Ο Νίκος Θέμελης είναι ένα φαινόμενο για τα εκδοτικά πράγματα της τελευταίας δεκαετίας, μια και με τα έξι + ένα μυθιστορήματά του είναι ο συγγραφέας που συγκίνησε περισσότερο το αναγνωστικό κοινό από τη μεταπολίτευση και μετά (η έτερη συγγραφέας με παρόμοια ανταπόκριση είναι η «ελαφριά» Λένα Μαντά). Η άνοδός του στο λογοτεχνικό στερέωμα, που στέφθηκε μάλιστα με δύο βραβεία την ίδια χρονιά, το ένα Κρατικό, τον βρήκε στο απόγειο της σχέσης του με την εξουσία, ως σύμβουλο του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Για το αν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα σε αυτά τα δύο δεδομένα, δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Ας σημειωθεί πάντως ότι είναι ίσως ο μοναδικός στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη το όνομα του οποίου δεν ενεπλάκη ποτέ σε κάτι μεμπτό ή άηθες. Κι αυτό, για κάποιον που υπήρξε τόσο κοντά στην εξουσία, και μάλιστα σε περίοδο «παχιών αγελάδων» (αυτή ήταν τουλάχιστον η εντύπωση τότε), δεν είναι αμελητέο.
Από συγγραφικής άποψης αυτό που διακρίνει το τελευταίο του βιβλίο είναι ότι, από πλευράς δομής, δεν είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα. Παρότι εκ των υστέρων οι τέσσερις νουβέλες που συναπαρτίζουν τη «συμφωνία» μπορούν να ενοποιηθούν σε μια ενιαία αφήγηση, στην πράξη εμφανίζονται αυτοτελείς αφηγηματικά και νοηματικά. Κάθε μία, αναλαμβάνει να «φωτίσει» μια συγκεκριμένη πλευρά της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, ξεκινώντας από τα χρόνια του Εμφυλίου (1947) και φτάνοντας μέχρι τη σύγχρονη εποχή (1990). Στην πρώτη ιστορία, που εικονοποιεί την πλευρά των «κακών», ο κεντρικός χαρακτήρας, η κυρία Μαριάνθη, είναι αρνητικός. Συγκεντρώνει πάνω της όλα τα αρχαϊκά στοιχεία της παλιάς και κλειστής στον εαυτό της Ελλάδας, που θέλει να αναπαράγει την εξουσία της αυτάρεσκα μέσα από ανορθολογικές δοξασίες (η Μαριάνθη χρησιμοποιεί τον Ονειροκρίτη για να ερμηνεύει τα όνειρά της, τα οποία στη συνέχεια λαμβάνει υπόψη της στις αποφάσεις της).
Οι υπόλοιπες τρεις ιστορίες συμπληρώνουν το παζλ της μεταπολεμικής Ελλάδας: Το δεύτερο «όνειρο» είναι από τη μεριά των θυμάτων της Ιστορίας∙ το τρίτο, από τη μεριά της γενιάς εκείνης που επιχείρησε να ρευστοποιήσει προς όφελός της τις αδικίες, ενώ στο τέταρτο «όνειρο» το λόγο παίρνουν όλοι όσοι αγωνίζονται για την επικράτηση του ορθολογισμού και της δημοκρατίας.
Τα βιβλία του Νίκου Θέμελη αποτελούν εικονοποιήσεις, εκδραματίσεις ιδεολογικών θέσεων, μέσα από πρόσωπα-φορείς ιδεών ή συνθηκών που ως σκοπό έχουν να διδάξουν παρά να προκαλέσουν αισθητική συγκίνηση. Ο ίδιος έχει στέρεες πολιτικές απόψεις, καθώς και βιώματα που μπορούν να τις υποστηρίξουν μυθοπλαστικά. Ενδεχόμενες αντιρρήσεις σε σχέση με τη λογοτεχνική εμβέλεια των βιβλίων του είναι, όπως είθισται να λέμε, «ψιλά γράμματα», κι αφορούν ένα ούτως ή άλλως διαρκώς συρρικνούμενο κοινό.
Από συγγραφικής άποψης αυτό που διακρίνει το τελευταίο του βιβλίο είναι ότι, από πλευράς δομής, δεν είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα. Παρότι εκ των υστέρων οι τέσσερις νουβέλες που συναπαρτίζουν τη «συμφωνία» μπορούν να ενοποιηθούν σε μια ενιαία αφήγηση, στην πράξη εμφανίζονται αυτοτελείς αφηγηματικά και νοηματικά. Κάθε μία, αναλαμβάνει να «φωτίσει» μια συγκεκριμένη πλευρά της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, ξεκινώντας από τα χρόνια του Εμφυλίου (1947) και φτάνοντας μέχρι τη σύγχρονη εποχή (1990). Στην πρώτη ιστορία, που εικονοποιεί την πλευρά των «κακών», ο κεντρικός χαρακτήρας, η κυρία Μαριάνθη, είναι αρνητικός. Συγκεντρώνει πάνω της όλα τα αρχαϊκά στοιχεία της παλιάς και κλειστής στον εαυτό της Ελλάδας, που θέλει να αναπαράγει την εξουσία της αυτάρεσκα μέσα από ανορθολογικές δοξασίες (η Μαριάνθη χρησιμοποιεί τον Ονειροκρίτη για να ερμηνεύει τα όνειρά της, τα οποία στη συνέχεια λαμβάνει υπόψη της στις αποφάσεις της).
Οι υπόλοιπες τρεις ιστορίες συμπληρώνουν το παζλ της μεταπολεμικής Ελλάδας: Το δεύτερο «όνειρο» είναι από τη μεριά των θυμάτων της Ιστορίας∙ το τρίτο, από τη μεριά της γενιάς εκείνης που επιχείρησε να ρευστοποιήσει προς όφελός της τις αδικίες, ενώ στο τέταρτο «όνειρο» το λόγο παίρνουν όλοι όσοι αγωνίζονται για την επικράτηση του ορθολογισμού και της δημοκρατίας.
Τα βιβλία του Νίκου Θέμελη αποτελούν εικονοποιήσεις, εκδραματίσεις ιδεολογικών θέσεων, μέσα από πρόσωπα-φορείς ιδεών ή συνθηκών που ως σκοπό έχουν να διδάξουν παρά να προκαλέσουν αισθητική συγκίνηση. Ο ίδιος έχει στέρεες πολιτικές απόψεις, καθώς και βιώματα που μπορούν να τις υποστηρίξουν μυθοπλαστικά. Ενδεχόμενες αντιρρήσεις σε σχέση με τη λογοτεχνική εμβέλεια των βιβλίων του είναι, όπως είθισται να λέμε, «ψιλά γράμματα», κι αφορούν ένα ούτως ή άλλως διαρκώς συρρικνούμενο κοινό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου