Ενα λογοτεχνικό είδος με σύγχρονους άξιους συγγραφείς και φανατικό κοινό
Της Τιτικας Δημητρουλια
Αστυνομικό μυθιστόρημα: καλοκαιρινό ανάγνωσμα, στο οποίο δεν επιστρέφει κανείς ποτέ, μιας χρήσεως; Λογοτεχνία ελαφριά και κατώτερης ποιότητας; Αναρωτιέται κανείς για πόσο καιρό θα εξετάζεται υπό τέτοια οπτική ένα είδος που μπορεί να καυχηθεί για έναν Πόε και το υπερασπιζόταν ένας Καμύ, ένα είδος στο οποίο όλο και συχνότερα καταφεύγουν οι συγγραφείς της αποδεκτής ως σοβαρής λογοτεχνίας, ως πηγή ανανέωσης. Αραγε, τα κακά ιστορικά μυθιστορήματα, που στις μέρες μας έχουν γίνει μόδα και εκδίδονται με το κιλό, ακυρώνουν το είδος; Εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν αστυνομικά μυθιστορήματα εξαιρετικά, συγγραφείς στυλίστες και τεχνίτες φοβεροί και άλλοι μετριότατοι και κακοί. Και τα διαβάζει κανείς επίσης και τα απολαμβάνει, όπως και όλα τα μυθιστορήματα, αναλόγως με το κέφι του: άλλοτε για την παρηγορητική οικειότητα του ήρωα και λιγότερο για το μυστήριο καθαυτό, άλλοτε για την περίτεχνη κατασκευή του αινίγματος, άλλοτε πάλι για τον ρυθμό και τις ανάσες τους, για την εσωτερική τους μουσική ή για τους φωτισμούς τους, λοξούς και σκληρούς, στην πραγματικότητα που γεννά τη βία.
Περιμένουμε εναγωνίως τη συνέχεια, βέβαιοι πάντως ότι το νέο αστυνομικό ζει και βασιλεύει και το περιμένουν, καταπώς φαίνεται, εκ των πραγμάτων νέες δόξες.
Σκοτεινός τόπος
Τζιλιαν Φλιν
εκδ. Μεταίμχιο
Ο σκοτεινός τόπος είναι μια φάρμα. Ενα χρεοκοπημένο αγρόκτημα, που μια γυναίκα παλεύει κυριολεκτικά μέχρι θανάτου να το κρατήσει, μήπως και τα παιδιά της καταφέρουν να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Σ' αυτή τη φάρμα, θα βρουν τελικά έναν απίστευτα βίαιο θάνατο η μητέρα και οι δύο από τις τρεις κόρες και η Δικαιοσύνη θα αποδώσει το έγκλημα, κατά τη μαρτυρία της επτάχρονης τρίτης κόρης που επέζησε του μακελειού, στον δεκαεξάχρονο γιο της οικογένειας, που υποτίθεται είχε σχέσεις με σατανιστικούς κύκλους. Δεκαπέντε χρόνια μετά, η μικρή αδελφή αρχίζει να ερευνά και πάλι το συμβάν, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η Φλιν είναι δεξιοτέχνης στο δέσιμο της πλοκής, με διφορούμενα, ανατροπές, αποκαλύψεις που οδηγούν στο κενό, προσημάνσεις που περνούν απαρατήρητες και άλλες παραπλανητικές. Η κύρια αρετή της όμως δεν έγκειται στην εξαιρετική ομολογουμένως διαχείριση του αινίγματος. Αλλά στη δύναμη με την οποία αποτυπώνει, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο της, τα «Αιχμηρά αντικείμενα», την αμερικανική κοινωνία της επαρχίας, την αποξένωση, την αλλοτρίωση, την ασφυξία της. Τη φτώχεια της κυρίως, που κανείς τη μυρίζει σχεδόν στη ζωή της οικογένειας Ντέι, στα ρούχα των παιδιών, τα κατουρημένα σεντόνια, στα μπιφτέκια-συνονθύλευμα από αποφάγια, στη λαιμαργία και στην απομόνωση, στην κοπριά που ποτίζει τα δάχτυλα, στο αίμα που απλώς σφραγίζει τραγικά μια τραγωδία χωρίς αρχή και τέλος. Στην περιγραφή του κενού που καταβροχθίζει την κόρη που επέζησε και διαγράφεται μέσα από τα λόγια και τις πράξεις της και μόνο· της απελπισίας του γιου που για να μην τρελαθεί επινοεί δικές του αξίες, άσχετες με την πραγματικότητα.
Η δύναμη του βιβλίου έγκειται στον τρόπο με τον οποίο ζωγραφίζει τον θανατηφόρο περίγυρο, την μιντιακή παράνοια, την εμμονή των εγκλημάτων και την προσκόλληση σε καταδίκους, τους συλλόγους που προάγουν τα θεάρεστα αυτά ενδιαφέροντα, τον μικροαστικό φαρισαϊσμό που καταρρέει επαναληπτικά και δραματικά με το ελάχιστο φύσημα του αέρα, την απονέκρωση των αισθημάτων, την φονική πλήξη, την αίσθηση ότι δεν υπάρχει καμιά ασφάλεια, καμιά βεβαιότητα, κανένα αποκούμπι, ποτέ, πουθενά. Ενα περίκλειστο, γοτθικό, αφήγημα με ροκ υπόκρουση, τόσο σκοτεινό που του αναγνώστη δεν του φτάνει ο αέρας για να ανασάνει.
Κόκκινη Μασσαλία
Maurice Attia
εκδ. Πόλις
Μετά το «Μαύρο Αλγέρι», η «Κόκκινη Μασσαλία». Αυτή τη Μασσαλία, ο αστυνομικός Πάκο Μαρτίνεθ, γιος Ισπανού αναρχικού, δεν τη λατρεύει όπως ο Ιζό, ούτε και οι φίλοι του. Είναι το καταφύγιό τους, το λιμάνι των πιε-νουάρ, των Γάλλων της Αλγερίας, είναι ο τόπος της ξενιτιάς που κάποτε κάποτε τους θυμίζει τη γενέθλια γη. Μια πόλη όπου επικρατεί μια τρομερή αναταραχή. Ο υπόκοσμος αναδιαρθρώνεται. Το δεξιό παρακράτος αναδιοργανώνεται. Και στις παραμονές του Μάη του '68 οι φοιτητές οργανώνονται, ερωτεύονται, διαδηλώνουν, ανακαλύπτουν τους Πινκ Φλόιντ και τους Ρόλινγκ Στόουνς, τον Λέοναρντ Κοέν, τον Μπάροους και το LSD, κάνουν τον Αρτώ και τους υπερρεαλιστές προκήρυξη, ενώ οι φασίστες με τα μπλουζάκια με τον Τσε Γκεβάρα τούς σπάνε τα κεφάλια στις πορείες.
Στήνεται έτσι ένας ανελέητος χορός θανάτου: μια οιονεί εκπαραθύρωση, μια σταύρωση, κάμποσες εν ψυχρώ εκτελέσεις, το άγριο ξεκλήρισμα μιας ολόκληρης οικογένειας, ολίγες βεβιασμένες αυτοκτονίες. Στο επίκεντρο ο Πάκο και οι φίλοι του, που όλο και λιγοστεύουν. Ο Πάκο που πληγώνεται βαριά και μένει πιο μόνος από ποτέ. Σε μια χώρα που «μετά την κόκκινη κορύφωση - επανάσταση, λίγο έλειψε να γνωρίσει μια μαύρη έξαρση - ανάσταση». Στη διαδρομή για μια άλλη πόλη που του έχει κλέψει την καρδιά.
Το έντονο πολιτικό στοιχείο, που τόσο αναλυτικά παρατίθεται αλλά και τόσο οργανικά δένει με την πλοκή, θα δυσκολέψει ίσως κάποιους. Αυτό όμως εύκολα ξεπερνιέται αν μείνει κανείς στα βασικά: στον αριστερισμό, τη διαπλοκή, τη συμμαχία του παρακράτους με τον υπόκοσμο, τις προβοκάτσιες, τα φακελώματα, την πολιτική των παρασκηνίων. Παρότι λίγο του ξεφεύγει του Αττιά, που θυμίζει σε κάποια σημεία έντονα Μανσέτ -στο επεισόδιο της απαγωγής της Ιρέν λόγου χάρη, και όχι μόνο- είναι αξιοσημείωτο πόσο παρασύρει τον αναγνώστη και πόσο φέρνει στο νου -ή μήπως προοιωνίζεται κιόλας- οικεία κακά. Μεταξύ άλλων, υπάρχει και μια επίθεση με βιτριόλι σε μια γυναίκα που δεν συνεμορφώθη προς τις υποδείξεις.
Ερωτευμένα φαντάσματα
Paco Ignacio Taibo II
εκδ. Αγρα
Ο Ιγνάσιο Πάκο Τάιμπο ΙΙ δεν χρειάζεται εδώ και καιρό συστάσεις στην Ελλάδα. Τα νουάρ του μας συντροφεύουν εδώ και μια δεκαπενταετία όπως και ο Εκτορ Μπελασκοαράν Σάιν, ο μονόφθαλμος ντετέκτιβ με τις παράξενες παρέες, που του αρέσει να χώνει τη μύτη του στις ξένες υποθέσεις και ενίοτε τον πληρώνουν γι' αυτό· που μαγειρεύει για να νικήσει τη μοναξιά και δεν μπορεί να κόψει το κάπνισμα, αλλιώς θα το έκοβε το ρημάδι το τσιγάρο· που αναθέτει αποστολές στον ταπετσέρη φίλο του και αυτός τις βγάζει πέρα καλύτερα από τον ίδιο.
Μελαγχολικό, υπονομευτικά ειρωνικό, με το γνωστό χιούμορ του Τάιμπο, το νέο βιβλίο του Τάιμπο παρακολουθεί τον Εκτορα να πνίγεται όλο και περισσότερο στην Πόλη του Μεξικού, η οποία τρελαίνει τους κατοίκους της, προσπαθώντας να εξιχνιάσει εκ παραλλήλου τον φόνο ενός φίλου του παλαιστή και την υποτιθέμενη αυτοκτονία δύο εφήβων. Ο έρωτας, ανεκπλήρωτος, προδομένος, προσχηματικός, εγκληματικός, στοιχειώνει την αφήγηση, με τον Eκτορα να δίνει ο ίδιος τον τόνο, έχοντας μετατρέψει το σπίτι του σε μουσείο: οι εικόνες του κοριτσιού με την αλογοουρά, οι φωτογραφίες της που κλέβουν την ψυχή, καταλαμβάνουν κάθε επιφάνεια και συντηρούν την εμμονή του.
Eρωτας, λοιπόν, από τη μια και θάνατος από την άλλη. Ο διαβρωτικός καθημερινός θάνατος της απουσίας, του πένθους, της συνείδησης της ασυμβατότητας προς τον κόσμο που αλλάζει· ο κυριολεκτικός θάνατος για έναν έρωτα παλιό που ίσως μάλιστα ποτέ δεν υπήρξε, για ένα φάντασμα που συνεχίζει να ορίζει τον κόσμο των ζωντανών· ο δεύτερος κυριολεκτικός θάνατος μιας έφηβης, ενός κοριτσιού ερωτευμένου με τη ζωή και τον έρωτα, που έχασε τη μάχη από έναν έρωτα διεστραμμένο και αδίστακτο. Κι έμεινε η φωνή της να τη δικαιώνει, ως άλλο ένα φάντασμα από τα τόσα του βιβλίου, όλα ερωτευμένα και όλα ηττημένα. Eνας ματωμένος ντετέκτιβ στα σαράντα του ή μάλλον το φάντασμά του σε μια πόλη χωρίς αγάπες για καταφύγιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου