Κυριακή 10 Μαΐου 2009

Με τρόμαξε η λησμονιά

«Σπαράγματα». Την πρώτη φορά που ο Νίκος Κούνδουρος άκουσε τη λέξη, νόμιζε πως κάνει λάθος. Αργότερα, όμως, την αναζήτησε, την έμαθε, την έκανε δική του. Κι ήταν η ίδια λέξη που στάθηκε, όπως γράφει, μέτρο κι οδηγός του στο «Ονειρεύτηκα πως πέθανα», αυτό το αυτοβιογραφικό γραπτό που μόλις παρέδωσε στον «Ικαρο», μαζί με τη ζωγραφιά που θα κοσμήσει το εξώφυλλό του.
Ο δημιουργός της «Μαγικής πόλης», του «Δράκου» αλλά και του «1922» και του «Μπάιρον» σκάλισε με τη βοήθεια της ζωγράφου Αννας Βοργία τα κιτάπια του, άφησε «τους χρόνους να πηγαινοέρχονται σε παλινδρομική κίνηση» και προσπάθησε να βάλει τάξη «στην αταξία που σφράγισε τη μοίρα του τόπου μας, τη γραμμένη με ανεξίτηλο μελάνι και αίμα».
Το αποτέλεσμα; Διακόσιες σελίδες όπου το «εγώ» συγχωνεύεται με το «εμείς» κι όπου κάποια από τα πιο τραυματικά βιώματα του Κούνδουρου δίνονται μέσα από μαρτυρίες τρίτων.
Ενα βιβλίο αφιερωμένο στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, κυρίως, μ' ελάχιστες αναφορές στο κινηματογραφικό έργο του συγγραφέα του και κάμποσες αναφορές σε αγαπημένους του φίλους: από τον Χατζιδάκι και τον Βασιλικό μέχρι τον παλιό συμμαθητή του που είδε να πέφτει πλάι του νεκρός στον «Κόκκινο Δεκέμβρη» της Αθήνας.
Η πρώτη «νίκη»
Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας πολιτικών από την Κρήτη, ο 83άχρονος σήμερα Κούνδουρος κουβαλά με «μια εκθαμβωτική καθαράδα» την εικόνα από τη βάφτισή του το 1931: «Αυτή, η πιο παλιά μου μνήμη», γράφει, «έδειχνε ένα μεγάλο ευρύχωρο δωμάτιο παλιού αρχοντικού. Δυο ψηλά παράθυρα άφηναν να μπαίνει το κατάλευκο φως από μια καλοκαιριάτικη μέρα στον Αγιο Νικόλαο, εκεί που απάγκιασε η Σφακιανή φαμίλια πριν από εκατό χρόνια (...)
»Εγινα χριστιανός ορθόδοξος κλοτσώντας τον παπά, καθώς δεν άφηνα να μου βγάλουν το άσπρο μου βρακάκι. Μπήκα στην κολυμπήθρα έτσι που ήθελα εγώ, κι αυτή ήταν η πρώτη μου νίκη στον πόλεμο με την κοινωνία. Στα χρόνια που ακολούθησαν ξέχασα πως ήμουν Χριστιανός. Τα χίλια δυο ποτάμια μιας ζωής ανήσυχης παρασύρανε στα θολά νερά το μύρο του παπα-Νικολάκη, και το φόβο για κείνο το αόρατο και πανταχού παρόν που έμοιαζε να με απειλεί».
Το πάθος για τις εικόνες
Οι αφηγήσεις της γιαγιάς του Κούνδουρου, οι διώξεις του βενιζελικού πατέρα του και η αντιστασιακή δράση του αδελφού του Ρούσσου μπλέκονται στο «Ονειρεύομαι πως πέθανα» με τον ανελέητο βομβαρδισμό του Πειραιά και τη βοήθεια που πρόσφεραν μαθητές σαν κι αυτόν στο πανικοβλημένο πλήθος, με το μπλόκο της Κοκκινιάς και τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, αλλά και με την επιβλητική φιγούρα του Σικελιανού, όχι μόνο στην κηδεία του Παλαμά αλλά και νωρίτερα, στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού, τυλιγμένου πάντα στη μαύρη του μπέρτα.
Οπως μπλέκονται και με την αίσθηση του κενού που ένιωσε ο Κούνδουρος βλέποντας να εξανεμίζεται επί κατοχής σταδιακά η πατρική συλλογή με τις βυζαντινές εικόνες.
Η μόνη -από τις 200- που δεν δόθηκε για να εξασφαλιστούν τα προς το ζην, ήταν «ένας καβαλάρης Αη-Γιώργης». Αυτή υπήρξε «και το ξεκίνημα μιας καινούριας αρχής», καθώς με το που τελείωσε ο πόλεμος και για τα επόμενα πενήντα χρόνια, «μάζευα εικόνες από τα ξωκλήσια της Κρήτης και από τους γύφτους που τις πούλαγαν για δυο δραχμές, μαζί με τις χάλκινες κατσαρόλες από τα ξεπουλημένα νοικοκυριά των γιαγιάδων»... Αυτές ήταν που «σύρανε τ' ονειροπαρμένο αγόρι ν' αγαπήσει την ψεύτικη ζωγραφισμένη ζωή, καθώς οι ασκητικές μορφές των αγίων δώσανε τη θέση τους στα καταπράσινα τοπία και τις ροδαλές γυναίκες των ζωγράφων της Αναγέννησης και της μαγικής ζωής που μου υποσχόταν η ζωή των άλλων». Κι όπως πάσχιζε να ξεδιακρίνει ανάμεσα στα σιδερικά το μαυρισμένο ξύλο με τις χλομές φιγούρες, έτσι «μάθαινα να ξεχωρίζω το παλιό απ' το καινούριο, και το σπουδαίο από το ψεύτικο».
Ζωντανός-νεκρός
Στις 5 Δεκεμβρίου του '44, μαζί με άλλους σπουδαστές οπλισμένους με «τουφέκια μάουζερ, πολυβόλα στεν γερμανικά και πιστόλια παραμπέλουμ», ο νεαρός Κούνδουρος βρίσκεται οχυρωμένος στο Πολυτεχνείο, με το βλέμμα καρφωμένο στην Κάζα ντ' Ιτάλια, όπου είχαν τρυπώσει τα «βρομερά ξεβράσματα της πολεμικής αναταραχής, χαφιέδες και συνεργάτες των Γερμανών, σάπια φρούτα, γεννήματα της πείνας, της απελπισίας και της παράνοιας».
Την ίδια νύχτα πιάνεται αιχμάλωτος και οδηγείται στο Γουδί, για να μεταφερθεί την επομένη σε αφρικανικό στρατόπεδο. Καταφέρνει να το σκάσει μαζί με τον Ισίδωρο, τον γιο της θυρωρίνας του και παλιό συμμαθητή του. Οι ριπές των πυροβόλων στοχεύουν και τους δυο τους. Ο φίλος του σκοτώνεται επί τόπου, ο ίδιος τραυματίζεται. Θα ξαναβρεί τις αισθήσεις του μέσα σ' ένα νοσοκομείο γεμάτο εγγλέζους τραυματίες, καθώς για Αγγλο τον είχαν περάσει κι αυτόν.
Ωσπου, παραμονή Χριστουγέννων, «ήρθε η μάνα. Ντυμένη στα μαύρα. Ετσι ήτανε πάντα, μια ζωή πένθος... Πρόσεξα δίπλα της έναν μεγαλόσωμο αξιωματικό με αγγλική στολή που την κράταγε από το μπράτσο. Τον γνώρισα αμέσως από το μπόι του κι από εκείνο το αγέρωχο ύφος που ήταν γνώρισμα της φαμίλιας του. Ηταν ο ξάδελφός μου ο Παύλος Βαρδινογιάννης, διερμηνέας στον αγγλικό στρατό. Σπούδαζε νομικά, δικηγόρος, κι όλα τα χρόνια του σχολειού η μάνα μου είχε ένα κρεβάτι δίπλα στο δικό μου».... Ολες τις προηγούμενες βδομάδες, ο Κούνδουρος λογαριαζόταν για πεθαμένος.
Στο Μακρονήσι
Στα γυρίσματα του «1922» στο Λαύριο, ένας «τραχύς εβδομηντάχρονος ασπρομάλλης», οδηγός φορτηγού για τις ανάγκες της ταινίας, πλησιάζει τον σκηνοθέτη και του εκμυστηρεύεται μια ιστορία που έχει κρατήσει μέσα του καιρό. Είναι μια ιστορία που εξηγεί πώς βρέθηκε ο Κούνδουρος στη Μακρόνησο το '48.
Οπως αποκαλύπτεται, ο παραπάνω ηλικιωμένος άντρας ήταν φαντάρος την ίδια εποχή με τον σκηνοθέτη, επί Εμφυλίου, και ήταν λίγες σειρές πιο πίσω του σ' εκείνη τη μοιραία παρέλαση της 25ης Μαρτίου, όπου ο Κούνδουρος επιτέθηκε στον συνταγματάρχη που βάδιζε πλάι του, κι όλοι νόμισαν πως θα οδηγηθεί στο στρατοδικείο. Να όμως που «έπεσε πάνω μου το σόι και με γλίτωσε. Τρία χρόνια στο Μακρονήσι για να ξεχαστεί το πράγμα....».
Η εμπειρία της εξορίας, το φρικιαστικό θέαμα των νεκρών, τα βασανιστήρια, η εξέγερση των κρατουμένων-γυναικών, όλα μπαίνουν στο στόμα άλλων.
Οι αναμνήσεις του Κούνδουρου, πάντα ανάκατες, αντλημένες από ένα σημείο και πέρα από παλιότερα κείμενά του, αγκαλιάζουν μορφές όπως του Γραμματικάκη, του Σαμαράκη, του Βακιρτζή ή του Ξενάκη, αφήνοντας χώρο και για μια φευγαλέα συνομιλία με τον Φελίνι στη Ρώμη ή για μια αποτίμηση («ψυχόδραμα, συλλογική τρέλα, καρναβάλι, γέννημα της ευημερίας ή πολιτική πράξη;») του Μάη του '68.
Κι όπως αρνείται να επεκταθεί στο κινηματογραφικό του έργο -αναφερόμενος π.χ. στον «Μπάιρον», εστιάζει στην εικόνα της διαλυμένης ΕΣΣΔ όπου έκανε γυρίσματα, ενώ για το «Μπορντέλο» αφήσει τον Ευγένιο Αρανίτση να «μιλήσει»- το ίδιο κάνει και για έναν άλλο σημαντικό τομέα: «Λείπει ο έρωτας από τούτα τα γραπτά. Λείπει και το θάρρος, και λέω πως ίσως καλύτερα θα 'ναι να φυλάξω μόνο για μένα εκείνη τη μυστική αγιοσύνη που ορίζει το σμίξιμο του αρσενικού και θηλυκού σε μια μυστική συμφωνία που έτσι ορίστηκε. Να μείνει μυστική». Σεβαστό. *
(Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ (spapa@enet.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση