Δημήτρης Χίλιος - Συγγραφέας
...........................................................................................................
Το απόγευμα έτρωγα κάτι βιαστικά, κατόπιν μια μεγάλη κουταλιά υποβρύχιο σε κρύο νερό. Σαν δεν έβλεπε η μά-να μου, έτρωγα κι άλλη μια, μικρότερη γιατί με λίγωνε πια, τότε έβγαινα στο δρόμο να συναντήσω την παρέα κά-τω από τη μουριά του Σπαθή με την κοινοτική βρύση. Κά-τι μεγάλες κρήνες σιδερένιες, μαντέμι μάλλον, σκαλιστές με μια μικρή μαρμάρινη γούρνα· φτιάχτηκαν λίγο πριν τον πόλεμο, για του αλόγου και του γαϊδουριού τις ανά-γκες.
Αραδιασμένοι στο πεζούλι του δρόμου κουβεντιάζαμε χαμηλόφωνα, πάλι δεν θυμάμαι ακριβώς τι, πάντως κάτι που μας ενδιέφερε όλους πολύ, μέχρι που νύχτωνε.
Άλλοτε πάλι καβαλλάγαμε τρεις-τρεις σ’ ένα ξεχαρβα-λωμένο μηχανάκι –μοτοσακό το λέγαμε– και χανόμαστε στο δάσος της Στροφιλιάς με τα πεύκα δίπλα στη θάλασ-σα. Χωράγαμε άνετα στη σέλλα γιατί είμαστε όλοι πολύ αδύνατοι με κάτι πόδια σαν καλάμια όλο τρίχες και νοιώ-θαμε γι’ αυτό περήφανοι μεταξύ μας, μα λίγο άβολα μπροστά στους μεγαλύτερους· και μ’ ένα πάντα ιδρωμένο ξανθό μουστακάκι στο απανώχειλο.
Εκεί καπνίζαμε –μόλις που ρούφαγα τάχα βαθιά, κρά-ταγα μισό λεπτό τον καπνό στο στόμα και λίγο πριν πνιγώ τον φύσαγα με ύφος, οι άλλοι δεν έπαιρναν χαμπάρι την απάτη, μα, τώρα πού το σκέφτομαι, μπορεί το ίδιο να κά-νανε και κείνοι–, ύστερα κουβεντιάζαμε ασταμάτητα για τα κορίτσια που κατέβηκαν απ’ την Αθήνα με τους δικούς τους για το καλοκαίρι. Ποια είπε τι και σε ποιον, ποια κρυφογέλασε σε ποιον, πότε μας φεύγουν, ποια θα ξανάρ-θει τα Χριστούγεννα και ποια έταξε σε ποιον να στείλει γράμμα.
Α• και λέγαμε όσες φορές θέλαμε τη λέξη μαλάκας και άλλες τέτοιες πολλές, χωρίς κανείς να μας στραβοκοιτάξει και καμμιά να μας λέει Φτου σας να χαθούτε βρωμόπαιδα, κακομαθημένα!
Νύχτωνε, μας γάβγιζαν τα σκυλιά των τσοπάνηδων, στο δάσος νύχτωνε γρηγορότερα κάτω από την παχιά σκιά των πεύκων. Αφού επαναλαμβάναμε κανένα αστείο από κείνα που παπαγαλίζαμε τα βράδια από την τηλεόραση του κα-φενείου, ξανακαβαλλάγαμε τα μηχανάκια και γυρίζαμε πίσω τραγουδώντας Άσπρες κορδέλες τα κορίτσια φοράνε... Όλο κόρδωμα που, μεγάλοι πια, ξεμακραίναμε απ’ το σπί-τι χωρίς κανέναν να ρωτάμε και σε κανέναν να δίνουμε λογαριασμό.
Κι όταν, στο γυρισμό, περνάγαμε από σπίτι που έμενε κορίτσι απ’ την Αθήνα, τότε δυναμώναμε το τραγούδι και κλείναμε μεταξύ μας πονηρά το μάτι.
Μόλις φθάναμε, κατεβαίναμε απ’ τα μοτοσακό μακριά απ’ τη γειτονιά, γιατί μούγκριζε η εξάτμιση, μάτι να μην μας δει, ποιος άντεχε τη γκρίνια! Τότε βάζαμε καρρώ που-κάμισα, τα μανίκια στον αγκώνα γυρισμένα, μακρύ πα-ντελόνι, φτιάχναμε προσεχτικά στον καθρέφτη το βρεγμέ-νο μαλλί, μια χωρίστρα πατημένη σφιχτά, δυο σταγόνες κολόνια και δώσ’ του βόλτες πάνω-κάτω στον κεντρικό δρόμο της αγοράς με τα τραπεζάκια έξω, τα πίσω-πίσω κουτσά. Σαν εξοικονομούσαμε πέντε-δέκα δραχμές, κα-θόμαστε και για μπύρες.
Το πουλάκι στο κλουβί τώρα ούτε που γύριζα να το κοι-τάξω. Τελευταία, στο έβγα του καλοκαιριού, ακόμα και νερό στην ποτίστρα του έβαζε η μάνα μου, έτοιμη στην καλύτερη περίπτωση να το χαρίσει στη γειτονιά. Στη χει-ρότερη μπορεί ν’ άνοιγε την πορτούλα και να έδιωχνε το φτωχό πουλάκι, αγανακτισμένη που πέντε άτομα κανείς δεν της έδινε ένα χέρι βοήθειας σε τίποτα, έτσι έλεγε.
..................................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου