γράφει η συνεργάτιδά μας, Ελισάβετ Σπαντιδάκη
Ο Αλφόνς δεν είναι ούτε διάσημος συγγραφέας, ούτε κάποια διάσημη περσόνα της show biz, ούτε κάποιο επιφανές πολιτικό πρόσωπο. Ο Αλφόνς είναι ένας Αυστριακός φιλέλληνας που αποφάσισε να μετοικίσει μόνιμα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Πήλιο. Ο Κώστας Ακρίβος, στο νέο του μυθιστόρημα, δεν καταπιάνεται μόνο με το θέμα του άλλου αλλά και με το ζήτημα της ωρίμανσης.
Ένας συγγραφέας – που πέρα από το γεγονός ότι το όνομά του είναι Στέργιος- δεν διαφέρει σε τίποτα από τον Κώστα Ακρίβο, αρχίζει και σκαλίζει για τη ζωή του ιδιόρρυθμου Αλφόνς Χοχάουζερ. Ο Αλφόνς εγκαθίσταται στο Πήλιο το 1926. Δουλεύει με τα χέρια, φροντίζει τη γή, τα ζώα –άγρια και ήμερα-, τα δέντρα, τη θάλασσα, τους ανθρώπους. Είναι οραματιστής. Σ’ ένα ερημωμένο μοναστήρι θέλει να φτιάξει εναν, καινοτόμο για την εποχή, αγροτουριστικό ξενώνα. Και τα καταφέρνει. Ο Αλφόνς όμως, παρ’ όλες τις καλές του προθέσεις δεν είναι αρεστός απ’ όλους. Κι ο Στέργιος θα ανακαλύψει ότι επιστρατεύτηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα ανακαλύψει ότι φυλακίστηκε και για δύο χρόνια. Τελικά τι κρύβεται πίσω από το χαμόγελο του Αλφόνς;
Ο Κώστας Ακρίβος ξεπερνά τον εαυτό του στο μυθιστόρημα αυτό. Δομημένο άρτια, μπορεί να προσφέρει στους αναγνώστες του ψυχαγωγία και προβληματισμό, μπορεί να τους ταξιδέψει σε παρελθόν και παρόν, μέσα κι έξω από τον άνθρωπο. Το υλικό που έχει συγκεντρώσει είναι γιγαντιαίο, το project κολοσσιαίο, κι όμως, συνθέτει το πάζλ όχι μόνο επιτυχώς, αλλά κι όπως αρμόζει να το στήσει ένας συγγραφέας: με τη σύλληψη του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Είναι αυτό το υλικό που ενδείκνυται για αυτοσχεδιασμούς και παιχνιδίσματα με τη γραφή και το ύφος, κι ο Κ. Ακρίβος το εκμεταλλεύεται στο έπακρο, αναδεικνύοντας την καλή συγγραφική του τεχνική.
Οι προβληματικές του αρκετές. Πρώτ’ απ’ όλα, πώς αντιμετωπίζεται ένας ξένος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου αλλά και αργότερα, μετά τις φουρτούνες του Β’ Παγκοσμίου. Γιατί ο Αλφόνς δεν είναι απλά ένας ξένος. Είναι Αυστριακός. Αμέσως αποκτά τη ρετσινιά του Ναζί. Η καχυποψία, η δεισιδαιμονίες, η επιφύλαξη ∙ όλα συνθέτουν την αντίληψη της επαρχιακής κοινωνίας της εποχής. Αδίκως; Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να κριθεί με το σύγχρονο μάτι. Τη μία στιγμή ο Αλφόνς μέσα από το βλέμμα του φαντάζει, πελώριος, τετραπέρατος, έτοιμος να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο και την άλλη, συρρικνώνεται, σκιάζεται με μαύρες κηλίδες με τις οποίες φροντίζουν, πρωτίστως οι άλλοι, να τον λερώσουν. Παρακολουθώντας όμως αυτή την εσωτερική μάχη του Στέργιου, δε μπορεί κι ο αναγνώστης να μην αναρωτηθεί, να μην προβληματιστεί για τη δική του αντιμετώπιση προς τον άλλο, τα γύρω αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Η Ελλάδα βάλλεται μέσα από τα μάτια του σύγχρονου Έλληνα. «Οι απορίες, δικές μου και όλης της παρέας, στην ταβέρνα μετά: είναι δυνατόν σήμερα η Ελλάδα να εκπλήξει ευχάριστά κάποιον; Τι μπορεί να αγαπήσει αυτό τον τόπο»; Σκέψεις που περνάνε από το μυαλό καθημερινά. Εικόνες που δε χρειάζεται πλέον να επεξεργαστούν για να οδηγήσουν τον αναγνώστη σε αυτές τις σκέψεις, πηγαίνουν αυτομάτως. Κι όμως, όταν τις βλέπεις τυπωμένες, όταν διαβάζεις ένα μυθιστόρημα και βλέπεις τους ίδιους σου τους ενδοιασμούς να έχουν μορφή και να είναι και κάποιου άλλου, κάποιου που δε συνάντησες ποτέ, σε σοκάρει. Κι όπως πολύ σωστά θα προβληματιστεί ο ίδιος ο Αλφόνς, για το αν ποτέ η Ελλάδα θα είναι ένας τόπος που οι κάτοικοί του δεν θα αγαπούν τα δέντρα και πως τα σπίτια με τον ασβέστη ή οι ανθισμένοι κήπου δεν θα υπάρχουν πια, δε χρειάζεται να μιλήσει κάποιος περισσότερο. Φωτογραφίζει την Ελλάδα του 2010. Μια εικόνα-χίλιες λέξεις, κι εδώ έχουμε δύο εικόνες, τις χαρακτηριστικότερες δυνατές του σήμερα.
Ο Κώστας Ακρίβος δίνει καλά μετρημένες τις διαστάσεις της προβληματικής του και μετά σ’ αφήνει. Κάνει κάπως πονηρά τη δουλειά του για να σε βάλει στη πρίζα. Ανάβει τον διακόπτη και μετά σ’ αφήνει μόνο να κάνεις την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το φως της σύνθεσης. Επικίνδυνο το παιχνίδι του, πρωτ’ απ’ όλα για εκείνον. Κι όμως, νικητής και δυνατότερος, σε ρίχνει κι εσένα στον χορό. Κι αυτή είναι θεωρώ, η μεγαλύτερη επιτυχία του μυθιστορήματός του.
Κώστας Ακρίβος, Ποιός θυμάται τον Αλφόνς, Εκδόσεις Μεταίχμιο
Για τη φιλοξενία: Critique Critique
http://www.critique.gr/index.php?&page=article&id=789
Ο Αλφόνς δεν είναι ούτε διάσημος συγγραφέας, ούτε κάποια διάσημη περσόνα της show biz, ούτε κάποιο επιφανές πολιτικό πρόσωπο. Ο Αλφόνς είναι ένας Αυστριακός φιλέλληνας που αποφάσισε να μετοικίσει μόνιμα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Πήλιο. Ο Κώστας Ακρίβος, στο νέο του μυθιστόρημα, δεν καταπιάνεται μόνο με το θέμα του άλλου αλλά και με το ζήτημα της ωρίμανσης.
Ένας συγγραφέας – που πέρα από το γεγονός ότι το όνομά του είναι Στέργιος- δεν διαφέρει σε τίποτα από τον Κώστα Ακρίβο, αρχίζει και σκαλίζει για τη ζωή του ιδιόρρυθμου Αλφόνς Χοχάουζερ. Ο Αλφόνς εγκαθίσταται στο Πήλιο το 1926. Δουλεύει με τα χέρια, φροντίζει τη γή, τα ζώα –άγρια και ήμερα-, τα δέντρα, τη θάλασσα, τους ανθρώπους. Είναι οραματιστής. Σ’ ένα ερημωμένο μοναστήρι θέλει να φτιάξει εναν, καινοτόμο για την εποχή, αγροτουριστικό ξενώνα. Και τα καταφέρνει. Ο Αλφόνς όμως, παρ’ όλες τις καλές του προθέσεις δεν είναι αρεστός απ’ όλους. Κι ο Στέργιος θα ανακαλύψει ότι επιστρατεύτηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα ανακαλύψει ότι φυλακίστηκε και για δύο χρόνια. Τελικά τι κρύβεται πίσω από το χαμόγελο του Αλφόνς;
Ο Κώστας Ακρίβος ξεπερνά τον εαυτό του στο μυθιστόρημα αυτό. Δομημένο άρτια, μπορεί να προσφέρει στους αναγνώστες του ψυχαγωγία και προβληματισμό, μπορεί να τους ταξιδέψει σε παρελθόν και παρόν, μέσα κι έξω από τον άνθρωπο. Το υλικό που έχει συγκεντρώσει είναι γιγαντιαίο, το project κολοσσιαίο, κι όμως, συνθέτει το πάζλ όχι μόνο επιτυχώς, αλλά κι όπως αρμόζει να το στήσει ένας συγγραφέας: με τη σύλληψη του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Είναι αυτό το υλικό που ενδείκνυται για αυτοσχεδιασμούς και παιχνιδίσματα με τη γραφή και το ύφος, κι ο Κ. Ακρίβος το εκμεταλλεύεται στο έπακρο, αναδεικνύοντας την καλή συγγραφική του τεχνική.
Οι προβληματικές του αρκετές. Πρώτ’ απ’ όλα, πώς αντιμετωπίζεται ένας ξένος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου αλλά και αργότερα, μετά τις φουρτούνες του Β’ Παγκοσμίου. Γιατί ο Αλφόνς δεν είναι απλά ένας ξένος. Είναι Αυστριακός. Αμέσως αποκτά τη ρετσινιά του Ναζί. Η καχυποψία, η δεισιδαιμονίες, η επιφύλαξη ∙ όλα συνθέτουν την αντίληψη της επαρχιακής κοινωνίας της εποχής. Αδίκως; Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να κριθεί με το σύγχρονο μάτι. Τη μία στιγμή ο Αλφόνς μέσα από το βλέμμα του φαντάζει, πελώριος, τετραπέρατος, έτοιμος να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο και την άλλη, συρρικνώνεται, σκιάζεται με μαύρες κηλίδες με τις οποίες φροντίζουν, πρωτίστως οι άλλοι, να τον λερώσουν. Παρακολουθώντας όμως αυτή την εσωτερική μάχη του Στέργιου, δε μπορεί κι ο αναγνώστης να μην αναρωτηθεί, να μην προβληματιστεί για τη δική του αντιμετώπιση προς τον άλλο, τα γύρω αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Η Ελλάδα βάλλεται μέσα από τα μάτια του σύγχρονου Έλληνα. «Οι απορίες, δικές μου και όλης της παρέας, στην ταβέρνα μετά: είναι δυνατόν σήμερα η Ελλάδα να εκπλήξει ευχάριστά κάποιον; Τι μπορεί να αγαπήσει αυτό τον τόπο»; Σκέψεις που περνάνε από το μυαλό καθημερινά. Εικόνες που δε χρειάζεται πλέον να επεξεργαστούν για να οδηγήσουν τον αναγνώστη σε αυτές τις σκέψεις, πηγαίνουν αυτομάτως. Κι όμως, όταν τις βλέπεις τυπωμένες, όταν διαβάζεις ένα μυθιστόρημα και βλέπεις τους ίδιους σου τους ενδοιασμούς να έχουν μορφή και να είναι και κάποιου άλλου, κάποιου που δε συνάντησες ποτέ, σε σοκάρει. Κι όπως πολύ σωστά θα προβληματιστεί ο ίδιος ο Αλφόνς, για το αν ποτέ η Ελλάδα θα είναι ένας τόπος που οι κάτοικοί του δεν θα αγαπούν τα δέντρα και πως τα σπίτια με τον ασβέστη ή οι ανθισμένοι κήπου δεν θα υπάρχουν πια, δε χρειάζεται να μιλήσει κάποιος περισσότερο. Φωτογραφίζει την Ελλάδα του 2010. Μια εικόνα-χίλιες λέξεις, κι εδώ έχουμε δύο εικόνες, τις χαρακτηριστικότερες δυνατές του σήμερα.
Ο Κώστας Ακρίβος δίνει καλά μετρημένες τις διαστάσεις της προβληματικής του και μετά σ’ αφήνει. Κάνει κάπως πονηρά τη δουλειά του για να σε βάλει στη πρίζα. Ανάβει τον διακόπτη και μετά σ’ αφήνει μόνο να κάνεις την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το φως της σύνθεσης. Επικίνδυνο το παιχνίδι του, πρωτ’ απ’ όλα για εκείνον. Κι όμως, νικητής και δυνατότερος, σε ρίχνει κι εσένα στον χορό. Κι αυτή είναι θεωρώ, η μεγαλύτερη επιτυχία του μυθιστορήματός του.
Κώστας Ακρίβος, Ποιός θυμάται τον Αλφόνς, Εκδόσεις Μεταίχμιο
Για τη φιλοξενία: Critique Critique
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου