μεγάλη επιτυχία, με τον τίτλο ‘Σαράνγκ’, που σημαίνει ‘αγάπη και ανθρωπισμός’. Φιλοξενήθηκαν εβδομήντα παραστάσεις απ’ όλο τον κόσμο και πραγματοποιήθηκαν σειρές εργαστηρίων, συμποσίων κ.α.. Η επόμενη Ολυμπιάδα θα γίνει, το 2012, στην Ιαπωνία και μετά θα επιστρέψει στην Ευρώπη».
Τι ετοιμάζετε τώρα; «Τον Μάιο σκηνοθετώ την Αντιγόνη στο Πεκίνο, όπου γίνεται και η παρουσίαση ενός βιβλίου με την κινέζικη άποψη πάνω στο έργο μου. Επίσης, θα σκηνοθετήσω στο Μπολσόι την όπερα ‘Νοσφεράτου΄’ του ρώσου συνθέτη Ντιμίτρι Κουρλιάντσκι. Χαίρομαι ιδιαίτερα που θα συνεργαστώ σε αυτήν την παράσταση με τον μοναδικό μαέστρο Θόδωρο Κουρετζή. Στη συνέχεια, θα κάνω πολλές περιοδείες και σκηνοθεσίες στο εξωτερικό».
Εχετε δώσει κοντά 1900 παραστάσεις, εκτός Ελλάδας. Πώς έγινε το μεγάλο ξεκίνημα; «Με τις ‘Βάκχες’ στην Ισπανία. Η παράσταση είχε τεράστια επιτυχία, οι θεατές παρέμειναν στο θέατρο όλη τη νύχτα και την επόμενη μέρα η είδηση δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα της ‘El Pais’. Αμέσως μας κάλεσαν και τα υπόλοιπα φεστιβάλ της Ισπανίας».
Από την εμπειρία σας στις παραστάσεις στο εξωτερικό, ποιας εθνικότητας θεατές είναι οι καλύτεροι ή οι πιο εκδηλωτικοί; «Οι Λατινοαμερικάνοι. Η πρόσληψή τους είναι άμεση, επειδή είναι χαλαροί, ανοιχτοί στο ζωντανό θέατρο, χειροκροτούν θερμά. Κοντινό σε εμάς κοινό, όπως και το ρωσικό, ενώ το γερμανικό είναι ένα εξαιρετικό κοινό, που νιώθεις όμως να επεξεργάζεται διαρκώς τα διαδραματιζόμενα».
Και τι σας έχει συγκινήσει περισσότερο στην καριέρα σας; «Μια συνάντηση, το 1988, στο Σοχούμ του Καυκάσου, όπου ανεβάσαμε τις ‘Βάκχες’. Εκεί υπήρχε μια ελληνική κοινότητα και ήρθε μία κυρία, Σοφία Φωστηροπούλου ονομαζόταν, η οποία μου αφηγήθηκε πώς, την εποχή του σταλινισμού και των εκτοπισμών Ελλήνων και άλλων μειονοτήτων στις στέπες του Καζαχστάν, είχε δημιουργήσει μια θεατρική ομάδα που ανέβαζε αρχαίες τραγωδίες, για να διατηρηθεί ακμαίο το ηθικό τους. Μου έπαιξε κι ένα μονόλογο από την ‘Ηλέκτρα’. Είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ».
Πώς και δεν έχετε αναλάβει κάποια θεσμική θέση στο ελληνικό καλλιτεχνικό τοπίο; «Δεν επιθυμώ να γίνω θεσμικός. Αρνήθηκα να διευθύνω θεσμούς, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών, το Κρατικό Βορείου Ελλάδος και το Εθνικό Θέατρο. Αλλά θα ήθελα να πω ότι οφείλω πολλά για όλο αυτό το ταξίδι μου, στους συνδημιουργούς μου Σοφία Μιχοπούλου, Τάσο Δήμα, Άλα Ντεμίτοβα, Σοφία Χιλ, Πάολο Μουζίο και σε όλους τους Έλληνες και ξένους ηθοποιούς, που συνεργάστηκαν και συνεργάζονται μαζί μου. Τι θα ήταν το ‘Αττις’ χωρίς αυτούς αλλά και χωρίς τους θεατές μας;»
Βημαγκαζίνο, τεύχος 548, σελ 44-47, στις 17 Απριλίου 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου