Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Κανένας δεν έχει υπερασπίσει την τέχνη του μυθιστορήματος τόσο επιδέξια και ρωμαλέα όσο ο Μίλαν Κούντερα. Μήπως όμως αυτή η υπεράσπιση φανερώνει και τα όρια της «φιλοσοφίας» του σύγχρονου μυθιστορήματος;
Οταν διαβάζεις δοκίμια του Κούντερα, αισθάνεσαι πως παρακολουθείς ένα υπέροχο ρέκβιεμ για έναν πολιτισμό που είναι ο δικός σου (αν συμβαίνει να είσαι Ευρωπαίος). Στην περίπτωση μάλιστα που είσαι ο ίδιος καλλιτέχνης ή συγγραφέας, είναι πολύ πιθανό να νιώσεις, μέσα στη συγκίνησή σου για την αριστοτεχνικά και διορατικά εγκωμιαστική νεκρολογία, το σοκ από την ανακοίνωση της εντελώς προσωπικής καταδίκης σου. Γιατί θα συνειδητοποιήσεις ότι πρόκειται για τα δικά σου πιστεύω, ότι οσαδήποτε και οσοδήποτε σωστά επιχειρήματα και αν επικαλεστείς υπέρ αυτών, δεν έχουν καμιά σημασία μπροστά στην αμείλικτη, αέναη ροή των πραγμάτων.
Γι΄ αυτό ο Κούντερα μισεί την Ιστορία. Η απαισιοδοξία του δεν έχει να κάνει τόσο με τη διαπίστωσή του ότι ζει το τέλος του πολιτισμού του όσο με την υπόρρητη πεποίθησή του ότι ο πολιτισμός αυτός θα ήταν ο μόνος άξιος (ή έστω ο πιο άξιος) να επιζήσει, αλλά η Ιστορία είναι τυφλή απέναντι σ΄ αυτό, όπως και σε κάθε τι άλλο. Παρουσιάζεται, λοιπόν, στο δικαστήριό της σαν κατηγορούμενος αγωνιστής σε μια εικονική δίκη, ο οποίος ξέρει ότι η καταδικαστική απόφαση είναι προειλημμένη, αλλά θέλει ν΄ αναδείξει με την απολογία του την ουτιδανότητα των δικαστών του και την υπεροχή της πίστης του.
Και η απολογία αυτή είναι πράγματι συγκλονιστική. Συν τοις άλλοις επειδή γίνεται με όλη την εγρήγορση και την ενάργεια που αποκτά ξαφνικά η συνείδησή μας, όταν μιλάμε για κάτι πολύτιμο που χάσαμε ή πρόκειται να χάσουμε πολύ σύντομα. Ο Κούντερα αρχίζει τα δοκίμιά του με προσωπικά του βιώματα, που θέτουν ένα ζήτημα, ένα αίνιγμα για ένα ορισμένο έργο τέχνης. Διερευνά βασανιστικά αυτό το αίνιγμα, το συσχετίζει με άλλα βιώματά του, το πολιορκεί από διάφορες πλευρές, ώσπου να καταλήξει σ΄ ένα συμπέρασμα, μια εξήγηση, συχνά αναπάντεχη, που ρίχνει φως στη βαθύτερη ουσία των πνευματικών δημιουργιών που τον συγκινούν στη λογοτεχνία, τη μουσική, τη ζωγραφική. Σ΄ αυτό που θεωρεί τέρμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού υιοθετεί έναν τόνο και μια στάση παρόμοια μ΄ εκείνα που διέκριναν στην αφετηρία της ακμής του έναν άλλο στοχαστή: τον Μονταίνιο.
Είναι γνωστά, τόσο από τα μυθιστορήματά του όσο και από προηγούμενους τόμους δοκιμίων του, ο σκεπτικισμός του, η πικρή ειρωνεία του, ο σαρκασμός, προπαντός ο αυτοσαρκασμός του, ο σχετικισμός του, η αλλεργία του στις ιδεολογίες και τις ηθικές αξιολογήσεις, η απέχθειά του για το συναίσθημα, όταν αυτό γίνεται στην τέχνη χαρτογράφος και αποτιμητής της πραγματικότητας. Ειδικά για το μυθιστόρημα (για το οποίο έχει διακηρύξει από παλιά ότι αποτελεί ξεχωριστή τέχνη, την αυθεντικότερα ευρωπαϊκή τέχνη, και όχι απλώς λογοτεχνικό είδος) επαναλαμβάνει εδώ ότι αξίζει το όνομά του μόνον όταν αποκαλύπτει κάτι καινούργιο για την ανθρώπινη ύπαρξη, όταν είναι, όπως λέει ο ίδιος, ένας «υπαρξιακός βυθομετρητής», και μάλιστα βουτώντας στις πιο καθημερινές, τις πιο κοινότοπες καταστάσεις της ζωής των ανθρώπων. Αναπτύσσει την ποιητική του διαλέγοντας, αυτή τη φορά, ως παραδείγματα ήσσονες ή και άγνωστες ευρύτερα λογοτεχνικές μορφές, ώστε να μπορέσει να δείξει με περισσότερη καθαρότητα, μακριά από το θάμβος των μεγάλων κλασικών, τον ριζικά μοντέρνο, ρηξικέλευθο πυρήνα του έργου τους. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να υπερασπιστεί- αυτός ο φιλοσοφημένος και συνεπέστατος, όχι όμως δογματικός μοντερνιστής- το πιο κόκκινο πανί σύσσωμης της μοντερνιστικής πρωτοπορίας: τον Ανατόλ Φρανς!
Οπως πάντα, ο Κούντερα κάνει ένα σωρό διεισδυτικές παρατηρήσεις, εντυπωσιακά συνεκτικές και σύμφωνες με τη γενικότερη αντίληψή του περί τέχνης. Προσωπικά, ήθελα να χειροκροτήσω κάθε φορά που διάβαζα τις θέσεις του για τη φύση του μυθιστορήματος, κάθε φορά που εξηγούσε γιατί ο συναισθηματισμός είναι δηλητήριο για την τέχνη. Με τον ίδιο ενθουσιασμό υποδέχτηκα, σ΄ αυτό το βιβλίο, τις βολές του εναντίον της «πανεπιστημιακής βλακείας», που συρρικνώνει την αισθητική ενός μυθιστορήματος σε ζήτημα γλώσσας, παραγνωρίζοντας άλλα βασικά στοιχεία της μυθιστορηματικής σύνθεσης (σς 82-83), εναντίον του ολοένα πιο «μισόμουσου» χαρακτήρα της λογοτεχνικής θεωρίας (σ. 86) και πολλά άλλα.
Ωστόσο, όσο περισσότερο διαβάζω Κούντερα τόσο πιο σχηματισμένες και επίμονες γίνονται κάποιες απορίες μου και θα ήθελα τώρα, με αφορμή το καινούργιο βιβλίο του, να τις διατυπώσω, χωρίς να προχωρήσω εδώ σε διεξοδική ανάπτυξή τους.
Ο Κούντερα βλέπει τα σημάδια της παρακμής του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην απώλεια της ουσιαστικής επαφής με τις ρίζες του, στην κυριαρχία της σύγχρονης πολιτισμικής βιομηχανίας, που πλημμυρίζει τον κόσμο και τα μυαλά με τα γνωστά σκουπίδια, εκτοπίζοντας την αληθινή τέχνη, και στην ιλιγγιώδη επιτάχυνση της Ιστορίας, που διαλύει την ατομικότητα, αφού ένας άνθρωπος της εποχής μας γνωρίζει στη διάρκεια της ζωής του υπερβολικά πολλές αλλαγές για να μπορεί να τις αφομοιώσει και να τις συνθέσει στη συνείδησή του. Σωστά είναι όλα αυτά. Μήπως όμως στα σημάδια της παρακμής ανήκουν επίσης ο (ολοένα πιο σκυθρωπός) σκεπτικισμός και σχετικισμός του Κούντερα, η απροκάλυπτη αδυναμία του (που αυτός βέβαια δεν τη βλέπει ως αδυναμία) να πιστέψει σε κάτι, οτιδήποτε, έξω από την τέχνη; Ο Όστβαλντ Σπένγκλερ θεωρούσε ότι ο χειμώνας ενός πολιτισμού, η φάση της παρακμής του, χαρακτηρίζεται από την κουλτούρα, την αναγωγή του δηλαδή σε μια εκλέπτυνση που δεν συνοδεύεται από το αλλοτινό σφρίγος και την πνευματική ορμή του. Μπορούμε και χωρίς ν΄ ασπαστούμε την κοσμοθεωρία του Σπένγκλερ να παραδεχτούμε ότι υπάρχει αλήθεια σ΄ αυτή την άποψη. Ο Κούντερα δεν βλέπει παρά μόνο τέχνη, τέχνη όχι βέβαια έξω από τη ζωή (αλλιώς δεν θα μ΄ ενδιέφερε ως στοχαστής ούτε ως συγγραφέας), αλλάκόντραστη ζωή, μια τέχνη που ξέρει άριστα ν΄ ανατέμνει, όχι όμως και να συμπαθεί. Αυτό, για μένα, είναι σύμπτωμα παρακμής ενός πολιτισμού.
Η τέχνη όπως την αντιλαμβάνεται ο Κούντερα είναι μόνον η υψηλή τέχνη. Η «ταπεινή» τέχνη απλώς δεν είναι τέχνη. Ο Κούντερα δεν έχει τίποτα να πει για τα κόμιξ, φερ΄ ειπείν, ή για τη μοντέρνα μουσική (ξέρουμε όμως από τα μυθιστορήματά του ότι την αντιπαθεί). Καταδικάζει ακόμα και τον κινηματογράφο (κάνει εξαίρεση μόνο για τις ταινίες του Φελλίνι), γιατί θεωρεί την κάμερα αδιάκριτη, κουτσομπόλικη και αποβλακωτική. Ακαμπτος συντηρητισμός, όπου τέχνες είναι μόνον οι έξι που αναγνωρίστηκαν από τον Χέγκελ ως τέχνες; Δεν θα επιμείνω σ΄ αυτό, είναι κάτι που αφορά τον ίδιο τον Κούντερα. Πολύ σημαντικότερο είναι ότι ο απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα σε «υψηλή» και «ταπεινή» (ή «λαϊκή» ή «ευτελή») τέχνη αποτελεί και αυτός σύμπτωμα κάθε γερασμένου πολιτισμού.
Ο συναισθηματισμός είναι εχθρός της τέχνης, λέει ο Κούντερα, κι επαναλαμβάνω ότι συμφωνώ απόλυτα. Από εδώ όμως ώς το σημείο ν΄ απορρίψεις την «υποκειμενική ηχητικότητα της ψυχής» υπέρ της «αντικειμενικής ηχητικότητας του κόσμου» (ο Κούντερα χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους μιλώντας για τη μουσική του Ξενάκη) η απόσταση είναι μεγάλη. Η πεποίθηση του Τσέχου συγγραφέα ότι το συναίσθημα περικλείει το σπέρμα της βαρβαρότητας πρέπει να ιδωθεί στο ζοφερό φως των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα, που απευθύνονταν μεθοδικά στο συναίσθημα των μαζών, και σ΄ αυτό το πλαίσιο είναι κατανοητή. Αλλά ποιος πολιτισμός και ποιος άνθρωπος μπορεί να σηματοδοτήσει, πολύ περισσότερο να νοηματοδοτήσει, τον κόσμο του χωρίς την ενέργεια του συναισθήματος και της πίστης; Πόση αντοχή μπορεί να έχει μια τέχνη που αναλύει την ανθρώπινη κατάσταση, οσοδήποτε λεπτά κι ευρηματικά, για να καταλήξει από τα πιο περίπλοκα μονοπάτια στις ίδιες πάντα σταθερές και να μας πει ότι η ύπαρξή μας είναι τυχαία, οι πράξεις μας κωμικές και οι επιδιώξεις μας ανόητες; Αυτή δεν είναι η καρναβαλική ιλαρότητα και φιλοπαιγμοσύνη του Ραμπελαί, που τόσο θαυμάζει ο Κούντερα. Είναι πιο πολύ το επαγγελματικό βλέμμα του ανατόμου μπροστά σ΄ ένα πτώμα ξαπλωμένο πάνω στον μαρμάρινο πάγκο.
Εκτιμώ αφάνταστα τον Κούντερα. Αλλά πώς ν΄ αντλήσεις παρηγοριά από την τέχνη, όταν έχεις πάψει να φυλάς, έστω σε μια κρυφή γωνιά της ψυχής σου, κάποια ψήγματα πίστης σε κάτι πέρα από την τέχνη;
Εξαιρετική, όπως πάντα, η μετάφραση του βιβλίου από τον Γιάννη Χάρη.
Κανένας δεν έχει υπερασπίσει την τέχνη του μυθιστορήματος τόσο επιδέξια και ρωμαλέα όσο ο Μίλαν Κούντερα. Μήπως όμως αυτή η υπεράσπιση φανερώνει και τα όρια της «φιλοσοφίας» του σύγχρονου μυθιστορήματος;
Οταν διαβάζεις δοκίμια του Κούντερα, αισθάνεσαι πως παρακολουθείς ένα υπέροχο ρέκβιεμ για έναν πολιτισμό που είναι ο δικός σου (αν συμβαίνει να είσαι Ευρωπαίος). Στην περίπτωση μάλιστα που είσαι ο ίδιος καλλιτέχνης ή συγγραφέας, είναι πολύ πιθανό να νιώσεις, μέσα στη συγκίνησή σου για την αριστοτεχνικά και διορατικά εγκωμιαστική νεκρολογία, το σοκ από την ανακοίνωση της εντελώς προσωπικής καταδίκης σου. Γιατί θα συνειδητοποιήσεις ότι πρόκειται για τα δικά σου πιστεύω, ότι οσαδήποτε και οσοδήποτε σωστά επιχειρήματα και αν επικαλεστείς υπέρ αυτών, δεν έχουν καμιά σημασία μπροστά στην αμείλικτη, αέναη ροή των πραγμάτων.
Γι΄ αυτό ο Κούντερα μισεί την Ιστορία. Η απαισιοδοξία του δεν έχει να κάνει τόσο με τη διαπίστωσή του ότι ζει το τέλος του πολιτισμού του όσο με την υπόρρητη πεποίθησή του ότι ο πολιτισμός αυτός θα ήταν ο μόνος άξιος (ή έστω ο πιο άξιος) να επιζήσει, αλλά η Ιστορία είναι τυφλή απέναντι σ΄ αυτό, όπως και σε κάθε τι άλλο. Παρουσιάζεται, λοιπόν, στο δικαστήριό της σαν κατηγορούμενος αγωνιστής σε μια εικονική δίκη, ο οποίος ξέρει ότι η καταδικαστική απόφαση είναι προειλημμένη, αλλά θέλει ν΄ αναδείξει με την απολογία του την ουτιδανότητα των δικαστών του και την υπεροχή της πίστης του.
Και η απολογία αυτή είναι πράγματι συγκλονιστική. Συν τοις άλλοις επειδή γίνεται με όλη την εγρήγορση και την ενάργεια που αποκτά ξαφνικά η συνείδησή μας, όταν μιλάμε για κάτι πολύτιμο που χάσαμε ή πρόκειται να χάσουμε πολύ σύντομα. Ο Κούντερα αρχίζει τα δοκίμιά του με προσωπικά του βιώματα, που θέτουν ένα ζήτημα, ένα αίνιγμα για ένα ορισμένο έργο τέχνης. Διερευνά βασανιστικά αυτό το αίνιγμα, το συσχετίζει με άλλα βιώματά του, το πολιορκεί από διάφορες πλευρές, ώσπου να καταλήξει σ΄ ένα συμπέρασμα, μια εξήγηση, συχνά αναπάντεχη, που ρίχνει φως στη βαθύτερη ουσία των πνευματικών δημιουργιών που τον συγκινούν στη λογοτεχνία, τη μουσική, τη ζωγραφική. Σ΄ αυτό που θεωρεί τέρμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού υιοθετεί έναν τόνο και μια στάση παρόμοια μ΄ εκείνα που διέκριναν στην αφετηρία της ακμής του έναν άλλο στοχαστή: τον Μονταίνιο.
Είναι γνωστά, τόσο από τα μυθιστορήματά του όσο και από προηγούμενους τόμους δοκιμίων του, ο σκεπτικισμός του, η πικρή ειρωνεία του, ο σαρκασμός, προπαντός ο αυτοσαρκασμός του, ο σχετικισμός του, η αλλεργία του στις ιδεολογίες και τις ηθικές αξιολογήσεις, η απέχθειά του για το συναίσθημα, όταν αυτό γίνεται στην τέχνη χαρτογράφος και αποτιμητής της πραγματικότητας. Ειδικά για το μυθιστόρημα (για το οποίο έχει διακηρύξει από παλιά ότι αποτελεί ξεχωριστή τέχνη, την αυθεντικότερα ευρωπαϊκή τέχνη, και όχι απλώς λογοτεχνικό είδος) επαναλαμβάνει εδώ ότι αξίζει το όνομά του μόνον όταν αποκαλύπτει κάτι καινούργιο για την ανθρώπινη ύπαρξη, όταν είναι, όπως λέει ο ίδιος, ένας «υπαρξιακός βυθομετρητής», και μάλιστα βουτώντας στις πιο καθημερινές, τις πιο κοινότοπες καταστάσεις της ζωής των ανθρώπων. Αναπτύσσει την ποιητική του διαλέγοντας, αυτή τη φορά, ως παραδείγματα ήσσονες ή και άγνωστες ευρύτερα λογοτεχνικές μορφές, ώστε να μπορέσει να δείξει με περισσότερη καθαρότητα, μακριά από το θάμβος των μεγάλων κλασικών, τον ριζικά μοντέρνο, ρηξικέλευθο πυρήνα του έργου τους. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να υπερασπιστεί- αυτός ο φιλοσοφημένος και συνεπέστατος, όχι όμως δογματικός μοντερνιστής- το πιο κόκκινο πανί σύσσωμης της μοντερνιστικής πρωτοπορίας: τον Ανατόλ Φρανς!
Οπως πάντα, ο Κούντερα κάνει ένα σωρό διεισδυτικές παρατηρήσεις, εντυπωσιακά συνεκτικές και σύμφωνες με τη γενικότερη αντίληψή του περί τέχνης. Προσωπικά, ήθελα να χειροκροτήσω κάθε φορά που διάβαζα τις θέσεις του για τη φύση του μυθιστορήματος, κάθε φορά που εξηγούσε γιατί ο συναισθηματισμός είναι δηλητήριο για την τέχνη. Με τον ίδιο ενθουσιασμό υποδέχτηκα, σ΄ αυτό το βιβλίο, τις βολές του εναντίον της «πανεπιστημιακής βλακείας», που συρρικνώνει την αισθητική ενός μυθιστορήματος σε ζήτημα γλώσσας, παραγνωρίζοντας άλλα βασικά στοιχεία της μυθιστορηματικής σύνθεσης (σς 82-83), εναντίον του ολοένα πιο «μισόμουσου» χαρακτήρα της λογοτεχνικής θεωρίας (σ. 86) και πολλά άλλα.
Ωστόσο, όσο περισσότερο διαβάζω Κούντερα τόσο πιο σχηματισμένες και επίμονες γίνονται κάποιες απορίες μου και θα ήθελα τώρα, με αφορμή το καινούργιο βιβλίο του, να τις διατυπώσω, χωρίς να προχωρήσω εδώ σε διεξοδική ανάπτυξή τους.
Ο Κούντερα βλέπει τα σημάδια της παρακμής του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην απώλεια της ουσιαστικής επαφής με τις ρίζες του, στην κυριαρχία της σύγχρονης πολιτισμικής βιομηχανίας, που πλημμυρίζει τον κόσμο και τα μυαλά με τα γνωστά σκουπίδια, εκτοπίζοντας την αληθινή τέχνη, και στην ιλιγγιώδη επιτάχυνση της Ιστορίας, που διαλύει την ατομικότητα, αφού ένας άνθρωπος της εποχής μας γνωρίζει στη διάρκεια της ζωής του υπερβολικά πολλές αλλαγές για να μπορεί να τις αφομοιώσει και να τις συνθέσει στη συνείδησή του. Σωστά είναι όλα αυτά. Μήπως όμως στα σημάδια της παρακμής ανήκουν επίσης ο (ολοένα πιο σκυθρωπός) σκεπτικισμός και σχετικισμός του Κούντερα, η απροκάλυπτη αδυναμία του (που αυτός βέβαια δεν τη βλέπει ως αδυναμία) να πιστέψει σε κάτι, οτιδήποτε, έξω από την τέχνη; Ο Όστβαλντ Σπένγκλερ θεωρούσε ότι ο χειμώνας ενός πολιτισμού, η φάση της παρακμής του, χαρακτηρίζεται από την κουλτούρα, την αναγωγή του δηλαδή σε μια εκλέπτυνση που δεν συνοδεύεται από το αλλοτινό σφρίγος και την πνευματική ορμή του. Μπορούμε και χωρίς ν΄ ασπαστούμε την κοσμοθεωρία του Σπένγκλερ να παραδεχτούμε ότι υπάρχει αλήθεια σ΄ αυτή την άποψη. Ο Κούντερα δεν βλέπει παρά μόνο τέχνη, τέχνη όχι βέβαια έξω από τη ζωή (αλλιώς δεν θα μ΄ ενδιέφερε ως στοχαστής ούτε ως συγγραφέας), αλλάκόντραστη ζωή, μια τέχνη που ξέρει άριστα ν΄ ανατέμνει, όχι όμως και να συμπαθεί. Αυτό, για μένα, είναι σύμπτωμα παρακμής ενός πολιτισμού.
Η τέχνη όπως την αντιλαμβάνεται ο Κούντερα είναι μόνον η υψηλή τέχνη. Η «ταπεινή» τέχνη απλώς δεν είναι τέχνη. Ο Κούντερα δεν έχει τίποτα να πει για τα κόμιξ, φερ΄ ειπείν, ή για τη μοντέρνα μουσική (ξέρουμε όμως από τα μυθιστορήματά του ότι την αντιπαθεί). Καταδικάζει ακόμα και τον κινηματογράφο (κάνει εξαίρεση μόνο για τις ταινίες του Φελλίνι), γιατί θεωρεί την κάμερα αδιάκριτη, κουτσομπόλικη και αποβλακωτική. Ακαμπτος συντηρητισμός, όπου τέχνες είναι μόνον οι έξι που αναγνωρίστηκαν από τον Χέγκελ ως τέχνες; Δεν θα επιμείνω σ΄ αυτό, είναι κάτι που αφορά τον ίδιο τον Κούντερα. Πολύ σημαντικότερο είναι ότι ο απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα σε «υψηλή» και «ταπεινή» (ή «λαϊκή» ή «ευτελή») τέχνη αποτελεί και αυτός σύμπτωμα κάθε γερασμένου πολιτισμού.
Ο συναισθηματισμός είναι εχθρός της τέχνης, λέει ο Κούντερα, κι επαναλαμβάνω ότι συμφωνώ απόλυτα. Από εδώ όμως ώς το σημείο ν΄ απορρίψεις την «υποκειμενική ηχητικότητα της ψυχής» υπέρ της «αντικειμενικής ηχητικότητας του κόσμου» (ο Κούντερα χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους μιλώντας για τη μουσική του Ξενάκη) η απόσταση είναι μεγάλη. Η πεποίθηση του Τσέχου συγγραφέα ότι το συναίσθημα περικλείει το σπέρμα της βαρβαρότητας πρέπει να ιδωθεί στο ζοφερό φως των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα, που απευθύνονταν μεθοδικά στο συναίσθημα των μαζών, και σ΄ αυτό το πλαίσιο είναι κατανοητή. Αλλά ποιος πολιτισμός και ποιος άνθρωπος μπορεί να σηματοδοτήσει, πολύ περισσότερο να νοηματοδοτήσει, τον κόσμο του χωρίς την ενέργεια του συναισθήματος και της πίστης; Πόση αντοχή μπορεί να έχει μια τέχνη που αναλύει την ανθρώπινη κατάσταση, οσοδήποτε λεπτά κι ευρηματικά, για να καταλήξει από τα πιο περίπλοκα μονοπάτια στις ίδιες πάντα σταθερές και να μας πει ότι η ύπαρξή μας είναι τυχαία, οι πράξεις μας κωμικές και οι επιδιώξεις μας ανόητες; Αυτή δεν είναι η καρναβαλική ιλαρότητα και φιλοπαιγμοσύνη του Ραμπελαί, που τόσο θαυμάζει ο Κούντερα. Είναι πιο πολύ το επαγγελματικό βλέμμα του ανατόμου μπροστά σ΄ ένα πτώμα ξαπλωμένο πάνω στον μαρμάρινο πάγκο.
Εκτιμώ αφάνταστα τον Κούντερα. Αλλά πώς ν΄ αντλήσεις παρηγοριά από την τέχνη, όταν έχεις πάψει να φυλάς, έστω σε μια κρυφή γωνιά της ψυχής σου, κάποια ψήγματα πίστης σε κάτι πέρα από την τέχνη;
Εξαιρετική, όπως πάντα, η μετάφραση του βιβλίου από τον Γιάννη Χάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου