Γιάννης Ξανθούλης
εκδ Διοπτρα
Αμυνόμενος στο βαρύ κλίμα μιας Αθήνας που αυτοκαταστρέφεται, ο γιος του δάσκαλου ξεκινάει μια αναζήτηση για να συμφιλιωθεί με τον πόνο και τις εμμονές του.
Η αυτοκτονία ενός νέου άντρα, γιου του δάσκαλου, τη μακρινή άνοιξη του 1972, γίνεται αφορμή να στηθεί ένα σενάριο αισθηματικών ψευδαισθήσεων. Φυσικά η τραγωδία και ο πόνος εξακολουθούν να ξετυλίγουν την οδύνη τους. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους ηθικούς αυτουργούς να παρακάμπτουν τη θλίψη σαν να πρόκειται για μια ιστορική μελαγχολική παρένθεση. Αυτά συμβαίνουν στη διάρκεια μιας Σαρακοστής που, έτσι κι αλλιώς, φορτίζει με ξεχωριστό τρόπο την ατμόσφαιρα. Με τον καιρό, το δράμα αμβλύνεται και όλα μπαίνουν στην τροχιά μιας ήρεμης λήθης. Ως εδώ καλά. Ή περίπου καλά.
Σαράντα χρόνια αργότερα, οι συμπτώσεις θα σηματοδοτήσουν την επέλευση της Νέμεσης. Ένα βροχερό καλοκαιρινό αθηναϊκό απομεσήμερο θα σταθεί αιτία να ξεκινήσει μια κοπιαστική και ψυχοφθόρα αναζήτηση απαντήσεων σε αναπάντητους ως τώρα γρίφους. «Δράστης», ο λιγότερο… αξιοθέατος γιος του δάσκαλου. Ο μικρότερος, που τώρα, κοντοζυγώνοντας στα εξήντα του χρόνια, αν και αδιάφορος για το ενδοοικογενειακό του οδοιπορικό, θα κάνει τα πάντα ώστε να βρεθεί άκρη στο μυστήριο της αυτοχειρίας του αδερφού του. Έτσι, θα επιστρέψει σε ό,τι είχε αγνοήσει μέχρι τότε. Ξαναζωντανεύει συνειδητά τις φοβίες του και επιζητεί τη δικαίωση του αυτόχειρα. Δεν θα διστάσει, αυτός, ο αποξενωμένος απ’ όλους ‒και κυρίως από την επιλήψιμη επιρροή του πατέρα-δάσκαλου‒, να ισοπεδώσει τη σιγουριά της χρονικής απόστασης από την τραγωδία με ένα δικό του πια χρονόμετρο, γεμάτο φαντάσματα, θυμό και τύψεις.
Κι όλα αυτά, με αφορμή μια ξαφνική καλοκαιρινή βροχή…
εκδ Διοπτρα
Αμυνόμενος στο βαρύ κλίμα μιας Αθήνας που αυτοκαταστρέφεται, ο γιος του δάσκαλου ξεκινάει μια αναζήτηση για να συμφιλιωθεί με τον πόνο και τις εμμονές του.
Η αυτοκτονία ενός νέου άντρα, γιου του δάσκαλου, τη μακρινή άνοιξη του 1972, γίνεται αφορμή να στηθεί ένα σενάριο αισθηματικών ψευδαισθήσεων. Φυσικά η τραγωδία και ο πόνος εξακολουθούν να ξετυλίγουν την οδύνη τους. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους ηθικούς αυτουργούς να παρακάμπτουν τη θλίψη σαν να πρόκειται για μια ιστορική μελαγχολική παρένθεση. Αυτά συμβαίνουν στη διάρκεια μιας Σαρακοστής που, έτσι κι αλλιώς, φορτίζει με ξεχωριστό τρόπο την ατμόσφαιρα. Με τον καιρό, το δράμα αμβλύνεται και όλα μπαίνουν στην τροχιά μιας ήρεμης λήθης. Ως εδώ καλά. Ή περίπου καλά.
Σαράντα χρόνια αργότερα, οι συμπτώσεις θα σηματοδοτήσουν την επέλευση της Νέμεσης. Ένα βροχερό καλοκαιρινό αθηναϊκό απομεσήμερο θα σταθεί αιτία να ξεκινήσει μια κοπιαστική και ψυχοφθόρα αναζήτηση απαντήσεων σε αναπάντητους ως τώρα γρίφους. «Δράστης», ο λιγότερο… αξιοθέατος γιος του δάσκαλου. Ο μικρότερος, που τώρα, κοντοζυγώνοντας στα εξήντα του χρόνια, αν και αδιάφορος για το ενδοοικογενειακό του οδοιπορικό, θα κάνει τα πάντα ώστε να βρεθεί άκρη στο μυστήριο της αυτοχειρίας του αδερφού του. Έτσι, θα επιστρέψει σε ό,τι είχε αγνοήσει μέχρι τότε. Ξαναζωντανεύει συνειδητά τις φοβίες του και επιζητεί τη δικαίωση του αυτόχειρα. Δεν θα διστάσει, αυτός, ο αποξενωμένος απ’ όλους ‒και κυρίως από την επιλήψιμη επιρροή του πατέρα-δάσκαλου‒, να ισοπεδώσει τη σιγουριά της χρονικής απόστασης από την τραγωδία με ένα δικό του πια χρονόμετρο, γεμάτο φαντάσματα, θυμό και τύψεις.
Κι όλα αυτά, με αφορμή μια ξαφνική καλοκαιρινή βροχή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου