Απόσπασμα του διηγήματος "Κόκκινη κλωστή δεμένη", μέρους της ανέκδοτης συλλογής "Και τα ρέστα, παγωτά".
(Η αλήθεια είναι πως αρχικά είχα επιλέξει πολύ μεγαλύτερο κομμάτι, αλλά πρυτάνευσε η ..μακροθυμία και είπα Άσε τέτοιες ποινές θα εκτίσουν αργότερα).
*********************************************************
ΠΑΛΙΑ, ΘΥΜΑΜΑΙ, ΕΚΕΙ ΣΤΑ ΜΕΣΑ της δεκαετίας του ’60, μικρός, πολύ μικρός, όλα γύρω τα έβλεπα μεγάλα, δυνατά και αθάνατα. Όχι μονάχα τους ανθρώπους και τα σπίτια. Όλα. Κι ανάμεσά τους, τόσος δα, πολύ βιαζόμουν να μεγαλώσω.
Τα παραμύθια που ρούφαγα σαν σφουγγάρι αχόρταγο και ύστερα τα ξανάπλαθα γερμένος στο μαξιλάρι κάτω από την κουνουπιέρα, τα μερεμέτιζα, τα βελτίωνα και συχνά τα έστηνα απ’ την αρχή, όπως ήθελα• αυτά βάλανε, φαίνεται, το χεράκι τους.
Άλλωστε, ώσπου να ξεκινήσει το Μια φορά κι έναν καιρό, είχα σφραγίσει το στόμα τόσο σφιχτά που, όχι κουτάλι, μα μήτε οδοντογλυφίδα δεν κατάφερνε να το παραβιάσει.
Όταν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, συνέχιζα το παραμύθι στ’ όνειρο. Πιο πλούσιο και ομορφότερο. Με πολλά πρόσωπα, όλο περιπέτειες, τσακώματα για ψύλλου πήδημα, δράση, φιλίες κι έχθρητες πολύ επεισοδιακές. Μα σαν είχε τέλος που δεν μου άρεσε, ξύπναγα αλαφιασμένος• και τότε ξανάχτιζα απ’ την αρχή το παραμύθι.
Μα έπαιρνα για υλικά ό,τι πιο χαρούμενο, στέρεο και αρ-μονικό. Χωρίς μιζέρια, όλα μέλι-γάλα, τραγούδια και χαρές. Δεν έβαζα τώρα μήτε φτώχια, μήτε πόνο, μήτε καυγάδες στην ιστορία. Ακόμα και κάτι γριές με μουστάκι και μισό δόντι, τις ήθελα γελαστές, μες στο τρελό το κέφι βουτηγμένες και την καλοσύνη να τρέχει από τις ξεφτισμένες τους παντόφλες που κρύβανε κάτι νύχια κουφωμένα. Ύστερα μ’ έπαιρνε ένας ύ-πνος βαθύς μέχρι το πρωΐ που θα σηκωνόμουν για παιχνίδι.
Περιπλανώμενος στις γειτονιές, έβλεπα πως όλα ήσαν λιγάκι πιο γκρίζα απ’ το παραμύθι• πότε-πότε κι εντελώς κατάμαυρα. Μα ακόμη δεν είχα την αίσθηση του χρόνου και της φθοράς.
Οι γέροι κι οι γριές που έσερναν τα βήματα στηριγμένοι στη μαγκούρα, βήχοντας κι αναστενάζοντας ακατάπαυστα, δεν είχα αμφιβολία καμμιά πως έτσι γεννήθηκαν. Γέροι και ανήμποροι. Όλο παράπονα, γκρίνια και δυνατές πορδές. Τα παλιά σπίτια, τα ρημαγμένα, το ίδιο• πού αλλού θα φώλιαζαν οι κουκουβάγιες και οι νυχτερίδες! Οι γεροντοκόρες, ότι γεννήθηκαν έτσι• με κότσο και κρεατοελιά.
Και ότι, λέει, τα ωραία κορίτσια που έβλεπα στις γειτονιές σκυμμένα στο εργόχειρο με την πλούσια χαίτη των μαλλιών –που μοσχομύριζε σαπούνι και χαμομήλι, για να ανοίγει το χρώμα– πότε ριγμένη στην πλάτη και πότε δεμένη σε κότσους ψηλούς, περήφανους, ή πέρναγαν ντυμένες τα γιορτινά τους για την εκκλησία, συσταζούμενες αλλά ωραίες, πίστευα πως έτσι θα μένανε για πάντα. Νέες και δροσερές. Με κείνο το ανυποψίαστο κελαριστό γέλιο σαν τρεχούμενα νερά, αθάνατο. Με δυο λακκάκια στα μάγουλα, στήθια στητά, σαν κιτρολέμονα, και στόμα ροδοκόκκινο, καλογραμμένο.
Αργότερα τις είδα να παντρεύονται, να παχαίνουν, να σέρ-νουν κάτι παιδάκια μυξιάρικα, κρεμασμένα στο φαρδύ φουστάνι, που κλαίγανε χωρίς σταματημό• και ύστερα να πικραίνονται με χίλιες έγνοιες. Σκέφτηκα πως σε λίγα χρόνια θα τις δω με τα βυζιά κρεμασμένα, να ξεδοντιάζονται, να κρύβουν το αχτένιστο κεφάλι στο μαντήλι. Να ξεμένουν στο ράφι πλέκο-ντας τα γκρίζα μαλλιά σε σφιχτούς κότσους, να μαραίνονται.
Τότε πικράθηκα.
Δεν το ’πα κανενός, μα πέταξα τα παιδικά παραμύθια.
..................................................................................
Δημήτρης Χίλιος - Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου