http://lakisf.blogspot.com/2010/09/blog-post_27.html
Επιμύθιο
Κάθομαι σ’ ένα ξύλινο πολύχρωμο παγκάκι, κάτω από ένα κιόσκι ανατολίτικο, τριάντα βαθμούς υπό σκιά, και φυλλομετρώ αυτές της ζωής μου τις σελίδες. Πόσα έζησα μονάχη, πόσα πολλά ζήσαμε μαζί, και πόσα δεν προλάβαμε! Από μπροστά μου περνάνε μία-μία κουνημένες οι εικόνες, οι φωτογραφίες μιας ζωής. Ο κινηματογραφικός προβολέας τις κλέβει από το μέσα βλέμμα μου και τις βγάζει στο φως, το οποίο όμως δεν τις καίει. τις κάνει απλά πιο ευκρινείς, τους χαρίζει μια ξεχωριστή λάμψη, τονίζει το σκοτάδι τους. Η ζωή μου όλη! Σε δυο εκατοντάδες σελίδες, σε σαράντα τέσσερις χιλιάδες λέξεις. Μου φαίνεται μικρή και μεγάλη την ίδια ώρα. Τόσο πλούσια και τόσο λειψή. Ακούω φωνές, σε διάφορες γλώσσες. Όχι δεν είναι τα φαντάσματά μου. Άνθρωποι είναι, με σάρκα και οστά, που περνούν έξω από την αυλούλα, και συζητάνε μεταξύ τους, που ψάχνουν κάποιο προορισμό, που φωνάζουν και γελάνε, και αναρωτιούνται τι να στεγάζει άραγε ετούτο το παράξενο κτήριο το βαμμένο τουρκουάζ -θυμάστε το τουρκουάζ του άλλοτε μου;- που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από το πουθενά. Θέλω να τους πω, να τους εξηγήσω, αλλά δεν το τολμώ. Με κάνουν να νιώθω άβολα οι άνθρωποι, κι ας δουλεύω μαζί τους όλη μέρα, κάθε μέρα. Ευλογία ή κατάρα είναι η ζωή μου; Πολλές φορές αναρωτιέμαι γι’ αυτό. Μάλλον ευλογία είναι, αλλά μια ευλογία οδυνηρή, καταπιεστική, αφού με κρατά αιχμάλωτη και ζωντανή. Με έχει κάνει υποχείριό της, αλλά από δική μου επιλογή. Ω, ας μην κλαίγομαι πια, εγώ η ίδια διάλεξα το δρόμο μου. (Αν δεν το έκανα θα ήταν σα να πρόδιδα τον εαυτό μου, όλ’ αυτά που πίστεψα). Ίσως κάποια μέρα να τον εγκαταλείψω -έμαθα ποτέ να μη λέω ποτέ σ’ αυτή τη ζωή- αλλά μέχρι να το κάνω πρέπει να συνεχίσω ολόκαρδα να χαρίζομαι, ανοιχτόκαρδα να παίρνω. Ένα πιτσιρίκι με παρατηρεί απ’ το παράθυρο. Του βγάζω περιπαιχτικά τη γλώσσα. Μου τη βγάζει κι αυτό και γελάει και χάνεται κάπου μέσα σ’ αυτό το ξύλινο σπίτι, που αποκαλούμε σχολείο.
Κλείνω για λίγο τα μάτια. Περιπλανιέμαι σε γνώριμα μονοπάτια. Η ζωή μου είναι οι μνήμες μου. Η χαρά μου και ο πόνος. Αυτοί που γνώρισα κι αγάπησα και έχασα. Αυτοί που γνωρίζω κι αγαπάω ακόμη. Τι παράξενος! Πόσο παράξενος ήταν ο δρόμος που ακολούθησα, αυτός που με έφερε εδώ. Ξεκίνησα από μια ευθεία, ανέβηκα στου έρωτα την κορυφή, κατρακύλησα στης απώλειας την άβυσσο, σκαρφάλωσα ματώνοντας τα δάχτυλα στου δίκιου μου τον ουρανό. Σαν… Σαν ταξίδι με διαστημόπλοιο ήταν η ζήση μου. Μετά την αρχική ευθεία μόνο ανηφόρες και κατηφόρες συνάντησα. Πάνω-κάτω, κάτω-πάνω. Πάνω, αλλά όχι στο απόγειο των προσδοκιών μου.
Τι θα μπορούσα να κάνω αλλιώς; Τι θα μπορούσα ν’ αλλάξω; Πώς θα μπορούσα ν’ αναπληρώσω ποτέ όλ’ αυτά που χάσαμε;
Με όλ’ αυτά που κερδίσατε, ακούω μια φωνή να κυλάει με το ζεστό αεράκι απ’ το βουνό και να μου ψιθυρίζει στ’ αυτί. Μ’ όλ’ αυτά που κερδίσαμε! Ναι, με όλ’ αυτά. Αυτά που μας κάνανε πιο πλούσιους. Αυτά που μας στέρησαν τις ψευδαισθήσεις μας. Αυτά που μας απέδειξαν ότι ο δρόμος για την ευτυχία δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με αγκάθια. Αν δε ματώσεις δε θα νιώσεις.
Ανοίγω τα μάτια και χαμογελάω στον κόσμο. Ένα πεντάχρονο κοριτσάκι έρχεται και θρονιάζεται στα πόδια μου. Του δίνω να πιει λίγο χυμό ανανά. Μ’ ευχαριστεί στη γλώσσα του. Το φιλάω στο μέτωπο και νιώθω να λαμποκοπάω. Σε λίγο θ’ ανατείλει μιας νέας μέρας το φως.
Ολόκληρο το κείμενο θα παραμείνει εδώ για μια βδομάδα. Μετά το πέρας της θα αφαιρεθούν τα περισσότερα κεφάλαια.
Κάθομαι σ’ ένα ξύλινο πολύχρωμο παγκάκι, κάτω από ένα κιόσκι ανατολίτικο, τριάντα βαθμούς υπό σκιά, και φυλλομετρώ αυτές της ζωής μου τις σελίδες. Πόσα έζησα μονάχη, πόσα πολλά ζήσαμε μαζί, και πόσα δεν προλάβαμε! Από μπροστά μου περνάνε μία-μία κουνημένες οι εικόνες, οι φωτογραφίες μιας ζωής. Ο κινηματογραφικός προβολέας τις κλέβει από το μέσα βλέμμα μου και τις βγάζει στο φως, το οποίο όμως δεν τις καίει. τις κάνει απλά πιο ευκρινείς, τους χαρίζει μια ξεχωριστή λάμψη, τονίζει το σκοτάδι τους. Η ζωή μου όλη! Σε δυο εκατοντάδες σελίδες, σε σαράντα τέσσερις χιλιάδες λέξεις. Μου φαίνεται μικρή και μεγάλη την ίδια ώρα. Τόσο πλούσια και τόσο λειψή. Ακούω φωνές, σε διάφορες γλώσσες. Όχι δεν είναι τα φαντάσματά μου. Άνθρωποι είναι, με σάρκα και οστά, που περνούν έξω από την αυλούλα, και συζητάνε μεταξύ τους, που ψάχνουν κάποιο προορισμό, που φωνάζουν και γελάνε, και αναρωτιούνται τι να στεγάζει άραγε ετούτο το παράξενο κτήριο το βαμμένο τουρκουάζ -θυμάστε το τουρκουάζ του άλλοτε μου;- που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από το πουθενά. Θέλω να τους πω, να τους εξηγήσω, αλλά δεν το τολμώ. Με κάνουν να νιώθω άβολα οι άνθρωποι, κι ας δουλεύω μαζί τους όλη μέρα, κάθε μέρα. Ευλογία ή κατάρα είναι η ζωή μου; Πολλές φορές αναρωτιέμαι γι’ αυτό. Μάλλον ευλογία είναι, αλλά μια ευλογία οδυνηρή, καταπιεστική, αφού με κρατά αιχμάλωτη και ζωντανή. Με έχει κάνει υποχείριό της, αλλά από δική μου επιλογή. Ω, ας μην κλαίγομαι πια, εγώ η ίδια διάλεξα το δρόμο μου. (Αν δεν το έκανα θα ήταν σα να πρόδιδα τον εαυτό μου, όλ’ αυτά που πίστεψα). Ίσως κάποια μέρα να τον εγκαταλείψω -έμαθα ποτέ να μη λέω ποτέ σ’ αυτή τη ζωή- αλλά μέχρι να το κάνω πρέπει να συνεχίσω ολόκαρδα να χαρίζομαι, ανοιχτόκαρδα να παίρνω. Ένα πιτσιρίκι με παρατηρεί απ’ το παράθυρο. Του βγάζω περιπαιχτικά τη γλώσσα. Μου τη βγάζει κι αυτό και γελάει και χάνεται κάπου μέσα σ’ αυτό το ξύλινο σπίτι, που αποκαλούμε σχολείο.
Κλείνω για λίγο τα μάτια. Περιπλανιέμαι σε γνώριμα μονοπάτια. Η ζωή μου είναι οι μνήμες μου. Η χαρά μου και ο πόνος. Αυτοί που γνώρισα κι αγάπησα και έχασα. Αυτοί που γνωρίζω κι αγαπάω ακόμη. Τι παράξενος! Πόσο παράξενος ήταν ο δρόμος που ακολούθησα, αυτός που με έφερε εδώ. Ξεκίνησα από μια ευθεία, ανέβηκα στου έρωτα την κορυφή, κατρακύλησα στης απώλειας την άβυσσο, σκαρφάλωσα ματώνοντας τα δάχτυλα στου δίκιου μου τον ουρανό. Σαν… Σαν ταξίδι με διαστημόπλοιο ήταν η ζήση μου. Μετά την αρχική ευθεία μόνο ανηφόρες και κατηφόρες συνάντησα. Πάνω-κάτω, κάτω-πάνω. Πάνω, αλλά όχι στο απόγειο των προσδοκιών μου.
Τι θα μπορούσα να κάνω αλλιώς; Τι θα μπορούσα ν’ αλλάξω; Πώς θα μπορούσα ν’ αναπληρώσω ποτέ όλ’ αυτά που χάσαμε;
Με όλ’ αυτά που κερδίσατε, ακούω μια φωνή να κυλάει με το ζεστό αεράκι απ’ το βουνό και να μου ψιθυρίζει στ’ αυτί. Μ’ όλ’ αυτά που κερδίσαμε! Ναι, με όλ’ αυτά. Αυτά που μας κάνανε πιο πλούσιους. Αυτά που μας στέρησαν τις ψευδαισθήσεις μας. Αυτά που μας απέδειξαν ότι ο δρόμος για την ευτυχία δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με αγκάθια. Αν δε ματώσεις δε θα νιώσεις.
Ανοίγω τα μάτια και χαμογελάω στον κόσμο. Ένα πεντάχρονο κοριτσάκι έρχεται και θρονιάζεται στα πόδια μου. Του δίνω να πιει λίγο χυμό ανανά. Μ’ ευχαριστεί στη γλώσσα του. Το φιλάω στο μέτωπο και νιώθω να λαμποκοπάω. Σε λίγο θ’ ανατείλει μιας νέας μέρας το φως.
Ολόκληρο το κείμενο θα παραμείνει εδώ για μια βδομάδα. Μετά το πέρας της θα αφαιρεθούν τα περισσότερα κεφάλαια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου