Διαβάζω: “Σηκώθηκα και άνοιξα το παράθυρο. Ο κόσμος μού φάνηκε οικείος και απρόσμενα φιλικός.” Είναι η πρώτη φράση από το πρώτο μου βιβλίο, της νουβέλας “Ιστορίες από τον αφρό” που γράφτηκε το 1996 (διάολε, 15 χρόνια πριν!) και κυκλοφόρησε το 1997 από την Εστία. Σκέφτομαι ότι η φράση αυτή, τόσο απλή και καθαρή, εκφράζει ακόμη και σήμερα την άποψή μου για τη λογοτεχνία. Η συγγραφή μπορεί να είναι μια ευτυχής συνάντηση με τον κόσμο, με την πραγματικότητα. Μπορεί να είναι μια απόπειρα συμφιλίωσης, και όχι σύγκρουσης. Διαβάζω παρακάτω, την καταληκτική παράγραφο, του πρώτου κεφαλαίου του πρώτου μου βιβλίου: “Σηκώθηκα έτοιμος για μάχη. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και, αφού διαπίστωσα πως ο εχθρός δεν είχε ακόμη φανεί στον ορίζοντα, κατευθύνθηκα προς την κουζίνα να φτιάξω καφέ. Πίνοντας τον καφέ, κι έχοντας ήδη ανάψει το δεύτερο τσιγάρο, συνειδητοποίησα με χαρά και κάποιο τρόμο μαζί πως δεν είχα τίποτα να κάνω σήμερα. Η συνθήκη αυτή είναι πάντα μια ευκαιρία να κάνεις κάτι. Την άδραξα και ξεκίνησα να γράφω: Χιονίζει από χθες μα δε λέει να το στρώσει. Γύρω στις έντεκα…”. Σήμερα νοσταλγώ εκείνες τις άδειες μέρες, όταν το τίποτε αποτελούσε πραγματικά συνθήκη να κάνω κάτι. Σήμερα το γράψιμο, το αθώο, πρωτογενές γράψιμο, στριμώχνεται ανάμεσα σε δεκάδες μικρές πραγματικότητες, άρθρα, κριτικές, μεταφράσεις, σεμινάρια, υποχρεώσεις, παιδιά, γιατροί, σκυλιά κι εμβόλια. Κάθε συγγραφέας οφείλει να οργανώσει την δική του απόδραση. Να γίνει, με ένα τρόπο, αόρατος. Ιδού η ρόδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου